ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή,10 Απριλίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ –
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
7. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (συνέχεια 6η)
Παρ’ όλη όμως την αμφίβολη
αποτελεσματικότητα εφαρμογής τού δικαίου, η Αθήνα επέλεξε την επιβολή
υπερβολικά αυστηρών ποινών, όπως συνέβαινε και σε άλλες πόλεις. Διότι ακριβώς η
αντίληψη του δικαίου και η αντικειμενικότητα των ποινών, η ακρίβεια της
αναλογίας ανάμεσα στο αδίκημα και την ποινή, σε οποιαδήποτε κατηγορία και αν
ανήκει, αλλοιώθηκε μέσα από το νόημα που
η ίδια η πόλη σχημάτισε για τον
εαυτό της. Κάθε παράπτωμα, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητά του, θεωρήθηκε
απειλή κατά τού Κράτους, και εξασθένιση της ασφάλειάς του· επομένως κάθε δίκη
έτεινε να αποκτήσει πολιτικό χαρακτήρα, και καθώς η πόλη ήταν ή
όφειλε να γίνει η πραγματική θρησκεία του Έλληνα, οι ποινές απηχούσαν την
εκδίκηση που υπαγόρευε η παραβίαση κάποιου
απόλυτα ιερού κανόνα. Έτσι ερμηνεύεται η υπερβολική αυστηρότητα, δεδομένου
ότι η θανατική καταδίκη, που παράλληλα με το πρόστιμο και την επιβολή τής
ατιμίας, έπαιζε τον σημαντικότερο ρόλο στο ποινικό δίκαιο, εφαρμοζόταν ακόμα
και σε πολύ ελαφρότερα παραπτώματα.
Αλλά και στην εφαρμογή τών υπολοίπων ποινών
υπήρχε μεγάλη ασυνέπεια, όπως για παράδειγμα στην ατιμία, που άλλοτε
αντιπροσώπευε μια περιορισμένη ποινή, άλλοτε επιβαλλόταν για απεριόριστη χρονική διάρκεια, άλλοτε
συνδεόταν με μια κατάσχεση και άλλοτε όχι, και επιπλέον επέτρεπε ενδεχομένως
στον πρώτο τυχόντα να εισβάλει στο δικαστήριο και να κακοποιήσει τον
κατηγορούμενο. Αλλά καθώς η πόλη έκανε αλόγιστη χρήση όταν βρισκόταν κάτω από
την επίδραση μεγάλης οργής, το νόημα αυτής τής ποινής αλλοιώθηκε απολύτως, τόσο
στα μάτια τών θυμάτων όσο και του λαού. Απόδειξη για το ότι δεν ήταν συχνά το
αποτέλεσμα μιας δίκαιης κρίσης, είναι η επιβολή της ακόμη και σε τέκνα, νόμιμα
ή μη· η πόλη θεωρούσε ότι το εκδικητικό της μένος εναντίον κάποιου ατόμου
έπρεπε να επεκταθεί και στους απογόνους του, οι οποίοι διαφορετικά θα είχαν
κάθε λόγο να επιδιώξουν αντεκδίκηση, με αποτέλεσμα πολλοί κατηγορούμενοι να
εμφανίζονται στο δικαστήριο με τα τέκνα τους, ελπίζοντας να συγκινήσουν τούς
δικαστές. Το Κράτος απέδιδε σε όλες αυτές τις διαδικασίες μεγάλη εγκυρότητα, ενώ την ίδια στιγμή συμπεριφερόταν ανέντιμα απέναντι στους πολίτες του,
και τους ενθάρρυνε προς την ατιμία, ανεχόμενο την τρομοκρατία που ασκούσαν οι
συκοφάντες, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις
πραγματικών και αναγνωρισμένων ενόχων, οι οποίοι είχαν, υποτίθεται, συλληφθεί
επ’ αυτοφώρω, χρησιμοποιώντας σε κάποιες περιπτώσεις το δικαίωμα που είχε ως
Κράτος να επικαλεσθεί ακόμα και την προδοσία. Όποιος θέλει να ακούσει τη
μανιασμένη βροντή και τον φανατισμό μιας καταγγελίας για προδοσία, δεν έχει παρά να παρακολουθήσει τον λόγο τού Λυκούργου
κατά τού Λεωκράτη, του οποίου το αμφισβητούμενο αδίκημα χαρακτηρίστηκε ως
εσχάτη προδοσία, που επέσυρε τη θανατική ποινή. Οι δίκες κατά τής ασεβείας
είχαν κι αυτές έναν παρόμοιο χαρακτήρα ανεξέλεγκτης
βίας, διότι κατήγορος ήταν η ίδια η
πόλη. Πουθενά δεν αντικρίζουμε μια τόσο ανόητη αντίφαση ανάμεσα στην
εκδίκηση που εγείρει η προσβολή ή η αμφισβήτηση των θεών, και την κατά τα άλλα
ασήμαντη επιρροή τους στο ηθικό και θεολογικό επίπεδο! Ακόμη και το αδιανόητο
ενδεχόμενο απαγόρευσης της ταφής συμπεριλαμβανόταν στα άρθρα τού ποινικού
κώδικα που είχε θεσπίσει η πολιτεία για τα πολιτικά εγκλήματα. Έτσι το πτώμα
τού Αντίφωνα, ο οποίος εκτελέστηκε κατά την επιστροφή τής ολιγαρχίας τών
Τετρακοσίων το 411, εγκαταλείφθηκε έξω απ’ την πόλη. Αλλά αυτός ο τρόπος
απομάκρυνσης του πτώματος από την Αττική γη, η καταστροφή τής κατοικίας, οι
κατάρες κατά τού γιού και του εγγονού, καθώς και πολλά άλλα τελετουργικά που
συνόδευαν παρόμοιες καταδίκες, δεν θα εντυπωσίαζαν τόσο τούς μεταγενέστερους,
αν η αθηναϊκή δικαιοσύνη είχε απαγγείλει άμεμπτες ποινές, κι αν αυτοί που
έπαιρναν στο όνομά της τέτοιες αποφάσεις δεν ήταν παρά άνθρωποι απλώς
οργισμένοι και με προσωρινή ισχύ. Ας θυμηθούμε εδώ ότι η διαδικασία τών
βασανιστηρίων που επιβλήθηκε σε πολίτες για τις ανάγκες τής δίκης, δεν
θεωρήθηκε ποτέ σκανδαλώδης. Ήταν ένα ψυχολογικό μέτρο αντίστοιχο με τον βασανισμό τών δούλων, αλλά
ήταν κατά βάθος και η συνέπεια της
γνωστής αντίληψης για την ίδια την πόλη: εφόσον
τής επιτρέπονται τα πάντα, έχει κάθε
δικαίωμα να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα
προκειμένου να διευθετεί τις υποθέσεις της.
Εδώ ανήκουν και οι διάφορες κατάρες που
εκστομίστηκαν στο όνομα της πόλης, απόδειξη ότι ένα ουσιαστικά άθεο Κράτος
συμπεριφέρεται θεοκρατικά προκειμένου να εκφράσει την οργή του. Ο έντονος
τρόμος που προκαλεί ο αναθεματισμός, κυρίως όταν προέρχεται από τούς γονείς,
εμφανίζεται ήδη στους μύθους, και αργότερα στη νοοτροπία τών ιστορικών χρόνων.
Μετά την εκστόμισή τους, μετατρέπονται σε μιαν αντικειμενική δύναμη. Το παράδοξο είναι ότι επεδίωξαν να προκαλέσουν
το ίδιο συναίσθημα με τους αναθεματισμούς
τής ίδιας της πόλης, και να
προξενήσουν το ίδιο αντικειμενικό αποτέλεσμα όπως στον μύθο, με κατάρες
εναντίον κάποιου εχθρού· πρόκειται ασφαλώς για μιαν εσφαλμένη απομίμηση. Αυτές
οι κατάρες είχαν καθορισμένο χαρακτήρα και χρησίμευαν στην πρόκληση τεχνητού φόβου· το Κράτος τις
διατηρούσε ως απόθεμα εναντίον αυτών που αντιδρούσαν σε κάποια συγκεκριμένη
απόφαση. Οι Αμφικτύωνες καταράστηκαν όλους αυτούς που καλλιεργούσαν την ιερή γη
της Κίρρα, και οι Αθηναίοι επαναλάμβαναν την ίδια τακτική πριν από κάθε συνέλευση
εναντίον οποιουδήποτε θα ήθελε, ενδεχομένως, να τους εξαπατήσει. Το δικαστήριο
που κλήθηκε να κρίνει την περίπτωση των μυημένων στα μυστήρια, στο οποίο
απευθύνεται ο Ανδοκίδης, διέθετε πιθανότατα και τους καθορισμένους
αναθεματισμούς του. Ευρεία χρήση γινόταν ακόμη κατά την τελετή τής ορκωμοσίας
μεταξύ συμμάχων. Όταν ο Αριστείδης ορκίστηκε κατά τη σύναψη συμμαχίας με τη
συνομοσπονδία τών Αθηνών, μετά την εκστόμιση των αναθεματισμών, εκσφενδόνισε
ένα πυρακτωμένο σίδερο στη θάλασσα, που σήμαινε ότι οι κατάρες εναντίον όσων
παρέβαιναν τη συνθήκη δεν θα έπαυαν να ισχύουν παρά μόνον αν το σίδερο που
βυθίστηκε στο νερό επανεμφανιζόταν στην επιφάνεια. Περισσότερο πειστικοί είναι
οι αναθεματισμοί σε περιπτώσεις που θέλουν απλώς να εξορκίσουν έναν παροδικό κίνδυνο,
όπως έκανε και πάλι ο Αριστείδης στον πόλεμο εναντίον τού Μαρδόνιου,
προτείνοντας να αναλάβουν οι ιερείς τον αναθεματισμό όσων θα συμμαχούσαν με
τους Πέρσες ή θα εγκατέλειπαν την ελληνική συνομοσπονδία, αλλά κινδύνεψαν και
εδώ να εξαπατηθούν. Όταν η Αθήνα πολιορκήθηκε από τον Λύσανδρο, δόθηκε επίσης
ένας επίσημος όρκος, που απαγόρευε να συζητηθεί οτιδήποτε σχετικά με την
αποδοχή τών όρων που είχαν προτείνει εκείνη τη στιγμή οι Σπαρτιάτες, ύστερα από
τον οποίον υποχρεώθηκαν όμως να αποδεχθούν τα χειρότερα.
Ακόμη και αν εξαιρέσουμε τους
καθορισμένους αναθεματισμούς, οι οποίοι ήταν αντίστοιχοι με αυτούς που
εκστόμιζαν μερικές φορές οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι ενάντια στον εαυτό τους,
προκειμένου να υποστηρίξουν την αθωότητά τους, το καθεστώς τών Αθηνών επεδίωκε να εξορκίσει το μέλλον με απειλητικά
διατάγματα, που καταδίκαζαν σε ατιμία ή σε θάνατο κάθε άνδρα που θα
πρότεινε κάτι διαφορετικό από αυτό
που είχε κριθεί ως κοινό καλό. Διάσημο είναι το σχετικό διάταγμα του
Εύβουλου για την προστασία τού ταμείου τού θεάματος· αντίστοιχη προστασία
υπήρχε και για άλλους θεσμούς, αποφασίζοντας ότι όποιος επεδίωκε να τους
καταργήσει – είτε δημόσιος λειτουργός είτε ιδιώτης – θα καταδικαζόταν σε ατιμία
τόσο ο ίδιος όσο και όλα τα τέκνα του, και ήδη από τις αρχές τού
Πελοποννησιακού πολέμου οι Αθηναίοι απείλησαν να θανατώσουν όποιον επεδίωκε να
χρησιμοποιήσει τα πολεμικά κεφάλαια, που προορίζονταν για περιπτώσεις έκτακτης
ανάγκης, για διαφορετικό σκοπό. Είναι αλήθεια ότι η γελοιότητα στην οποία
εκτίθεται μια παράταξη στην εξουσία, όταν έχει το δικαίωμα να δεσμεύει με παρόμοιες απειλές τις επόμενες γενιές, εμφανίζεται και πριν τη
δημοκρατία, η οποία δεν είναι επομένως η πρώτη που συμπεριφέρθηκε, όπως ίσως
νομίζουμε, μ’ αυτόν τον τρόπο· οι Ευπατρίδες είχαν επίσης επιβάλει τη θανατική
ποινή σε όποιον θα πρότεινε επίθεση στη Σαλαμίνα· είναι πιθανόν ότι όσο πιο
παράλογο ήταν, στα πλαίσια της πόλης –
όπως και της Συμβατικής Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης - ένα νομοθέτημα, τόσο
περισσότερο σταθερό και διαρκές θα έπρεπε να εμφανίζεται· δεν αρμόζει όμως να καταδικάσουμε εκείνην την πόλη, τη στιγμή που εμείς συνεχίζουμε να εξορκίζουμε το μέλλον με
πολύ πιο παράλογο τρόπο, συνάπτοντας δάνεια χάριν τής προόδου στο
όνομα των μελλοντικών γενεών.
Εκτός από τούς προκαθορισμένους
αναθεματισμούς, υπήρχαν και αυτοί που αφορούσαν σε ορισμένα εν ζωή πρόσωπα, που
διέφευγαν και άρα δικάζονταν ερήμην. «Οι ιερείς και οι ιέρειες εκστόμιζαν,
σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, τους αναθεματισμούς στραμμένοι προς τη δύση,
ανεμίζοντας κομμάτια από ένα πορφυρό ύφασμα». Αυτή η τελετουργία εφαρμόστηκε
και κατά τού Αλκιβιάδη, μετά την καταδίκη του σε θάνατο και την κατάσχεση της
περιουσίας του· η Θεανώ, μια ιέρεια της Αγραύλου, ήταν η μόνη που αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι έγινε ιέρεια για να ευλογεί και όχι για να καταριέται. Όταν ο ίδιος
ο Αλκιβιάδης έγινε αργότερα δεκτός ως εκπρόσωπος του θεού, αναγκάστηκαν οι
πλέον αξιοσέβαστοι ιερείς, οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες, να αποσύρουν, κατόπιν
εντολής τού λαού, τις κατάρες που είχαν ξεστομίσει εναντίον του, ενώ ο
ιεροφάντης δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι δεν καταταράστηκε τον Αλκιβιάδη, αλλά
μόνο τις ενδεχόμενες προθέσεις του να βλάψει το Κράτος ! Αυτοί οι αναθεματισμοί
ήταν εξάλλου το συμπλήρωμα πλειάδας
όρκων, με τους οποίους είχαν τη
συνήθεια να αυτοδεσμεύονται. Ο σημαντικότερος απ’ όλους τούς πολιτικούς
όρκους ήταν εκείνος που αναφέραμε προηγουμένως, με τον οποίον ορκίζονταν, κατά
φυλές και κατά δήμους, οι πολίτες, να προστατεύουν τη δημοκρατία.
Στον αντίποδα όλων αυτών τών ποινών
βρίσκονταν οι τιμές και οι ανταμοιβές που μοίραζε αυτό το Κράτος, το οποίο κατά
τα άλλα αφηνόταν να ληστεύεται σε τεράστια κλίμακα από τούς τυχοδιώκτες, και
δεν μπορούσε, ούτε ήθελε να προστατέψει τούς τίμιους πολίτες. Πιστεύουμε ότι με
αυτόν τον τρόπο η Αθήνα επεδείκνυε γενικά την ευρύτητα του πνεύματός της και τη
γενναιοδωρία της. Η αλήθεια είναι ότι μετά την εποχή τού Κλεισθένη η Αθήνα
υπήρξε, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες ελληνικές πόλεις, ιδιαίτερα φειδωλή στην
παροχή τής σημαντικότερης εύνοιας, τη μαζική δηλαδή αναγνώριση του δικαιώματος του πολίτη, και η παροχή
αυτού τού δικαιώματος στους Πλαταιείς που επέζησαν, αλλά και στους δούλους που
επέδειξαν γενναιότητα κατά τη μάχη τών Αργινουσών αποτελούν τα μοναδικά
παραδείγματα. Ο Διονύσιος της Αλικαρνασσού παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με τους
Ρωμαίους που αναμείχθηκαν με όλους τούς λαούς τής υπαίθρου και αύξησαν τον
αριθμό τών πολιτών τους από τις αποικίες, η συνήθεια αυτή τών Λακεδαιμονίων,
των Θηβαίων και των Ελλήνων που περισσότερο απ’ όλους καμάρωναν για την
οξυδέρκειά τους, δηλαδή τών Αθηναίων, δεν τους τιμά· αυτοί πίστευαν ότι
αποδεχόμενοι ένα μικρό μόνο ποσοστό νέων πολιτών διατηρούσαν την ευγενή
καταγωγή τους, και ότι διαφορετικά δεν θα είχαν κανένα όφελος, αλλά μόνο
σοβαρές δυσχέρειες· το γεγονός είναι ότι η σπαρτιατική ισχύς κατέρρευσε μετά
την απώλεια 1700 ανδρών στα Λεύκτρα, και η ισχύς τών Θηβών και των Αθηνών μετά
τη μάχη τής Χαιρώνειας. Από τα ελάχιστα πρόσωπα που αποδέχονταν στις τάξεις
τους, απαιτούσαν εγγυήσεις, ενώ όποιος ζητούσε μια τέτοια εύνοια, θα έπρεπε να
έχει δώσει δείγματα γενναιότητας στην προάσπιση της ελευθερίας τού λαού· η
αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη ήταν νόμιμη, αν κατόπιν μυστικής
ψηφοφορίας, 6000 πολίτες την ενέκριναν· επειδή όμως ο λαός συχνά παραπλανήθηκε
από τούς δημαγωγούς, η διαδικασία αυτή ήταν ανακλητή, ενώ όσοι αποκτούσαν την
ιδιότητα του πολίτη δεν είχαν δικαίωμα να γίνουν άρχοντες ή ιερείς. Υπάρχουν
όμως αρκετές καταγγελίες για το ότι το δικαίωμα του πολίτη δόθηκε σε ξένους,
ακόμη και σε δούλους, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους, και ότι μετά τη
Χαιρώνεια υπήρξε ο κίνδυνος όλοι οι μέτοικοι να γίνουν πολίτες. Πάντως η
απονομή στεφάνων, η απονομή τού τίτλου «τού ευεργέτη τού λαού», καθώς και του
δικαιώματος πρωτοκαθεδρίας στις συνελεύσεις και τους εορτασμούς, αλλά και του
δικαιώματος προτεραιότητας στην επίκληση των δικαστών, όλα αυτά προσφέρθηκαν
απλόχερα· ήταν διακρίσεις χωρίς κανενός είδους επιβάρυνση που παραχωρούσαν,
σύμφωνα με τη διάθεση της στιγμής, ακόμη και σε υμνωδούς, μουσουργούς ή και σε
ταχυδακτυλουργούς· στη συνέχεια ανεγέρθηκαν πολλά αγάλματα προς τιμήν απόλυτα
ασήμαντων ανθρώπων. Όσους ήθελαν πραγματικά να τιμήσουν, τους επέτρεπαν να
σιτίζονται δωρεάν στο πρυτανείο, ένα δικαίωμα που συχνά παραχωρείτο για την
υπόλοιπη ζωή τους, και γινόταν ενίοτε και κληρονομικό δικαίωμα. Την τιμητική
αυτή διάκριση απολάμβαναν διά βίου οι Ολυμπιονίκες (στους οποίους ορθώς εύχονταν και καλή όρεξη !), πολιτικοί
άνδρες με υψηλές διακρίσεις, νικηφόροι στρατηγοί, ευεργέτες όπως ο Ιπποκράτης,
και άλλα αξιόλογα πρόσωπα. Τον 4ον αιώνα οι Αθηναίοι υπήρξαν αρκετά
γενναιόδωροι, και ίσως να επωφελείτο ακόμη και η εγγονή τού Αριστείδη την εποχή
αυτή από «εξίσου πλούσια γεύματα με τους Ολυμπιονίκες». Οι απόγονοι τού
Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, καθώς και όσοι είχαν σχεδιάσει με επιτυχία τις
δολοφονίες τυράννων, ανήκαν επίσης σ’ αυτήν την ετερόκλητη λίστα. Επόμενο ήταν
φυσικά άτομα σαν τον Δικαιογένη, απόγονο του Αρμόδιου, ένα μιαρό υποκείμενο που
δεν σεβάστηκε ούτε την οικογένεια ούτε τούς φίλους ούτε τούς ναούς, να
αποποιηθούν μια τέτοια τιμή.
Οι ποινές που επέβαλαν τα δικαστήρια
προκάλεσαν ωστόσο ποικίλες αντιδράσεις στον λαό. Διότι
ανάμεσα στους ηγέτες του υπήρχε πάντοτε αυτή η κατηγορία τού τυχοδιώκτη, ο οποίος άλλοτε
εκτραχύνεται (όπως η κατώτερη τάξη, όταν αναρριχάται στην εξουσία) και άλλοτε
φοβάται, ότι η κοινή λογική θα υπερισχύσει και θα αναλάβει τα ηνία· τα άτομα
αυτά αναμοχλεύουν τα πάθη στο έπακρο. Στους κόλπους τής πόλεως αναπτύχθηκε όμως
και μια ιδιαίτερη κατηγορία πολιτών, που απαιτούσαν να επικρατήσει η αποτελεσματικότητα
και η δικαιοσύνη. Έτσι το δικαστικό σώμα βρέθηκε σε μεγάλη αβεβαιότητα,
δεδομένου ότι ένας στους δύο κατηγορούμενους ήταν άτομο τού οποίου η κατάσχεση
της περιουσίας κρινόταν ως επιθυμητή από το κράτος. Έχουμε ήδη δώσει
παραδείγματα αυτής τής τακτικής, και είναι προφανές επίσης ότι το Κράτος δεν
επωφελείτο σε απόλυτο βαθμό από αυτό το έγκλημα. «Οι αρχηγοί», λέει ο Πλάτων,
«όταν αφαιρούν τα αγαθά τών πλουσίων, προσφέρουν ένα μέρος στον λαό, αλλά
κρατούν το μεγαλύτερο μέρος για τους ίδιους». Ένας από τους πελάτες τού Λυσία
λέει στους δικαστές τα ακόλουθα: «Αν τα κατασχεθέντα αγαθά κατέληγαν στο
Κράτος, θα μπορούσαμε να φανούμε επιεικείς, αλλά καταλήγουν, όπως γνωρίζετε,
στα χέρια αυτών τών ανθρώπων, και οτιδήποτε έχει κάποιαν αξία πωλείται σε
εξευτελιστική τιμή». Θα ήταν ίσως περισσότερο ειλικρινές και τίμιο απέναντι στο
πνεύμα τής ίδιας της πόλης το να δηλώνεται ευθαρσώς από το Κράτος, ότι κάποιος
πολίτης πρέπει να θανατωθή, επειδή η εξουσία χρειάζεται την περιουσία του.
Αντίθετα βλέπουμε να παρενοχλούνται εδώ όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί,
κατηγορούμενοι για υπεξαιρέσεις, καθώς και όσοι έχουν κάποιο περιουσιακό περίσσευμα, με την υπόνοια ότι δεν προσφέρουν αρκετά,
ενώ τα πλέον ειδεχθή άτομα επηρεάζουν
αποφασιστικά τη μοίρα αυτών τών ανθρώπων·
στο μεταξύ οι απαιτήσεις του Κράτους ήταν τέτοιες, ώστε όλοι οι υπόλοιποι,
εκτός απ’ τους επαίτες, είτε να καταφεύγουν σε παραβάσεις, είτε να κινδυνεύουν
να κατηγορηθούν ως παραβάτες. Αθώοι και ένοχοι καταφεύγουν τότε σε μέσα προστασίας αντίστοιχης ισχύος με
τις καταγγελίες που τους απευθύνονται. «Αλλά όποιος επιθυμεί να εμποδίσει το
κακό λαμβάνοντας, δημόσια, θέση εναντίον του», λέει ο Σωκράτης στους δικαστές
του, «αυτός ακριβώς επιταχύνει το τέλος του. Πιστεύετε ότι θα είχα φτάσει
σ’ αυτήν την ηλικία, αν επέλεγα να συνεργαστώ με το Κράτος και να υπερασπισθώ το δίκαιο; Ούτε εγώ, ούτε και κανένας άλλος στη θέση μου». Σ’ αυτές τις
συνθήκες όμως όλοι υποψιάζονται τους
πάντες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις δίκες τών στρατηγών τον 4ον
αιώνα. Σε γενικές γραμμές το αθηναϊκό Κράτος θα είναι στο εξής, παρά την
πυρετώδη δραστηριότητα παραγωγής διαταγμάτων,
ένα επιβλητικό οικοδόμημα, αν και κάπως ερειπωμένο, από το οποίο
εκτοξεύονται πέτρες και κραυγές σαρκασμού. Μια επιγραφή σε τροχαϊκό στίχο
συγκρίνει τον λαό με την άστατη θάλασσα, άλλοτε σιωπηλή και άλλοτε τρικυμιώδη,
που όταν του δοθεί η ευκαιρία, καταπίνει τον πολίτη.
Τουλάχιστον στην Αθήνα (και σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτή την πόλη) δεν
κατάφυγαν ποτέ σε διαγραφή χρεών και διανομή γαιών. Περί το 400 π. Χ. στη μικρή
περιφέρεια της Αττικής κατοικούσαν ακόμη πάνω από 10.000 γαιοκτήμονες, έναντι
μόνο 5.000 ακτημόνων. Αλλά εκτός από τούς πολίτες υπήρχαν και οι μέτοικοι, που
εργάζονταν ευσυνείδητα και κατέβαλαν ασφαλώς, στο μέτρο τού δυνατού, το μετοίκιον και όλους τούς υπόλοιπους,
απαιτούμενους φόρους· αν δεν εξοφλούσαν τα χρέη τους, κινδύνευαν να πουληθούν
ως δούλοι. Μετά την εξολόθρευση από το καθεστώς τών Τριάκοντα όσων απ’ αυτούς
είχαν πλουτίσει, οι μέτοικοι αντιμετώπιζαν θετικά την παγίωση της δημοκρατίας
στους κόλπους τού λαού που τους εξουσίαζε. Ίσως το μέτρο αυτό να μην είχε ως
αιτία τα πλούτη τους, αλλά να επιβλήθηκε επειδή η ολιγαρχία ήταν αναγκασμένη να
θέσει αυτήν την κάστα υπό τον έλεγχό της, προκειμένου να υλοποιήσει το ιδανικό
μιας παθητικής και αποκομμένης από τη θάλασσα Αθήνας. Όπως αναφέραμε
προηγουμένως, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, λίγο έλλειψε να αποκτήσουν όλοι
δικαιώματα πολίτη· και ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από τους τεχνίτες, και άλλοι
ξένοι και διακεκριμένοι κάτοικοι των Αθηνών απολάμβαναν αυτήν την τιμή.
(συνεχίζεται)
1 σχόλιο:
Υπήρχαν,δηλαδή,πολίτες και μη πολίτες,δούλοι και μέτοικοι ενώ οι νόμοι πολύ σκληροί για τους παραβάτες.Η Αθήνα ήταν στα σπάργανά της ενώ οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής διηρημένες με τα γνωστά αποτελέσματα της σωκρατικής καταδίκης δια κωνείου.Η διχόνοια,πάντως,φέρει πολλά κακά ενώ η ομοψυχία και ομόνοια το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα στις κοινωνίες δυτικού τύπου όπως η δική μας σήμερα.
Δημοσίευση σχολίου