Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (17)

Συνέχεια από Δευτέρα, 6Απριλίου  2020

             IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ

                               ΤΟΜΟΣ  1ος  
                        Ο Χριστός και η αλήθεια
                        Το Πνεύμα και η αλήθεια
                             ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
                     Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

 3ο    Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο :   Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ  -  Α Λ Η Θ Ε Ι Α
Ι. Ο σαρκωθείς Λόγος πλήρης χάριτος και αληθείας.
Γ. Ερμηνεία του Ιωάν. 1, 14.17.18
     
Επεκταθήκαμε αρκετά στην ανάλυση τού στ. 1,14-18, πριν προχωρήσουμε στην ερμηνεία του, διότι έπρεπε να απαντήσουμε σε μερικά ερωτήματα φιλολογικού και λογοτεχνικού περιεχομένου από τα οποία εξαρτάται η ερμηνεία της αλήθειας, όπως: η καθεαυτό εννοιολογικές αποχρώσεις της λέξεως χάρις (στ. 14.17), το νόημα τής έκφρασης χάριν αντί χάριτος (στ. 16), το πρόβλημα τού hendiadys (εν δια δυοίν) στο η χάρις και η αλήθεια, η φύση τής αντίθεσης ανάμεσα «στον Νόμο» και «την χάρι της αληθείας» στο 1, 17 (Νόμος-χάρι ή Νόμος αλήθεια;), το φιλολογικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται η προσέγγιση ανάμεσα στον Νόμο και την αλήθεια, και τέλος η δομή τού αποσπάσματος 1, 14-18, και ιδιαίτερα του στ. 1, 17.
     Αφού απαντήθηκαν τα παραπάνω ερωτήματα μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στην μελέτη του εδαφίου από θεολογική άποψη και να αναρωτηθούμε ποια είναι, στη χριστολογία του Ιωάννη, η σημασία της έκφρασης  «η χάρις της αληθείας» σε σχέση με τον Ιησού Χριστό. Η δομή του κειμένου μας οδηγεί στην προσέγγιση της ερμηνείας του σε τρία στάδια: στον στ. 17, η έκφραση «η χάρις της αληθείας» είναι παράλληλη με «τον Νόμο»· η έκφραση αυτή είναι όμως επίσης μια επανάληψη του τέλους του στ. 14 («πλήρης χάριτος και αληθείας»), αλλά δέχεται την οριστική ερμηνεία της στον στ. 18 που ολοκληρώνει τον πρόλογο. Θα διαιρέσουμε επομένως την συγκεκριμένη έρευνα σε τρία μέρη: 1) Ο Μωυσής και ο Ιησούς Χριστός (στ. 17 α και β)· 2) ο σαρκωθείς Λόγος, πλήρης χάριτος της αληθείας (στ. 14)· 3) η χάρις της αληθείας: ὁ μονογενὴς Υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς (στ. 18).
1.     Ο Μωυσής και ο Ιησούς Χριστός (1, 17)
α. Η ιστορία της σωτηρίας.
     Η διπλή αντιπαράθεση στον στ. 17 ανάμεσα αφ’ ενός στον Μωυσή και τον Ιησού Χριστό και αφ’ ετέρου ανάμεσα; «στον Νόμο» και «την χάρι της αληθείας» δεν είναι μόνον θεολογικής τάξεως· παρουσιάζεται ακριβώς όπως η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο θεμελιώδη στάδια της ιστορίας της σωτηρίας: τα δύο ρήματα (εδόθη, εγένετο) στον αόριστο, αναφέρονται σε δύο συγκεκριμένες στιγμές του παρελθόντος· αντίστοιχα, οι λέξεις χάριν αντί χάριτος (στ. 16) εκφράζουν δύο συγκεκριμένες χάριτες, δύο θείες δωρεές που διαδέχθηκαν η μια την άλλη: η δωρεά του Νόμου και η χάρις της αληθείας. Αυτές οι δύο στιγμές του παρελθόντος εισάγουν σε δύο οικονομίες: την οικονομία του Νόμου που εκπροσωπεί ο Μωυσής και την οικονομία της αληθείας που αποκαλύπτει ο Ιησούς Χριστός.
     Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί στον στ. 17α παρελθόντα χρόνο («ο Νόμος εδόθη»), αναφερόμενος στα κεφ. 33 και 34 του βιβλίου της Εξόδου, όπου ο Μωυσής λαμβάνει επί του όρους Σινά από τον Θεό τον Νόμο σε λίθινες πλάκες. Γεγονός που σημαίνει ότι ο Νόμος δεν αποτελεί αφηρημένες οδηγίες ηθικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, αλλά ιστορική αποκάλυψη που παραχώρησε ο Θεός στον Μωυσή και έλαβε για τον Ισραήλ χαρακτήρα εντολών.
β. Η μεσιτεία του Μωυσή και η μεσιτεία του Ιησού Χριστού.
     1. Ποια είναι η σημασία της διπλής παρουσίας της προθέσεως διά; Στο πρώτο μέρος του στίχου η πρόθεση συνοδεύει την φράση «ο Νόμος εδόθη…». Η χρήση της προθέσεως είναι συχνή στα βιβλικά και εβραϊκά κείμενα και εκφράζει την μεσολάβηση: «ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη». Στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται συνήθως κατά την αναφορά σε κάποιο θείο όραμα δια της μεσολαβήσεως ενός προφήτη: «το ρηθέν υπό Κυρίου δια του προφήτου» (Ματ. 1,22). Ο Φλάβιος Ιωσήφ, στο έργο του Ιουδαική Αρχαιολογία γράφει: τους νόμους ους δια Μυσέως έδωκεν ημίν· ο Θεός, μέσω του Μωυσή, έδωσε τον Νόμο στον εβραϊκό λαό. Εδώ ο Μωυσής εμφανίζεται ως  μεσιτεύων την αποκάλυψη.
     Πανομοιότυπη είναι η χρήση της προθέσεως στο δεύτερο μέρος του στ. 1,17: διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. Κατά τον Ωριγένη υπάρχει εδώ μείζον πρόβλημα: πώς, έλεγε, είναι δυνατόν ο Ιωάννης να υποστηρίζει ότι ο Ιησούς είναι η αλήθεια (14,6) και ότι η αλήθεια παρήχθη (εγένετο) από τον Ιησού Χριστό (1,17); Θα πρέπει εν τούτοις να παραμείνουμε στην προφανή ερμηνεία του στ. 1,17: η διατύπωση διά Ιησού Χριστού όπως και η διά Μωυσέως εκφράζει και αυτή την έννοια της μεσιτείας· αν ο Μωυσής υπήρξε ο επιλεγείς από τον Θεό μεσάζων για την πρώτη αποκάλυψη στο Σινά, ο Ιησούς Χριστός, δια της δωρεάς της αλήθειας, κατέστη αυτός δια του οποίου εγένετο η οριστική αποκάλυψη της Νέας Διαθήκης. Ο στ. 14,6, σε αντίθεση με ότι πίστευε ο Ωριγένης, επιβεβαιώνει αυτή την ερμηνεία όπως θα αποδείξουμε στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου: ο Ιησούς είναι η Οδός και η Αλήθεια· και είναι μεσιτεύων ακριβώς, με την ιδιότητα του αποκαλύπτοντος.
     Η διπλή χρήση της προθέσεως διά στον στ. 1,17 υπογραμμίζει επομένως τον παραλληλισμό ανάμεσα στις δύο οικονομίες της αποκαλύψεως: «Κάθε μία από αυτές τις ενέργειες έγινε με την μεσολάβηση ενός ιστορικού προσώπου, η πρώτη του Μωυσέως και η δεύτερη του Ιησού Χριστού» (Calmes).
2.     Αλλά η διπλή αυτή χρήση της προθέσεως διά δεν προϋποθέτει απαραίτητα ότι οι δύο αυτές μεσιτείες είναι ταυτόσημες. Τα υπόλοιπα στοιχεία του στίχου 17 αποδίδουν υπεροχή στην δεύτερη (πρόκειται δηλαδή για προοδευτικό παραλληλισμό):
            α) εάν ο Νόμος είναι δωρεά, η αλήθεια είναι χάρις, χαρισματική δωρεά η κατ’ εξοχήν δωρεά («η δωρεά του Θεού», 4,10)· β) η πρώτη αποκάλυψη προσδιορίζεται από τον νόμο, η δεύτερη ταυτίζεται με την αλήθεια: οι Εβραίοι πίστευαν ότι δια του μωσαϊκού νόμου κατέχουν την αλήθεια (Ρωμ. 2,20)· ο Ιωάννης υπονοεί ότι η Τορά ήταν μια προσωρινή και ημιτελής αποκάλυψη· αντικαταστάθηκε από την αλήθεια, με την οριστική αποκάλυψη του Θεού στον Ιησού Χριστό, η οποία είναι έκτοτε για τους χριστιανούς ό,τι ήταν ο Νόμος για τους Ιουδαίους· γ) σε ότι αφορά τον Νόμο λέγεται ότι εδόθη· αλλά για την δωρεά της αληθείας ο Ιωάννης χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη διατύπωση: εγένετο ή παρήχθη· δ) τέλος θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη την αντίθεση ανάμεσα στα πρόσωπα των μεσαζόντων: του Μωυσή και του Ιησού Χριστού.
     Τους δύο πρώτους παραλληλισμούς ( δωρεά-χάρις και νόμος-αλήθεια) τους ερμηνεύσαμε προηγουμένως κατά την ανάλυση της ορολογίας του κειμένου. Θα μελετήσουμε τώρα τους επόμενους στις δύο ακόλουθες παραγράφους.
γ. εγένετο
     Η έκφραση η χάρις και η αλήθεια … εγένετο είναι ιδιαίτερη. Δεδομένου ότι ο Ιωάννης χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το ρήμα «γίγνεσθαι» στον πρόλογο είναι περίεργο που οι ερμηνευτές δεν έδωσαν την πρέπουσα σημασία. Θα χρειασθεί να το εξετάσουμε διεξοδικά.
     Σε μια πρώτη ερμηνευτική ανάγνωση του προλόγου μας εκπλήσσει η τόσο συχνή επανάληψη του ρήματος «γίγνεσθαι»: 6 φορές στον αόριστο, τρείς φορές στον παρακείμενο· σε τέσσερις περιπτώσεις το εγένετο συνδυάζεται με το ἧν. Ο J. Bonsirven υποστηρίζει ότι «γίνεσθαι, με την έννοια του έρχομαι εις την ύπαρξη, πολύ συχνά στον Ιωάννη (όπως στο 8,58 και στον πρόλογο) έρχεται σε αντίθεση με το είναι, διότι το πρώτο προϋποθέτει δημιουργία και εξέλιξη ενώ το δεύτερο εκφράζει την θεία ύπαρξη και την αιωνιότητα.
     Αλλά η σύνταξη δεν είναι παντού η ίδια: στο 1,17 το ρήμα εγένετο έχει απόλυτο νόημα, όπως και στους στ. 3.6.10· αντίθετα στον στ 1,14 συνοδεύεται από ένα κατηγόρημα: « ο Λόγος σάρξ εγένετο». Θα εξετάσουμε πρώτα την πρώτη περίπτωση. Ο στ, 14 θα μας απασχολήσει σε ιδιαίτερο κεφάλαιο.
1.   Το απόλυτο νόημα του ρήματος έχει ιδιαίτερη σημασία για μας, κυρίως όπως εμφανίζεται στους στ. 3 και 10 που έχουν την ίδια ακριβώς σύνταξη με τον στ. 17:
στ. 3:     πάντα δι’ αυτού εγένετο.
στ. 10:   ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο.
στ. 17: η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο.
Ποιο νόημα ακριβώς θα πρέπει να δώσουμε σ’ αυτό το ρήμα στους στ. 3 και 10;
     Κατά γενική ομολογία των παλαιότερων αλλά και των συγχρόνων ερμηνευτών τα κείμενα αυτά αναφέρονται στην δημιουργία του κόσμου. Είναι ενδεχόμενο όμως η κλασσική αυτή ερμηνεία να επηρεάσθηκε αρχικά από τους γνωστικούς, αργότερα από τον Αρειανισμό και στην συνέχεια και από τους Πατέρες οι οποίοι επιζητούσαν τον διάλογο με αυτούς. Διότι το κοσμολογικό πρόβλημα που τέθηκε, εκείνη την εποχή, ήταν η προέκταση του πάντα (στ. 3). Έτσι, κατά τον Ηρακλέωνα η λέξη προσδιορίζει μόνο τον αισθητό κόσμο που βρίσκεται εκτός του Πληρώματος· αλλά και το ίδιο το Πλήρωμα, οι Αιώνες και οι Εκλεκτοί (Πνευματικοί Άνθρωποι), δεν είναι δημιουργήματα του Λόγου. Αντίθετα, για τον Ειρηναίο (της Λυών) και τον Αυγουστίνο, όπως και για πολλούς ακόμη, η δημιουργική δραστηριότητα του Λόγου επεκτείνεται σε ολόκληρη την δημιουργία, σε πάν ό,τι δεν είναι ο ίδιος ο Θεός. Αναφερόμαστε όμως πάντοτε στην δημιουργία.
     Επί των ημερών μας οι T.E.Pollard και P. Lamarche  αμφισβητούν την εγκυρότητα αυτής της ερμηνείας. Εκτιμούν, δικαίως κατά την γνώμη μας, ότι ο εν λόγω στίχος δεν αφορά στην δημιουργία. Τα επιχειρήματά τους, τα οποία συγκεκριμενοποιούμε και συμπληρώνουμε σε ορισμένα σημεία, είναι τα εξής:
      α) Στην εποχή της Κ. Δ. ο όρος που εξέφραζε την δημιουργία του κόσμου δεν ήταν πάντα αλλά τα πάντα. Συναντάται για παράδειγμα στο βιβλίο της Σοφίας Σολομώντος (1, 14/ 9,1/ 11,24), αρκετές φορές στο έργο του Παύλου (1η Κορ. 8,6 «εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι' οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι' αὐτοῦ», Εφ. 3,9/ 4,10/ Κολ. 1,16/Εβρ. 2,10), μία φορά στην Αποκάλυψη (4,11 «σὺ ἔκτισας τὰ πάντα», αλλά πουθενά στο 4ο Ευαγγέλιο ή τις Επιστολές του Ιωάννη.
     Αντίθετα ο Ευαγγελιστής χρησιμοποιεί με επιμονή πάντα χωρίς άρθρο. Όταν όμως αναφέρεται στον Χριστό η αντωνυμία προσδιορίζει την αποκαλυπτική και σωτηριολογική του αποστολή: «ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν, καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.  ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (3,35-36)· « ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε» (5,20 και επίσης 13,3/ 16,5/ 17,7.10)· για να δείξει ότι το έργο της σωτηρίας ολοκληρώνεται στον Σταυρό, γράφει: «Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται» (19.28). Στο εδάφιο 1,3.4, εάν ακολουθήσουμε την αρχαιότερη στίξη (οὐδὲ ἕν. ὃ γέγονεν ἐν αὐτῷ, ζωὴ ἦν) η λέξη πάντα στον στ. 4 ερμηνεύεται από την ζωή, όπως ακριβώς και στον στ. 3,35.36 που μόλις αναφέραμε, όπου το πάντα συνδέεται με το ζωήν αιώνιον. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ιωάννη η λέξη πάντα στον. 1,3 φαίνεται να σημαίνει όχι το σύνολο της δημιουργίας αλλά «πάντα» όσα πραγματοποίησε ο Λόγος στο πλαίσιο της αποκάλυψης και της σωτηρίας.
    β) Ακολουθώντας λοιπόν το σκεπτικό μας θα πρέπει να παραδεχτούμε τώρα ότι το ρήμα εγένετο δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχεί με το ποιείν στην παθητική, όπως εμφανίζεται στην Βουλγκάτα. «Omnia per ipsum facta sunt». Στον στ. 1,3-4 το ρήμα συνδέεται τρείς φορές με ένα  ουδέτερο, αόριστο υποκείμενο (πάντα, ουδέ ἓν, ὅ σ’ αυτή την συγκυρία το ρήμα γίγνεσθαι προσδιορίζει ένα γεγονός και σημαίνει « συμβαίνει, λαμβάνει χώρα». Υπάρχουν πολλά διαφορετικά παραδείγματα στην Κ.Δ. : «ιδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν» (Λουκ. 23,46)· «Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου…» (Ιωαν. 1,28)· «…ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται» (Ματ. 5,18)· «Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός, δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει» (Απ.1,1 και 1,19/4,1). Στον Ιωάννη 1,3 πρόκειται για το γεγονός της σωτηρίας που σηματοδοτεί η έλευση του Λόγου. Θα πρέπει να τον ερμηνεύσουμε λοιπόν όχι όπως ο Crampon: «πάντα δι’ αυτού εγένετο», αλλά μάλλον όπως ο P. Lagrange: «πάντα εγένετο δι’ αυτού»· ο επόμενος στίχος αποδεικνύει ότι ο Ιωάννης έχει κατά νου το κατεξοχήν σωτηριολογικό γεγονός: την δωρεά το φωτός και της ζωής από τον Λόγο.
     γ) Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την κεντρική διατύπωση στον στ. 3α: δι’ αυτού. Σε άλλα σημεία του 4ου Ευαγγελίου η πρόθεση διά με γενική, αναφερόμενη στον Χριστό, περιγράφει την μεσολάβηση του Ιησού στο έργο της σωτηρίας: «οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ» (3,17, επίσης 10,9/14,6/ 1η Επ. 4,9)
      δ) Ας προσθέσουμε, από την πλευρά μας, ένα τελευτραίο επιχείρημα: τον παραλληλισμό ανάμεσα στο δι’ αυτού του 3,10 και το διά Ιησού Χριστού στο στ.17. Επιβεβαιώνει αυτό που υποδεικνύουν και άλλες λεπτομέρειες στον πρόλογο: ήδη ο στ. 3 ομιλεί για την έλευση του σαρκωθέντος λόγου. Εάν έτσι είναι, εγένετο στο 1,3, όπως και στο 1,17 περιγράφει ένα ιστορικό γεγονός, το μείζον γεγονός της ιστορίας της σωτηρίας, την Ενσάρκωση, και όχι την δημιουργία του κόσμου. Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να δώσουμε στον στ. 3 το νόημα του αποκαλυπτικού και σωτηριολογικού έργου του Λόγου.
      ε) Αλλά ο στ. 10 που είναι αντίστοιχος με τον στ. 3 μοιάζει να αντιλέγει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Η έκφραση ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο  φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι αναφέρεται στην δημιουργία του κόσμου διά του Λόγου. Όπως μεταφράζει ο T.E. Pollard: «δι’ αυτού ο κόσμος ήρθε εις την ύπαρξη». Ας μην ξεχνούμε όμως ότι σπάνια στον Ιωάννη η λέξη κόσμος αναφέρεται στην δημιουργία (στ. 11,9/ 17,5.24/ 21,25)· συνήθως κατονομάζει το ανθρώπινο είδος, όπως στον 3,19, όπου «ο κόσμος» και οι άνθρωποι» βρίσκονται σε αντιστοιχία: « αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς», (επίσης4,42/ 8,12/ 8,16 κ.ο.κ.). ορισμένες φορές επίσης «κόσμος» είναι ομάδες ανθρώπων που αρνούνται των φωτισμό της αποκαλύψεως (γ.π. 7,7/ 12,31/ 15,18.19), Στον στ. 1,9-10 περνάμε από το δεύτερο νόημα στο τρίτο: ο Λόγος ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, δηλαδή μεταξύ των ανθρώπων (στ. 10α) καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω (στ. 10β). Είναι σχεδόν αδύνατον να ισχυρισθεί κανείς ότι πρόκειται για τον «δημιουργημένο κόσμο» και να δώσει στο εγένετο το νόημα «της δημιουργίας»· εδώ δεν μπορεί να γίνει αναφορά στην δημιουργία του σύμπαντος· θα καταλήξουμε μαζί με τον P. Lamarche  ότι πρόκειται για «τον κόσμο των ανθρώπων που διέπεται από την ιστορία», η ακόμη καλύτερα των πιστών που έλαβε από Αυτόν το φως της αποκαλύψεως. Είναι αλήθεια ότι το κείμενο εμφανίζει στοιχεία αβεβαιότητας και μυστηρίου. Αλλά πάντως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το εγένετο μοιάζει να αναφέρεται σε ένα σημαντικό γεγονός της ιστορικής πραγματικότητας του έργου του Θεού, και όχι στην δημιουργική δράση του Λόγου.
     στ) Οι προηγούμενες ενδείξεις είναι πολύτιμες σε ότι αφορά την ερμηνεία του 1,17. Το ρήμα υπηρετεί απόλυτους στόχους όπως στους στ. 3 και 10 και διατηρεί το αυτό νόημα: η δωρεά της αλήθειας εμφανίζεται ως ένα σημαντικό γεγονός του παρελθόντος. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι η χάρις και η αλήθεια «έγιναν πραγματικότητα» δια του Ιησού Χριστού, σαν να πρόκειται για νέα δημιουργία για «αρχή υπάρξεως». Κατανοούμε ευκρινέστερα τη σημασία του ρήματος εάν θυμηθούμε ότι η χάρις και η αλήθεια σχηματίζουν hendiadys και ότι η χάρις … εγένετο είναι σχεδόν ανάλογο του εχαρίσθη (αντίστοιχο του εδόθη). Πρόκειται επομένως για ιστορική ενόραση, για την ενθύμηση δύο  γεγονότων: « ο Νόμος εδόθη διά του Μωυσή, η χάρις της αληθείας εγένετο δια του Ιησού Χριστού. Ο παραλληλισμός των δύο στίχων ενισχύει την πεποίθηση ότι εγένετο (όπως εδόθη) περιγράφει ένα γεγονός: για τον Ιωάννη η δωρεά της χάριτος αποτελεί το κεφαλαιώδες γεγονός, το καταληκτικό γεγονός ολόκληρης της ιστορίας της αποκαλύψεως.
2.     Θα πρέπει επίσης να συγκρίνουμε τον 1,17 με τον 1,14. Στον στ. 14 συναντούμε και πάλι την ρηματική φόρμα εγένετο αυτή τη φορά συνοδευόμενη από τον προσδιορισμό σαρξ. Θα αποδείξουμε, ερμηνεύοντάς τους, ότι και αυτοί οι δύο στίχοι είναι παράλληλοι.
1, 14  Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐΓέΝΕΤΟ…
             πλήρης χάριτος της ἀληθείας. 
1, 17  …ἡ χάρις της ἀληθείας
             διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐΓέΝΕΤΟ. 
 [Σημ. του Μετ. Ο συγγραφέας εδώ, για λόγους που εξυπηρετούν τους ερμηνευτικούς του στόχους, καθιερώνει πλέον την αντικατάσταση του και από το της (πλήρης χάριτος της αληθείας αντί χάριτος και αληθείας, όπως και η χάρις της αληθείας αντί η χάρις και η αλήθεια)].
     Ο παραλληλισμός είναι εμφανής. Και οι δύο στίχοι αναφέρονται «στην χάρι της αληθείας»· και στους δύο εμφανίζεται η ρηματική φόρμα «εγένετο». Είναι προφανές λοιπόν ότι η δωρεά της αληθείας συνδέεται άμεσα με τον γεγονός της Ενσαρκώσεως του Λόγου. Και μας βοηθάει ουσιαστικά στην ερμηνεία «της χάριτος της αληθείας»: η αλήθεια του Ιησού δεν είναι μόνον ή κυρίως η δογματική του διδασκαλία· είναι περισσότερο η αποκάλυψη, η ανάδειξη του ίδιου του προσώπου του Σαρκωθέντος Λόγου.
     Στην επόμενη παράγραφο θα αναλύσουμε λεπτομερέστερα όλες θεολογικές προεκτάσεις της εγγύτητας των δύο στίχων. Έως εδώ αρκεί να σημειώσουμε ότι το γεγονός της δωρεάς της αλήθειας δια του Ιησού Χριστού συμπίπτει με την έλευση του Σαρκωθέντος Λόγου.
δ. Ιησούς Χριστός
     Εκτός από το εγένετο, ένα δεύτερο ζήτημα αναδύεται στον ίδιο στίχο: η αντίθεση, ταυτόχρονα αντιθετική και προοδευτική, ανάμεσα στους δύο μεσίτες της αποκαλύψεως, τον Μωυσή και τον Ιησού Χριστό. Ο παραλληλισμός ανάμεσα στην μωσαϊκή αποκάλυψη και την αποκάλυψη του Ιησού αποτελεί ένα πάγιο θέμα της θεολογία του Ιωάννη, σε ολόκληρο το 4ο Ευαγγελίο. Ας θυμίσουμε τα βασικότερα σχετικά αποσπάσματα:         Ιωαν. 1, 45/ 3,14/ 5,45-46/ 6,32/ 7,34-39/ 9,28-29. Το εδάφιο 1,17 του προλόγου ξεκλειδώνει την ερμηνεία του συνόλου αυτών των κειμένων.
     Επιθυμούμε εδώ να υπογραμμίσομε τη σημασία του ονόματος του εσχατολογικού μεσάζοντος: Ιησούς Χριστός. Η εμφάνισή του ονόματος εδώ αποτελεί εξαίρεση: εκτός από το 1,17 μία ακόμη φορά εμφανίζεται με την ίδια μορφή στην αρχιερατική προσευχή (17,3). Στις υπόλοιπες αναφορές στον Χριστό προηγείται το άρθρο και προσδιορίζεται η αποστολή του Μεσσία. Ο Ιωάννης είναι επίσης ο μόνος συγγραφέας της Κ. Δ. που προσδιορίζει με ευκρίνεια την αποστολή του και χρησιμοποιεί την ελληνική απόδοση του αραμαϊκού τίτλου: ο Μεσσίας (1,41 και 4,24). Ποια είναι ακριβώς η σημασία αυτού του τίτλου για τον αγ. Ιωάννη; Και ποιο είναι το νόημα της λέξεως Χριστός όταν εμφανίζεται όπως εδώ στην σύνθετη ονομασία Ιησούς Χριστός;
     Στο εδάφιο 11,27 (όπως και στο 9,22) η ιδιότητα αυτή του Ιησού γίνεται αντικείμενο πίστεως: «Ναί, Κύριε,(λέγει η Μάρθα) ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»· «ταῦτα δὲ γέγραπται (γράφει ο Ιωάννης στον επίλογο του Ευαγγελίου του) ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (20,31). Ας θυμίσουμε επίσης την συχνή επίκληση του ονόματος ο Χριστός στις Επιστολές. Εδώ πάντως ο Ιωάννης χρησιμοποιεί κατά προτίμηση και κατ’ εξαίρεση το όνομα «Ιησούς Χριστός». Και οι δύο όμως διατυπώσεις, ο Χριστός και Ιησούς Χριστός συνοδεύονται συνήθως από το ο υιός.
     Οι δύο αυτές ονομασίες, Χριστός και Υιός του Θεού προσδιορίζουν τους δύο θεμελιακούς άξονες τις χριστολογίας του Ιωάννη. Σύμφωνα με την επιτυχή διατύπωσης του J. Willemse συνοψίζουν το «διττό πιστεύω» του Ιωάννη όπως εμφανίζεται στον επίλογο του Ευαγγελίου (20,31). Η μεσσιανική χριστολογία του είναι εμφανής  στην αρχή του Ευαγγελίου (1,19-51)· τοποθετείται στην «οριζόντια» πορεία της ιστορίας της σωτηρίας και συνδέεται μάλλον με την ιστορική και προφητική παράδοση της Π. Δ. Η ονομασία Υιός του Θεού αντίθετα ανάγεται μάλλον σε μια «κάθετη» χριστολογία· προσδιορίζει την θεία και υπερβατική προέλευση του Ιησού και εμπνέεται περισσότερο από την σοφιολογική βιβλική παράδοση. Δεν θα πρέπει όμως να τονίσουμε υπερβολικά την αντίθεση των δύο χριστολογιών. Διότι στις Επιστολές τα δύο ονόματα «ο Χριστός» και ο «Υιός του Θεού» είναι περίπου ταυτόσημα (1η Επ. Ιωαν. 5,1.5). Αλλά και στο Ευαγγέλιο, όπου οι δύο άξονες διαφοροποιούνται περισσότερο, βλέπουμε ότι ο Ιωάννης σε δύο σημαντικά αποσπάσματα εναλλάσσει τα δύο ονόματα (11,27 και 20,31).
     Η διπλή αυτή απήχηση, ιστορική και υπερβατική ταυτόχρονα, συνοψίζεται στο όνομα «Ιησούς Χριστός». Στις Επιστολές η συνεχής εγγύτητα του ονόματος «Ιησούς Χριστός» και της ιδιότητος «ο Υιός» αποδεικνύει ότι για τον Ιωάννη ο άνθρωπος Ιησούς είναι αδιαχώριστος από τον Υιό του Θεού· με την επιμονή του στο όνομα «Ιησούς Χριστός», αναμφίβολα εξ αιτίας  της πολεμικής κατά των γνωστικών, ο Ιωάννης επιδιώκει να μας εντυπώσει ότι είναι μάταιο να αναζητήσουμε την θεία υπερβατικότητα πέρα από τον άνθρωπο Ιησού Χριστό.
     Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε και για τις δύο περιπτώσεις που το όνομα «Ιησούς Χριστός» εμφανίζεται στο 4ο Ευαγγέλιο (1,17 και 17,3), όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα των αποσπασμάτων αυτών: Στο 17,3 ο Ιησούς εξηγεί το νόημα της αιώνιας ζωής: «ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Η κάθετη χριστολογία είναι εμφανής στους πρώτους στίχους της προσευχής: ο Ιησούς απευθύνεται στον Πατέρα (17, 1.4), και σε δύο περιπτώσεις προσδιορίζεται ως ο Υιός του (17,1). Παραδόξως, στο έντονα θεολογικό αυτό απόσπασμα η ονομασία «Ιησούς Χριστός» προφέρεται από τα χείλη του ίδιου του Ιησού. Κατά τη γνώμη μας πρόκειται για μια ερμηνεία του Ευαγγελιστή· ο Ιωάννης εδώ εκφράζει την δική του δογματική θεώρηση: σε ένα πλαίσιο κάθετης χριστολογίας εισάγει αίφνης το όνομα «Ιησούς Χριστός» που εκφράζει την οριζόντια χριστολογία. Και εδώ διακρίνουμε μια αντίδραση του Ιωάννη στην αιρετική πνευματικότητα της εποχής του στην οποία οι γνωστικοί επεδίωκαν την απ’ ευθείας πρόσβαση στην σωτηρία δια της αμέσου επαφής με τον Θεό. Για τον Ιωάννη η μεσιτεία του Ιησού είναι ουσιώδης: κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τον Πατέρα παρά δια του Ιησού ο ποίος είναι η μόνη Οδός προς Αυτόν (14,6-9).
Ο διπλός προσανατολισμός της χρήσης του ονόματος «Ιησούς Χριστός» στο 17,3 επανεμφανίζεται στο απόσπασμα 1,14-17 του προλόγου. Και εδώ θα συναντήσουμε τους δύο βασικούς άξονες της χριστολογίας του Ιωάννη. Ο οριζόντιος άξονας είναι εμφανής στον στ. 17 όπου αναφέρονται τα ονόματα του Μωυσή και του Ιησού Χριστού: αντιπροσωπεύουν τα δύο κυρίαρχα στάδια στην ιστορία της σωτηρίας και την οικονομία της αποκαλύψεως· όταν η αλήθεια παραδίδεται στον Ιησού Χριστό ανοίγουν οι έσχατοι καιροί και άρχεται η Καινή Διαθήκη. Σε ότι αφορά τον κάθετο άξονα εμφανίζεται δύο φορές στους στίχους 14 και 18 που πλαισιώνουν τον στ. 17 και αποτελούν την θεολογική του ερμηνεία: η δια Ιησού Χριστού δωρεά της αλήθειας μας αποκαλύπτει τη δόξα του μονογενούς Υιού (1,14) εις τον κόλπον του Πατρός (1,18). Στις επόμενες παραγράφους θα αναλύσουμε διεξοδικά αυτούς του δύο στίχους, στους οποίους ενυπάρχει το βαθύτερο νόημα της έννοιας της «αλήθειας», δηλαδή το υπερβατικό περιεχόμενο της εσχατολογικής αποκαλύψεως που έφερε ο Ιησούς.
ε. « Η χάρις της αληθείας» (1, 17β)
     Ολοκληρώνοντας αυτό το τμήμα θα προσθέσουμε μια ακόμη παρατήρηση υπό μορφή μετάβασης στην μελέτη του στ. 1,14. Οι δύο στ. 14 και 17, όπως είπαμε, περιγράφουν τους δύο βασικούς άξονες της χριστολογίας του Ιωάννη. Και στους δύο στίχους υπάρχει η έκφραση (η) χάρις και (η) αλήθεια, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «η χάρις της αληθείας» αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό για τους δύο άξονες: η οριστική αποκάλυψη, η χάρις της αληθείας, παραδόθηκε στους ανθρώπους σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, δια του ανθρώπου Ιησού Χριστού (1,17)· αλλά αυτή η χάρις, αυτή η αλήθεια, είναι του μονογενούς Υιού που ήρθε παρά του Πατρός ( 1,14). Θα πρέπει τώρα να προχωρήσουμε στην λεπτομερή μελέτη του στ.14 για να προσδιορίσουμε επακριβώς το νόημα αυτής της «αλήθειας».

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου