Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ (21).

Συνέχεια από: Σάββατο 9 Μαίου 2020


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 
Και ο Χριστιανός Πλατωνισμός.
Του Salvatore Lilla.
                              Τρίτο κεφάλαιο: Η Ελληνική Ανατολή.

Από τούς Καππαδόκες στόν ψευδο-Διονύσιο τόν Αρεοπαγίτη.      

2. Γρηγόριος Νύσσης (συνέχεια).
          

          Όλες οι ιδιότητες του Θεού-όπως το απόλυτο Είναι, το απόλυτο Κάλλος (ωραιότης), το απόλυτο φως, η απόλυτη γνώση-είναι παρούσες σ’Αυτόν σαν ολοκλήρωση τής ίδιας τής φύσης Του, και όχι σαν κάτι πού απέκτησε χάρη σε μία μετοχή η οποία θα προϋπέθετε την ύπαρξη ενός άλλου Είναι από το οποίο ο Θεός θα την προσλάμβανε. (Ζωή Μωυσή, Ι, 40, 10-11). Αυτή η ιδέα βασίζεται στην θεωρία του Πλωτίνου περί της πρώτης αρχής η οποία είναι το απόλυτο αγαθό όχι επειδή μετέχει ενός αγαθού που προσέλαβε από το εξωτερικό, αλλά μόνον εξ’εαυτού ( Ενν. V, 5,13). 
          Οικειοποιούμενος μία στωική θεωρία η οποία ανιχνεύεται και στον Πλωτίνο, ο Γρηγόριος βλέπει στην πρώτη κίνηση τού Θεού προς την κτίση μία σπερματική δύναμη όπου όλα τα όντα είναι παρόντα, έστω στην εν δυνάμει κατάσταση και όχι στην ενεργεία ακόμη. (Στην εξαήμερο PG 44 77 D 9-12).
          Εάν ο Πατήρ είναι η αγένητος πηγή-και ο Πλωτίνος είχε δεί στο ένα-αγαθό την “πηγή” (Ενν. ΙΙΙ, 8,10)-η έκφραση “πρώτη ώθηση τής θελήσεως τού Πατρός” η οποία θυμίζει μία ανάλογη έκφραση τού Βασίλειου, αναφέρεται χωρίς αμφιβολία στον Λόγο, γεννηθέντα από τον Πατέρα πρό των αιώνων χωρίς κανένα πάθος, αναλόγως με αυτό που συμβαίνει στον νού τού Πλωτίνου. Για να καταστήσει σαφέστερη αυτή την εικόνα τής αιωνίου γενέσεως του Λόγου, ο Γρηγόριος ανατρέχει στην εικόνα του φωτός της αναμένης λάμπας, παράλληλη της εικόνος του φωτός που μεταδίδεται από τον ήλιο, με την οποία ο Πλωτίνος δείχνει την σχέση ανάμεσα στον νού και το Ένα-αγαθό. Όπως σε καμμία στιγμή η αναμένη λάμπα δεν μπορεί να υπάρξει (δεν υφίσταται) χωρίς το φως της, έτσι δεν υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν χωρίς τον γενηθέντα Λόγο (Περί πίστεως 63,27-64,7). Αυτή είναι η μοναδική σωστή ερμηνεία του ορισμού του Υιού, του Απ. Παύλου σαν “απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού (Εβρ. 1,3). Συμφωνώντας πλήρως με το σύμβολο της Νίκαιας, ο Γρηγόριος υπογραμμίζει ενάντια στον Αρειανισμό την διαφορά ανάμεσα στην γένεση και την δημιουργία (περί πίστεως 63,26-27 και Ενν. ΙΙΙ 1). Και αναφέρει το χωρίο που αφορά την Σοφία, “ο Κύριος με δημιούργησε σαν αρχή των οδών του” όχι στον άυλο λόγο αλλά στο αισθητό σώμα του Χριστού (Εν. Ευν. ΙΙΙ, 1). Και σαν τον Βασίλειο στον οποίο αναφέρεται ο Γρηγόριος, για να υπερασπιστεί την απόλυτη ισότητα ανάμεσα στην ουσία του Πατρός και εκείνη του Υιού αποκλείει ότι η έλλειψη γεννήσεως του Πατρός (αγέννητον) μπορεί να υπολογισθεί σαν μέρος της ουσίας του (η έλλειψη γεννήσεως είναι μία συνέπεια και όχι μία ιδιότης ουσιαστική, δεν μπορεί να δηλώσει την ουσία του Πατρός! Περί πίστεως 65, 20-22! Η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και τον τρόπο υπάρξεως ανήκει στην αριστοτελική παράδοση (Πορφύριος, εισαγωγή, 3,18-19). Το γεγονός ότι ο Πατήρ είναι η αιτία ενώ ο Υιός είναι το αποτέλεσμα δείχνει μία διαφορά του τρόπου υπάρξεως, όχι φύσεως. Μία είναι η κατηγορία της ουσίας, μία εκείνη του τρόπου (περί πίστεως 65,20-22. Έτσι ώστε δεν έχουμε τρείς Θεούς). Ο Υιός είναι τελείως ταυτόσημος με τον Πατέρα, η τέλεια εικόνα του, καθότι διαθέτει όλες τις ουσιώδεις ιδιότητές του. Ο Παύλος όταν ονομάζει τον Υιό “ίχνος της ουσίας του Πατρός” θέλει να πει ότι ο Υιός δεν είναι κατώτερος του Πατρός ή μικρότερός Του (Π. Πιστεως 64).
          Όπως για τον Απ. Παύλο, για τον Φίλωνα, για μερικούς σχολαστικούς και για τον ίδιο τον Πλωτίνο, έτσι και για τον Γρηγόριο η δεύτερη υπόσταση είναι η σοφία και η Θεία δύναμης. Σ’αυτές τις δύο διακεκριμένες πλευρές, ενωμένες όμως σε ένα μοναδικό πρόσωπο ανήκει πάνω απ’όλα ο δημιουργικός ρόλος: Στην Σοφία, ταυτόσημη με την θέληση του Θεού, είναι παρόντα, στην κατάσταση πραγματικών ιδεών ή σκέψεων, όλα τα όντα, τα οποία στην συνέχεια, χάρις στην Θεία δύναμη, προορίζονται να προσλάβουν μία υλική πραγματικότητα στον αισθητό κόσμο. (Στην εξαήμερο και στην Χριστιανική τελειότητα) Είναι προφανής λοιπόν η αποδοχή εκ μέρους του Γρηγ0ρίου, του δόγματος του Φίλωνος, όπως και του Κλήμη και του Ωριγένη, της παρουσίας των ιδεών-σκέψεων στον Θείο Νού. Η διάκριση ανάμεσα στην “σοφία” και την “δύναμη” την οποία εδραίωσε ο Γρηγόριος στο πλαίσιο του δημιουργικού ρόλου αντιστοιχεί τόσο στην διάκριση του Ωριγένη ανάμεσα στην Σοφία η οποία περιέχει εις εαυτή προκαθορισμένα τα νοητά όντα (σκέψεις, μορφές, ίχνη, ή λογικές αρχές) και τον Λόγο ο οποίος έχει το έργο της μεταδόσεως των μορφών ή λογικών αρχών όσο και στην διάκριση του Πλωτίνου ανάμεσα στον νου και την κοσμική ψυχή. Σε όλο τον αισθητό κόσμο αντανακλάται η επέμβαση τού τεχνίτη λόγου, της Θείας δυνάμεως η οποία τον διασχίζει και Είναι παρούσα σε κάθε σημείο του, το κρατά μαζί, το κυβερνά και είναι αιτία της τάξης του και της αρμονίας του!
          Η θεωρία τού Πλωτίνου και του Πορφύριου τής παρουσίας στο μεταφυσικό νοητό, παραδειγμάτων των αρετών, οι οποίες ονομάζονται από τον Πορφύριο “παραδειγματικές αρετές” (Ενν. Ι, 2,6 (Πορφ. Αφορμαί προς τα νοητά 32: Άλλαι αί αρεταί του πολιτικού, και άλλαι αι του προς θεωρίαν ανιόντος και διά τούτο λεγόμενου θεωρητικού, και άλλαι αί του ήδη τέλειου θεωρητικού και ήδη θεατού, και άλλαι αί του νού, καθ’ ό νούς και από ψυχής καθαρός), διακρίνεται στην σύλληψη στην οποία επιμένει πολύ ο Γρηγόριος στο περί της Χριστιανικής τελειότητος, του Χριστού σαν ιδανικό αρχέτυπο, στο οποίο βρίσκονται σε μία κατάσταση απολύτου τελειότητος, όλες οι ποιότητες τις οποίες όποιος επαγγέλεται τον Χριστιανό πρέπει να επιμείνει να μιμηθεί και να πραγματοποιήσει στον εαυτό του εάν θέλει στ’αλήθεια να είναι άξιος αυτού του ονόματος (174, 11-176, 17).
          Ένα άλλο σημαντικό νεοπλατωνικό ίχνος εμφανίζεται στην εννοιολόγηση του λόγου: η ζωή δεν είναι μία ιδιότης η οποία αποκτάται απέξω, αλλά ανήκει στην φύση του δευτέρου προσώπου, που έτσι όπως για τον Πλωτίνο το αγαθό ανήκει στην φύση της πρώτης αρχής και τα νοητά όντα ανήκουν στην φύση του νού (Ενν. V, 1.4), που είναι επίσης όπως ο λόγος του Γρηγορίου, η κατεξοχήν ζωή.
          Εάν από το ένα μέρος, καθότι ταυτόσημη με την δεύτερη υπόσταση, η Σοφία εμφανίζεται διακεκριμένη από τον Πατέρα, από το άλλο ανήκει ήδη στον Πατέρα: ο Θεός και επομένως ο Πατήρ κατά πρώτον, είναι η απόλυτη σοφία, η αυτοσοφία (περί παρθενίας 17), και στον Πατέρα ανήκει η σοφία μαζί με άλλες ιδιότητες (εν τη σοφία σοφίαν). Αυτή είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση της γενικής αρχής σύμφωνα με την οποία όλες οι ιδιότητες οι ουσιώδεις του Υιού, προορισμένες να περάσουν στο Άγιο Πνεύμα;;;;, βρίσκονται ήδη στον Πατέρα (Ιωάν 17,10). Αυτό το δόγμα, πέραν του Ιωάν. 16,15 και 17,10 αναγνωρίζεται και στον Πλωτίνο, (Διά τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν), για τον οποίο το πάν προϋπάρχει στην πρώτη αρχή, παρότι-εν δυνάμει και αδιαφοροποίητο και σε απόλυτη απλότητα (Ενν. ΙΙΙ, 3,7). Από την παρουσία της Σοφίας στον Πατέρα και από το γεγονός ότι ο Πατήρ είναι ένας νους, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και ο Γρηγόριος, όπως ο Βασίλειος, πίστεψε στην ύπαρξη ενός λόγου ανήκοντα στον Πατέρα, διακεκριμένο από τον Λόγο ταυτόσημο με τον Υιό. Παρατηρήσαμε ήδη την παρουσία στον Πορφύριο ενός αναλόγου δόγματος (ο νους εξέρχεται από την πρώτη αρχή)!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου