Αντώνης Σμυρναίος
Με αφορμή τη σύγχρονη αιφνίδια πανδημία, παρατηρούμε ότι εγείρονται συχνά φωνές, οι οποίες προσδίδουν στο φαινόμενο αυτό, αλλά και στις βραχυχρόνιες ή μακροχρόνιες επιπτώσεις του, συνωμοσιολογικές διαστάσεις. Το ιδιαίτερο όμως είναι ότι σήμερα εκφράζουν ή αναπαράγουν τις φωνές αυτές, όχι μόνο περιθωριακοί bloggers, ρεπόρτερ του «κίτρινου τύπου» ή γραφικοί προπαγανδιστές (δηλαδή ευάλωτοι αντίπαλοι), αλλά γνωστοί πολιτικοί, επιστήμονες, δημοσιογράφοι, πολιτειολόγοι κ.άλ. Παρ’ όλα αυτά, όπως τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια του «ηθικού πανικού» (moral panic) χρησιμοποιήθηκε για να σωφρονίσει τους ηθικώς ανησυχούντες στις σύγχρονες κοινωνίες, καταγγέλλοντας ευθέως την ψυχοπαθολογία τους, έτσι και τώρα πολιτικοί επιστήμονες, ψυχίατροι, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, πολιτικοί και επιχειρηματίες, δηλαδή επαγγελματίες ειδικοί του ορθολογικού συνετισμού, που πάντοτε «ξέρουν και φροντίζουν πριν από μας για μας», έσπευσαν με περισσή φροντίδα και φρόνηση να μας λυτρώσουν αυτή τη φορά από το «συνωμοσιολογικό πανικό» (είναι οι conspiracy panics, κατά τον J. Bratich). Είναι αυτοί που έχουν πάντα «θετική σκέψη», πρεσβεύοντας μάλιστα την «αδιάκοπη παραγωγή θετικότητας» μέσα στις κοινωνίες μας, αν και αυτό μπορεί να οδηγήσει εντέλει στη «λευχαιμία» του ρασιοναλιστικού μας κόσμου, κατά τον J. Baudrillard. Διότι, θα μας πει και ο P. Valéry, «στην ιστορία, όπως στο κάθε τι, ό,τι είναι θετικό, είναι διφορούμενο. Αλλά ό,τι είναι πραγματικό, προσφέρεται σε άπειρες ερμηνείες».
Οι πανικόβλητοι όμως της συνωμοσιολογίας είναι και εκείνοι που υπηρετούν και καλλιεργούν συστηματικά τη διαβόητη φοβο-φοβία του πολιτισμού μας: σε ένα κόσμο, στον οποίο έχουν καταρρεύσει σχεδόν όλα τα ταμπού, ο φόβος είναι (επιβάλλεται να είναι) το σύγχρονο ταμπού. Οφείλουμε λοιπόν να φοβόμαστε το φόβο, να μην του επιτρέπουμε καν να αγγίξει τις ζωές μας, πρέπει όλες οι ενέργειές μας, οι ασφάλειές μας, να τον εξοβελίζουν, αυτό διδασκόμαστε εδώ και χρόνια. Το ότι ο φόβος πάντοτε «φύλαγε τα έρμα», κατά την παροιμία, κατέστη όχι μόνο επικίνδυνο αλλά και ανήθικο, γιατί συνδέθηκε ακριβώς με το αν-ενοχικό σύνδρομο του σύγχρονου ανθρώπου. Το σύνδρομο ότι πρέπει σε όλα να αποδειχθώ αθώος… Αν λοιπόν ο G. Gorer, ήδη από τη δεκαετία του 1950, μιλούσε για μια «πορνογραφία του θανάτου», τώρα μπορούμε, πλήρως ενορχηστρωμένοι, να απολαμβάνουμε μια «πορνογραφία του φόβου»! Βεβαίως, η απόσταση από την κατασκευασμένη φοβο-φοβία στη διάχυτη παν-φοβία φάνηκε σήμερα πως είναι ένα μόνο βήμα. Διότι όσο περισσότερο φοβάσαι το φόβο, δαιμονοποιείς το φόβο, τον αποβάλλεις από τη ζωή σου, τόσο καθίστασαι έτοιμος να σε υποτάξει και μάλιστα πλήρως.
Μέσα στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της φοβο-φοβίας εντάσσεται και η σύγχρονη εναντίωση στη συνωμοσιολογία. Η συνωμοσιολογία (conspiracism), ένας όρος που εφευρέθηκε από τον D. Pipes και έγινε στη συνέχεια δημοφιλής από τον F. P. Mintz, εκφράζει έναν τρόπο και ένα σώμα σκέψης, μια κοσμοθεωρία, που θέτει τις θεωρίες συνωμοσίας στον πυρήνα της ίδιας της ιστορικής διαδικασίας, τις εκλαμβάνει ως την κινητήρια δύναμή της, συγκεντρώνοντάς τες κάτω από την ομπρέλα ενός «-ισμού» (Bratich). Έτσι, ερμηνεύει όλα τα ιστορικά γεγονότα ως καθοδηγούμενα από κακόβουλες ομάδες ή άτομα, που συνωμοτούν για να καταστρέψουν τη θρησκεία, τη δημοκρατία, την κουλτούρα, την παράδοση ή το «γενικό καλό» (common good). Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε προκαταβολικά ότι οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν μια μακρά ιστορία, που ξεκινά από την αρχαία Αίγυπτο, την Ελλάδα και τη Ρώμη, πολλαπλασιάζονται στο Μεσαίωνα, ανθίζουν μετά τη Γαλλική Επανάσταση για να υποστούν μια άνευ προηγουμένου διάδοση τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και τις πρώτες του 21ου αιώνα.
Αυτή η μακρά ιστορική διαδρομή μας υποβάλλει την ιδέα να διερευνήσουμε, εν οικονομία χώρου, το ζήτημα των σχέσεων ιστορίας και συνωμοσιολογίας, ξεκινώντας από μια απαραίτητη παραδοχή. Διότι καμιά έλλογη πραγμάτευση ή δια-πραγμάτευση δεν στερείται ρητών ή αρρήτων παραδοχών. Μια βασική λοιπόν προϋπόθεση αυτού του λόγου είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα όν μυθοπλαστικό. Μυθοποιεί από όλους τους πόρους του σώματος, της ψυχής και της διάνοιάς του. Ζει μυθοποιώντας και μυθοποιεί ζώντας. Ακριβώς η εγγενής ικανότητά του να λειτουργεί με σύμβολα, συνεπάγεται τη δυνατότητά του να μυθοποιεί, και αυτό δεν σημαίνει αποκλειστικά ότι ψεύδεται ή απατά. Πολύ συχνά αληθεύει μυθοποιώντας. Διότι η μυθοπλασία είναι ο αποκλειστικός τρόπος υπάρξεώς του, είναι η, εμβαπτισμένη μέσα στην προσωπική του οντολογία, αφηγηματική πλοκή με την οποία βιώνει και αναπαριστά τα πράγματα. Αυτή όχι μόνο κατεργάζεται την επιβίωσή του αλλά δημιουργεί και τον πολιτισμό του, τον πνευματικό και τον τεχνικό. Μια ένδειξη της υφιστάμενης μυθοπλασίας είναι ότι οι άνθρωποι, όντας «όντα της περίσσειας» (Μπατάιγ), συνεχώς υπερχειλίζουν από τον ίδιο τους το λόγο, από τις πράξεις τους, από τα οράματά τους. Οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες, οι ήρωες, οι άγιοι, οι ερωτευμένοι αλλά και οι τρελοί είναι τα κατ’ εξοχήν μυθοπλαστικά όντα, αυτοί που έκαναν την κοινόχρηστη μυθοπλασία παντιέρα, υπεραξία και δόγμα.
Αντιμετωπίζοντας λοιπόν το ζήτημα της συνάφειας ιστορίας και συνωμοσιολογίας, προβαίνουμε στην εξειδίκευση της παραπάνω παραδοχής της μυθοπλασίας στο συγκεκριμένο πεδίο της ιστοριογραφίας. Η ιστοριογραφία, ως έργο ανθρώπων, ανθρώπων που ακατάπαυστα, αναπόφευκτα και συμφυώς μυθοποιούν, είναι κατ’ ανάγκη μυθοπλαστική. Οι ιστορικοί του παρόντος, στηριγμένοι στις πρωτογενείς ιστορικές πηγές, πηγές γραμμένες από ανθρώπους του εκάστοτε παρελθόντος, υποχρεωτικά μυθοπλάστες, μελετούν στη συνέχεια τις δευτερογενείς ιστορικές πηγές, που συνέθεσαν οι παρελθόντες ιστορικοί ή οι εν γένει συγγραφείς, επιχειρώντας με τη σειρά τους να συγκροτήσουν τη σύγχρονή τους ιστορική αναπαράσταση για το ένα ή το άλλο γεγονός ή εποχή.
Όλη αυτή η, πάντοτε κλασική, διαδικασία κατασκευής του ιστορικού λόγου θεμελιώνεται σε τρία κυρίως προ-απαιτούμενα: πρώτον στην «προ-απόφαση» του ιστορικού (R. Koselleck), στην πρωταρχική δηλαδή ιδεολογική ή κοσμοθεωρητική του τοποθέτηση, η οποία γεννιέται μέσα από την οντολογία του ή εκείνη της ομάδας του και με βάση την οποία ερμηνεύει τις ιστορικές πηγές, δεύτερον, στις προδιαγραφές του Πνεύματος της Εποχής (Zeitgeist) και τρίτον στο «καθεστώς αλήθειας» (M. Foucault) που κυριαρχεί σε αυτήν. Αυτή η τριπλή προϋπόθεση παραγωγής της εκάστοτε ιστοριογραφίας δεν προσφέρει κανένα χώρο ή τρόπο για να ισχύσει η περιλάλητη ή πολυπόθητη «αντικειμενικότητα της ιστορίας». Διότι (και) η ιστοριογραφία είναι τυπικά και ουσιαστικά σύνθεση ανθρώπινου λόγου. Και σε μια τέτοια γλωσσική σκηνοθεσία, η οποία κατασκευάζει (δηλαδή αναπαριστά) μοντέλα, σενάρια και εκδοχές για το παρελθόν, δεν μπορεί παρά να είναι μυθοπλαστική. Και για έναν επιπλέον λόγο ότι το παρελθόν αυτό όχι μόνο έχει ήδη παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά ήταν, είναι και θα είναι έκτοτε αν-επίσκεπτο, «Μια ολόκληρη μυθολογία είναι εγκατεστημένη στη γλώσσα μας», θα ισχυριστεί και ο Wittgenstein.
Έτσι, κάθε απόπειρα απο-μυθοποίησης ενός παρελθόντος ιστορικού λόγου, όσο ειλικρινής ή εμβριθής και αν είναι (ή φαίνεται πως είναι), μετέχει υποχρεωτικά μιας συνεχούς ανα-μυθοποίησης. Διότι κατασκευάζεται από ανθρώπους, οι οποίοι, πολεμώντας άλλους ανθρώπους (διότι ο ρόλος/λόγος της απομυθοποίησης είναι πάντα πολεμικός και εικονοκλαστικός), αγνοούν ή υποκρίνονται ότι αγνοούν ή παραβλέπουν πως και οι ίδιοι υπάρχουν και δημιουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον ακατάβλητης και αναπότρεπτης μυθοπλασίας, διαφορετικής, ενδεχομένως, από εκείνην του παρελθόντος, ή των αντιπάλων τους συγγραφέων, αλλά πάντως μυθοπλασίας. (Ποιος λ.χ. δεν αναγνωρίζει ότι ο κραταιότατος υπερ-μύθος της εποχής μας είναι ο καταναλωτικός και ο επιστημο-τεχνολογικός και ότι όλα τα ζητήματα σήμερα κρίνονται με κριτήριο αυτόν ακριβώς το μύθο;) Μυθοποίηση, απομυθοποίηση και αναμυθοποίηση λειτουργούν λοιπόν παράλληλα ή διαδοχικά μέσα σε ένα κόσμο, που θα τον αποκαλούσαμε επιγραμματικά κόσμο της «επι-μυθοποίησης»: είναι ακριβώς ο κόσμος μας, αλλά και ο κόσμος κάθε εποχής, κάθε κοινωνίας, ο οποίος πάντοτε ζει, παράγει και διαιωνίζεται αποκλειστικά μυθολογώντας και μυθοποιώντας. Βεβαίως, την εκάστοτε κρυστάλλωση αυτών των μυθοπλασιών, από φόβο, ανάγκη ή επιβολή, την ονομάζουμε ορθολογική σκέψη, η οποία όμως για να επιβληθεί πρέπει πρωτίστως να περιβληθεί από εμπιστοσύνη, δηλαδή να εκμεταλλευτεί άλλη μια μυθολογική κατηγορία…
Αυτές οι σκέψεις είναι, θεωρώ, απαραίτητες για να οικοδομηθεί (αλλά και να προ-οικονομηθεί) ένας λόγος που να συνδέσει την ιστορία με τη συνωμοσιολογία. Διότι η συνωμοσιολογία έχει εκληφθεί και παρουσιαστεί ως μια παρανοϊκή (ή, το λιγότερο, γραφική) υπερ-μυθοπλασία, σε πλήρη αντιπαράθεση με μια (φαντασιακά, βεβαίως) ορθολογική, επιστημονική και συνεπώς «έγκριτη» αντίληψη των πραγμάτων. Στο ιστορικό ειδικά επίπεδο, η τελευταία ιδέα προασπίζεται μια ουδέτερη και αντικειμενική ιστοριογραφία, γραμμένη από επαγγελματίες, ακαδημαϊκούς ή μη ιστορικούς. Οι τελευταίοι «ξέρουν καλύτερα από όλους τους άλλους» το παρελθόν και αναγορεύονται σε ιδιοκτήτες ή διαιτητές του, υπακούοντας και οι ίδιοι, αλλά καλώντας και εμάς να υπακούσουμε, στην υπερβάλλουσα σήμερα απήχηση του επαγγελματισμού. Η συνωμοσιολογία θεωρείται ότι είναι υποκείμενη στην εξοργιστική μυθοπλασία, γιατί συνθέτει σε μια συνεκτική αφήγηση ετερόκλητα στοιχεία με ένα συγκεκριμένο στόχο: να αποκαλύψει μια μυστική ή ημιδιαφανή επιχείρηση υπονόμευσης ή καταστροφής μιας κοινωνικής ομάδας, ενός έθνους ή της παγκόσμιας κοινότητας, προς όφελος αδιάγνωστων εισέτι «σκοτεινών δυνάμεων» με αξιώσεις μάλιστα οικουμενικής κυριαρχίας. Κι αυτός ο λόγος εκλαμβάνεται ως απατηλός αλλά και επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Επιπλέον, εδώ και δεκαετίες του έχουν αποδοθεί, και συνεχίζουν να του αποδίδονται, ψυχοπαθολογικά, παρανοϊκά χαρακτηριστικά (βλ. Richard Hofstadter, The Paranoid Style in American Politics, 1964).
Αλλά τι συνδέει άραγε αυτή τη φαντασιακή κατασκευή με την ίδια την ιστοριογραφία; Θα αποτολμήσουμε την συνοπτική αναφορά μερικών μόνο από αυτές τις συνδέσεις, οι οποίες βεβαίως είναι πολύ περισσότερες:
1. Η κεκρυμένη, ή ημιδιαφανής έστω, φύση των εν γένει ανθρώπινων πραγμάτων. Ο συνωμοσιολόγος θεωρεί ότι κάποια πρόσωπα ή ομάδες, με κρυφή ή και φανερή εξουσία, επιβουλεύονται, συνωμοτούν, δηλαδή συν-ομολογούν, για την ηθική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, θρησκευτική κλπ. καταστροφή του. Συνθέτει λοιπόν διάσπαρτες ενδείξεις για να κατασκευάσει ένα συνωμοσιολογικό αφήγημα που να αποδεικνύει την «αλήθεια» του, περιμένοντας την έκβασή του. Το ίδιο όμως κάνει και ο ιστορικός. Θεωρεί κι αυτός ότι η φύση των παρελθόντων πραγμάτων είναι μυστική ή έστω ημιδιαφανής, συγκεντρώνει λοιπόν ενδείξεις, που τις ονομάζουμε ιστορικές πηγές, ως πραγματικός ντετέκτιβ (R. Collingwood), και τις συνθέτει, υπακούοντας στις τρεις θεμελιώδεις αρχές κατασκευής του ιστορικού λόγου που προαναφέραμε. Φτιάχνει στο τέλος κι αυτός ένα αφήγημα, το οποίο οι αντίπαλοι, βεβαίως, θα το αποκαλέσουν ιδεολόγημα, και στη συνέχεια αναμένει τη θέσμισή του από την πολιτική, οικονομική ή διανοητική εξουσία. Αν σε ένα πρώτο επίπεδο ο στόχος του συνωμοσιολόγου είναι καταστροφολογικός και ο στόχος του ιστορικού εποικοδομητικός, σε ένα βαθύτερο, δεύτερο επίπεδο οι ρόλοι είναι δυνατόν να αλλάξουν. Και ο ιστορικός δηλαδή αποδομεί τις ιστοριογραφικές εκδοχές των αντιπάλων του για να οικοδομήσει τη δική του, αλλά και ο συνωμοσιολόγος αποδομεί τους ηγεμονικούς λόγους με την εποικοδομητική πρόθεση διαφύλαξης των δικών του προτεραιοτήτων. Και οι δυο, πάντως, αναζητούν και μάλιστα εναγωνίως περισσότερη διαφάνεια, ανεξάρτητα αν μας ταιριάζει ο λόγος και ο τρόπος τους, αν μοιάζει τοξικός ή συνετός.
2. Οι συνωμοσιολόγοι εκφράζουν ένα λόγο αντι-θεσμικό και αντι-εξουσιαστικό. Είναι οι κατ’ εξοχήν αντιρρησίες: αντιτίθενται στον πολύ συχνά καθησυχαστικό, ηγεμονικό λόγο των κυβερνώντων (δηλαδή προσανατολισμένο προς μια ορισμένη κάθε φορά κατεύθυνση λόγου ή αποσιώπησης), αλλά και εκείνον των εργολάβων τους, δηλαδή των οργανικών διανοουμένων, οι οποίοι χρη(σιμο)ματοδοτούνται για να διασπείρουν στην ευρύτερη κοινωνία την «επιστημονική», δηλαδή την «αναμφισβήτητη», εκδοχή των πραγμάτων, επιτελώντας έτσι τη διαχείριση του πλήθους. Έχοντας πολλές αποδείξεις μέσα στην ιστορική εξέλιξη ότι ο λόγος της εκάστοτε εξουσίας παραμένει αποκλειστικά ιδιοτελής με στόχο τη διατήρησή της, οι συνωμοσιολόγοι είναι εξ αρχής πεπεισμένοι ότι ο κάθε λόγος που εκπέμπεται από αυτήν είναι κατ’ αρχήν ύποπτος. Σε αυτό το σημείο λειτουργούν όπως οι ιστορικοί: είναι εξαιρετικά καχύποπτοι απέναντι στις εγκυκλίους, στα διατάγματα και στις κυβερνητικές εφημερίδες και αναζητούν τη κρυμμένη ουσία των πραγμάτων λ.χ. στα ημερολόγια με τις εκμυστηρεύσεις τους ή στις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Ο λόγος είναι ότι εργάζονται ακριβώς «στα όρια των ισχυρών, συγκεντρωτικών στρατηγικών» που ασκούν οι εξουσίες (M. De Certeau).
3. Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν είναι όμως προϊόντα μόνο των περιθωριακών, παρορμητικών, δεισιδαιμόνων ή ψυχοπαθών ανθρώπων, αλλά επίσης ανεκτίμητα εκβλαστήματα των ίδιων των εξουσιών. Επιλείψει με ο χώρος για να αναφέρω τις συνωμοσιολογικές διανομές των ποικίλων απολυταρχικών καθεστώτων της υφηλίου, αλλά και τις αντίστοιχες των διαφόρου ποιότητας δημοκρατιών κάθε εποχής και ειδικά των σημερινών, με την ιλιγγιώδη ανάπτυξη των τεχνολογιών επιτήρησης (B. Harcourt). Μέρος ακριβώς των ρητορικά επαναλαμβανόμενων στρατηγικών τους είναι οι καταγγελίες για τη «ριζοσπαστικοποίηση» τμημάτων του πληθυσμού και τον αντι-συστημικό τους λόγο, ο οποίος θεωρείται αυτόχρημα κινδυνολογικός αλλά και επικίνδυνος. Προβάλλουν μάλιστα υπέρμετρα την κοινωνική και ατομική ευθύνη, καθώς και την «αλληλεγγύη», ως τη μοναδική επιλογή όλων, δηλαδή ως τον υπέρτατο κανονιστικό λόγο, που είναι ο λόγος του καθεστώτος. Είναι όμως γνωστό πόσο αυτές οι προσκοπικές, ηθικολογικές διακηρύξεις αποκρύπτουν έντεχνα το γεγονός ότι μόνο με τον τρόπο αυτό, μιας soft power, κατασκευάζονται σήμερα οι συναινέσεις. Οι «εκ των άνω» (top-down) συνωμοσίες των εξουσιών θα μπορούσαν λοιπόν να αποτελούν το εύφορο έδαφος ανάπτυξης και των «εκ των κάτω» (bottom-up) συνωμοσιών, ως καθρεπτισμοί της συμβολικής ή πραγματικής βίας που ασκούν υπερβαλλόντως οι πρώτες. Δεν πρέπει να αποκλείουμε επίσης το γεγονός ότι ακόμη και η συνωμοσιολογική σκέψη «μπορεί να δώσει ελπίδα, ενότητα και προσανατολισμό», μια αίσθηση κοινότητας στους αδύναμους αυτού του κόσμου, στους εγγενώς αποκλεισμένους από τις αποφάσεις του (R. A. Goldberg). Επιπλέον, μέσα στο πλαίσιο της μυστικοποίησης που συνέχει το όλο ζήτημα από κάθε πλευρά, θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει κανείς ότι οι πλέον extreme εκδοχές των θεωριών συνωμοσίας αποτελούν συγκεκριμένες κατασκευές των εξουσιών, ώστε στη συνέχεια η πλήρης, δημόσια απαξίωσή τους να συμπεριλαμβάνει και τις περισσότερο ευλογοφανείς συνωμοσίες. Από την άλλη μεριά, η ίδια η, διαχρονικά ισχυρή, ύπαρξη των μυστικών υπηρεσιών κάθε κράτους, αλλά και των διπλωματικών υπηρεσιών του, οι οποίες υποχρεούνται να λειτουργούν με αδιαφανή μέσα για να εκπληρώσουν τους στόχους των κυβερνώντων, αποτελεί επίσης το πλέον εύλογο περιβάλλον για την ανάπτυξη της συνωμοσιολογίας αλλά και της ίδιας της ιστοριογραφίας. Και στις δυο περιπτώσεις προκαταβάλλεται μια εντονότατη κρίση εμπιστοσύνης, η οποία πρέπει εξίσου να αποκτήσει μερίδιο στην ερευνητική μας μέριμνα.
4. Τέλος, ένας ακόμη δεσμός της συνωμοσιολογίας και της ιστοριογραφίας είναι η γλώσσα. Πολύ συχνά οι συνωμοσιολόγοι αφίστανται του ακαδημαϊκού λόγου και χρησιμοποιούν μια ανορθολογική, φανατική ή λαϊκότροπη γλωσσική έκφραση, που μοιάζει να στοχεύει στο συναίσθημα, σαν διαφημιστές εμπορικών προϊόντων. Με αυτήν συνδέουν ενδείξεις που μοιάζουν κάποιες φορές α(κατά)νόητες για τον κοινό νου, τον εθισμένο από την εκπαίδευσή του να συντάσσει την «αλήθεια» αποκλειστικά με τον ορθολογικό λόγο. Αντίθετα, οι αντι-συνωμοσιολόγοι (οι conspiracy panics) χρησιμοποιούν πάντοτε μια ήρεμη, ψύχραιμη, ορθολογική γλώσσα, γεμάτη από παραπομπές σε επιστημονικές «αυθεντίες». Τότε μόνο εκτρέπονται από αυτήν, όταν υποχρεωθούν να στοχεύσουν κι εκείνοι στο συναίσθημα και να επιτελέσουν αφ’ υψηλού το συνήθη συναισθηματικό εκβιασμό, τον οποίο σε τόσα ζητήματα βλέπουμε σήμερα να ενεργείται, εγκαινιάζοντας μια ανηλεή εφόρμηση στους αντιπάλους τους και ζωγραφίζοντάς τους ως μισαλλόδοξους, φανατικούς, οπισθοδρομικούς, δεισιδαίμονες, ατομιστές και οπωσδήποτε ψυχοπαθείς. Οι ιστορικοί όμως, ως φορείς και θιασώτες λόγου είναι εκπαιδευμένοι στο να επιτελούν ακριβώς διακρίσεις λόγων χωρίς προκαταβολικό αξιολογικό χρωματισμό (αυτό είναι, βεβαίως, το ιδεατό!). Είναι καταρτισμένοι διαρκώς να αμφιβάλλουν, να μην απορρίπτουν κανένα ύφος λόγου, ούτε να το δέχονται επειδή μοιάζει λ.χ. νηφάλιο ή ουδέτερο. Έτσι, ως «ενοχλητικές αλογόμυγες» για τον εκάστοτε ηγεμονικό λόγο, (θα πρέπει να) είναι ικανοί, να ξεχωρίζουν τις προϋποθέσεις, τις προθέσεις, το περιβάλλον, τις συγκυρίες, τα πρόσωπα, τις ιστορίες τους, τις πιθανές ή δυνατές εξακτινώσεις των ατομικών ή ομαδικών ενεργειών, διαστέλλοντας την προθετικότητα από την τυχαιότητα τους, πριν προσφέρουν εντέλει την, εξάπαντος μεροληπτική, εκδοχή και κρίση τους. Διότι οι ποικίλες διασυνδέσεις μέσα στην ιστορική εξέλιξη είναι πάντα χαοτικές, δεν είναι απλές σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος. Θα πρέπει λοιπόν οι ιστορικοί να γίνουν επιτέλους ικανοί να αποβάλλουν τη δικαιολογημένη εναντίον τους ρετσινιά ως των πιστών (και έμφοβων) χρονικογράφων του …κάθε μεσαιωνικού βασιλιά.
Στην παρέμβασή μου αυτή προσπάθησα να αρθρώσω μερικούς μόνο από τους λόγους με τους οποίους είναι δυνατόν να συνδεθεί η ιστοριογραφία με τη συνωμοσιολογία. Το ζήτημα είναι τεράστιο και άκρως επίκαιρο, διαχρονικά επίκαιρο, και είναι άξιο ενός ενδελεχούς διαλόγου για να διευρυνθεί το πεδίο του προβληματισμού μας. Και στις δυο περιοχές, το ζητούμενο δεν είναι η προκαταβολική και δηλητηριώδης απαξίωση, αλλά η ενεργοποίηση μιας διαδικασίας διαψευσιμότητας των υποθέσεων, όσο αυτό είναι δυνατόν βεβαίως. Διότι η μέχρι σήμερα αντιπαράθεση συνωμοσιολόγων και αντι-συνωμοσιολόγων, ως διαμάχη ψυχοπαθών και υγιών, από την οποία πρέπει μάλιστα να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού η κοινωνική μας ειρήνη και ευμάρεια, αποδείχθηκε άγονη. Ο πολιτικο-κοινωνικός υγειϊνισμός της προωθεί απλώς την ατζέντα ενός καθεστωτικού, «ομο-ηγεμονικο-ποιητικού» (J. Derrida), ανεξέταστου δηλαδή λόγου καταναγκαστικής υπακοής. Ίσως λοιπόν θα μπορούσε να εκληφθεί αυτή η σημερινή πραγματικότητα της παν-φοβίας ως μια ακόμη ευκαιρία να συζητηθούν σε μεγαλύτερο βάθος οι λόγοι και οι πράξεις των ιστορικών προσώπων που είμαστε, εντέλει, όλοι μας, είτε το ξέρουμε και το θέλουμε, είτε όχι…
Με αφορμή τη σύγχρονη αιφνίδια πανδημία, παρατηρούμε ότι εγείρονται συχνά φωνές, οι οποίες προσδίδουν στο φαινόμενο αυτό, αλλά και στις βραχυχρόνιες ή μακροχρόνιες επιπτώσεις του, συνωμοσιολογικές διαστάσεις. Το ιδιαίτερο όμως είναι ότι σήμερα εκφράζουν ή αναπαράγουν τις φωνές αυτές, όχι μόνο περιθωριακοί bloggers, ρεπόρτερ του «κίτρινου τύπου» ή γραφικοί προπαγανδιστές (δηλαδή ευάλωτοι αντίπαλοι), αλλά γνωστοί πολιτικοί, επιστήμονες, δημοσιογράφοι, πολιτειολόγοι κ.άλ. Παρ’ όλα αυτά, όπως τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια του «ηθικού πανικού» (moral panic) χρησιμοποιήθηκε για να σωφρονίσει τους ηθικώς ανησυχούντες στις σύγχρονες κοινωνίες, καταγγέλλοντας ευθέως την ψυχοπαθολογία τους, έτσι και τώρα πολιτικοί επιστήμονες, ψυχίατροι, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, πολιτικοί και επιχειρηματίες, δηλαδή επαγγελματίες ειδικοί του ορθολογικού συνετισμού, που πάντοτε «ξέρουν και φροντίζουν πριν από μας για μας», έσπευσαν με περισσή φροντίδα και φρόνηση να μας λυτρώσουν αυτή τη φορά από το «συνωμοσιολογικό πανικό» (είναι οι conspiracy panics, κατά τον J. Bratich). Είναι αυτοί που έχουν πάντα «θετική σκέψη», πρεσβεύοντας μάλιστα την «αδιάκοπη παραγωγή θετικότητας» μέσα στις κοινωνίες μας, αν και αυτό μπορεί να οδηγήσει εντέλει στη «λευχαιμία» του ρασιοναλιστικού μας κόσμου, κατά τον J. Baudrillard. Διότι, θα μας πει και ο P. Valéry, «στην ιστορία, όπως στο κάθε τι, ό,τι είναι θετικό, είναι διφορούμενο. Αλλά ό,τι είναι πραγματικό, προσφέρεται σε άπειρες ερμηνείες».
Οι πανικόβλητοι όμως της συνωμοσιολογίας είναι και εκείνοι που υπηρετούν και καλλιεργούν συστηματικά τη διαβόητη φοβο-φοβία του πολιτισμού μας: σε ένα κόσμο, στον οποίο έχουν καταρρεύσει σχεδόν όλα τα ταμπού, ο φόβος είναι (επιβάλλεται να είναι) το σύγχρονο ταμπού. Οφείλουμε λοιπόν να φοβόμαστε το φόβο, να μην του επιτρέπουμε καν να αγγίξει τις ζωές μας, πρέπει όλες οι ενέργειές μας, οι ασφάλειές μας, να τον εξοβελίζουν, αυτό διδασκόμαστε εδώ και χρόνια. Το ότι ο φόβος πάντοτε «φύλαγε τα έρμα», κατά την παροιμία, κατέστη όχι μόνο επικίνδυνο αλλά και ανήθικο, γιατί συνδέθηκε ακριβώς με το αν-ενοχικό σύνδρομο του σύγχρονου ανθρώπου. Το σύνδρομο ότι πρέπει σε όλα να αποδειχθώ αθώος… Αν λοιπόν ο G. Gorer, ήδη από τη δεκαετία του 1950, μιλούσε για μια «πορνογραφία του θανάτου», τώρα μπορούμε, πλήρως ενορχηστρωμένοι, να απολαμβάνουμε μια «πορνογραφία του φόβου»! Βεβαίως, η απόσταση από την κατασκευασμένη φοβο-φοβία στη διάχυτη παν-φοβία φάνηκε σήμερα πως είναι ένα μόνο βήμα. Διότι όσο περισσότερο φοβάσαι το φόβο, δαιμονοποιείς το φόβο, τον αποβάλλεις από τη ζωή σου, τόσο καθίστασαι έτοιμος να σε υποτάξει και μάλιστα πλήρως.
Μέσα στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της φοβο-φοβίας εντάσσεται και η σύγχρονη εναντίωση στη συνωμοσιολογία. Η συνωμοσιολογία (conspiracism), ένας όρος που εφευρέθηκε από τον D. Pipes και έγινε στη συνέχεια δημοφιλής από τον F. P. Mintz, εκφράζει έναν τρόπο και ένα σώμα σκέψης, μια κοσμοθεωρία, που θέτει τις θεωρίες συνωμοσίας στον πυρήνα της ίδιας της ιστορικής διαδικασίας, τις εκλαμβάνει ως την κινητήρια δύναμή της, συγκεντρώνοντάς τες κάτω από την ομπρέλα ενός «-ισμού» (Bratich). Έτσι, ερμηνεύει όλα τα ιστορικά γεγονότα ως καθοδηγούμενα από κακόβουλες ομάδες ή άτομα, που συνωμοτούν για να καταστρέψουν τη θρησκεία, τη δημοκρατία, την κουλτούρα, την παράδοση ή το «γενικό καλό» (common good). Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε προκαταβολικά ότι οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν μια μακρά ιστορία, που ξεκινά από την αρχαία Αίγυπτο, την Ελλάδα και τη Ρώμη, πολλαπλασιάζονται στο Μεσαίωνα, ανθίζουν μετά τη Γαλλική Επανάσταση για να υποστούν μια άνευ προηγουμένου διάδοση τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και τις πρώτες του 21ου αιώνα.
Αυτή η μακρά ιστορική διαδρομή μας υποβάλλει την ιδέα να διερευνήσουμε, εν οικονομία χώρου, το ζήτημα των σχέσεων ιστορίας και συνωμοσιολογίας, ξεκινώντας από μια απαραίτητη παραδοχή. Διότι καμιά έλλογη πραγμάτευση ή δια-πραγμάτευση δεν στερείται ρητών ή αρρήτων παραδοχών. Μια βασική λοιπόν προϋπόθεση αυτού του λόγου είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα όν μυθοπλαστικό. Μυθοποιεί από όλους τους πόρους του σώματος, της ψυχής και της διάνοιάς του. Ζει μυθοποιώντας και μυθοποιεί ζώντας. Ακριβώς η εγγενής ικανότητά του να λειτουργεί με σύμβολα, συνεπάγεται τη δυνατότητά του να μυθοποιεί, και αυτό δεν σημαίνει αποκλειστικά ότι ψεύδεται ή απατά. Πολύ συχνά αληθεύει μυθοποιώντας. Διότι η μυθοπλασία είναι ο αποκλειστικός τρόπος υπάρξεώς του, είναι η, εμβαπτισμένη μέσα στην προσωπική του οντολογία, αφηγηματική πλοκή με την οποία βιώνει και αναπαριστά τα πράγματα. Αυτή όχι μόνο κατεργάζεται την επιβίωσή του αλλά δημιουργεί και τον πολιτισμό του, τον πνευματικό και τον τεχνικό. Μια ένδειξη της υφιστάμενης μυθοπλασίας είναι ότι οι άνθρωποι, όντας «όντα της περίσσειας» (Μπατάιγ), συνεχώς υπερχειλίζουν από τον ίδιο τους το λόγο, από τις πράξεις τους, από τα οράματά τους. Οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες, οι ήρωες, οι άγιοι, οι ερωτευμένοι αλλά και οι τρελοί είναι τα κατ’ εξοχήν μυθοπλαστικά όντα, αυτοί που έκαναν την κοινόχρηστη μυθοπλασία παντιέρα, υπεραξία και δόγμα.
Αντιμετωπίζοντας λοιπόν το ζήτημα της συνάφειας ιστορίας και συνωμοσιολογίας, προβαίνουμε στην εξειδίκευση της παραπάνω παραδοχής της μυθοπλασίας στο συγκεκριμένο πεδίο της ιστοριογραφίας. Η ιστοριογραφία, ως έργο ανθρώπων, ανθρώπων που ακατάπαυστα, αναπόφευκτα και συμφυώς μυθοποιούν, είναι κατ’ ανάγκη μυθοπλαστική. Οι ιστορικοί του παρόντος, στηριγμένοι στις πρωτογενείς ιστορικές πηγές, πηγές γραμμένες από ανθρώπους του εκάστοτε παρελθόντος, υποχρεωτικά μυθοπλάστες, μελετούν στη συνέχεια τις δευτερογενείς ιστορικές πηγές, που συνέθεσαν οι παρελθόντες ιστορικοί ή οι εν γένει συγγραφείς, επιχειρώντας με τη σειρά τους να συγκροτήσουν τη σύγχρονή τους ιστορική αναπαράσταση για το ένα ή το άλλο γεγονός ή εποχή.
Όλη αυτή η, πάντοτε κλασική, διαδικασία κατασκευής του ιστορικού λόγου θεμελιώνεται σε τρία κυρίως προ-απαιτούμενα: πρώτον στην «προ-απόφαση» του ιστορικού (R. Koselleck), στην πρωταρχική δηλαδή ιδεολογική ή κοσμοθεωρητική του τοποθέτηση, η οποία γεννιέται μέσα από την οντολογία του ή εκείνη της ομάδας του και με βάση την οποία ερμηνεύει τις ιστορικές πηγές, δεύτερον, στις προδιαγραφές του Πνεύματος της Εποχής (Zeitgeist) και τρίτον στο «καθεστώς αλήθειας» (M. Foucault) που κυριαρχεί σε αυτήν. Αυτή η τριπλή προϋπόθεση παραγωγής της εκάστοτε ιστοριογραφίας δεν προσφέρει κανένα χώρο ή τρόπο για να ισχύσει η περιλάλητη ή πολυπόθητη «αντικειμενικότητα της ιστορίας». Διότι (και) η ιστοριογραφία είναι τυπικά και ουσιαστικά σύνθεση ανθρώπινου λόγου. Και σε μια τέτοια γλωσσική σκηνοθεσία, η οποία κατασκευάζει (δηλαδή αναπαριστά) μοντέλα, σενάρια και εκδοχές για το παρελθόν, δεν μπορεί παρά να είναι μυθοπλαστική. Και για έναν επιπλέον λόγο ότι το παρελθόν αυτό όχι μόνο έχει ήδη παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά ήταν, είναι και θα είναι έκτοτε αν-επίσκεπτο, «Μια ολόκληρη μυθολογία είναι εγκατεστημένη στη γλώσσα μας», θα ισχυριστεί και ο Wittgenstein.
Έτσι, κάθε απόπειρα απο-μυθοποίησης ενός παρελθόντος ιστορικού λόγου, όσο ειλικρινής ή εμβριθής και αν είναι (ή φαίνεται πως είναι), μετέχει υποχρεωτικά μιας συνεχούς ανα-μυθοποίησης. Διότι κατασκευάζεται από ανθρώπους, οι οποίοι, πολεμώντας άλλους ανθρώπους (διότι ο ρόλος/λόγος της απομυθοποίησης είναι πάντα πολεμικός και εικονοκλαστικός), αγνοούν ή υποκρίνονται ότι αγνοούν ή παραβλέπουν πως και οι ίδιοι υπάρχουν και δημιουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον ακατάβλητης και αναπότρεπτης μυθοπλασίας, διαφορετικής, ενδεχομένως, από εκείνην του παρελθόντος, ή των αντιπάλων τους συγγραφέων, αλλά πάντως μυθοπλασίας. (Ποιος λ.χ. δεν αναγνωρίζει ότι ο κραταιότατος υπερ-μύθος της εποχής μας είναι ο καταναλωτικός και ο επιστημο-τεχνολογικός και ότι όλα τα ζητήματα σήμερα κρίνονται με κριτήριο αυτόν ακριβώς το μύθο;) Μυθοποίηση, απομυθοποίηση και αναμυθοποίηση λειτουργούν λοιπόν παράλληλα ή διαδοχικά μέσα σε ένα κόσμο, που θα τον αποκαλούσαμε επιγραμματικά κόσμο της «επι-μυθοποίησης»: είναι ακριβώς ο κόσμος μας, αλλά και ο κόσμος κάθε εποχής, κάθε κοινωνίας, ο οποίος πάντοτε ζει, παράγει και διαιωνίζεται αποκλειστικά μυθολογώντας και μυθοποιώντας. Βεβαίως, την εκάστοτε κρυστάλλωση αυτών των μυθοπλασιών, από φόβο, ανάγκη ή επιβολή, την ονομάζουμε ορθολογική σκέψη, η οποία όμως για να επιβληθεί πρέπει πρωτίστως να περιβληθεί από εμπιστοσύνη, δηλαδή να εκμεταλλευτεί άλλη μια μυθολογική κατηγορία…
Αυτές οι σκέψεις είναι, θεωρώ, απαραίτητες για να οικοδομηθεί (αλλά και να προ-οικονομηθεί) ένας λόγος που να συνδέσει την ιστορία με τη συνωμοσιολογία. Διότι η συνωμοσιολογία έχει εκληφθεί και παρουσιαστεί ως μια παρανοϊκή (ή, το λιγότερο, γραφική) υπερ-μυθοπλασία, σε πλήρη αντιπαράθεση με μια (φαντασιακά, βεβαίως) ορθολογική, επιστημονική και συνεπώς «έγκριτη» αντίληψη των πραγμάτων. Στο ιστορικό ειδικά επίπεδο, η τελευταία ιδέα προασπίζεται μια ουδέτερη και αντικειμενική ιστοριογραφία, γραμμένη από επαγγελματίες, ακαδημαϊκούς ή μη ιστορικούς. Οι τελευταίοι «ξέρουν καλύτερα από όλους τους άλλους» το παρελθόν και αναγορεύονται σε ιδιοκτήτες ή διαιτητές του, υπακούοντας και οι ίδιοι, αλλά καλώντας και εμάς να υπακούσουμε, στην υπερβάλλουσα σήμερα απήχηση του επαγγελματισμού. Η συνωμοσιολογία θεωρείται ότι είναι υποκείμενη στην εξοργιστική μυθοπλασία, γιατί συνθέτει σε μια συνεκτική αφήγηση ετερόκλητα στοιχεία με ένα συγκεκριμένο στόχο: να αποκαλύψει μια μυστική ή ημιδιαφανή επιχείρηση υπονόμευσης ή καταστροφής μιας κοινωνικής ομάδας, ενός έθνους ή της παγκόσμιας κοινότητας, προς όφελος αδιάγνωστων εισέτι «σκοτεινών δυνάμεων» με αξιώσεις μάλιστα οικουμενικής κυριαρχίας. Κι αυτός ο λόγος εκλαμβάνεται ως απατηλός αλλά και επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Επιπλέον, εδώ και δεκαετίες του έχουν αποδοθεί, και συνεχίζουν να του αποδίδονται, ψυχοπαθολογικά, παρανοϊκά χαρακτηριστικά (βλ. Richard Hofstadter, The Paranoid Style in American Politics, 1964).
Αλλά τι συνδέει άραγε αυτή τη φαντασιακή κατασκευή με την ίδια την ιστοριογραφία; Θα αποτολμήσουμε την συνοπτική αναφορά μερικών μόνο από αυτές τις συνδέσεις, οι οποίες βεβαίως είναι πολύ περισσότερες:
1. Η κεκρυμένη, ή ημιδιαφανής έστω, φύση των εν γένει ανθρώπινων πραγμάτων. Ο συνωμοσιολόγος θεωρεί ότι κάποια πρόσωπα ή ομάδες, με κρυφή ή και φανερή εξουσία, επιβουλεύονται, συνωμοτούν, δηλαδή συν-ομολογούν, για την ηθική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, θρησκευτική κλπ. καταστροφή του. Συνθέτει λοιπόν διάσπαρτες ενδείξεις για να κατασκευάσει ένα συνωμοσιολογικό αφήγημα που να αποδεικνύει την «αλήθεια» του, περιμένοντας την έκβασή του. Το ίδιο όμως κάνει και ο ιστορικός. Θεωρεί κι αυτός ότι η φύση των παρελθόντων πραγμάτων είναι μυστική ή έστω ημιδιαφανής, συγκεντρώνει λοιπόν ενδείξεις, που τις ονομάζουμε ιστορικές πηγές, ως πραγματικός ντετέκτιβ (R. Collingwood), και τις συνθέτει, υπακούοντας στις τρεις θεμελιώδεις αρχές κατασκευής του ιστορικού λόγου που προαναφέραμε. Φτιάχνει στο τέλος κι αυτός ένα αφήγημα, το οποίο οι αντίπαλοι, βεβαίως, θα το αποκαλέσουν ιδεολόγημα, και στη συνέχεια αναμένει τη θέσμισή του από την πολιτική, οικονομική ή διανοητική εξουσία. Αν σε ένα πρώτο επίπεδο ο στόχος του συνωμοσιολόγου είναι καταστροφολογικός και ο στόχος του ιστορικού εποικοδομητικός, σε ένα βαθύτερο, δεύτερο επίπεδο οι ρόλοι είναι δυνατόν να αλλάξουν. Και ο ιστορικός δηλαδή αποδομεί τις ιστοριογραφικές εκδοχές των αντιπάλων του για να οικοδομήσει τη δική του, αλλά και ο συνωμοσιολόγος αποδομεί τους ηγεμονικούς λόγους με την εποικοδομητική πρόθεση διαφύλαξης των δικών του προτεραιοτήτων. Και οι δυο, πάντως, αναζητούν και μάλιστα εναγωνίως περισσότερη διαφάνεια, ανεξάρτητα αν μας ταιριάζει ο λόγος και ο τρόπος τους, αν μοιάζει τοξικός ή συνετός.
2. Οι συνωμοσιολόγοι εκφράζουν ένα λόγο αντι-θεσμικό και αντι-εξουσιαστικό. Είναι οι κατ’ εξοχήν αντιρρησίες: αντιτίθενται στον πολύ συχνά καθησυχαστικό, ηγεμονικό λόγο των κυβερνώντων (δηλαδή προσανατολισμένο προς μια ορισμένη κάθε φορά κατεύθυνση λόγου ή αποσιώπησης), αλλά και εκείνον των εργολάβων τους, δηλαδή των οργανικών διανοουμένων, οι οποίοι χρη(σιμο)ματοδοτούνται για να διασπείρουν στην ευρύτερη κοινωνία την «επιστημονική», δηλαδή την «αναμφισβήτητη», εκδοχή των πραγμάτων, επιτελώντας έτσι τη διαχείριση του πλήθους. Έχοντας πολλές αποδείξεις μέσα στην ιστορική εξέλιξη ότι ο λόγος της εκάστοτε εξουσίας παραμένει αποκλειστικά ιδιοτελής με στόχο τη διατήρησή της, οι συνωμοσιολόγοι είναι εξ αρχής πεπεισμένοι ότι ο κάθε λόγος που εκπέμπεται από αυτήν είναι κατ’ αρχήν ύποπτος. Σε αυτό το σημείο λειτουργούν όπως οι ιστορικοί: είναι εξαιρετικά καχύποπτοι απέναντι στις εγκυκλίους, στα διατάγματα και στις κυβερνητικές εφημερίδες και αναζητούν τη κρυμμένη ουσία των πραγμάτων λ.χ. στα ημερολόγια με τις εκμυστηρεύσεις τους ή στις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Ο λόγος είναι ότι εργάζονται ακριβώς «στα όρια των ισχυρών, συγκεντρωτικών στρατηγικών» που ασκούν οι εξουσίες (M. De Certeau).
3. Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν είναι όμως προϊόντα μόνο των περιθωριακών, παρορμητικών, δεισιδαιμόνων ή ψυχοπαθών ανθρώπων, αλλά επίσης ανεκτίμητα εκβλαστήματα των ίδιων των εξουσιών. Επιλείψει με ο χώρος για να αναφέρω τις συνωμοσιολογικές διανομές των ποικίλων απολυταρχικών καθεστώτων της υφηλίου, αλλά και τις αντίστοιχες των διαφόρου ποιότητας δημοκρατιών κάθε εποχής και ειδικά των σημερινών, με την ιλιγγιώδη ανάπτυξη των τεχνολογιών επιτήρησης (B. Harcourt). Μέρος ακριβώς των ρητορικά επαναλαμβανόμενων στρατηγικών τους είναι οι καταγγελίες για τη «ριζοσπαστικοποίηση» τμημάτων του πληθυσμού και τον αντι-συστημικό τους λόγο, ο οποίος θεωρείται αυτόχρημα κινδυνολογικός αλλά και επικίνδυνος. Προβάλλουν μάλιστα υπέρμετρα την κοινωνική και ατομική ευθύνη, καθώς και την «αλληλεγγύη», ως τη μοναδική επιλογή όλων, δηλαδή ως τον υπέρτατο κανονιστικό λόγο, που είναι ο λόγος του καθεστώτος. Είναι όμως γνωστό πόσο αυτές οι προσκοπικές, ηθικολογικές διακηρύξεις αποκρύπτουν έντεχνα το γεγονός ότι μόνο με τον τρόπο αυτό, μιας soft power, κατασκευάζονται σήμερα οι συναινέσεις. Οι «εκ των άνω» (top-down) συνωμοσίες των εξουσιών θα μπορούσαν λοιπόν να αποτελούν το εύφορο έδαφος ανάπτυξης και των «εκ των κάτω» (bottom-up) συνωμοσιών, ως καθρεπτισμοί της συμβολικής ή πραγματικής βίας που ασκούν υπερβαλλόντως οι πρώτες. Δεν πρέπει να αποκλείουμε επίσης το γεγονός ότι ακόμη και η συνωμοσιολογική σκέψη «μπορεί να δώσει ελπίδα, ενότητα και προσανατολισμό», μια αίσθηση κοινότητας στους αδύναμους αυτού του κόσμου, στους εγγενώς αποκλεισμένους από τις αποφάσεις του (R. A. Goldberg). Επιπλέον, μέσα στο πλαίσιο της μυστικοποίησης που συνέχει το όλο ζήτημα από κάθε πλευρά, θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει κανείς ότι οι πλέον extreme εκδοχές των θεωριών συνωμοσίας αποτελούν συγκεκριμένες κατασκευές των εξουσιών, ώστε στη συνέχεια η πλήρης, δημόσια απαξίωσή τους να συμπεριλαμβάνει και τις περισσότερο ευλογοφανείς συνωμοσίες. Από την άλλη μεριά, η ίδια η, διαχρονικά ισχυρή, ύπαρξη των μυστικών υπηρεσιών κάθε κράτους, αλλά και των διπλωματικών υπηρεσιών του, οι οποίες υποχρεούνται να λειτουργούν με αδιαφανή μέσα για να εκπληρώσουν τους στόχους των κυβερνώντων, αποτελεί επίσης το πλέον εύλογο περιβάλλον για την ανάπτυξη της συνωμοσιολογίας αλλά και της ίδιας της ιστοριογραφίας. Και στις δυο περιπτώσεις προκαταβάλλεται μια εντονότατη κρίση εμπιστοσύνης, η οποία πρέπει εξίσου να αποκτήσει μερίδιο στην ερευνητική μας μέριμνα.
4. Τέλος, ένας ακόμη δεσμός της συνωμοσιολογίας και της ιστοριογραφίας είναι η γλώσσα. Πολύ συχνά οι συνωμοσιολόγοι αφίστανται του ακαδημαϊκού λόγου και χρησιμοποιούν μια ανορθολογική, φανατική ή λαϊκότροπη γλωσσική έκφραση, που μοιάζει να στοχεύει στο συναίσθημα, σαν διαφημιστές εμπορικών προϊόντων. Με αυτήν συνδέουν ενδείξεις που μοιάζουν κάποιες φορές α(κατά)νόητες για τον κοινό νου, τον εθισμένο από την εκπαίδευσή του να συντάσσει την «αλήθεια» αποκλειστικά με τον ορθολογικό λόγο. Αντίθετα, οι αντι-συνωμοσιολόγοι (οι conspiracy panics) χρησιμοποιούν πάντοτε μια ήρεμη, ψύχραιμη, ορθολογική γλώσσα, γεμάτη από παραπομπές σε επιστημονικές «αυθεντίες». Τότε μόνο εκτρέπονται από αυτήν, όταν υποχρεωθούν να στοχεύσουν κι εκείνοι στο συναίσθημα και να επιτελέσουν αφ’ υψηλού το συνήθη συναισθηματικό εκβιασμό, τον οποίο σε τόσα ζητήματα βλέπουμε σήμερα να ενεργείται, εγκαινιάζοντας μια ανηλεή εφόρμηση στους αντιπάλους τους και ζωγραφίζοντάς τους ως μισαλλόδοξους, φανατικούς, οπισθοδρομικούς, δεισιδαίμονες, ατομιστές και οπωσδήποτε ψυχοπαθείς. Οι ιστορικοί όμως, ως φορείς και θιασώτες λόγου είναι εκπαιδευμένοι στο να επιτελούν ακριβώς διακρίσεις λόγων χωρίς προκαταβολικό αξιολογικό χρωματισμό (αυτό είναι, βεβαίως, το ιδεατό!). Είναι καταρτισμένοι διαρκώς να αμφιβάλλουν, να μην απορρίπτουν κανένα ύφος λόγου, ούτε να το δέχονται επειδή μοιάζει λ.χ. νηφάλιο ή ουδέτερο. Έτσι, ως «ενοχλητικές αλογόμυγες» για τον εκάστοτε ηγεμονικό λόγο, (θα πρέπει να) είναι ικανοί, να ξεχωρίζουν τις προϋποθέσεις, τις προθέσεις, το περιβάλλον, τις συγκυρίες, τα πρόσωπα, τις ιστορίες τους, τις πιθανές ή δυνατές εξακτινώσεις των ατομικών ή ομαδικών ενεργειών, διαστέλλοντας την προθετικότητα από την τυχαιότητα τους, πριν προσφέρουν εντέλει την, εξάπαντος μεροληπτική, εκδοχή και κρίση τους. Διότι οι ποικίλες διασυνδέσεις μέσα στην ιστορική εξέλιξη είναι πάντα χαοτικές, δεν είναι απλές σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος. Θα πρέπει λοιπόν οι ιστορικοί να γίνουν επιτέλους ικανοί να αποβάλλουν τη δικαιολογημένη εναντίον τους ρετσινιά ως των πιστών (και έμφοβων) χρονικογράφων του …κάθε μεσαιωνικού βασιλιά.
Στην παρέμβασή μου αυτή προσπάθησα να αρθρώσω μερικούς μόνο από τους λόγους με τους οποίους είναι δυνατόν να συνδεθεί η ιστοριογραφία με τη συνωμοσιολογία. Το ζήτημα είναι τεράστιο και άκρως επίκαιρο, διαχρονικά επίκαιρο, και είναι άξιο ενός ενδελεχούς διαλόγου για να διευρυνθεί το πεδίο του προβληματισμού μας. Και στις δυο περιοχές, το ζητούμενο δεν είναι η προκαταβολική και δηλητηριώδης απαξίωση, αλλά η ενεργοποίηση μιας διαδικασίας διαψευσιμότητας των υποθέσεων, όσο αυτό είναι δυνατόν βεβαίως. Διότι η μέχρι σήμερα αντιπαράθεση συνωμοσιολόγων και αντι-συνωμοσιολόγων, ως διαμάχη ψυχοπαθών και υγιών, από την οποία πρέπει μάλιστα να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού η κοινωνική μας ειρήνη και ευμάρεια, αποδείχθηκε άγονη. Ο πολιτικο-κοινωνικός υγειϊνισμός της προωθεί απλώς την ατζέντα ενός καθεστωτικού, «ομο-ηγεμονικο-ποιητικού» (J. Derrida), ανεξέταστου δηλαδή λόγου καταναγκαστικής υπακοής. Ίσως λοιπόν θα μπορούσε να εκληφθεί αυτή η σημερινή πραγματικότητα της παν-φοβίας ως μια ακόμη ευκαιρία να συζητηθούν σε μεγαλύτερο βάθος οι λόγοι και οι πράξεις των ιστορικών προσώπων που είμαστε, εντέλει, όλοι μας, είτε το ξέρουμε και το θέλουμε, είτε όχι…
Υ.Γ. Περισσότερα πάνω στη σχέση μυθοπλασίας και ιστοριογραφίας βλ. στο βιβλίο μου: Η Ιστορία ως επιπτύχωση: Από μια ιστοριογραφία βουλιμική σε μια υδροκεφαλική Διδακτική της Ιστορίας, Αθήνα: Γρηγόρης, 2020 (σσ. 158-216).
* αναπλ. καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας, Παν. Θεσσαλίας
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Σκηνές δρόμου υπό απειλή”, 1984) είναι έργο του Χαράλαμπος Βασιλόπουλου.
Ο Mariani πάνω σε αυτό το θέμα αναφέρει μία πρόσφατη κρίση του Christian Lagrave, “η σημερινή λογοτεχνία είναι ο χώρος της μεγαλύτερης διάδοσης του γνωστικισμού'', και εξηγεί: “Η κουλτούρα στην οποία οι ποιητές μας και οι πεζογράφοι έχουν μεγαλώσει, ο ίδιος ο αέρας που ανέπνευσαν, τους προσανατόλισε συχνά προς αυτή την κατεύθυνση. Και επίσης , οι ίδιοι επιβεβαίωσαν αυτές τις διαπιστώσεις της κριτικής και της ιστοριογραφίας ”. http://theodotus.blogspot.com/2015/10/blog-post_25.html
ΑπάντησηΔιαγραφή"Η Ιστορία ως επιπτύχωση" !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή