Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Tα πειράματα στο CERN και το σωματίδιο Higgs : Θεωρίες της Φυσικής και Βιβλική Κοσμολογία σε θέση αντίθεση και σύνθεση - Τακαρίδης Γεώργιος (26)

Συνέχεια από: Πέμπτη, 20 Αυγούστου 2020

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην μελέτη αυτή έγινε μία προσπάθεια να κατανοηθεί η κοπιώδης πορεία τού ανθρώπινου πνεύματος να εισχωρήσει στα άδυτα, στα μύχια τής Φύσης, προσεγγίζοντας με πολύ προσοχή αυτά που η επιστημονική κοινότητα με αγάπη, με πόνο και μόχθο παλεύει να κατανοήσει, δηλαδή τους μηχανισμούς τής Φύσης, τους νόμους της, τους λόγους των όντων, που ενυπάρχουν στα όντα ή καλύτερα που εναποτέθηκαν στα όντα κατά την δημιουργία τους σύμφωνα με την Ορθόδοξη ερμηνευτική προσέγγιση. Η προσπάθεια αυτή ήταν δύσκολη και επίπονη, διότι η Επιστήμη τής Φυσικής έχει προχωρήσει πλέον σε περιοχές και σε βάθος που δύσκολα προσεγγίζει ο κοινός νους. Τα εργαστήρια που έχει στην διάθεσή της σήμερα η ανθρωπότητα υπερβαίνουν κατά πολύ και τον πιο ευφάνταστο νου. Τα τελευταία περίπου εκατό χρόνια η πρόοδος που έγινε στον χώρο της Επιστήμης ήταν τόσο σημαντική, που κατά κάποιον τρόπο ανάγκασε τους επιστήμονες να τροποποιήσουν τις αντιλήψεις τους για την Φύση και τους μηχανισμούς της, σπάζοντας καλά εδραιωμένες απόψεις τής συλλογικής συνείδησης της ανθρωπότητας, οι οποίες σε επιστημονικό επίπεδο καταγράφονταν από την ονομαζόμενη Κλασική Φυσική.
Η μάζα για την Κλασική Φυσική αποτελούσε μια φυσική ποσότητα που εννοιολογικά ταυτίζονταν με την ύλη και ήταν απολύτως διάφορη του φωτός ή της ενέργειας. Η σύγχρονη Επιστήμη κατέστησε σαφές, αρχικά σε επίπεδο θεωρητικό και στην συνέχεια σε πειραματικό – πρακτικό, ότι η μάζα και κατ’ επέκταση η ύλη δεν διαφοροποιείται από την ενέργεια, εφόσον η μάζα είναι βασική ιδιότητα της ύλης, και ότι οι δύο έννοιες αποτελούν διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος. Χαρακτηριστικό τής σύγχρονης αντίληψης είναι ότι η Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων, στον ίδιο πίνακα του Καθιερωμένου Προτύπου, κατατάσσει ως σωματίδια τής ύλης  τόσο  αυτά  που  οι  αισθήσεις  τού  ανθρώπου  αντιλαμβάνονται ως «υλικά», όσο και αυτά που αντιλαμβάνονται ως «άϋλα». Το φωτόνιο, που είναι φορέας τής ηλεκτρομαγνητικής δύναμης και το γκλουόνιο, που είναι φορέας τής ισχυρής πυρηνικής δύναμης θεωρούνται σωματίδια, έχουν σωματικότητα, αν και αυτή εκδηλώνεται έμμεσα, αφήνοντας την ανθρώπινη αντίληψη σε πρώτο επίπεδο να τα κατατάσσει σε μία αϋλότερη τάξη, πιο αιθέρια.
Ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο φαινομενικά – αντιληπτικά διαφορετικών οντοτήτων ύλης και ενέργειας, στις μαθηματικές εξισώσεις προέκυψε ο όρος της μάζας. Η θεωρία τής Σχετικότητας αρχικά έδωσε την μαθηματική σχέση που συνδέει την ενέργεια με τη μάζα και στην συνέχεια η Κβαντική Φυσική σε θεωρητικό και σε πρακτικό – πειραματικό επίπεδο ψηλάφισε φυσικά φαινόμενα του μικρόκοσμου, όπου η ενέργεια μετατρέπονταν σε μάζα και το αντίστροφο. Παράλληλα στον χώρο της Αστρονομίας έσπασε η αντίληψη του στατικού Σύμπαντος με την πειραματική επιβεβαίωση της διαστολής του. Το μοντέλο που κυριάρχησε για την γένεση τού Σύμπαντος είναι αυτό που φέρει την ονομασία Big Bang και οδηγεί στην υπόθεση ότι τα πάντα ξεκίνησαν από μία τεραστίου μεγέθους έκρηξη, μετά την οποία τα πάντα για τα πρώτα μικροκλάσματα του δευτερολέπτου ήταν σε κατάσταση ενεργειακή. Καμία φυσική οντότητα δεν είχε μάζα. Τα πάντα έμοιαζαν με το φως και κινούνταν με την ταχύτητά του. Με την σταδιακή διαστολή και την ταυτόχρονη ψύξη τού Σύμπαντος, κάποια στιγμή οι ενεργειακές οντότητες απέκτησαν μάζα και προοδευτικά οδηγήθηκαν στην μορφή των στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης, αυτών που δομούν το γνωστό σε μας Σύμπαν. Με την πρόοδο της Επιστήμης ανιχνεύτηκε μία πληθώρα σωματιδίων, που φτάνουν στην Γη ή δημιουργούνται με μεγάλους επιταχυντές εργαστηριακά, γεγονός που οδήγησε στην δημιουργία νέου κλάδου της Φυσικής, αυτού των Στοιχειωδών Σωματιδίων. Με την ανακάλυψη της κοσμικής ακτινοβολίας (σωματιδίων που φτάνουν στη Γη από το διάστημα) διαπιστώθηκε η άρρηκτη σχέση του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο. Έτσι, παράλληλα με την Αστροφυσική και την Κοσμολογία, η Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων μπορούσε να δώσει απαντήσεις για την κοσμογένεση. Στους τεραστίου μεγέθους επιταχυντές άρχισαν να γίνονται πειράματα που οδηγούν ολοένα και πιο κοντά στις συνθήκες τής Μεγάλης Έκρηξης. Η προσπάθεια ερμηνείας τής συμπεριφοράς τών στοιχειωδών σωματιδίων οδήγησε στην δημιουργία ισχυρών μαθηματικών μοντέλων, που αφενός ερμήνευαν την συμπεριφορά των σωματιδίων, αφετέρου αναδείχτηκαν σε ισχυρά προβλεπτικά εργαλεία νέων σωματιδίων. Η επιτυχής πρόβλεψη πολλών σωματιδίων, μετά την πειραματική επιβεβαίωσή τους, ισχυροποίησε την πεποίθηση ότι τα μοντέλα περιέγραφαν σε πολύ υψηλό βαθμό τα σωματίδια και τις συμπεριφορές τους. Τα μαθηματικά μοντέλα όμως αδυνατούσαν να φιλοξενήσουν μέσα τους την έννοια τής μάζας, διότι η προσπάθεια εισαγωγής της στις εξισώσεις οδηγούσε σε «σκληρότητες», δηλαδή σε απειρισμούς. Η λύση σε θεωρητικό επίπεδο δόθηκε μετά από πολύμοχθη προσπάθεια πολλών επιστημόνων, ενώ κυριάρχησε το όνομα του Peter Higgs. Με την θεωρητική αυτή προσέγγιση «απαλύνονται» οι απειρισμοί στις εξισώσεις των μαθηματικών μοντέλων, τών λεγομένων θεωριών βαθμίδας, αλλά δίνεται και μία ποιοτική ερμηνεία για το πώς τα ενεργειακά σωματίδια αποκτούν την μάζα τους. Έτσι λοιπόν ο Higgs υπέθεσε την ύπαρξη ενός πεδίου, που πήρε το όνομά του, το οποίο γεμίζει όλο το Σύμπαν και είναι αυτό που προβάλλοντας εμπόδιο στην κίνηση των πάσης φύσης σωματιδίων τους προσδίδει την μάζα τους. Σύμφωνα με το μοντέλο του Higgs, το πεδίο κατά τα πρώτα μικροκλάσματα του δευτερολέπτου μετά την Μεγάλη Έκρηξη είχε μηδενική τιμή, λόγω της πολύ υψηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε, και έτσι δεν προέβαλλε εμπόδιο στην κίνηση των σωματιδίων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα σωματίδια να κινούνται με την ταχύτητα του φωτός και να εκδηλώνουν τον ενεργειακό χαρακτήρα τους. Με την βαθμιαία διαστολή και την παράλληλη πτώση της θερμοκρασίας το πεδίο πήρε μη μηδενική τιμή και έκτοτε αλληλεπιδρά με τα διάφορα σωματίδια, εμποδίζει την κίνησή τους και τα υποχρεώνει να αποκτήσουν τη μάζα τους.
Το άκρως ενδιαφέρον συμπέρασμα από την ερμηνεία του μηχανισμού Higgs είναι ότι επιβεβαιώνει την πεποίθηση πως τα σωματίδια δεν αποκτούν την μάζα τους κατά την στιγμή της αλληλεπίδρασής τους με το πεδίο. Η μάζα ενυπάρχει ως ιδιότητα των σωματιδίων, αλλά δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί. Έτσι το πεδίο Higgs ή το ομώνυμο σωματίδιο δεν έχει «μαγικές» ιδιότητες, ώστε να αποδίδει μάζα στις ενεργειακές φυσικές οντότητες, αλλά ερμηνεύει το πώς τα σωματίδια εμφανίζουν την μάζα, που είχαν δυνάμει και με την αλληλεπίδρασή τους με το πεδίο την εμφάνισαν ενεργεία. Το επόμενο άκρως ενδιαφέρον σημείο είναι ότι μετά από σαράντα οκτώ χρόνια από την δημοσίευση της εργασίας του Higgs, το περασμένο καλοκαίρι ανακαλύφθηκε ένα σωματίδιο στην περιοχή ενεργειών που αναμενόταν μετά από έναν συνδυασμό θεωρητικών και πειραματικών προβλέψεων. Το σωματίδιο αυτό είναι κατά πάσα πιθανότητα το Higgs, η οριστική του ταυτοποίηση όμως θα απαιτήσει κάποιο χρονικό διάστημα μηνών ίσως και ετών. Με την ανακάλυψη του σωματιδίου Higgs κλείνει ένας επίμοχθος και πολυετής κύκλος στη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων, εφόσον ολοκληρώνεται το παζλ που συνθέτει την εικόνα των σωματιδίων της ύλης που δομούν το ορατό στον άνθρωπο Σύμπαν.
Η μάζα λοιπόν όπως και όλες οι άλλες ιδιότητες των σωματιδίων ενυπήρχε στις ενεργειακές οντότητες ως ιδιότητά τους δυνάμει και εμφανίστηκε ενεργεία, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. Ο μηχανισμός Higgs ερμηνεύει το πώς γίνεται αυτό, για την εμφάνιση της ιδιότητας της μάζας. Πριν την εμφάνιση της μάζας, η κατάσταση που εμφάνιζε το σύνολο των ενεργειακών οντοτήτων ήταν ομοιόμορφα τυχαία, δηλαδή συμμετρική σύμφωνα με την επιστημονική ορολογία. Τα σωματίδια είχαν όλες τις ιδιότητές τους δυνάμει, διότι καμία δεν μπορούσε να διακριθεί λόγω της υψηλής ενεργειακής τους κατάστασης και της εξ αυτής ομοιομορφίας. Με την πάροδο του χρόνου και την πτώση της θερμοκρασίας το πεδίο Higgs προκάλεσε ρήξη στην αρχική συμμετρία και εμφανίστηκε η ιδιότητα της μάζας.
Το ερμηνευτικό αυτό σημείο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της φυσικής του σωματιδίου Higgs και της ερμηνείας της Βιβλικής διήγησης για την Γένεση του κόσμου. Εκτός των άλλων κοινών σημείων μεταξύ των σύγχρονων απόψεων της Φυσικής για την κοσμογένεση και της Βιβλικής διήγησης, που περιγράφονται ακροθιγώς στην παρούσα εργασία, το ενδιαφέρον εστιάζεται σε δύο κυρίως σημεία. Πρώτα στο ότι κατά την Πατερική ερμηνευτική της Βιβλικής διήγησης, ο ουρανός και η γη που περιγράφονται δεν είναι ο ουρανός που βλέπουμε και η γη που πατάμε, αλλά οι ουσίες τους εφοδιασμένες με τις ποιότητες – ιδιότητές τους, ενώ τονίζεται επαρκώς ότι αποτελούν τα δύο άκρα της υλικής – αισθητής Δημιουργίας. Μεταξύ των δύο άκρων δημιουργούνται και όλες οι ενδιάμεσες   φυσικές   οντότητες,   που   αποτελούν   μία   κλίμακα   από  τα «αϋλότερα» – λεπτότερα, προς τα «υλικότερα» – παχύτερα δομικά συστατικά του Σύμπαντος. Επομένως για τους Πατέρες ο,τιδήποτε δημιουργείται μέσα στις έξι ημέρες της Δημιουργίας, πλην του ανθρώπου, ανήκει στην υλική – αισθητή Δημιουργία, είτε αυτό εκδηλώνεται ως αϋλότερο είτε ως υλικότερο. Η άποψη αυτή βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τα πορίσματα της σύγχρονης Φυσικής, που θεωρεί όλα τα στοιχειώδη σωματίδια ως υλικά, ακόμη και αυτά που από τις ανθρώπινες αισθήσεις προσλαμβάνονται ως άϋλα, όπως είναι το φωτόνιο. Το δεύτερο σημείο στο οποίο εστιάζεται η μελέτη σχετίζεται με τις ιδιότητες των δομικών συστατικών της ύλης. Οι Πατέρες θεωρούν ότι η Δημιουργία έγινε ακαριαία και συνολικά, ώστε με την πρώτη ορμή του θελήματος του Θεού ήρθαν στην ύπαρξη όλες οι ουσίες – δομικά συστατικά και κατεβλήθησαν όλες οι ιδιότητες  δυνάμει στις  ουσίες  των  όντων.  Σύμφωνα με την άποψη αυτή όλα τα όντα έχουν επάνω τους σπερματικά όλες τις ιδιότητες δυνάμει, ενώ έχουν καταβληθεί στα όντα οι λόγοι τους, που δεν είναι άλλοι από τους φυσικούς νόμους βάσει των οποίων στην συνέχεια θα περάσουν την κατάλληλη στιγμή στο ενεργεία. Όπως ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξηγεί, οι λόγοι των όντων για τους παχύτερα ακούοντες είναι έναρθροι λόγοι, ενώ για τους επιστήμονες είναι η εμφαινόμενη στα όντα τεχνική θεωρία. Δεν υπάρχει στην διδασκαλία των Πατέρων ύλη «άποιος» και «ανείδεος», χωρίς ιδιότητες, όπως πίστευαν και διατύπωναν πολλοί φιλόσοφοι. Στο σημείο αυτό επομένως η σύγχρονη Επιστήμη έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη αυτή των Πατέρων, εφόσον τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πειραματικό επίπεδο κάθε σωματίδιο συνοδεύεται από ένα σύνολο αριθμών που αντιπροσωπεύουν τις ιδιότητές του και αποτελούν την ταυτότητά του. Η ανακάλυψη του σωματιδίου Higgs με την σειρά της μας εξηγεί επιπλέον τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο η προϋπάρχουσα δυνάμει μάζα, έρχεται στο ενεργεία κατά την αλληλεπίδραση της οποιασδήποτε ενεργειακής οντότητας με το πεδίο Higgs.
Προς αποφυγή παρερμηνειών παρουσιάστηκαν οι θέσεις των Πατέρων που εξηγούν ότι υπάρχει και άλλης φύσης «υλικό», το οποίο δεν σχετίζεται με την υλικότητα του ουρανού και της γης της Βιβλικής διήγησης. Έτσι, κατά τους Πατέρες πριν από την δημιουργία του αισθητού κόσμου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο των νοερών φύσεων, που είναι άϋλες συγκρινόμενες με την υλικότητα της αισθητής Δημιουργίας, αλλά υλικές και παχείες συγκρινόμενες με τον μόνο άϋλο και Άκτιστο Θεό. Στον άνθρωπο συγκεφαλαιώνονται οι δύο κόσμοι, ο νοερός και ο αισθητός, καθώς ο άνθρωπος έχει σώμα από τον αισθητό και ψυχή από τον νοερό κόσμο.
Ως προς την αντίθεση των δύο Επιστημών, της Θεολογίας και της Φυσικής, αναπτύχθηκε η θέση ότι η Επιστήμη της Θεολογίας είναι υπό την Ορθόδοξη θεώρησή της μία καθαρά θετική Επιστήμη, εφόσον οι επιστήμονες της πίστης χρησιμοποιούν το πείραμα και την επιβεβαίωση ως εργαλεία για την πιστοποίηση των υποθέσεών τους. Έτσι η εμπειρία του Άκτιστου Θεού δια της μετοχής στις Άκτιστες ενέργειές Του είναι αυτή που οδηγεί στην γνώση του Θεού και στην διατύπωση των αληθειών Του. Μέσα από την διαδικασία της εμπειρικής μετοχής, η Θεολογία δεν αποτελεί καρπό διανοητικής διαδικασίας, αλλά η διανοητική διαδικασία έρχεται να περιγράψει, στο μέτρο του δυνατού, την εμπειρική βίωση της Άκτιστης Χάρης του Θεού. Το πεδίο ορισμού της Επιστήμης της Θεολογίας εκτείνεται λοιπόν στο άπειρο, εφόσον ασχολείται με τον Άπειρο και Άκτιστο Θεό, ενώ παράλληλα αγκαλιάζει το πεδίο ορισμού της Φυσικής Επιστήμης που ορίζεται μέσα στην αισθητή κτιστότητα. Στόχος δε και σκοπός της Θεολογίας είναι κάθε πτυχή της κτιστότητας να κοινωνήσει της εμπειρίας του Άκτιστου Θεού, ώστε να επιτευχθεί η χαρισματική μεταμόρφωσή της.
Με την γνώση των ορίων των δύο Επιστημών και των στόχων της καθεμιάς δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντίθεση παρά μόνο αρμονική συνύπαρξη και αλληλοσυμπλήρωση. Αντίθεση προκύπτει μόνον όταν οι επιστήμονες της μιας Επιστήμης με τα εργαλεία της περιοχής τους θελήσουν να προσεγγίσουν και να δώσουν απαντήσεις στην περιοχή της άλλης Επιστήμης. Σκοπός της Φυσικής Επιστήμης είναι η προσέγγιση και κατανόηση των λόγων των όντων, της εμφαινόμενης στα όντα τεχνικής θεωρίας, δηλαδή του πώς συμβαίνουν τα φαινόμενα, πώς λειτουργεί η Φύση. Σκοπός της Επιστήμης της Θεολογίας είναι να βοηθήσει διακονώντας μέσα από τα επιμέρους αντικείμενά της στο μπόλιασμα της κτιστής Φύσης με τον Άκτιστο Θεό, ώστε κάθε επιστημονικό πεδίο να αποτελέσει εφαλτήριο για την βελτίωση του τρόπου και των συνθηκών ζωής του ανθρώπου· ένα εφαλτήριο που θα οδηγεί από την κτίση στον Κτίστη. 


                               ΤΕΛΟΣ

ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΚΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙΣΑ ΘΕΑΡΧΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΝΟΕΡΩΝ ΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΤΑΞΕΩΝ.
 ΠΩΣ ΣΥΝΔΥΑΖΕΤΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΡΗΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΧΕ ΣΑΝ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΤΗΝ ΝΟΕΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΧΑΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ;
Η ΦΥΣΗ ΛΟΙΠΟΝ, Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ, ΕΑΝ ΛΑΒΟΥΜΕ ΥΠ'ΟΨΙΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΡΕΝΑΡΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΠΤΩΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟ. 
ΕΑΝ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΙ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΔΕΝ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΑ ΦΡΕΝΑ ΤΗΣ; 
ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΖΑΣ ΣΕ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΡΗΞΗΣ; 
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΡΗΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ.
ΚΑΤΟΡΘΩΣΑΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ; ΩΣΤΕ ΝΑ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΜΕ ΒΗΜΑ ΤΑΧΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΡΗΞΗ;
ΑΚΟΜΗ. ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου