Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (51)

Συνέχεια από Σάββατο, 4 Απριλίου 2020
                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                      Johannes Verlag, 1987
                                   
                                   4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                                  
                             V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                    β)  Η διπλή κίνηση της Εκκλησίας  ( συνέχεια )
    

Οι δυό αλήθειες, η ύπαρξη δηλ. πνευματικών σπερμάτων (pneumata spermatika) στη σκέψη τών λαών και η σαφής ή ασαφής διάχυση χριστιανικών στοχαστικών και εμπειρικών αγαθών σε όλον τον κόσμο, δεν σημαίνουν ότι η ένταξη στην ενότητα τής Εκκλησίας θα είναι πρακτικά εύκολη. Αποδεικνύεται, τόσο απ’ την πλευρά τών ξένων «πολιτισμών» (Kulturen), που μπορεί να αντιστέκονται, την ώρα ακριβώς που αποδέχονται τα χριστιανικά σπέρματα, με αυξανόμενη μάλιστα ένταση απέναντι στο χριστιανικό στοιχείο (το οποίο και αφομοιώνουν στα δικά τους στοιχεία), όσο και απ’ την πλευρά τής Εκκλησίας, που έχει να αντιμετωπίση τα σχεδόν άναπάντητα ερωτήματα της πολυ-πολιτισμικότητας (της αφομοίωσης άλλων «πολιτισμών» -Inkulturation), ότι οι δυσκολίες μπορεί να είναι όχι μόνο τεχνικές αλλά και θεολογικές. Η διπλή κίνηση (της Εκκλησίας) – προς όλους τούς λαούς, με ολόκληρη ωστόσο την επαγγελία της θέτει όσα ευαγγελίζεται ο Κύριος στην ίδια με Εκείνον θέση: το «αίτημά» Του, που συνδυαζόταν βέβαια με το πρωταρχικό δημιουργικό σχέδιο του Πατρός, τού απέφερε «το μίσος τού κόσμου», το να μην έχη πού να μείνη (Ματθ. 8, 20 – «Ιδών δέ ο Ιησούς πολλούς όχλους περί αυτόν εκέλευσεν απελθείν εις τό πέραν. Και προσελθών εις γραμματεύς είπεν αυτώ· διδάσκαλε, ακολουθήσω σοι όπου εάν απέρχη. και λέγει αυτώ ο Ιησούς· αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι καί τά πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσεις, ο δέ υιός τού ανθρώπου ουκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίνη. Έτερος δέ τών μαθητών αυτού είπεν αυτώ· Κύριε, επίτρεψόν μοι πρώτον απελθείν καί θάψαι τόν πατέρα μου·.ο δέ Ιησούς είπεν αυτώ· ακολούθει μοι, καί άφες τούς νεκρούς θάψαι τούς εαυτών νεκρούς»… ), την καταδίωξή του με σκοπό να συλληφθή (Ιωάν. 11, 57), και τελικά την προδοσία, την καταδίκη και την εκτέλεση   (( Σημ. τ. μετ.: Δέν μπορούμε να ονομάζουμε έτσι τη Σταύρωση του Χριστού, του Θεανθρώπου· παρά μόνον «υποτιμώντας» τον, στο «επίπεδο» ενός απλού ανθρώπου, για να προβληθή ανενόχλητα η «Τρίτη εποχή, του Αγίου Πνεύματος»… )) . Με έμφαση προλέγεται η ίδια μοίρα και στους απεσταλμένους Μαθητές (Ιωάν. 15, 20 – 16, 4 – «Ει ο κόσμος υμάς μισεί, γινώσκετε ότι εμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν. ει εκ τού κόσμου ήτε, ο κόσμος άν τό ίδιον εφίλει· ότι δέ εκ τού κόσμου ουκ εστέ, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ τού κόσμου, διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος. μνημονεύετε τού λόγου ού εγώ είπον υμίν· ουκ έστι δούλος μείζων τού κυρίου αυτού. ει εμέ εδίωξαν, καί υμάς διώξουσιν· ει τόν λόγον μου ετήρησαν, καί τόν υμέτερον τηρήσουσιν. αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν διά τό όνομά μου, ότι ουκ οίδασι τον πέμψαντά με…»), ως ένα αναγκαίο και «μακάριο» γεγονός στην ζωή όσων ακολουθούν τον Κύριο (Ματθ. 5, 11 κ.ε.). Η «καταδίωξη» ωστόσο αυτή αποφέρει καρπούς ως προς την αποστολή τής Εκκλησίας, κάτι που το γνωρίζει και ο Παύλος (Β’ Κορ. 1, 4 κ.ε. – «Ευλογητός ο Θεός καί πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο πατήρ τών οικτιρμών καί Θεός πάσης παρακλήσεως, ο παρακαλών ημάς εν πάση τή θλίψει ημών, εις τό δύνασθαι ημάς παρακαλείν τούς εν πάση θλίψει διά τής παρακλήσεως ής παρακαλούμεθα αυτοί από τού Θεού· ότι καθώς περισσεύει τά παθήματα τού Χριστού εις ημάς, ούτω διά τού Χριστού περισσεύει καί η παράκλησις ημών…»). Ενώ η επανειλημμένη προειδοποίηση του Κυρίου χρησιμεύει στο να ενισχυθή, σύμφωνα με τα ίδια Του τα λόγια, η Εκκλησία, γνωρίζοντας ότι καταδιωκόμενη βρίσκεται στον σωστό δρόμο, ακολουθώντας Τον (Ιωάν. 15, 20· 16, 4 – «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα μή σκανδαλισθήτε. αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς· αλλ’ έρχεται ώρα ίνα πάς ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τώ Θεώ. και ταύτα ποιήσουσιν, ότι ουκ έγνωσαν τόν πατέρα ουδέ εμέ. αλλά ταύτα λελάληκα υμίν ίνα όταν έλθη η ώρα, μνημονεύητε αυτών ότι εγώ είπον υμίν. ταύτα δέ υμίν εξ αρχής ουκ είπον, ότι μεθ’ ημών ήμην. νυν δέ υπάγω πρός τόν πέμψαντά με, καί ουδείς εξ υμών ερωτά με πού υπάγεις! αλλ’ ότι ταύτα λελάληκα υμίν, η λύπη πεπλήρωκεν υμών τήν καρδίαν…»).
     Η αποστολή τής Εκκλησίας μπορεί να ξεκινά, κατά τον Θωμά (Ακινάτη), τόσο από τον φυσικό νόμο μέσα σε όλους τούς ανθρώπους, όσο και από «την χάρη που μάς δίνεται πέρα κι απ’ τον φυσικό νόμο». Αυτό το «πέρα» τής προϋποτιθέμενης παντού χάριτος το ονομάζει ο Θωμάς “gratia fidei”, «χάρι τής πίστεως», «που έχει δοθή εσωτερικά σ’ αυτόν που πιστεύει ρητά ή (απλώς) το υπονοεί», και ο οποίος «ανήκει» κι αυτός άρα στην Καινή Διαθήκη· απέναντι δε σ’ αυτήν τη χάρι τής πίστεως αποκτούν «κάποια ηθικά και μυστηριακά δεδομένα, δευτερεύουσα σημασία», καθώς «δεν είναι  αποφασιστικά και κρίσιμα στην Καινή Διαθήκη, ενώ ήταν αποφασιστικά και κρίσιμα στην Παλαιά». Στην αποστολή τής Εκκλησίας ανοίγονται έτσι απ’ αυτήν την άποψη δύο προοπτικές: είτε να μεταφέρη στον χριστιανισμό αυτό που ήδη υπάρχει κατά τον φυσικό νόμο, είτε να καταστήση ρητό αυτό που (ήδη) υπονοείται χριστιανικά έξω απ’ την Εκκλησία. Δύο «προοπτικές» που τις συναντάμε ήδη ενωμένες στις «κατ’ οίκον τράπεζες» του Παύλου, καθώς και στη σύστασή του προς τους Φιλιππησίους, να επιδιώκουν «όλα όσα είναι αληθινά, έντιμα, δίκαια, καθαρά, αξιαγάπητα, ελκυστικά», και όλα όσα «είναι ενάρετα και αξιέπαινα», ενώ για να τα «μεταφράση» χριστιανικά όλα αυτά, παραθέτει αμέσως το ίδιο το δικό του παράδειγμα (Φιλ. 4, 8 κ.ε.)  (( Για να δούμε: «Τό λοιπόν, αδελφοί, όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εί τις αρετή και εί τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε· ά καί εμάθετε καί παρελάβετε καί ηκούσατε καί είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε· καί ο Θεός τής ειρήνης έσται μεθ’ υμών…». Εδώ ο απόστολος Παύλος παραινεί τούς χριστιανούς Φιλιππησίους τί να «λογίζονται» και τί να «πράττουν», ενώ ο Μπαλτάσαρ ξεκινά, αντίστροφα, απ’ αυτά για να μας πη, πως όπου αυτά ήδη υπάρχουν (!), δηλώνουν ή υπο-δηλώνουν μιαν «πορεία» προς την Εκκλησία… Ο Κύριος μάς προειδοποιεί ως προς τους λόγους τού Ευαγγελίου: «Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω»… )) .
     Ξεκινώντας από μια τέτοια, ακόμα και εξω-εκκλησιαστικά προϋποτιθέμενη ανθρωπολογία (Anthropologie), οι εκκλησιαστικοί Πατέρες ανέπτυξαν, προσκολλόμενοι στην τριχοτομική (( ! )) θέση τού Παύλου περί πνεύματος, ψυχής και σώματος (Α’ Θεσσ. 5, 23), μιαν ευρεία περί ανθρώπου διδασκαλία, που εκτείνεται απ’ τους πρώτους θεολόγους (Ιγνάτιο, Τατιανό και ιδιαιτέρως τον Ειρηναίο) στον Κλήμεντα, για να συνεχισθή (ευρέως αναπτυγμένη) στον Ωριγένη και τον Αυγουστίνο, και από ’κει στον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση, μέχρι και τη σύγχρονη εποχή· μια διδασκαλία που βλέπει την «ψυχή» να αιωρείται ουσιαστικά στο κέντρο, ανάμεσα στο να προσκολληθή στο σώμα ή στο πνεύμα, σε μια συνεχή άρα και δραματική κατάσταση ώσπου να αποφασίση (( Γράφει ο απόστολος Παύλος στους Θεσσαλονικείς: «…Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε· τούτο γάρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς. τό Πνεύμα μή σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε. πάντα δέ δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε· από παντός είδους πονηρού απέχεσθε. Αυτός δέ ο Θεός τής ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, καί ολόκληρον υμών τό πνεύμα καί η ψυχή καί τό σώμα αμέμπτως εν τή παρουσία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη. πιστός ο καλών υμάς, ός καί ποιήσει…». Αντί για το «ολόκληρο» και το «αγιάσαι υμάς ολοτελείς» ο Μπ. προτιμά μια «τριχοτόμηση», που ταιριάζει καλύτερα στο δικό του «σκεπτικό» τής «μετέωρης ψυχής» )) . Αυτό το σχήμα δεν μπορεί βέβαια να χρησιμεύση παρά μόνον ως προϋπόθεση και ενθάρρυνση στην αποστολή τής Εκκλησίας, και όχι ως μια επαγγελόμενη διδασκαλία· η οποία διδασκαλία θα πρέπη συνεχώς να «δοκιμάζεται» στην υφιστάμενη διαφορά ανάμεσα στη συγκεκριμένη και προσωπική μορφή τής «διδασκαλίας» της για τον Χριστό που αποκαλύπτει τον Πατέρα, και για το Πνεύμα που αποκαλύπτει την αμοιβαία αγάπη Πατρός και Υιού – και τις ιδέες και ιδεολογίες που έχουν προσλάβει η ηθική και η θρησκεία στους μη-χριστιανούς. Μπορεί δε να ισχύη εδώ ο κανόνας, ότι όσο πιο εκλεπτυσμένα έχει αναγερθή και έχει (ίσως μέσα από αιώνες) παραδοθή ένα μη χριστιανικό οικοδόμημα ιδεών, τόσο πιο δύσκολος είναι και ο διάλογος.  (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ «ξεχνά» βέβαια, οικειοθελώς, ο συγγραφέας, ότι δεν έχει υπάρξει στην ανθρώπινη ιστορία τίποτα πιο «εκλεπτυσμένο» απ’ τον ελληνικό πολιτισμό, και ότι οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός που συνολικά προσχώρησε στο μήνυμα του Θεανθρώπου, ανταποκρινόμενος με τον ήδη αποκαλυπτικό, φιλοσοφικό του λόγο· μιλά πάντοτε και μόνο για τη Δύση, που είχε και έχει πάρει ωστόσο «άλλο δρόμο», «δικό» της, απ’ την Εκκλησία τού Χριστού… ))
           Ίσως η κατανόηση του μυστηρίου τού Αγίου Πνεύματος να παραμένη ωστόσο, μετά τη διευθέτηση όλων τών υπολοίπων διαφορών, ως τελευταία, φαινομενικά δυσχερέστατη και παρ’ όλ’ αυτά τα πλείστα    υποσχόμενη «μάχη». Η επαγγελία σε μη-χριστιανούς καλείται αναμφίβολα να ξεκινήση με μιαν οποιαδήποτε μορφή «Χριστολογίας από τα κάτω», για το οποίο έχει τόσο επιμείνει ο Κarl Rahner, μέχρι να συμπεριληφθή και η «κοσμική» (kosmisch) Χριστολογία τού Teilhard de Chardin, αλλά και όλες οι μορφές τής μεταφυσικής συνείδησης εν όψει τών υπαρξιακών και ηθικών ερωτημάτων ως προς την έννοια της ύπαρξης. Κάτι τέτοιο μπορεί να προχωρήση όσο περισσότερο γίνεται, συνειδητοποιώντας όμως, πως δεν μπορεί να μεταστραφή ποτέ εξ ιδίων σε μια «Χριστολογία εκ των άνω», ούτε  καν να αποτελέση ένα «κλειστό σύστημα» μαζί της. Πράγμα αναγκαίο, γιατί  δεν θα απέμενε αλλιώς κανένας χώρος για την πραγματική πράξη τής μεταστρεφόμενης πίστης, όπως αυτή περιγράφεται (δραματικά) στις Εξομολογήσεις τού Αυγουστίνου, ως μια στροφή απ’ τη νεο-πλατωνική, φαινομενική Χριστολογία σε μιαν εκκλησιαστική Χριστολογία – που απαιτεί την ταπείνωση του Σταυρού. Παρ’ όλη την αρχή (Prinzip) τής ανερχόμενης «προσωποποίησης» μέσα στον εξελισσόμενο Κόσμο, που ανέπτυξε ο Teilhard, η απόφαση προς ένα συγκεκριμένο, μοναδικό πρόσωπο του Χριστού απαιτεί κι εδώ ένα απαραίτητο άλμα, μιαν «επιλογή» (“option”), την οποία μπορεί μεν να τη διαβλέπη και να την αξιώνη ως τελευταία πράξη τής φιλοσοφίας στο έργο του Action (1893) ο Blondel, η οποία επιτελείται όμως μόνο μέσα στη Χάρι τού Χριστού.

    ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου