Συνέχεια από Δευτέρα,30 Μαρτίου 2020
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
(10η συνέχεια)
Η αγωγή τών φυλάκων
Τα τρία κύματα
Τρία κύματα μάς
κατακλύζουν, το ένα συνεχώς ισχυρότερο απ’ το άλλο: μ’ αυτήν την εικόνα
ανυψώνει πλέον ο Πλάτων στην ανώτατη βαθμίδα τον διάλογο, μια βαθμίδα που την
έχουμε αντικρύσει τελικά τόσες φορές. Τώρα η βαθμίδα αυτή επετεύχθη, κι όλα τα
προηγούμενα μεταβάλλονται διαμιάς, τη στιγμή που ακούγεται η σπερματική και
πρωταρχική φράση ολόκληρης της Πολιτείας,
η ανήκουστη παραδοξότητα τού φιλόσοφου-βασιλιά,
κι ότι μόνον έτσι μπορεί να γεννηθή (να εισέλθη στο γίγνεσθαι) η αληθινή
πολιτεία (473 CD – «Γιατί αν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι στις
πόλεις ή δεν φιλοσοφήσουν γνήσια και ικανά αυτοί που ονομάζονται τώρα βασιλείς
και δυνάστες, ώστε να συμπέσουν η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία, κι αν δεν
αποκλειστούν αναγκαστικά όλοι εκείνοι που ακολουθούν τον έναν ή τον άλλον και
μόνο δρόμο, δεν θα παύσουν να υπάρχουν τα κακά στις πόλεις, φίλε Γλαύκων, ούτε
και στο ανθρώπινο, νομίζω, γένος, ούτε θα μπορέση ποτέ να υπάρξη και να δη το
φως τού ήλιου η πολιτεία, για την οποία τόσο εκτενώς τώρα συζητάμε…»). Από
’κει και πέρα μεσολαβεί η καινούργια
γνώση, και το βλέμμα μας στρέφεται προς εκείνο που (όντως) υπάρχει.
Μας
μεταφέρει πράγματι προς εκείνο το κύμα
που όντως υπάρχει, που απείλησε να μας κατακλύση. Καθώς είναι όμως βίαιο αυτό το κύμα, δεν είναι και το
μοναδικό που «επιτρέπει» να έρθη ο Πλάτων, αλλά το τρίτο, και τελευταίο, ένα
κύμα που «συγκρατήθηκε» επί πολύ. Προηγούνται έτσι δυό παράδοξα, πριν απ’ το
τρίτο και ύψιστο παράδοξο, που δεν ανήκουν βέβαια στο ίδιο, ανατρεπτικό είδος
όπως το τρίτο, θα μπορούσαν ωστόσο να έχουν ήδη συζητηθή στο επίπεδο, που εμείς
τώρα εγκαταλείπουμε. Εφ’ όσον το ερώτημα της «κοινότητας» γυναικών και παίδων
είχε ήδη τεθή (ΙV
423 E), κι
εγκαταλείφθηκε τότε. Αυτό το ερώτημα εμφανίζεται τώρα ως το «δεύτερο κύμα».
Όπως όμως το τρίτο κύμα «συγκρατήθηκε» με το δεύτερο, έτσι θα «συγκρατηθή»
σκόπιμα και το δεύτερο με το πρώτο: με το ερώτημα, αν δηλ. πρέπη να λαμβάνουν την ίδια μουσική
και γυμναστική παιδαγωγία οι γυναίκες όπως και οι άντρες. Πρόκειται για παράδοξες
ασφαλώς «απαιτήσεις», με τις οποίες «παίζει» τρόπον τινά ο Πλάτων – εντυπωσιάζοντας τους αστούς (pour épater le bourgeois) –, επιτρέποντας να γυμνάζονται
οι γυναίκες γυμνές, μαζί με τους άνδρες, και επενδύοντας με διάφορα αστεία, όσο
και παράδοξα χαρακτηριστικά αυτήν τη συναναστροφή. Υπάρχει όμως και κάτι το
ύψιστα σοβαρό στο «παιχνίδι» του: το ότι δεν προέχει, εδώ όπως και παντού στον
Πλάτωνα, ο θεσμός ή το ίδρυμα, αλλά η
αρχή που παριστάνεται σ’ αυτά· ότι η αγωγή δηλ., στην οποία και βασίζεται η
πόλη, περιλαμβάνει όλους, κατά το δυνατόν, που μπορούν να συμμετάσχουν (456 Ε –
«Έστι δέ τι πόλει άμεινον ή γυναίκας τε
και άνδρας ως αρίστους εγγίγνεσθαι; - Ουκ έστιν…»), κι ότι δεν υπάρχει
μεγαλύτερο κακό για την πόλη απ’ αυτό που τη χωρίζει για να διαλυθή, και κανένα
μεγαλύτερο αγαθό απ’ αυτό που τη συνδέει για να μείνη ενωμένη, κι ότι η κοινότητα στη χαρά και τον πόνο
είναι – αλίμονο ! – ο πιο ισχυρός δεσμός, που τη συγκρατεί και τη συνέχει (426
ΑΒ – «Έχομεν ούν τι μείζον κακόν πόλει ή
εκείνο, ό άν αυτήν διασπά καί ποιή πολλάς αντί μιάς; ή μείζον αγαθόν τού ό άν
ξυνδή τε καί ποιή μίαν; - Ουκ έχομεν. – Ουκούν η μέν ηδονής τε καί λύπης
κοινωνία ξυνδεί, όταν ό τι μάλιστα πάντες οι πολίται τών αυτών γιγνομένων τε
καί απολλυμένων παραπλησίως χαίρωσι καί λυπώνται; - Παντάπασι μέν ούν, έφη…»)). Όσο πιο ισχυρή η παραδοξότητα, τόσο πιο διαυγής και η αρχή. Μπορούμε άραγες
να αρνηθούμε, πως ο σημερινός κόσμος έχει πλησιάσει, τουλάχιστον ως προς την
αγωγή, εκείνη την πλατωνική παραδοξότητα;
(( Σημ. τ. μετ.: Πιστεύει, ως ρομαντικός Γερμανός, πως ο σύγχρονος
κόσμος κατάγεται απ’ τον αρχαίο ελληνικό! Χωρίς να υποψιάζεται ότι βρίσκεται
στους αντίποδές του, όπως το καταθέτει στην Ιστορία
του και ο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ: «Οι
Έλληνες έφτασαν κάθε τι το πνευματικό σ’ ένα τέτοιο ύψος, κάτω από το οποίο δεν
επιτρέπεται να υστερήση πλέον, τουλάχιστον ως προς την αναγνώριση και την
αφομοίωση, η ανθρωπότητα, ακόμη κι αν δεν φτάνη πια τους Έλληνες ως προς τα
επιτεύγματά τους»… )) .
Πίσω
απ’ αυτές τις «προσωρινές» παραδοξότητες κρύβεται τρόπον τινά η τρίτη και
οξύτατη παραδοξότητα. Όλη η διαλογική ένταση επικεντρώνεται κατ’ αρχάς στο
«προσωρινό», ώστε να «ξεγελαστή» ο αναγνώστης όσον αφορά στο πού αποβλέπει ο λόγος. Χρήσιμο
αποδεικνύεται εδώ και το επεισόδιο στην αρχή τού V. Βιβλίου, που προξενεί την
ισχυρότερη δραματική συγκίνηση γενικώς, από το σημείο εκείνο όπου ο Γλαύκων κι
ο Αδείμαντος πήραν τη θέση του Θρασύμαχου, στην αρχή τού ΙΙ. Βιβλίου. Όλος
αυτός ο ψίθυρος ανάμεσα στους ακροατές, η εμπλοκή τού Πολέμαρχου, αλλά και του
ίδιου του Θρασύμαχου, όλη αυτή η περιέργεια να ακούσουν τόσο επισφαλή πράγματα,
όπως είναι η κοινότητα τών γυναικών και η αγωγή τών παίδων: όλα καλούνται να
εξυπηρετήσουν, ναι,– τί ειρωνική σύμπτωση! – το να φτάση ο διάλογος να
αντικρύση αυτό που πραγματικά υπάρχει.
Ας
προσέξουμε όμως με μεγαλύτερη ακρίβεια, με πόση σαφήνεια συγκαλύπτεται ο δρόμος προς τον σκοπό, πόσο «λαθραία» εισάγεται
τρόπον τινά το τρίτο και πραγματικό ερώτημα («το τρίτο κύμα»). Από το πρώτο
κύμα γεννιούνται δυό επιμέρους ερωτήματα: είναι άραγες ωφέλιμη η μουσική και
γυμναστική αγωγή για τους θηλυκούς φύλακες, και υπάρχει άραγες η δυνατότητα να
επιτευχθή; Με το «δεύτερο κύμα» αναβάλλει ο Σωκράτης – καθιστώντας μας
ανυπόμονους – το ερώτημα ως προς τη δυνατότητα,
για να συζητηθή κατ’ αρχάς το πώς πρέπει να ρυθμιστή η κοινότητα γυναικών και παίδων, μια απαραίτητη και ωφέλιμη τάξη
(458 Β). Κι όταν έρχεται να εξετάση μετά αυτό το ερώτημα, ο συνομιλητής του τού
λέει πως θα είχε κι εκείνος επιστρέψει στο ίδιο ερώτημα, εφ’ όσον ο Σωκράτης
αλλάζει, αντίθετα σε κάθε προσμονή, συνεχώς και αναπάντεχα την πορεία τού
διαλόγου. Ακολουθεί τότε ένα ακόμα ενδιάμεσο επεισόδιο, αναφερόμενο στην κοινή στρατιωτική υπηρεσία ανδρών και
γυναικών (466 Ε κ.ε. – «Όσον αφορά
στους πολέμους, είναι φανερό με ποιον τρόπο θα πολεμήσουν μαζί άντρες και
γυναίκες. – Με ποιον τρόπο; - Θα εκστρατεύσουν από κοινού, και θα πάρουν
μάλιστα μαζί τους και όσα απ’ τα παιδιά τους είναι ικανά, ώστε να βλέπουν, όπως
βλέπουν και τα παιδιά άλλων τεχνιτών, εκείνα που θα πρέπη να εκτελούν όταν
ανδρωθούν· και εκτός απ’ αυτό, θα υπηρετούν και θα διακονούν σε όλα τα σχετικά
με τον πόλεμο, φροντίζοντας επίσης τούς
πατέρες και τις μητέρες τους…»). Κι ένα άλλο επεισόδιο με το
ερώτημα, πώς πρέπει άραγες να πολεμούν οι Έλληνες εναντίον τών ίδιων των
Ελλήνων (469 Β κ.ε. – «Να αναρωτηθούμε
κατ’ αρχάς, αν είναι γενικά δίκαιο το να υποδουλώνουν {ανδραποδίζεσθαι} οι
Έλληνες άλλες ελληνικές πόλεις, ή μήπως πρέπει να μην το επιτρέπουμε αυτό κατά
το δυνατόν καθόλου, ώστε να συνηθίζουν στο να δείχνουν οίκτο και έλεος
{φείδονται} απέναντι στο ελληνικό γένος οι Έλληνες, και να προστατεύονται έτσι
απ’ το να υποδουλωθούν όλοι μαζί στους βαρβάρους; - Μας ενδιαφέρει πράγματι, να
δείχνουμε με κάθε τρόπο οίκτο και έλεος. – Ούτε να αποκτούμε άρα κάποιον Έλληνα
ως δούλο, και να συμβουλεύουμε μάλιστα και τους υπόλοιπους Έλληνες περί αυτού.
– Ασφαλώς και βεβαιότατα…»). Επεισόδια που συνδέονται ωστόσο, βαθειά και
ουσιαστικά, με τη μεγάλη αποστολή:
ότι δηλ. οι Έλληνες είναι «εκ φύσεως
συμφιλιωμένοι» μεταξύ τους, και δεν
θα μπορούσε ποτέ να κυριαρχήση ανάμεσά τους ο «πόλεμος», παρά μόνο μια «έχθρα μεταξύ τών φεουδαρχών» ή μια
«διάσταση» (στάσις) (( Σημ. τ. μετ.: Κάτι που μας θυμίζει πικρά
τον «δύστυχο» επίσης 20ον αιώνα τής πατρίδας μας, με τον Διχασμό
κατ’ αρχάς, που μας οδήγησε στη φοβερή Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και τη
νέα διαίρεση που «χάρισε» στον τόπο μας, από το πουθενά, το «διεθνιστικό» ΚΚΕ…
Οι Έλληνες δεν πολεμούν εν τέλει αναμεταξύ τους, γιατί είναι εκ φύσεως
ενωμένοι, αλλά στασιάζουν οι μεν εναντίον τών δε, υπηρετώντας διάφορους,
πραγματικούς ή ιδεατούς «φεουδάρχες»… «Παθήματα», που δεν γίνονται, ως συνήθως,
«μαθήματα»… )) . Για να παρουσιασθή έτσι ενωμένο το ελληνικό έθνος, μέσα απ’
την ίδια την αρχή τής «φιλίας», που
συγκροτεί και συνέχει την πολιτειακή κοινότητα, ως μια διευρυμένη άρα πόλη κατά
την έκτασή της. Πόσο σημαντικές είναι στ’ αλήθεια αυτές οι σκέψεις, και με πόση
σοβαρότητα και σημασία τις απευθύνει εδώ ο Πλάτων σε όλη την Ελλάδα – μάταια
δυστυχώς! –, όχι σαν «απόκοσμος ιδεαλιστής» αλλά σαν πολιτικός άνθρωπος. Η κατάθεσή τους ωστόσο σ’ αυτό ακριβώς το
σημείο οφείλεται στην προσπάθεια να αναβληθή και να συγκαλυφθή για άλλη μια
φορά ο πραγματικός του σκοπός. Ο Σωκράτης θα
ήθελε να «αραδιάση» κι άλλα επεισόδια, λέει ο συνομιλητής του (471 C – «Μου φαίνεται όμως πως δεν θα θυμηθής ποτέ, αν σου επιτρέψη κανείς να
τα λες όλα αυτά, εκείνο που παρέλειψες πρωτύτερα, Σωκράτη, το πώς είναι δυνατόν
δηλ. να δημιουργηθή {γενέσθαι}, και με ποιον τρόπο, αυτή η πολιτεία …»),
μόνο και μόνο για να αποφύγη το ένα εκείνο ερώτημα ως προς τη «δυνατότητα», που
περιμένουμε να απαντηθή. Ποια δυνατότητα; Μα τη δυνατότητα να διάγουν μια κοινή
ζωή άνδρες και γυναίκες – φύλακες (466 D – «…πιστεύουμε πως μπορούν να κοινωνούν οι γυναίκες με τους άντρες σε
όλα, και να πράττουν τότε μάλιστα το καλύτερο δυνατόν {τα βέλτιστα}, χωρίς να
αντιβαίνουν σε τίποτα τη φυσική σχέση τού θηλυκού προς το αρσενικό. – Ναι,
συμφωνώ…»). Οπότε το ερώτημα διευρύνεται απρόβλεπτα ως εξής: «Είναι άραγες
γενικώς δυνατόν να θεμελιώσουμε έτσι μια πόλη, και με ποιον τρόπο άραγες;» (471
C). Φτάνοντας τελικά, μέσα από
τόσες πολλές λοξοδρομήσεις, αναβολές και «τεχνάσματα» στο τρίτο και μεγαλύτερο
κύμα (472 Α. 473 C).
Ας
ξεχωρίσουμε απ’ τα πολλά «δευτερεύοντα» θέματα που παρεμβάλλονται σ’ αυτό το
κεφάλαιο ένα και μόνον (453 Ε κ.ε.). Η εσφαλμένη γνώμη, ότι θά ’πρεπε να έχουν
διαφορετική απόδοση, λόγω τής διαφορετικής τους φύσης, οι άντρες και οι
γυναίκες, βασίζεται σε μια λανθασμένη «διαίρεση»
των εννοιών ή μάλλον τών υπάρξεων, των μορφών και των ειδών: Πιστεύουμε, πως αν διαιρέσουμε όλον τον «κύκλο» τών ασχολιών
σε άντρες και γυναίκες και αποδώσουμε μια συγκεκριμένη δράση στο ένα τμήμα,
απορρίπτουμε, δίχως δεύτερη σκέψη, την ίδια δράση στο άλλο. Χωρίς να
σκεφτόμαστε όμως, σε τί αναφέρεται αυτή η διαίρεση. Θα ήταν τότε εξίσου σωστό
να διαιρέσουμε την ανθρωπότητα σε φαλακρούς και μη φαλακρούς ανθρώπους και να
συμπεράνουμε, πως αν οι μεν είναι χειρώνακτες τσαγκάρηδες, οι δε δεν μπορούν να
είναι. Θα επρόκειτο ωστόσο για μια
εριστική, και καθόλου διαλεκτική
διαίρεση. Γιατί στη διαλεκτική διαίρεση δεν μας επιτρέπεται να επιλέξουμε
αυθαίρετα οποιαδήποτε ζεύγη ορισμών και να αναφέρουμε κατόπιν κάποια, εξίσου
αυθαίρετα επιλεγμένα άλλα ζεύγη στα πρώτα, αλλά πρέπει να παρατηρούμε με
ακρίβεια τη διαφορά και την ομοιότητα, και σε τί αναφέρεται η κάθε σχέση. Η διαίρεση
(και η σύνοψη) συνδέεται με τις Ιδέες· υπήρχε άρα, ως αίτημα τουλάχιστον στο πνεύμα του, από τότε που άρχισε να
φιλοσοφή ο Πλάτων. Αλλά υφίσταται και μια μυστική πρόθεση εδώ όπου αναλαμβάνει,
στο ξεκίνημα του δρόμου προς τον Λόγο και προς το Είδος, να αγωνιστή
ενάντια στην ψευδή διαίρεση, και να φανερώση, έστω και υπαινικτικά, τη γνήσια.
Όταν θα εμφανισθή αργότερα η λέξη και το όνομα «φιλόσοφος», και θα ανέλθη τότε ο διάλογος στο καινούργιο και ύψιστο
επίπεδο, θα συναντήσουμε, πρώτη σχεδόν απ’ όλα, μιαν οξεία διαίρεση (διαιρώ 476
Α 9), που θα θέση από ’δώ τη «φιλοσοφία», κι από ’κεί την «αγάπη για το οράν,
το ακούειν, και την εξάσκηση των τεχνών…» - από ’δώ «το ίδιο το αντικειμενικά
Ωραίο», κι από ’κεί το Ωραίο οπουδήποτε ενσαρκωμένο, μεμονωμένο και αμυδρό –
από ’δώ το να βρίσκεσαι σε εγρήγορση, κι από ’κεί το να ονειρεύεσαι – από ’δώ τη γνώση, κι από ’κεί το «νόμισμα» (το να νομίζουμε κάτι…).
(συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου