Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ (31)

Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Μαίου 2020

ΤΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ 
Η Ιεραρχικη δομή τού κόσμου σύμφωνα με τόν ψευδο Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
Του Rene Roques.
                                                              Κεφ. Τέταρτο. 
                                                                 Η ιεραρχική επιστήμη.

                             
        
Τέταρτο κεφάλαιο: Η Ιεραρχική επιστήμη!(συνέχεια)         

  2. Οι διακριτοί χαρακτήρες τής Ιεραρχικής επιστήμης! (συνέχεια)   
         
Και τέλος η Ιεραρχική επιστήμη διακρίνεται από την προσευχή και από την πίστη! Το θέμα τών σχέσεων τους δεν έχει τεθεί καθαρά από τον Διονύσιο, αλλά τα δεδομένα τού Αρεοπαγιτικού Corpus μάς επιτρέπουν να απαντήσουμε με επαρκή ακρίβεια! Οι πραγματείες ξεκινούν με μία πρόσκληση στην προσευχή (Περί Θ. Ονομάτων 589 Α/Β. Εδώ ο Διονύσιος μάς καλεί να δοξάσουμε τόν Υπερβατικό Θεό μέσω τού σεβασμού τής νοήσεώς μας - Ιεραίς νόος ευλαβείας) και μέσω μιάς σοφής σιγής (σώφρονι σιγή τιμώντες). Βλέπει δε σ’αυτή την συνήθεια την κατάσταση τού φωτισμού μας. (Θ. Ονομ. 680 B/D). Εδώ εκθέτει μία αληθινή θεωρία τής προσευχής. Από εδώ οφείλουν να ξεκινήσουν οι θεολογικές μας έρευνες, διότι μάς πλησιάζει στην Τριάδα και μάς καθιστά περισσότερο παρόντες σ’αυτή! (Χρή γάρ ημάς ταίς ευχαίς πρώτον επ' αυτήν [την αγίαν Τριάδα] ως αγαθαρχίαν προσανάγεσθαι! Θ. Ον. 680 D: Διό και πρό παντός και μάλλον θεολογίας, τής ευχής απάρχεσθαι χρεών….). Η Τριάδα δεν είναι βεβαίως απούσα καθότι δεν είναι στον χώρο και αυτή δεν περνά από το ένα μέρος στο άλλο. Αυτή είναι παρούσα στο πάν, αλλά δεν της είναι παρόν το πάν. (Θ. Ονομ. 680 Β: Aὐτὴ γὰρ οὔτε ἐν τόπῳ ἔστιν, ἵνα καὶ ἀπῇ τινος ἢ ἐξ ἑτέρων εἰς ἕτερα μεταβῇ… Καὶ γὰρ αὐτὴ μὲν ἅπασι πάρεστιν, οὐ πάντα δὲ αὐτῇ πάρεστι). Ο ρόλος τής προσευχής συνίσταται ακριβώς στην ανύψωσί μας προς τον Θεό, την τοποθέτησί μας στα χέρια του και στην ένωσί μας μαζί Του! (Θ. Ον. 680 C: Ἡμᾶς οὖν αὐτοὺς ταῖς εὐχαῖς ἀνατείνωμεν ἐπὶ τὴν τῶν θείων καὶ ἀγαθῶν ἀκτίνων ὑψηλοτέραν ἀνάνευσιν).
          Αυτό το δόγμα εξηγείται μέσω τής σύγκρισης τής αλυσσίδας και τού σχοινιού (σειρά, πείσμα): Ας προσπαθήσουμε λοιπόν με τις προσευχές μας νά υψωθούμε μέχρι την κορυφή αυτών τών Θείων ακτίνων τών τόσο ευλογημένων σαν να αρπάζουμε, για να τραβήξουμε με επιμονή προς εμάς με τα δύο εναλλασσόμενα χέρια μας, μία αλυσσίδα απείρως φωτεινή (πολυφώτου σειράς) η οποία κρέμεται από ψηλά στους ουρανούς και κατέρχεται μέχρι εμάς (ἐκ τῆς οὐρανίας ἀκρότητος ἠρτημένης, εἰς δεῦρο δὲ καθηκούσης). Θα έχουμε την εντύπωση ότι την τραβάμε προς τα κάτω, αλλά στην πραγματικότητα, η προσπάθεια μας δεν θα μπορούσε να την μετακινήσει, γιατί είναι ολοκληρωτικώς παρούσα υψηλά και χαμηλά και μάλλον θα είμαστε εμείς οι ίδιοι που θα υψωθούμε (ἀλλ' αὐτοὶ ἡμεῖς ἀνηγόμεθα) προς την πιο υψηλή λάμψη μιας τέλειας φωτεινής ακτινοβολίας. Με τον ίδιο τρόπο, εάν έχουμε ανέβει σε ένα πλοίο και μας είχαν ρίξει, για να μας βοηθήσουν, σκοινιά δεμένα σε βράχους, στ’αλήθεια, δεν θα τραβήξουμε προς εμάς τον βράχο, αλλά θα σύρουμε εμάς τούς ίδιους και μαζί μας το πλοιάριό μας προς τον βράχο (Θ.Ον.680 C: αλλ’ημάς αυτούς τω αληθεί και την ναύν επί τήν πέτραν προσήγομεν). Ετσι η προσευχή είναι αναγωγική (προσανάγεσθαι, αναγόμεθα), μάς πλησιάζει στον Θεό (πλησιάζοντας) μάς καθιστά παρόντες (τότε και ημείς αυτή πάρεσμεν), μάς θέτει στα χέρια του (εγχειρίζοντας) και μάς ενώνει μ’αυτόν (και ενούντας).
          Αλλά η γνώση είναι και αυτή ενοποιός (Θ. Ονομ. 872 C). Πρέπει λοιπόν να ενώσουμε, να ταυτίσουμε επιστήμη και προσευχή, ή τουλάχιστον να αποδώσουμε σ’αυτή μία ίση σπουδαιότητα;
          Χρονολογικώς ο Διονύσιος τοποθετεί την προσευχή πριν από την θεολογική καθαυτή έρευνα. Είναι σαν η συνθήκη, διότι μάς ανυψώνει προς το κέντρο κάθε φωτός. Επιτρέπει αυτή τήν πνευματική  γειτνίαση  στον Θεό, αυτή τήν παρουσία και αυτή τήν εγκατέλειψη σ’αυτόν, χωρίς την οποία ο νούς δεν θα ήξερε να αποκτήσει πρόσβαση στις υπερφυσικές αποκαλύψεις. Έτσι εννοημένη, μοιάζει ουσιαστικά σαν μία πορεία ταπεινοφροσύνης και γλυκύτητος, σαν ένα κάλεσμα στην χάρη από ψηλά, που πρέπει να μας διδάξει και να μας θεώσει! Αλλά αυτό το κάλεσμα προϋποθέτει τήν καθαρότητα και την μεταστροφή τού νού (Θ. Ονομ. 680 Β: πανάγνοις μέν ευχαίς, ανεπιθολώτω δε νώ!). Για να προσευχηθούμε, αυτός πρέπει ήδη να έχει εγκαταλείψει τόν εαυτό του, με μία ενέργεια η οποία θά τον έχει οδηγήσει να αναγνωρίσει τα όρια του και να τα ξεπεράσει! Εάν λοιπόν με μία έννοια, η προσευχή προηγείται τής εργασίας τού νού, με μία άλλη, πρέπει να πούμε ότι τον ακολουθεί, καθότι αυτή ακολουθεί φυσιολογικά τήν συνειδητοποίησή μας τής ουσιαστικής μας ανεπάρκειας (Είναι ένα αποτέλεσμα τής χάρης τού φωτισμού. Εκκλ. Ιερ. 400 B/C).
          Αλλά αυτή η συνειδητοποίηση δεν οδηγεί τον νού στην προσευχή εκτός και αν αυτή φέρει μαζί της την πίστη. Για να προσευχηθεί, ο νούς πρέπει να αισθανθεί πάνω από αυτόν και εντός του μία δύναμη “αυτεπαρκή” και καλόβουλη, η οποία πέραν τών συζητήσεων, τών ερευνών, τον εκπαιδεύει μ’έναν διαισθητικό τρόπο, ενοποιητικό και ολοκληρωτικό. Αυτή η προσχώρηση σε μία υπερβατική αποκάλυψη είναι ακατανόητη και σκανδαλώδης για τους εθνικούς, αλλά καταθέτει στον πιστό την σταθερότητα στην αλήθεια, μια ανυποχώρητη πεποίθηση και μία τέλεια σιγουριά. "Αυτός που ενώθηκε στην αλήθεια (με την πίστη) γνωρίζει καλά ότι βρίσκεται στην αλήθεια, στο σωστό μέρος ακόμη και εάν οι εθνικοί τού φέρονται σαν να είναι τρελός και περίεργος. Τους διαφεύγει, όπως είναι φυσικό, ότι έφυγε από το λάθος για να ομολογήσει τήν αλήθεια, χάρις στην αληθινή πίστη (διά τής όντως πίστεως). Όσο γι’αυτόν, γνωρίζει ότι παραλογίζεται (όπως απαιτούν οι Εθνικοί), αλλά ότι ελευθερώθη από την διαρκώς κινούμενη και μεταβαλλόμενη αστάθεια, η οποία υφίσταται σε κάθε είδος λάθους, χάρις στην απλότητα, στην σταθερότητα και στην παραμονή τής αλήθειας (διά της απλής και αεί κατά αυτά και ωσαύτως εχούσης αληθείας ηλευθερωμένον)". (Θ. ον. 872 D/873 και 872 C: Η Θεία πίστης εστίν η μόνιμος τών πεπεισμένων ίδρυσις, η τούτους ενιδρύουσα τή αληθεία και αυτοίς τήν αλήθειαν, αμεταπείστω ταυτότητι, την απλήν τής αλήθειας γνώσιν εχόντων τών πεπεισμένων)! Η αληθινή πίστη η οποία στηρίζει την προσευχή, ιδρύει και στερεώνει τόν νού στην ενότητα. Παρομοίως όμως και αυτή η ένωσις δεν διδάσκεται με ανθρώπινα μέσα (Θ. Ονομ. 648 B: την αδίδακτον…. και μυστικήν…. ένωσιν και πίστιν). Αυτή είναι δώρο τού εαυτού, τού νού, στον Θεό, παθητικότης κάτω από την ενέργειά Του, συμπάθεια, παρά μία ενέργεια καθαρή τού νού. Επομένως ο νους και η προσευχή εμφανίζονται σαν δύο πραγματικότητες στενά δεμένες μεταξύ τους οι οποίες επιτρέπουν την πρόσβαση στους νόες σ’αυτή την υπέρτατη και απλούστατη γνώση η οποία συνιστά την ένωση με τον Θεό, χωρίς να εξαφανίζονται οι ενέργειες τών νόων οι οποίο αντλούν από αυτή την ένωση, όλο τους το φως και την δύναμη.
          Η Ιεραρχική επιστήμη διακρίνεται λοιπόν από την τάξη και την Ιεραρχική ενέργεια (πράξη), από την πλατωνική επιστήμη, από τον φωτισμό, από τον στοχασμό, από την προσευχή και την πίστη. Αλλά σ’αυτή την ίδια τήν διάκριση πρέπει πάντοτε να υπονοούμε την παρουσία όλων τών ιεραρχικών χαρακτήρων. Ξεχωριστή από την ενέργεια, η επιστήμη δεν έχει πλέον νόημα και είναι αδιανόητος έξω από τα πλαίσια και τους νόμους οι οποίοι στηρίζουν τις σχέσεις τών νόων μεταξύ τους και τις σχέσεις τους με την Ιεραρχία. Η διάκριση είναι νόμιμη μόνον σε μία προοπτική ολοκληρωτική η οποία θα διασώζει την ουσιώδη αλληλεγγύη όλων των πλευρών και όλων των λειτουργημάτων.
          Η Ιεραρχία λοιπόν δεν είναι ένα απλό στοιχείο τής Αρεοπαγιτικής συνθέσεως. Είναι το ίδιο το Αρεοπαγιτικό σύμπαν: δομή και τάξεις σταθερές, αρμονία τών κινητών λειτουργιών, γνώση των πνευματικών πραγματικοτήτων οι οποίες θεώνουν τους νόες, τέλεια προσαρμογή αυτών των τριών όψεων εκ των οποίων κάθε μία βρίσκεται να είναι ταυτοχρόνως η συνθήκη και το αποτέλεσμα των άλλων δύο, η Ιεραρχία κατανοεί και καθιστά δυνατή την ζωή και την πορεία των αγγελικών νόων και των ανθρωπίνων. Ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην ουράνια Ιεραρχία και την ανθρώπινη και σε καθεμιά τους ή από την κατάσταση ή από μία τάξη στην άλλη, το πράγμα είναι ξεκάθαρο και αξίζει τον κόπο να ερευνηθεί λεπτομερώς. Εμείς, μέχρις εδώ, ορίσαμε την Ιεραρχία στους χαρακτήρες της οι οποίοι ισχύουν για όλες τις ιδιαίτερες Ιεραρχίες, από το ένα μέρος και από το άλλο, τον τρόπο με τον οποίο τίθενται, στην καρδιά την ίδια της συστάσεως, τής ενέργειας και δραστηριότητος και της Ιεραρχικής επιστήμης, τα πιο ουσιώδη προβλήματα τής Αρεοπαγίτικης σκέψης.

Συνεχίζεται με τον Αγγελικό κόσμο.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου