Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ (2)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 29 Απριλίου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ 
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ.
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ-ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ.
Angelo Scola, Gilfredo Marengo, Javier Prades López
Εκδόσεις Jaca Book
          
Τα όρια τής ανθρωπολογίας τών εγχειριδίων.
      
  
  Η "Θεολογία τού Εγχειριδίου", τελικά, δέν κατόρθωσε να απαντήσει πειστικά στην ανάγκη μιας θεολογικής ανθρωπολογίας πλήρους και ενοποιημένης. Οι λόγοι αυτής τής αποτυχίας βρίσκονται στις προβληματικές όψεις αυτής τής Θεολογικής επιστήμης η οποία ξεκινώντας από τον XVI αιώνα φτάνει στην Θεολογική ανανέωση η οποία είναι χαρακτηριστική των τελευταίων πενήντα ετών.
          Και πράγματι, εάν οι διάφορες πραγματείες ανθρωπολογικού περιεχομένου μπορούσαν να ισχυρισθούν μία κάποια τυπική συνέχεια, με την Θεολογική παράδοση η οποία είχε προηγηθεί -δηλαδή τίς σούμες (Summae) τού μεσαίωνος- αποδεχόμενες όμως την μοντέρνα αρχή τού διαχωρισμού ανάμεσα στην γνώση και την πίστη, κατέληξαν στην παραίτησή τους από μία διαπραγμάτευση συνεπή του ανθρωπολογικού ερωτήματος και έδωσαν τελικώς εντελώς αντικρουόμενους καρπούς. Η συστηματική ενότης τών Summae προσέφερε μία ενοποιημένη θεώρηση στον "λόγο" περί του ανθρώπου, ενώ στην "Θεολογία τού εγχειριδίου", λόγω της απώλειας της ενοποιού αρχής της μεσαιωνικής Θεολογίας, ο ανθρωπολογικός στοχασμός καθαυτός εμφανίζεται αποσπασματικός, ανίσχυρος απέναντι στην μοντέρνα προκατάληψη η οποία ισχυρίζεται και διεκδικεί την πίστη αποξενωμένη από την νόηση και απαιτεί να γνωρίζει αυτή η τελευταία από μόνη της να πεί όλη την αλήθεια για τον άνθρωπο.
          Η πιό προβληματική συνέπεια της Θεολογίας η οποία άκριτα προσέλαβε την μοντέρνα μορφή τής σκέψης είναι η αδιαφορία γιά τήν συγκεκριμένη ιστορική στιγμή στήν κατανόηση τού ανθρώπου! Στην μοντέρνα θεώρηση το στοιχείο το οποίο συγκεκριμενοποιεί την ιδιαιτερότητα τού ανθρωπίνου-υποκειμένου είναι η νόηση η οποία εκλαμβάνεται σαν α-πόλυτη, με μία διπλή σημασία: σαν ξεχωρισμένη από την πράξη με την οποία η ανθρώπινη συνείδηση σχετίζεται (προτίθεται) με την (στην) πραγματικότητα και σαν "ολοκληρωτική" δηλαδή σαν μέτρο και πληρότητα τού ορίζοντος τής γνώσεως (χειραφέτηση)! Επομένως ο εξωτερικισμός ανάμεσα στην πίστη και στην νόηση φέρει μαζί του μία μείωση τού ανθρώπου στις δικές του διανοητικές ικανότητες! Γεννιέται λοιπόν τοιουτοτρόπως κάτι το διφορούμενο, ότι δηλ. κατά βάθος ο,τιδήποτε αφορά το τυχαίο και συμπτωματικό τής ανθρώπινης ελευθερίας οφείλει να υπολογισθεί μόνον σαν μία απλή εφαρμογή στην πράξη τής αποκεκαλυμμένης καθολικής αλήθειας, η οποία εγνώσθη διά της έννοιας, διά τής εννοιολογικής οδού!
          Μία επιπλέον συνέπεια αυτού τού μοντέρνου χαρακτηριστικού τού ιδανικού τής γνώσεως, υπήρξε η πολικότης (πόλωση) τής Θεολογίας γύρω από τον σχεδιασμό τής αυτοδικαιώσεως απέναντι στην φιλοσοφική στιγμή τής νοήσεως. Αυτή η τελευταία υπολογιζόμενη σαν απόλυτη γνώση (δηλαδή ταυτοχρόνως ξεχωριστή και ολοκληρωτική) τής αλήθειας, τοποθετεί την αποκάλυψη έξω από το νοητικό πλαίσιο: η θεολογία λοιπόν προσλαμβάνει άκριτα αυτή την θέση και προσπαθεί να αποδείξει λογικά το υπέρλογο τής αποκαλύψεως αλλά τοιουτοτρόπως η πίστη παραμένει υποταγμένη στην νόηση!

β) Η αμφισβήτηση της «θεολογίας του εγχειριδίου»

          Η πορεία την οποία διέτρεξαν οι προσπάθειες μιας ενωτικής διαπραγμάτευσης περί του ανθρώπου, επηρεασμένες από την πολικότητα τού λογοτεχνικού είδους τού εγχειριδίου, μπορεί να συνοψιστεί ώς εξής: η Θεολογία επανακτά την ανάγκη μιας ενότητος τής ανθρωπολογικής της προτάσεως. Αλλ' όμως η άκριτη πρόσληψη τής μοντέρνας μορφής τής σκέψης εμπόδισε την πραγματοποίηση αυτής τής προοπτικής!
          Ο αγώνας εξόδου από αυτές τις δυσκολίες για την πραγματοποίηση μιας πειστικής και συνεπούς πραγματείας για τον άνθρωπο, δέν υπήρξε ούτε εύκολος, ούτε σύντομος. Και η προσπάθεια υπερβάσεως τής ανθρωπολογικής σύνθεσης τών εγχειριδίων δέν έγινε πρός τήν άμεση κατεύθυνση του βασικού μεθοδολογικού κόμπου (πυρήνα), τής καταργήσεως δηλ. του δεσμού τής αντιθέσεως πίστη-νόηση!
        
  Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ.
          
Η αρχή τής ανανεώσεως στάθηκε αντιθέτως η αμφισβήτηση τού πλαισίου τής πραγματείας De gratia. Έγινε δέ κατορθωτή από την επανάκτηση τής προσοχής στην θεολογία τού Αγίου Πνεύματος, την οποία είχε ήδη προετοιμάσει ο M.J. Scheeben (1835-1888) και εδραιώθηκε από την κατάκτηση του αυξημένου ενδιαφέροντος για το θέμα τής εγκατοικήσεως των Θείων προσώπων στον δικαιωμένο άνθρωπο.
          Όσο περισσότερο η μεταστροφή τού ανθρώπου θεωρείται με όρους μετοχής στην Θεία ζωή, μέσω τού Ιησού Χριστού και τής δωρεάς του Πνεύματός Του, τόσο περισσότερο γίνεται κατανοητή η σπουδαιότης τής εκκινήσεως από το άκτιστο δώρο ή την άκτιστη χάρη (το Πνεύμα τού Ιησού Χριστού ακριβώς) για να φανερωθούν οι λόγοι και οι διαστάσεις που συστήνουν το αποτέλεσμα αυτής τής συμμετοχής στην ύπαρξη του ανθρώπου (κτιστό δώρο ή κτιστή χάρις). Αντιστρέφεται λοιπόν τοιουτοτρόπως η θέση του κλασσικού Εγχειριδίου το οποίο ήταν αφιερωμένο ολοκληρωτικώς σ'αυτόν τον δεύτερο παράγοντα.
          Από την στιγμή που διευκρινίσθηκε ότι το αληθινό και αρχικό σημείο ενός στοχασμού στην Χάρι είναι η δωρεά τής μετοχής στην Θεία ζωή, καθίσταται περιττή η διαπραγμάτευση τού προβλήματος τού ανθρώπου ανεξαρτήτως από το περί Χάριτος (De gratia,1680): Η "υπερφυσική" εξύψωση τού ανθρώπου αποτελούσε μέρος τού Θεού Δημιουργού και  τού Ανυψώνοντος Θεού (De Deo creante et elevante,1878)! 
          Ταυτοχρόνως προκύπτει η απαίτηση τής υπερβάσεως τής επιφανειακότητος η οποία είναι παρούσα σ'αυτή την πραγματεία ανάμεσα στον άνθρωπο και την δωρεά σαν μετοχή στην Θεία Ζωή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλες οι ενέργειες τού Θεολογικού στοχασμού επικεντρώθηκαν πλέον στην προσπάθεια να δοθούν οι λόγοι για τους οποίους η συμμετοχή στην Θεία Ζωή, σύμφωνα με την οικονομία τής Χριστιανικής Σωτηρίας, οδηγεί τον άνθρωπο να γνωρίσει και να βιώσει την αλήθεια τής υπάρξεως του!
          
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ "ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ"
          
Σ' αυτή την οπτική, η Καθολική Θεολογία, αφιερώθηκε κατ'αρχάς σε μία προσεκτική επανεξέταση τής διάσημης θέσεως τής Μεσαιωνικής Σχολαστικής, για την οποία το ιδιαίτερο, τό ουσιώδες Θεολογικό στοιχείο τού ανθρώπου, συνίσταται στην φυσική επιθυμία να δεί τον Θεό (naturale desiderium vivendi Deum). Είναι η εποχή η οποία είδε στην πρώτη γραμμή συγγραφείς όπως ο H. de Lubac η οποία δημιούργησε το σκηνικό τής λεγόμενης Νέας Θεολογίας! (Theologie nouvelle). Εφανερώθη λοιπόν, μέ τήν νέα αυτή Θεολογία ότι τα ανθρωπολογικά όρια τού εγχειριδίου είναι ακριβώς τα όρια μιάς ιδιαίτερης ερμηνείας τού παρόντος αποκαλυπτικού δεδομένου, υπάρχοντα κατά ένα μέρος, μέσα στην ίδια την σχολαστική παράδοση! Θετικά όμως ο Θεολογικός στοχασμός επέστρεφε στις αναδυόμενες πηγές τής Αγίας Γραφής και τής παραδόσεως, προσπαθώντας να υπερβεί κάθε αποσπασματική ανάγνωση τού πυρήνος τής καταγωγής τής Αποκαλύψεως τού Ιησού Χριστού, ο οποίος γεννήθηκε, πέθανε και αναστήθηκε ακριβώς για μας τους ανθρώπους και για την δική μας σωτηρία!
«Η Βίβλος είναι πρώτα απ'όλα όχι η θεωρία (η γνώση) που έχει ο άνθρωπος τού Θεού, αλλά η γνώση που έχει ο Θεός για τον άνθρωπο! Η Βίβλος δέν είναι η Θεολογία τού ανθρώπου, αλλά η ανθρωπολογία τού Θεού, ο οποίος ασχολείται με τον άνθρωπο και μ'αυτό το οποίο ζητά, περισσότερο απο την Φύση τού Θεού»(Abraham Joshua Heschel, "O άνθρωπος δέν είναι μόνος", 1970).
          Από το εσωτερικό αυτών των περιπετειών βγήκε επίσης το συμπέρασμα ότι τα θεωρητικά όργανα τα οποία χρησιμοποίησε η Θεολογία είχαν προσληφθεί, άκριτα, από την φιλοσοφία και οι προϋποθέσεις και οι προκαταλήψεις με τις οποίες προσελήφθη το γεγονός τής αποκαλύψεως ήταν ακατάλληλες! Σ'αυτή την γραμμή, αντιδρώντας στα αποτελέσματα τής μοντέρνας σκέψης, γεννιέται μία αποστασιοποίηση από την αριστοτελικο-θωμιστική παράδοση, η οποία εθεωρείτο από αιώνες σαν ένας ενδογενής θησαυρός στην Καθολική Θεολογική σκέψη και η οποία ακριβώς στο τέλος του XIX αιώνος είχε επαναπροωθηθεί από το Διευθυντήριο τού Βατικανού μέσω τής εγκυκλίου Aeterni Patris η οποία έδωσε ζωή στην νεοσχολαστική σκέψη (Ετιέν Ζιλσόν).

Η  ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ "ΣΤΡΟΦΗ"
          Η απαίτηση μιας νέας φιλοσοφικής οργάνωσης, προσεκτικής στις σύγχρονες εξελίξεις, παρήγαγε την ανθρωπολογική στροφή στην Θεολογία. Εδώ ακριβώς τοποθετείται και το μνημειώδες έργο του K.Rahner, το οποίο κυριαρχεί μετά τον δεύτερο παγκόσμιο.
          Ακολουθώντας την φιλοσοφική σκέψη τού Χάϊντεγκερ, ο Ράνερ, εισάγει σαν απαραίτητη προϋπόθεση κάθε θεολογικής γνώσης την εξακρίβωση ότι "ο άνθρωπος θεωρείται σαν προοίμιο κάθε πραγματικότητος, διότι καθώς είναι ένα γνωρίζων υποκείμενο δέν είναι απλώς ένα πράγμα ανάμεσα στα πράγματα και επομένως ένα πιθανό και δυνατό αντικείμενο ερεύνης, αλλά είναι ταυτοχρόνως παρών σε κάθε επιβεβαίωση τής πραγματικότητος". [παρατηρητής]


ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ ΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου