Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Jan Patočka - Ο Πλάτων και η Ευρώπη (5)

Συνέχεια από: Tρίτη 18 Αυγούστου 2020

 ΙΙ. Τί πράγμα είναι το φαινόμενο; Φαινομενολογία και φιλοσοφία φαινομενενολογική! Φαινόμενο και αλήθεια.

Είπαμε πως η φροντίδα της ψυχής συστήνει το κεντρικό θέμα, γύρω από το οποίο κρυσταλλώνεται το σχέδιο ζωής τής Ευρώπης. Πρέπει να καθορίσουμε τί πράγμα είναι η ψυχή με την κοινή σημασία που διαθέτει για μας, και επίσης τί είναι η φροντίδα τής ψυχής. Γιατί να φροντίσουμε την ψυχή; Τί σημαίνει αυτή η φροντίδα; Πριν αντιμετωπίσουμε αυτή την ιστορική έκθεση, θα ήθελα -για να φανερώσουμε την σοβαρότητα του θέματος- να μιλήσω κατ' αρχάς για κάτι πιο σύγχρονο, για ένα θέμα της μοντέρνας φιλοσοφίας. Διότι πιστεύω πως αυτή η περιήγηση θα μας φέρει σε μιαν πιο εύκολη κατάσταση, ώστε να καθορίσουμε με ακρίβεια το πρόβλημα τής ψυχής και τής φροντίδας της, ως κεντρικού θέματος τής Ευρώπης.

1. Η ανακάλυψη τού φαινομένου από τον Χούσερλ.

Το φιλοσοφικό θέμα που θα αναπτύξουμε βασίζεται σε ορισμένα κείμενα. Το βασικότερο από αυτά βρίσκεται στις "Ιδέες για μια καθαρή φαινομενολογία", ΙΙ, 31. Θα το σχολιάσουμε, αλλά δεν θα περιοριστούμε στην μετάφραση, και θα προσπαθήσουμε να μετακινηθούμε από την κατά γράμμα σημασία στο πρόβλημα που μας ενδιαφέρει. Συγκεκριμένα, στην § 31 των Ιδεών Ι, ο Χούσερλ εκθέτει την πολυσυζητημένη ιδέα, η οποία έχει υποστεί τόση κριτική και έχει καταδικαστεί και έχει τύχει υπερασπίσεως, εκείνου που λέγεται "φαινομενολογική μείωση". Εάν το εκλάβουμε κατά γράμμα, αυτή η έκφραση "φαινομενολογική μείωση" σημαίνει την μεταστροφή σε φαινόμενο.Αλλά τη μεταστροφή τίνος πράγματος σε φαινόμενο; Και τί πράγμα είναι το φαινόμενο; Γιατί είναι αναγκαία μια μεταστροφή; Από πού και προς τα πού πρέπει να μεταστραφούμε;

Αρχίζουμε από το φαινόμενο! Η σωστή μετάφραση είναι «φανέρωση». Τί δείχνει αυτή η λέξη; Μας λέει πως κάτι όχι μόνον είναι εδώ, αλλά φανερώνεται επίσης. Για την ώρα δεν μας ενδιαφέρει τί πράγμα φανερώνεται. Από το ένα μέρος, τα πράγματα είναι αυτό που είναι στην ουσία τους, και από το άλλο... φανερώνονται. Δεν είναι απαραίτητο να πιστέψουμε επομένως, πως το πρόβλημά μας είναι το πρόβλημα τής γνώσεως, πως ο στοχασμός μας πρέπει να κατευθυνθεί στην ειδικευμένη φιλοσοφική επιστήμη που ονομάζεται θεωρία της γνώσεως. Τα πράγματα φανερώνονται ακόμη και εκεί, όπου ο σκοπός δεν είναι άμεσα η γνώση. Οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη συμπεριφορά, όπου κι αν μπαίνει στο παιχνίδι το ανθρώπινο, βρισκόμαστε στην παρουσία όχι μόνον πραγμάτων που υπάρχουν, αλλά επίσης και πραγμάτων που φανερώνονται. Ακριβώς δε όταν ο άνθρωπος δεν θέλει μόνον να γνωρίσει, αλλά θέλει ταυτοχρόνως και να πράξει, να προσανατολιστεί σε σχέση με το καλό και το κακό,είναι απαραίτητο κάτι να του φανερωθεί. Αυτό που ο ίδιος αξιολογεί σαν καλό ή κακό πρέπει να φανερωθεί σ' αυτόν, και δεδομένου πως το καλό και το κακό είναι πράγματα που μας αφορούν, χρειάζεται επίσης εμείς οι ίδιοι ταυτοχρόνως να φανερωθούμε στον εαυτό μας. Το φαινόμενο σημαίνει, μ αυτήν την έννοια, την φανέρωση του όντος, το γεγονός πως τα πράγματα δεν υπάρχουν μόνον αλλά και φανερώνονται. Βεβαίως, κατά μία έννοια, και το φαινόμενο είναι, και καθότι είναι, είναι με τον δικό του τρόπο και πράγμα. Ωθούμεθα λοιπόν να ρωτήσουμε, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στα δύο: το πράγμα και τη φανέρωση, τη φανέρωση που είναι και το πράγμα που φανερώνεται. Πώς διακρίνονται το ένα από το άλλο; Πού και πώς ενώνονται ή συνδυάζονται;
Με μια πρώτη ματιά, αυτό θα μπορούσε να φανεί ένα δευτερεύον μάλλον πρόβλημα. Είναι ξεκάθαρο πως, εάν κάτι πρέπει να φανερωθεί, ακριβώς επειδή πρόκειται για φανέρωση ενός πράγματος που είναι, κι αυτή η ίδια η φανέρωση επίσης υπάρχει, πρέπει να είναι δηλ. δεκτική ενός καθορισμού ωςόψη, κτήση ή σχέση στο εσωτερικό τού ιδίου τού όντος που φανερώνεται, ή στην ανάγκη άλλων απαραιτήτων όντων, ώστε κάτι να φανερωθεί.Υπάρχουν πράγματι πραγματικές δομές που ενεργοποιούνται στο πνεύμα, εάν αρχίσει να στοχάζεται γύρω από την φανέρωση: μιας εικόνας στην επιφάνεια του νερού ή σε έναν καθρέφτη. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως, πίσω από την αντανάκλαση που εμφανίζεται στον καθρέφτη, υπάρχει μια φυσική πρόοδος, υπάρχει η αντανάκλαση του φωτός, εξαιτίας τής οποίας μερικές δομές αναπαράγονται - μερικά γεωμετρικά σημεία του αντικειμένου αναπαράγονται από τις γεωμετρικές όψεις του οπτικού σχηματισμού που παράγεται από την αντανάκλαση των φωτεινών κυμάτων. Αυτή η πρόοδος δεν μας φανερώνει το πώς εμφανίζεται η εικόνα στον καθρέφτη; Τώρα λοιπόν, εάν είναι αλήθεια πως η εμφάνιση της εικόνας στον καθρέφτη συνοδεύεται από μερικές δομικές συμφωνίες, αυτές δεν είναι ούτε λίγο ούτε πολύ παρά αντανακλώμενα φαινόμενα εκ του φωτός ή από τον ίδιο τον καθρέφτη. Η συμφωνία τής δομής είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, ένα πράγμα, όπως το φως, ο καθρέφτης κ.τ.λ. Αλλά πού είναι σ' αυτήν την πρόοδο, ανάμεσα σ' αυτά τα πράγματα, η φανέρωση των πραγμάτων; Πού είναι η φανέρωση;
Ίσως κάνουμε άλλο ένα βήμα, προσθέτοντας ένα ακόμη στοιχείο! Προκειμένου κάτι να φανερωθεί, είναι αναγκαίο να φανερωθεί, να φανεί σε κάποιον. Χρειάζεται να υπάρχει κάτι, όπως η εμπειρία ή ο νους, που να ενδιαφέρεται πάντοτε -ή τουλάχιστον κυρίως- για ένα άλλο εκτός τού εαυτού του. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως τα πράγματα φανερώνονται για τον νου, σ' αυτόν εμφανίζεται κάτι άλλο πέραν τού εαυτού του. Στην περίπτωση της αντανακλάσεως ενός αντικειμένου σε έναν καθρέφτη, έχουμε μόνον αντικειμενικά φαινόμενα. Μόνον όταν ο νους φτάσει να σημειώσει την συμφωνία ανάμεσα στο αντανακλώμενο αντικείμενο και την αντανάκλαση, βρισκόμαστε στην παρουσία μιας συμφωνίας που ξεσκεπάστηκε, μιας ομοιότητος που φανερώθηκε,η οποία όχι μόνον είναι, αλλά φανερώνεται επίσης αληθινά. Άραγε ο νους μάς επιτρέπει πραγματικά να πούμε τί πράγμα είναι το φαινόμενο; Καθορίζει πραγματικά την διαφορά ανάμεσα στην φανέρωση και στο απλό ον, ανάμεσα στο γεγονός πως κάτι είναι και το γεγονός πως κάτι εκτίθεται; Πώς να θέσουμε την προσοχή μας στο φαινόμενο, στην φανέρωση καθ' εαυτή;
Όπως βλέπουμε, το πρόβλημα μπλέκεται. Επικαλεστήκαμε τον νου, διότι ασχολείται και με ένα άλλο εκτός του εαυτού του, και γιατί φαίνεται πως είναι θεμελιώδης η σχέση με κάτι άλλο, με κάτι που είναι δυνατόν να ανακαλυφθεί. Όταν όμως ατενίζουμε την σκέψη σαν κάτι που είναι, μας διαφεύγει ξανά το φαινόμενο καθ' εαυτό, νομίζουμε πως αυτό που ανακαλύπτουμε ανήκει κατά κάποιον τρόπο στο Είναι, στο ίδιο το ον της σκέψεως, σαν στιγμή ή συστατικό της μέρος. Αυτό που θεωρήσαμε απαραίτητο ώστε κάτι να φανερωθεί, αρχίζει να χάνεται κάτω από τα μάτια μας, αφήνοντάς μας απέναντι την δομή τής σκέψης, η οποία φυσικώς έχει πλευρές και στιγμές διαφορετικές, που της ανήκουν απλώς επειδή είναι πλευρές της, κάτι που σημαίνει λοιπόν, πως και η σκέψη μας φανερώνεται σαν ένα πράγμα: σ' αυτήν εκτίθεται μόνον αυτή, ο εαυτός της. Σε τελευταία ανάλυση, το ίδιο πράγμα ισχύει και για όλα τα όντα. Κάθε ον έχει διαφορετικές πλευρές και στιγμές. Πού είναι λοιπόν το φαινόμενο;
Θα απαντήσουμε στην συνέχεια σ' αυτήν την ερώτηση! Θα θέλαμε να αναπτυχθεί, όσο είναι δυνατόν, με μορφή προβληματική. Όπως κι αν έχει, είναι φανερό πως εργαζόμαστε πάντοτε στο εσωτερικό της εμπειρίας του γεγονότος πως κάτι μάς εμφανίζεται, πως κάτι εκτίθεται, του απολύτως απλού γεγονότος, πως κάτι είναι εδώ -όπως λέμε- για μας. Κατά κάποια έννοια, θα έπρεπε να πούμε πως τα πάντα εκτίθενται σε μας. Και πως γενικώς -εφόσον υπάρχει στην σχέση μας με τα πράγματα και με τους άλλους κάτι σαν καθαρότης, εφόσον διαθέτουμε μια γνώση σ' αυτά και προσανατολιζόμαστε ανάμεσά τους- ενεργούμε πάντοτε με το γεγονός πως τα πράγματα μάς φανερώνονται. Ενεργούμε με την έννοια της φανέρωσης, χωρίς αυτή η ίδια η έννοια να μας είναι ξεκάθαρη. Από το ένα μέρος, αυτό είναι το πιο γνωστό, το πιο συνηθισμένο, αλλά από το άλλο, το να φθάσουμε στο φαινόμενο καθ'εαυτό, να βρούμε πρόσβαση στην εμφάνεια δεν είναι εύκολο. Δεν είναι αυτονόητο!
Εάν, κατά μίαν έννοια, καθετί μάς φανερώνεται κάθε στιγμή, δεν φανερώνεται όμως με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που σε μας εκτίθεται, διαθέτει ένα κέντρο, μια βάση, ένα πεδίο από το οποίο κατάγεται. Σε καθέναν από μας αυτό το πεδίο φαίνεται λίγο διαφορετικό, για καθέναν το κέντρο βαρύτητος είναι διαφορετικό, ο καθένας κινείται διαφορετικά σ' αυτό το πεδίο. Για μας αυτό το βαρύκεντρο της εμφάνειας είναι το περιβάλλον, που δίνεται άμεσα στα αισθητήρια. Κι αυτό είναι αυτονόητο.Εδώ όμως πρόκειται για κάτι περίεργο: αυτό το κέντρο δεν είναι ένα σύνολο καθορισμένων πραγμάτων: σ' αυτό το πεδίο φανερώνεται εξίσου και αυτό που δεν είναι φανερό. Αυτό το πράγμα εδώ, που εκτίθεται σαν παρόν, μου φανερώνει επίσης και κάτι άλλο, κάτι που δεν είναι απευθείας παρόν, αλλά που χωρίς αμφιβολία είναι εδώ, που δείχνεται εδώ, στο εσωτερικό, κατά κάποιον τρόπο, αυτού που μου είναι παρόν. Αυτό σημαίνει, πως και αυτό που απουσιάζει εκτίθεται. Για μας είναι αδύνατον να πούμε μέχρι πού απλώνεται αυτή η έμμεση φανέρωση. Από τον περίγυρο μάς παραπέμπει σε ένα πιο μακρινό περιβάλλον, το οποίο ακόμη κι αν ήταν άγνωστο,παρόλα αυτά φέρει μαζί του την βεβαιότητα πως υπάρχει, πως έχει ένα στυλ, και κατά μίαν έννοια, μας είναι οικείο. Αυτό το στυλ παραπέμπει πάντοτε παραπέρα, για να αγκαλιάσει στο τέλος όλο αυτό που υπάρχει - με κάποιες διαφοροποιήσεις και εναλλαγές. Όλο αυτό που υπάρχει φανερώνεται σε μας με κάποιον τρόπο ή με κάποιον άλλον, παρότι δεν φανερώνεται με την έννοια που φανερώθηκε σε μας ξεκάθαρα, ως πρωταρχικά παρόν. Αλλά γιατί όμως η φανέρωση, η εμφάνιση θα έπρεπε να έχει αποκλειστικώς την μορφή της πρωταρχικής παρουσίας;
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν βασικές διαφορές. Αυτό που έχω αυτή τη στιγμή μπροστά μου -αυτό το βιβλίο, εσάς-, αυτό παρουσιάζεται προσωπικώς, στην αυθεντικότητά του. Υπάρχουν όμως άλλα πράγματα, που δεν είναι παρόντα με έναν τόσο προσωπικό τρόπο. Έτσι αυτό που βρίσκεται στον διάδρομο δεν μου είναι προς το παρόν προσβάσιμο με τον ίδιον τρόπο. Μπορεί να το χαρακτηρίσω δια εικασίας, και κατόπιν στην πορεία να ανακαλύψω πως ήταν εντελώς διαφορετικό. Υπάρχει ένας τρόπος εμφάνισης αμφίβολος, ένας τρόπος εμφάνισης πιθανός κ.τ.λ., και επιπλέον διαθέτουμε τρόπους για να πεισθούμε γι' αυτό που φανερώνεται, έτσι ώστε να μεταμορφώσουμε μια τέτοια αμφιβολία ή πιθανότητα σε βεβαιότητα, ή επίσης αντιθέτως, να μεταμορφώσουμε αυτό που ήταν μια φαινομενική βεβαιότης σε αμφιβολία, σε πιθανότητα κ.τ.λ. Είναι σημαντικό λοιπόν να υπολογίσουμε ένα πράγμα, που είναι πρωταρχικής σπουδαιότητος: Όλες μας οι εικασίες, όλες μας οι γνώμες είναι μια έκθεση γενική, και κάθε φανέρωμα συμβαίνει μέσα στο πλαίσιο αυτής της καθολικής φανέρωσης, αυτής της φανέρωσης του όλου. Κάθε πρωτογενής φανέρωσις, η οποία με πείθει κατά κάποιον τρόπο, όταν δηλαδή το ίδιο το πράγμα είναι παρόν αυθεντικώς,τοποθετείται μέσα στο πλαίσιο αυτής της γενικής φανερώσεως. Κάθε ατομική θέση αποτελεί μέρος μιας γενικής θέσεως. Τί πράγμα είναι μια θέση; Είναι μια φανέρωση, η οποία μου δίνει μια επαρκή βεβαιότητα για να μπορέσω να πω γι' αυτό το πράγμα: αυτό είναι.

(Συνεχίζεται) 

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου