Συνέχεια από: Τρίτη, 18 Αυγούστου 2020
4.1. Διάκριση νοερών και αισθητών δημιουργημάτων – κτιστής και Άκτιστης φύσης
Αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο πως οι Πατέρες της Εκκλησίας στην Βιβλική διήγηση αναγνωρίζουν στις λέξεις ουρανός και γη τα δύο ακρότατα της υλικής Δημιουργίας και ότι κατά τις επόμενες ημέρες ο Θεός δεν έπλασε τίποτε εκ του μη όντος, ἀλλ’ ἐξ ὦν κατὰ τὴν πρώτην εἰργάσατο328. Τονίστηκε επομένως η υλικότητα της αισθητής Δημιουργίας που ξεκίνησε κατά την πρώτη ημέρα329. Έτσι το σύνολο της αισθητής (άμεσα ή έμμεσα) δημιουργίας, που εμφανίζεται στις αισθήσεις του ανθρώπου είτε ως κάτι υλικότερο – σωματικότερο, είτε ως αϋλότερο – ενεργειακότερο έχει ως βάση του την υλικότητα. Ακόμη και τα πλέον «άϋλα» σωματίδια, όπως είναι τα φωτόνια που θεωρούνται «καθαρή» ενέργεια έχουν φύση υλική, παρά το γεγονός ότι η ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα αδυνατεί να συλλάβει την υλικότητά τους. Η Επιστήμη της Φυσικής με σαφήνεια τα κατατάσσει στα στοιχειώδη σωματίδια του Καθιερωμένου Προτύπου όχι βέβαια ως σωματίδια που δομούν την ύλη, αλλά ως σωματίδια που είναι φορείς αλληλεπιδράσεων μεταξύ αυτών που δομούν την ύλη.
Προς αποφυγή παρερμηνειών και για να μην νοηθεί πως τα πάντα είναι μόνον υλικά, επομένως και ο άνθρωπος, εφόσον δημιουργήθηκε κατά την έκτη ημέρα και τα προϋπάρχοντα δομικά συστατικά είναι αυτά της πρώτης, που είναι υλικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι Πατέρες δέχονται επιπλέον της αισθητής – υλικής Δημιουργίας και αυτήν των νοερών υπάρξεων, των αγγελικών δυνάμεων, οι οποίες αν και είναι δημιουργήματα δεν είναι πλασμένες από το ίδιο «υλικό» από το οποίο συνίσταται η υλική δημιουργία. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει στην Εξαήμερό του πως υπήρχε μία κατάσταση πρεσβυτέρα τής δημιουργίας τού κόσμου αρμόζουσα στις υπερκόσμιες δυνάμεις, η υπέρχρονη, η αιώνια, η αΐδια. Ο δε των όλων κτίστης και δημιουργός στην κατάσταση αυτή έπλασε δημιουργήματα, το νοητόν φως, που στολίζει την μακαριότητα τών αγαπώντων τον Κύριο, τις λογικές και αόρατες φύσεις, και όλον τον αρμονικό κόσμο των νοητών, όσα υπερβαίνουν την διάνοιά μας, όσων δεν είναι δυνατόν να συλλάβουμε ούτε τις ονομασίες. Αυτά απαρτίζουν την ουσία τού αοράτου κόσμου… Και όταν ήρθε η ώρα να εισαχθεί στα όντα ο κόσμος αυτός… όλων όσα αναπτύσσονται και φθείρονται, τότε κτίστηκε ως βάση η ροή του χρόνου σύμφυτη με τον κόσμο…330. Ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος αναφέρει το ίδιο καθαρά την ύπαρξη δύο κόσμων, με τον κόσμο των νοερών δυνάμεων να προηγείται του αισθητού κόσμου τής εξαήμερης Δημιουργίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά στα δογματικά του έπη: Κι οι κόσμοι δυό· παλιότερος, ουρανός άλλος, τούτος, νόημα όσων τον Θεό χωρούν, του νου ορασιά μονάχα ολόφωτη, όπου αργότερα δώθε ο θνητός βαδίζει, θεός πια σαν έχει τελειωθεί νου αγνίζοντας και σάρκα. Ο άλλος θνητός για τους θνητούς εχτίστη, για να γίνει χάρμα των άστρων των λαμπρών, με τ’ άπειρό του κάλλος, του πλάστη δοξολογητής, παλάτι της εικόνας κι απ’ του Θεού το νου βγήκε ο πρώτος κι ο στερνός331.
Είναι ξεκάθαρη η θέση των Πατέρων για την ύπαρξη των δύο κόσμων, αυτού των νοερών δυνάμεων και του κόσμου της αισθητής Δημιουργίας. Ο πρώτος κόσμος δημιουργημένος και αυτός εκ του μη όντος, είναι προϊόν του θελήματος του Δημιουργού, εφόσον όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος λέει, απ’ του Θεού το νου βγήκε ο πρώτος κι ο στερνός. Πρόκειται επομένως για μία πρώτη Δημιουργία η οποία δεν έγινε εν χρόνω, όπως ο κόσμος της αισθητής Δημιουργίας, αλλά μέσα στους αιώνες. Ο κόσμος αυτός είναι απαλλαγμένος από τον χρόνο και την φθορά που υφίστανται τα εν χρόνω δημιουργήματα, αλλά όχι απαλλαγμένος από την τροπή, εφόσον ως λογικές υπάρξεις οι υπερκόσμιες δυνάμεις έχουν ως οντολογικό τους χαρακτηριστικό το αυτεξούσιο. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος της πτώσης του Εωσφόρου και του τάγματός του. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως αναφερόμενος στους αγγέλους σχολιάζει πως, μερικοί λένε ότι δημιουργήθηκαν πριν απ’ όλη τη δημιουργία, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που λέει: «(Ο Θεός) πρώτα συλλαμβάνει στο νου τις ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, και η σκέψη του έγινε πράξη». Άλλοι λένε ότι δημιουργήθηκαν μετά τη δημιουργία του πρώτου ουρανού. Όλοι βέβαια συμφωνούν ότι έγιναν πριν την πλάση του ανθρώπου. Εγώ συμφωνώ με το Θεολόγο Γρηγόριο. Διότι έπρεπε πρώτα να δημιουργηθούν οι νοερές ουσίες, έπειτα τα αισθητά, και στο τέλος και από τα δύο ο άνθρωπος332.
Ο άνθρωπος πράγματι για τους Πατέρες της Εκκλησίας αποτελεί την κορωνίδα της κτίσης, εφόσον συγκεφαλαιώνει την αισθητή και τη νοερή Δημιουργία έχοντας σώμα από τον κόσμο της αισθητής και ψυχή από τον κόσμο της νοερής Δημιουργίας, σε μία θαυμαστή σύζευξη των δύο κόσμων, του νοερού και του αισθητού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος πλάστηκε τελευταίος όλων των δημιουργημάτων, τῶν κόσμων ἀμφοτέρων ἐχόμενον καὶ ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦντα τοὺς κόσμους, τὸν ὁρατὸν τοῦτον λέγω καὶ τὸν ἀόρατον333.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι υπάρχει και άλλο είδος, άλλη ποιότητα κτιστής φύσης, που είναι διαφορετική της υλικής φύσης του αισθητού και «δεύτερου» κόσμου. Η κτιστή αυτή φύση είναι των νοερών δυνάμεων, που είναι άϋλες συγκρινόμενες με οποιαδήποτε ποιότητα της υλικής Δημιουργίας. Έτσι, μέσα στην υλική Δημιουργία έχουμε μία κλιμάκωση από αϋλότερα προς υλικότερα αισθητά σώματα· από ένα φωτόνιο ως μία πέτρα. Όλα όμως αυτά, από τον «ουρανό» ως την «γη» της Βιβλικής διήγησης, είναι του αισθητού – υλικού κόσμου. Οι νοερές φύσεις είναι κτιστές αλλά όχι υλικές· είναι του ιδίου φυράματος με την αισθητή Δημιουργία μόνον σε ό,τι αφορά στην κτιστότητα. Το «υλικό» όμως από το οποίο είναι πλασμένες δεν είναι του αισθητού κόσμου τούτου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει την διδασκαλία αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας με πολύ ενάργεια λέγοντας: Ο ίδιος είναι κτίστης και δημιουργός των αγγέλων, τους οποίους έφερε στην ύπαρξη από το μηδέν, και τους έκαμε σύμφωνα με τη δική του εικόνα να είναι ασώματη φύση, σαν κάποιος άνεμος ή άϋλη φωτιά, όπως το λέει ο θείος Δαβίδ: «Αυτός που κάνει τους αγγέλους ασώματα πνεύματα και τους λειτουργούς του σαν φλόγα φωτιάς»· έτσι περιγράφει την ευκινησία, τη φλογερότητα, τη θερμότητα, τη διεισδυτικότητα και την ταχύτητά τους στον πόθο και τη διακονία του Θεού, καθώς και την προσήλωσή τους προς τα άνω και την απομάκρυνση από κάθε υλική φροντίδα. Ο άγγελος, λοιπόν, είναι νοερή ουσία, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη, που διακονεί το Θεό και έλαβε κατά χάριν στη φύση της την αθανασία· τη μορφή και την κατάσταση αυτής της υπάρξεως μόνον ο δημιουργός της γνωρίζει. Σε σχέση με μας είναι ασώματη και άϋλη· αλλά, κάθε τι που συγκρίνεται με τον μόνο ασύγκριτο Θεό είναι παχύ και υλικό· διότι μόνο το θείο είναι όντως άϋλο και ασώματο. Ο άγγελος, λοιπόν, είναι φύση λογική, νοερή και αυτεξούσια, μεταβλητή στην προαίρεση, δηλαδή στη θέληση· διότι κάθε κτιστό είναι και μεταβλητό, ενώ μόνο το άκτιστο είναι αμετάβλητο. Κάθε λογικό επίσης είναι και αυτεξούσιο. (Ο άγγελος), λοιπόν, σαν λογική και νοερή φύση είναι αυτεξούσιος· σαν κτιστή φύση είναι μεταβλητή, έχοντας τη δυνατότητα και να διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό αλλά και να πηγαίνει προς το χειρότερο334.
Από όλα όσα παρατέθηκαν μπορούμε να πούμε πως σε μία πρώτη προσέγγιση υπάρχουν δύο ειδών φύσεις, η Άκτιστη φύση, που είναι η φύση του Άκτιστου, Άναρχου, Τριαδικού Θεού και οι κτιστές – δημιουργημένες φύσεις, που έχουν αιτία τους τον Άκτιστο Θεό και είναι αυτές των νοερών δυνάμεων και του αισθητού κόσμου. Τόσο ο νοερός κόσμος, όσο και ο αισθητός είναι «υλικοί» συγκρινόμενοι με τον μόνο άϋλο, τον Άκτιστο Θεό. Μεταξύ των δύο κτιστών κόσμων, του νοερού και του αισθητού, ο νοερός, ο των υπερκοσμίων αγγελικών ταγμάτων, είναι άϋλος συγκρινόμενος με οποιαδήποτε φυσική οντότητα του αισθητού κόσμου. Η ουσία των νοερών δυνάμεων είναι μη αισθητή που σημαίνει πως δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε και με την «αϋλότερη» αισθητή φυσική οντότητα, όπως είναι το φωτόνιο που είναι καθαρή ενέργεια και οι αισθήσεις μας το αντιλαμβάνονται ως άϋλο. Άλλωστε οι νοερές ουσίες είναι και λογικές, δηλαδή αυτεξούσιες που σημαίνει πως διαφοροποιούνται με μία αβυσσαλέα απόσταση από την οποιαδήποτε «άϋλη» αλλά συνάμα άλογη αισθητή φύση. Επιπλέον στοιχεία για διαφορές μεταξύ του αισθητού και νοερού κόσμου μας δίνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας για τους αγγέλους πως ο χώρος τούς περιορίζει· διότι όταν είναι στον ουρανό, δεν βρίσκονται στη γη· αλλά η φύση τους δεν υπόκειται τους περιορισμούς της αισθητής φύσης. Έτσι τα τείχη, οι πόρτες… δεν τους περιορίζουν· διότι δεν έχουν όρια… Επειδή είναι πνευματικά όντα, ζουν σε τόπους πνευματικούς, χωρίς να περιορίζονται όπως τα σώματα· διότι δεν παίρνουν το σχήμα του σώματος σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, ούτε έχουν τρεις διαστάσεις, αλλά παρουσιάζονται και ενεργούν πνευματικά, όπου διαταχθούν· δεν μπορούν βέβαια στο ίδιο χρονικό διάστημα να βρίσκονται και να ενεργούν εδώ κι εκεί. Δεν γνωρίζουμε εάν οι άγγελοι είναι μεταξύ τους ίσοι στην ουσία ή διαφέρουν. Το γνωρίζει μόνον ο παντογνώστης Θεός, ο οποίος τους έπλασε335. Βλέπουμε λοιπόν με πόση σαφήνεια ο Άγιος του Θεού περιγράφει τον κόσμο της νοερής Δημιουργίας, που είναι κοινός με αυτόν της αισθητής Δημιουργίας ως προς την κτιστότητα, αλλά διαφοροποείται τόσο πολύ ως προς τα άλλα του χαρακτηριστικά, ώστε να μην υπακούει στους φυσικούς νόμους της αισθητής Δημιουργίας· οι νοερές δυνάμεις περιορίζονται μέσα στον χώρο, όπως ο Άγιος παρατηρεί, αλλά δεν είναι τρισδιάστατα όντα, όπως η οποιαδήποτε φυσική οντότητα της αισθητής Δημιουργίας, δεν παίρνουν το σχήμα του σώματος σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους.
4.2. Τα όρια τών δύο Επιστημών. Αντίθεση καί σύνθεση
Μετά από τις αποσαφηνίσεις που έγιναν στην προηγούμενη παράγραφο, οριοθετούνται τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η κάθε Επιστήμη. Χρησιμοποιώντας την μαθηματική έννοια τού πεδίου ορισμού μπορούμε να πούμε πως έχουν διαφορετικά πεδία ορισμού. Το πεδίο ορισμού τής Θεολογίας εκτείνεται στο άπειρο, καθόσον στόχος των επιστημόνων της πίστης είναι η εμπειρική βίωση του Άπειρου και Άκτιστου Θεού μέσα από την μετοχή των Ακτίστων ενεργειών Του, της Άκτιστης Χάρης Του. Το πεδίο ορισμού των Φυσικών Επιστημών εκτείνεται στην περιοχή της κτιστότητας, και μάλιστα στην περιοχή της αισθητής κτιστότητας, δηλαδή του υλικού κόσμου. Οι Φυσικοί επιστήμονες που γνωρίζουν το πεδίο ορισμού της Επιστήμης τους, δεν έχουν στο πεδίο τής έρευνάς τους τον Άπειρο και Άκτιστο Θεό, αλλά τα πλάσματά Του της υλικής Δημιουργίας· όπου οι εξισώσεις τους οδηγούν σε απειρισμούς, τους θεωρούν ως «σκληρότητες» που με κάποιον τρόπο πρέπει να «απαλυνθούν» για να μπορέσουν να πάρουν απαντήσεις και να κάνουν μετρήσεις.
Οι επιστήμονες της πίστης – Θεολογίας ασχολούνται με την εμπειρική βίωση του Άκτιστου Θεού. Δεν είναι όμως εξωκοσμικοί, εφόσον ο Άκτιστος Θεός από άπειρη αγάπη έπλασε τα πλάσματά Του και τα κάλεσε σε κοινωνία μαζί Του. Το αντικείμενο της Επιστήμης τους είναι τα περί του Θεού, αλλά όχι ξεκομμένα από την σχέση τους με τον κόσμο, διότι ο Άκτιστος Θεός δεν έπαψε και δεν θα πάψει ποτέ να ενεργεί με τις Άκτιστες ενέργειές Του, να προνοεί, να ζωογονεί, να συντηρεί τον κόσμο. Το γεγονός ότι ο Άκτιστος Λόγος του Θεού σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν336, δηλαδή δεν απαξίωσε να σαρκωθεί, να μετάσχει του ημετέρου φυράματος337, δείχνει αφενός την απεριόριστη αγάπη για το πλάσμα Του και αφετέρου την τιμή που αποδίδει στον αισθητό και στον νοερό κόσμο που δημιούργησε, εφόσον ο άνθρωπος συγκεφαλαιώνει τους δύο κόσμους έχοντας σώμα από τον κόσμο τον αισθητό και ψυχή από τον κόσμο τον νοερό. Έτσι λοιπόν το γεγονός ότι το πεδίο ορισμού της Επιστήμης της Θεολογίας εκτείνεται στο άπειρο, δεν σημαίνει πως δεν εμπεριέχει μέσα του και το πεπερασμένο πεδίο ορισμού των Φυσικών Επιστημών· αναφέρθηκε ότι εκτείνεται στο άπειρο και όχι ότι είναι μόνο το άπειρο. Απεναντίας αυτό που εκτείνεται στο άπειρο αγκαλιάζει και το πεπερασμένο. Οι επιστήμονες της πίστης βεβαιώνουν πως είναι δυνατή η μετοχή της κτιστής φύσης στην Άκτιστη Χάρη του Θεού, στις Άκτιστες ενέργειές Του. Έτσι, σκοπός της Επιστήμης της Ακαδημαϊκής Θεολογίας είναι να βοηθήσει διακονώντας μέσα από τα επιμέρους αντικείμενά της στο μπόλιασμα της κτιστής Φύσης με τον Άκτιστο Θεό, ώστε κάθε επιστημονικό πεδίο να αποτελέσει εφαλτήριο για την βελτίωση του τρόπου και των συνθηκών ζωής του ανθρώπου· ένα εφαλτήριο που θα οδηγεί από την κτίση στον Κτίστη. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και η προσέγγιση και η πιθανή σύνθεση των δύο Επιστημών. Το κτιστό έχει την δυνατότητα να μετέχει ενεργειακά μέσα στο Άκτιστο. Με τον τρόπο αυτό το Άκτιστο, ο Θεός, παύει να είναι αφηρημένη έννοια· γίνεται κάτι συγκεκριμένο, γίνεται πρόσωπο που καλεί σε γνωριμία, σε κοινωνία προσώπων, σε κοινωνία αγάπης, όχι σε θεωρητικό ή διανοητικό επίπεδο, αλλά σε πρακτικό – εμπειρικό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον δεν διδάσκεται με λόγια ο Θεός και δεν προσεγγίζεται εύκολα με έννοιες· ο,τιδήποτε και αν πει κανείς θα είναι πολύ λίγο για να περιγράψει κάτι που από τη φύση του είναι εμπειρικό, βεβαιώνεται πειραματικά ως μετοχή του όλου ψυχοσωματικού ανθρώπου, ἐν πάσῃ αἰσθήσει338. Δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστεί κάτι από το μέρος, την διάνοια, όταν από τη φύση του απαιτεί τη συμμετοχή του σύνολου ανθρώπου. Δεν μπορεί κανείς να αγαπήσει μόνο με το μυαλό του. Η αγάπη δεν είναι υπόθεση διανοητική αλλά πρωτίστως υπαρξιακή. Οι επιστήμονες της πίστης, με την βεβαιότητα που έχουν τα πειραματικά – εμπειρικά αποτελέσματα της αγαπητικής σχέσης τους με τον Άκτιστο Θεό, εξηγούν ότι η θέα του Άκτιστου Θεού δεν πραγματοποιείται με τους φυσικούς οφθαλμούς, αλλά με τους νοερούς, δηλαδή με τα αισθητήρια του νοερού μέρους της ύπαρξης του ανθρώπου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως το αισθητό μέρος της ύπαρξης του ανθρώπου μένει αμέτοχο στην εμπειρία αυτή· απεναντίας, όπως προαναφέρθηκε πρόκειται για μία εμπειρία που γίνεται εν απολύτω αισθήσει. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με ενάργεια εξηγεί ότι στην εμπειρία του Άκτιστου Θεού μετέχει ο άνθρωπος με όλες του τις δυνάμεις, επομένως και με την διάνοιά του· στην εμπειρία όμως αυτή το κύριο γνωστικό όργανο δεν είναι η διάνοια –όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες Επιστήμες–, αλλά ο νους του ανθρώπου, που είναι προερχόμενος εκ του νοερού κόσμου και γι’ αυτό δεν ανιχνεύεται από τα επιστημονικά όργανα του αισθητού κόσμου. Έτσι λοιπόν λέει ο Άγιος πως και αν μύριες φορές φέρεις στην διάνοιά σου τους θείους θησαυρούς, αλλά δεν πάθεις τα θεία και δεν δεις με τους νοερούς και πάνω από την διάνοια οφθαλμούς, ούτε βλέπεις ούτε έχεις αποκτήσει κάτι από τα θεία αληθινά. Είπα με νοερούς οφθαλμούς, καθόσον παρέχεται σ’ αυτούς η δύναμη του Πνεύματος, με την οποία βλέπονται αυτά, επειδή το πανίερο εκείνο θέαμα του θειοτάτου φωτός βρίσκεται πάνω από τους νοερούς οφθαλμούς339. Η διάνοια για τον Άγιο συμμετέχει στην εμπειρία αυτή, αλλά ως «τυφλή»· αυτό σημαίνει ότι έχει σαφή αίσθηση της μετοχής αλλά κατά κάποιον τρόπο δευτερογενώς. Εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος ότι όπως ένας τυφλός απέναντι στον ήλιο αισθάνεται εμπειρικά την ύπαρξη του ήλιου από την θερμότητά του, αλλά όχι από το φως του, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν ο νούς του ανθρώπου βλέπει την Άκτιστη Δόξα του Θεού ως Φως340· τότε η διάνοια έχει την σαφή εμπειρία της παρουσίας του Θεού, αλλά όχι ως Φως, εφόσον δεν είναι το κατάλληλο όργανο θέασης και νόησης του νοερού κόσμου. Αν η κτιστή φύση δεν είχε την δυνατότητα να μετέχει ενεργειακά στις Άκτιστες ενέργειες του Θεού, τότε η Θεολογία ως Επιστήμη θα ήταν εξωκοσμική, εξωπραγματική. Θα υπήρχαν δύο πραγματικότητες, που δεν θα μπορούσαν να κοινωνήσουν μεταξύ τους. Ο πιστός άνθρωπος θα καλούνταν να ζήσει κάτι σχιζοφρενικό· μία την ζωή της καθημερινότητας, που αναπτύσσεται μέσα στον κόσμο που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του και μία ζωή θεωρητική, άπιαστη, διανοητικής φύσης, φιλοσοφική, που θα είχε σχέση με τον κόσμο των ιδεών· τότε δικαίως θα επιζητούσε την έξοδο από το σώμα του για να ζήσει αυτήν την ιδεατή ζωή. Δικαίως το σώμα και η ύλη θα ήταν άλλης ποιότητας, υποδεέστερης του πνεύματος και των ιδεών, θα ήταν η φυλακή του πνεύματος, όπως διατυπώθηκε από διαφόρους φιλοσόφους.
Από την άλλη πλευρά το πεδίο ορισμού των Φυσικών Επιστημών εκτείνεται στην περιοχή της κτιστότητας, και μάλιστα στην περιοχή της αισθητής κτιστότητας, δηλαδή του υλικού κόσμου, που εμφανίζεται στις ανθρώπινες αισθήσεις με μία κλιμάκωση στην ποικιλία των εκφάνσεων της ύλης από τις «λεπτότερες» – αϋλότερες μορφές της στις «παχύτερες» και υλικότερες. Η διαβάθμιση ή η κατηγοριοποίηση αυτή δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως, από το ένα έως το άλλο άκρο, από τις αϋλότερες στις υλικότερες εκφάνσεις, διαφοροποιείται η φύση τους. Τα πάντα ανήκουν στην περιοχή των υλικών κτισμάτων, της αισθητής κτίσης, και κατ’ επέκταση αποτελούν υποχρεωτικά διαφορετικές εκφάνσεις του ιδίου φυράματος· τα πάντα είναι τόσο «υλικά» όσο και «άϋλα». Οι αϋλότερες – ενεργειακότερες ως προς την υφή τους οντότητες είναι οι βάσεις, οι ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά συστατικά για την κατασκευή των υλικότερων – σωματικότερων οντοτήτων που δομούν τον κόσμο μας. Τα πάντα είναι ενέργεια και κατανοούνται στην βάση τους, στον βαθύτερο πυρήνα τους ως ενέργεια341· ο,τιδήποτε μας περιβάλλει και συλλαμβάνεται είτε από τις αισθήσεις μας είτε από επιστημονικά όργανα μέτρησης αποτελεί προϊόν διαφορετικών μετασχηματισμών της ενέργειας· και αν η ενέργεια κατανοείται ευκολότερα μέσα από την έννοια των φωτονίων δηλαδή του φωτός, είμαστε πλασμένοι και εμείς στο αισθητό μας μέρος καθώς και ό,τι μας περιβάλλει από φως. Από φως άλλης όμως φύσης, νοερής, είναι πλασμένη και η ψυχή μας. Έτσι ευκολότερα μπορούμε να αντιληφθούμε την αδιάσπαστη ενότητα ολόκληρης της φύσης, δηλαδή ότι τα πάντα αποτελούν σάρκα εκ της σαρκός μας. Όλα τα αισθητά είναι πλασμένα λοιπόν από ενέργεια και επειδή η φύση τους είναι ενεργειακή δεν θα μπορούσαν να εκδηλώσουν, να φανερώσουν την ύπαρξή τους με άλλον τρόπο παρά ενεργώντας. Πράγματι κάτι που δεν ενεργεί, τόσο για την Θεολογία όσο και για την Φυσική δεν υπάρχει· πώς θα μπορούσε να υπάρχει άλλωστε αν η ύπαρξη του δεν ανιχνεύονταν, δεν ψηλαφώνταν με κάποιον τρόπο άμεσο ή έμμεσο;
Με όλα αυτά που αναφέρθηκαν καθίσταται σαφές πως δεν νομιμοποιείται καμία από τις δύο επιστήμες να υποκαταστήσει την άλλη στο πεδίο της έρευνάς της. Η πρώτη, η Θεολογία, ασχολείται με τον Άκτιστο Θεό και την ενεργειακή σχέση που έχει Αυτός με τον κόσμο Του, νοερό και αισθητό. Η δεύτερη, η Φυσική, ασχολείται με το πώς του αισθητού κόσμου, του μετρήσιμου από τις αισθήσεις και τα όργανά του. Δεν πρέπει επομένως να γελαστεί ο επιστήμονας της Φυσικής Επιστήμης και με τα όργανα της αισθητής κτιστότητας να αναζητήσει ούτε το Άκτιστο ούτε και το κτιστό του νοερού κόσμου, που είναι μεν κτιστό αλλά όχι αισθητό. Εάν αυτό το επιθυμήσει, το δικαιούται με την προϋπόθεση ότι πρέπει να ασκηθεί και στην Επιστήμη της πίστης, και έτσι να αποκτήσει διπλή ιδιότητα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τον επιστήμονα της πίστης· εάν θελήσει να έχει άποψη σοβαρή για το πώς των Φυσικών Επιστημών, πρέπει να το πράξει με τα εφόδια των ίδιων των Επιστημών, αποκτώντας και αυτός διπλή ιδιότητα, όπως έπραξαν και πράττουν πολλά μέλη της Εκκλησιαστικής κοινότητας.
Μετά από όσα παρατέθηκαν με πολύ προσοχή στην μελέτη αυτή, προκύπτει αβίαστα πως οι Φυσικές Επιστήμες δεν βρίσκονται σε αντίθεση με την Επιστήμη της Θεολογίας. Αντίθεση μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ επιστημόνων και θεολόγων, οι οποίοι δεν κατάλαβαν καλά ποιο είναι το πεδίο ορισμού και το γνωστικό αντικείμενο της Επιστήμης τους. Στα πλαίσια της Ορθόδοξης Θεολογίας η αντίθεση ή πολύ περισσότερο η σύγκρουση μεταξύ των δύο Επιστημών αποτελεί ψευδοπρόβλημα342. Απεναντίας για την Δυτική Θεολογία –Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών– υπάρχει πρόβλημα, εφόσον δεν δέχονται αφενός ότι υπάρχουν οι Άκτιστες ενέργειες του Θεού και αφετέρου την εμπειρική μετοχή του κτιστού σ’ αυτές τις Άκτιστες ενέργειες. Απορρίπτοντας την εμπειρική μετοχή του κτιστού ανθρώπου στις Άκτιστες ενέργειες του Δημιουργού, η Δυτική Θεολογία έπαψε να είναι θετική – πειραματική Επιστήμη και κατέστη θεωρητική, δηλαδή μία θεολογούσα Φιλοσοφία. Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η διάνοια να καταστεί για την Δυτική Θεολογία το κύριο εργαλείο έρευνας και για τις δύο Επιστήμες343, με αποτέλεσμα την διανοητικοποίηση της πίστης και επομένως την ιδεολογικοποίησή της344. Καρπός αυτής της θέσης και στάσης ζωής ήταν η Ιερά Εξέταση και η φοβία της μη εμπειρικής θεολογίας μήπως κλονιστούν τα θεμέλιά της από την εξέλιξη της Επιστήμης. Μία τέτοιου τύπου θεολογία χάνει την ευκαιρία να αναγνωρίσει τον άνθρωπο ως αποτελούμενο από νοερή και αισθητή φύση και τον υποβαθμίζει σε ον αποτελούμενο από ύλη και πνεύμα. Μ’ αυτήν την θεώρηση το πνεύμα δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά πλέον από την ύλη, εφόσον είναι προϊόν της διανοητικής διαδικασίας, προϊόν του εγκεφάλου. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις το πνεύμα αποτελεί μία από τις ποιότητες που περιέχονται μέσα στα δύο άκρα της αισθητής Δημιουργίας, του οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Για την Ορθόδοξη Θεολογία το πνεύμα, ο νους, η ψυχή, είναι έννοιες οντολογικές – υπαρξιακές και όχι διανοητικά προϊόντα· είναι πλασμένα με πρώτη ύλη από τον κόσμο της νοερής Δημιουργίας, που σχετίζονται με τον εγκέφαλο και την διάνοια, αλλά δεν μπορούν να υποβαθμιστούν σε προϊόντα τους345.
Είναι προφανές πως εάν γίνουν αποδεκτές οι θέσεις που καταγράφηκαν από την πλευρά των δύο Επιστημών, τότε δεν υπάρχει πεδίο σύγκρουσης. Αν αμφισβητηθούν οι θέσεις αυτές, τότε υπάρχει ο δρόμος της επιστημονικής μεθόδου της κάθε Επιστήμης, που προσφέρεται για την πειραματική επιβεβαίωση των θέσεων. Κάθε προσπάθεια να διερευνηθεί η αλήθεια της μιας Επιστήμης με την μεθοδολογία της άλλης, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αναπόφευκτη σύγκρουση και δημιουργία αβυσσαλέου χάσματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης των δύο Επιστημών αποτελούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, των οποίων οι απόψεις καταγράφηκαν στην μελέτη αυτή. Κατέχοντας οι Πατέρες την εγκύκλια γνώση των Επιστημών της εποχής τους και εντρυφώντας στην Επιστήμη της πίστης άφησαν κείμενα που ακόμα και σήμερα έχουν πολλά να πούν και να διδάξουν.
Σημειώσεις
328. Βλ. Προκοπίου Γαζαίου, Εις την Γένεσιν Ερμηνεία, PG 87A, 40A
329. «Ὕλη τὸ πλέον ἐστὶ σὺν εἴδεσι κινυμένοισι». Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου, Έπη Δογματικά, Δ΄ Περί Κόσμου, PG 37, 417Α, ΕΠΕ 8, 268, 19 – 21.
«οὐρανὸν καὶ γῆν… τὰ ἔσχατα τῶν διὰ τῆς αἰσθήσεως ἡμῖν γινωσκομένων ὁ λόγος ὠνόμασεν». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 264, 3 – 6.
«… οὕτω καὶ ὁ Μωϋσῆς τῆς ὑλικῆς τοῦ παντὸς κόσμου καταβολῆς τὴν ἔνδειξιν διὰ τῶν περάτων πεποίηται». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 276, 21 – 22.
330. «Ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως κατάστασις ταῖς ὑπερκοσμίοις δυνάμεσι πρέπουσα, ἡ ὑπέρχρονος, ἡ αἰωνία, ἡ ἀΐδιος. Δημιουργήματα δὲ ἐν αὐτῇ ὁ τῶν ὅλων κτίστης καὶ δημιουργὸς ἀπετέλεσε, φῶς νοητὸν πρέπον τῇ μακαριότητι τῶν φιλούντων τὸν Κύριον, τὰς λογικὰς καὶ ἀοράτους φύσεις, καὶ πᾶσαν τὴν τῶν νοητῶν διακόσμησιν, ὅσα τὴν ἡμετέραν διάνοιαν ὑπερβαίνει, ὧν οὐδὲ τὰς ὀνομασίας ἐξευρεῖν δυνατόν. Ταῦτα τοῦ ἀοράτου κόσμου συμπληροῖ τὴν οὐσίαν, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ Παῦλος, λέγων, Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, εἴτε ὁρατά, εἴτε ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαὶ, εἴτε ἐξουσίαι, εἴτε δυνάμεις, εἴτε ἀγγέλων στρατιαὶ, εἴτε ἀρχαγγέλων ἐπιστασίαι· ὅτε δὲ ἔδει λοιπὸν καὶ τὸν κόσμον τοῦτον ἐπεισαχθῆναι τοῖς οὖσι, προηγουμένως μὲν διδασκαλεῖον καὶ παιδευτήριον τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν· ἔπειτα μέντοι καὶ ἁπαξαπλῶς πάντων τῶν ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ ἐπιτήδειον ἐνδιαίτημα, συμφυὴς ἄρα τῷ κόσμῳ, καὶ τοῖς ἐν αὐτῷ ζῴοις τε καὶ φυτοῖς, ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη…». Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 13Α, Β, ΕΠΕ 4, 36 – 38.
331. «Κόσμων δ’ ὃς μὲν ἔην προγενέστερος οὐρανὸς ἄλλος, θειοφόρων χώρημα, μόνοις τε νόεσσι θεητὸν, παμφαὲς, εἰς ὃν ἔπειτα Θεοῦ βροτὸς ἔνθεν ὁδεύει, Εὖτε Θεὸς τελέθῃσι, νόον καὶ σάρκα καθήρας· αὐτὰρ ὅ γε θνητοῖσι πάγη θνατὸς, ἡνίκ’ ἔμελλε στήσεσθαι φαέων τε χάρις κῆρύξ τε Θεοῖο, κάλλεΐ τε μεγέθει τε, καὶ εἰκόνος ἐμβασίλευμα· πρῶτος δ’ ὑστάτιός τε Θεοῦ μεγάλοιο λόγοισι». Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου, Έπη Δογματικά, Δ΄ Περί Κόσμου, PG 37, 423Α, 93 – 100. Η μετάφραση πάρθηκε από τις εκδ. ΕΠΕ 8, 272, 93 – 100.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
4. ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ
4.1. Διάκριση νοερών και αισθητών δημιουργημάτων – κτιστής και Άκτιστης φύσης
Αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο πως οι Πατέρες της Εκκλησίας στην Βιβλική διήγηση αναγνωρίζουν στις λέξεις ουρανός και γη τα δύο ακρότατα της υλικής Δημιουργίας και ότι κατά τις επόμενες ημέρες ο Θεός δεν έπλασε τίποτε εκ του μη όντος, ἀλλ’ ἐξ ὦν κατὰ τὴν πρώτην εἰργάσατο328. Τονίστηκε επομένως η υλικότητα της αισθητής Δημιουργίας που ξεκίνησε κατά την πρώτη ημέρα329. Έτσι το σύνολο της αισθητής (άμεσα ή έμμεσα) δημιουργίας, που εμφανίζεται στις αισθήσεις του ανθρώπου είτε ως κάτι υλικότερο – σωματικότερο, είτε ως αϋλότερο – ενεργειακότερο έχει ως βάση του την υλικότητα. Ακόμη και τα πλέον «άϋλα» σωματίδια, όπως είναι τα φωτόνια που θεωρούνται «καθαρή» ενέργεια έχουν φύση υλική, παρά το γεγονός ότι η ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα αδυνατεί να συλλάβει την υλικότητά τους. Η Επιστήμη της Φυσικής με σαφήνεια τα κατατάσσει στα στοιχειώδη σωματίδια του Καθιερωμένου Προτύπου όχι βέβαια ως σωματίδια που δομούν την ύλη, αλλά ως σωματίδια που είναι φορείς αλληλεπιδράσεων μεταξύ αυτών που δομούν την ύλη.
Προς αποφυγή παρερμηνειών και για να μην νοηθεί πως τα πάντα είναι μόνον υλικά, επομένως και ο άνθρωπος, εφόσον δημιουργήθηκε κατά την έκτη ημέρα και τα προϋπάρχοντα δομικά συστατικά είναι αυτά της πρώτης, που είναι υλικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι Πατέρες δέχονται επιπλέον της αισθητής – υλικής Δημιουργίας και αυτήν των νοερών υπάρξεων, των αγγελικών δυνάμεων, οι οποίες αν και είναι δημιουργήματα δεν είναι πλασμένες από το ίδιο «υλικό» από το οποίο συνίσταται η υλική δημιουργία. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει στην Εξαήμερό του πως υπήρχε μία κατάσταση πρεσβυτέρα τής δημιουργίας τού κόσμου αρμόζουσα στις υπερκόσμιες δυνάμεις, η υπέρχρονη, η αιώνια, η αΐδια. Ο δε των όλων κτίστης και δημιουργός στην κατάσταση αυτή έπλασε δημιουργήματα, το νοητόν φως, που στολίζει την μακαριότητα τών αγαπώντων τον Κύριο, τις λογικές και αόρατες φύσεις, και όλον τον αρμονικό κόσμο των νοητών, όσα υπερβαίνουν την διάνοιά μας, όσων δεν είναι δυνατόν να συλλάβουμε ούτε τις ονομασίες. Αυτά απαρτίζουν την ουσία τού αοράτου κόσμου… Και όταν ήρθε η ώρα να εισαχθεί στα όντα ο κόσμος αυτός… όλων όσα αναπτύσσονται και φθείρονται, τότε κτίστηκε ως βάση η ροή του χρόνου σύμφυτη με τον κόσμο…330. Ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος αναφέρει το ίδιο καθαρά την ύπαρξη δύο κόσμων, με τον κόσμο των νοερών δυνάμεων να προηγείται του αισθητού κόσμου τής εξαήμερης Δημιουργίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά στα δογματικά του έπη: Κι οι κόσμοι δυό· παλιότερος, ουρανός άλλος, τούτος, νόημα όσων τον Θεό χωρούν, του νου ορασιά μονάχα ολόφωτη, όπου αργότερα δώθε ο θνητός βαδίζει, θεός πια σαν έχει τελειωθεί νου αγνίζοντας και σάρκα. Ο άλλος θνητός για τους θνητούς εχτίστη, για να γίνει χάρμα των άστρων των λαμπρών, με τ’ άπειρό του κάλλος, του πλάστη δοξολογητής, παλάτι της εικόνας κι απ’ του Θεού το νου βγήκε ο πρώτος κι ο στερνός331.
Είναι ξεκάθαρη η θέση των Πατέρων για την ύπαρξη των δύο κόσμων, αυτού των νοερών δυνάμεων και του κόσμου της αισθητής Δημιουργίας. Ο πρώτος κόσμος δημιουργημένος και αυτός εκ του μη όντος, είναι προϊόν του θελήματος του Δημιουργού, εφόσον όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος λέει, απ’ του Θεού το νου βγήκε ο πρώτος κι ο στερνός. Πρόκειται επομένως για μία πρώτη Δημιουργία η οποία δεν έγινε εν χρόνω, όπως ο κόσμος της αισθητής Δημιουργίας, αλλά μέσα στους αιώνες. Ο κόσμος αυτός είναι απαλλαγμένος από τον χρόνο και την φθορά που υφίστανται τα εν χρόνω δημιουργήματα, αλλά όχι απαλλαγμένος από την τροπή, εφόσον ως λογικές υπάρξεις οι υπερκόσμιες δυνάμεις έχουν ως οντολογικό τους χαρακτηριστικό το αυτεξούσιο. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος της πτώσης του Εωσφόρου και του τάγματός του. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως αναφερόμενος στους αγγέλους σχολιάζει πως, μερικοί λένε ότι δημιουργήθηκαν πριν απ’ όλη τη δημιουργία, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που λέει: «(Ο Θεός) πρώτα συλλαμβάνει στο νου τις ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, και η σκέψη του έγινε πράξη». Άλλοι λένε ότι δημιουργήθηκαν μετά τη δημιουργία του πρώτου ουρανού. Όλοι βέβαια συμφωνούν ότι έγιναν πριν την πλάση του ανθρώπου. Εγώ συμφωνώ με το Θεολόγο Γρηγόριο. Διότι έπρεπε πρώτα να δημιουργηθούν οι νοερές ουσίες, έπειτα τα αισθητά, και στο τέλος και από τα δύο ο άνθρωπος332.
Ο άνθρωπος πράγματι για τους Πατέρες της Εκκλησίας αποτελεί την κορωνίδα της κτίσης, εφόσον συγκεφαλαιώνει την αισθητή και τη νοερή Δημιουργία έχοντας σώμα από τον κόσμο της αισθητής και ψυχή από τον κόσμο της νοερής Δημιουργίας, σε μία θαυμαστή σύζευξη των δύο κόσμων, του νοερού και του αισθητού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος πλάστηκε τελευταίος όλων των δημιουργημάτων, τῶν κόσμων ἀμφοτέρων ἐχόμενον καὶ ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦντα τοὺς κόσμους, τὸν ὁρατὸν τοῦτον λέγω καὶ τὸν ἀόρατον333.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι υπάρχει και άλλο είδος, άλλη ποιότητα κτιστής φύσης, που είναι διαφορετική της υλικής φύσης του αισθητού και «δεύτερου» κόσμου. Η κτιστή αυτή φύση είναι των νοερών δυνάμεων, που είναι άϋλες συγκρινόμενες με οποιαδήποτε ποιότητα της υλικής Δημιουργίας. Έτσι, μέσα στην υλική Δημιουργία έχουμε μία κλιμάκωση από αϋλότερα προς υλικότερα αισθητά σώματα· από ένα φωτόνιο ως μία πέτρα. Όλα όμως αυτά, από τον «ουρανό» ως την «γη» της Βιβλικής διήγησης, είναι του αισθητού – υλικού κόσμου. Οι νοερές φύσεις είναι κτιστές αλλά όχι υλικές· είναι του ιδίου φυράματος με την αισθητή Δημιουργία μόνον σε ό,τι αφορά στην κτιστότητα. Το «υλικό» όμως από το οποίο είναι πλασμένες δεν είναι του αισθητού κόσμου τούτου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει την διδασκαλία αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας με πολύ ενάργεια λέγοντας: Ο ίδιος είναι κτίστης και δημιουργός των αγγέλων, τους οποίους έφερε στην ύπαρξη από το μηδέν, και τους έκαμε σύμφωνα με τη δική του εικόνα να είναι ασώματη φύση, σαν κάποιος άνεμος ή άϋλη φωτιά, όπως το λέει ο θείος Δαβίδ: «Αυτός που κάνει τους αγγέλους ασώματα πνεύματα και τους λειτουργούς του σαν φλόγα φωτιάς»· έτσι περιγράφει την ευκινησία, τη φλογερότητα, τη θερμότητα, τη διεισδυτικότητα και την ταχύτητά τους στον πόθο και τη διακονία του Θεού, καθώς και την προσήλωσή τους προς τα άνω και την απομάκρυνση από κάθε υλική φροντίδα. Ο άγγελος, λοιπόν, είναι νοερή ουσία, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη, που διακονεί το Θεό και έλαβε κατά χάριν στη φύση της την αθανασία· τη μορφή και την κατάσταση αυτής της υπάρξεως μόνον ο δημιουργός της γνωρίζει. Σε σχέση με μας είναι ασώματη και άϋλη· αλλά, κάθε τι που συγκρίνεται με τον μόνο ασύγκριτο Θεό είναι παχύ και υλικό· διότι μόνο το θείο είναι όντως άϋλο και ασώματο. Ο άγγελος, λοιπόν, είναι φύση λογική, νοερή και αυτεξούσια, μεταβλητή στην προαίρεση, δηλαδή στη θέληση· διότι κάθε κτιστό είναι και μεταβλητό, ενώ μόνο το άκτιστο είναι αμετάβλητο. Κάθε λογικό επίσης είναι και αυτεξούσιο. (Ο άγγελος), λοιπόν, σαν λογική και νοερή φύση είναι αυτεξούσιος· σαν κτιστή φύση είναι μεταβλητή, έχοντας τη δυνατότητα και να διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό αλλά και να πηγαίνει προς το χειρότερο334.
Από όλα όσα παρατέθηκαν μπορούμε να πούμε πως σε μία πρώτη προσέγγιση υπάρχουν δύο ειδών φύσεις, η Άκτιστη φύση, που είναι η φύση του Άκτιστου, Άναρχου, Τριαδικού Θεού και οι κτιστές – δημιουργημένες φύσεις, που έχουν αιτία τους τον Άκτιστο Θεό και είναι αυτές των νοερών δυνάμεων και του αισθητού κόσμου. Τόσο ο νοερός κόσμος, όσο και ο αισθητός είναι «υλικοί» συγκρινόμενοι με τον μόνο άϋλο, τον Άκτιστο Θεό. Μεταξύ των δύο κτιστών κόσμων, του νοερού και του αισθητού, ο νοερός, ο των υπερκοσμίων αγγελικών ταγμάτων, είναι άϋλος συγκρινόμενος με οποιαδήποτε φυσική οντότητα του αισθητού κόσμου. Η ουσία των νοερών δυνάμεων είναι μη αισθητή που σημαίνει πως δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε και με την «αϋλότερη» αισθητή φυσική οντότητα, όπως είναι το φωτόνιο που είναι καθαρή ενέργεια και οι αισθήσεις μας το αντιλαμβάνονται ως άϋλο. Άλλωστε οι νοερές ουσίες είναι και λογικές, δηλαδή αυτεξούσιες που σημαίνει πως διαφοροποιούνται με μία αβυσσαλέα απόσταση από την οποιαδήποτε «άϋλη» αλλά συνάμα άλογη αισθητή φύση. Επιπλέον στοιχεία για διαφορές μεταξύ του αισθητού και νοερού κόσμου μας δίνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας για τους αγγέλους πως ο χώρος τούς περιορίζει· διότι όταν είναι στον ουρανό, δεν βρίσκονται στη γη· αλλά η φύση τους δεν υπόκειται τους περιορισμούς της αισθητής φύσης. Έτσι τα τείχη, οι πόρτες… δεν τους περιορίζουν· διότι δεν έχουν όρια… Επειδή είναι πνευματικά όντα, ζουν σε τόπους πνευματικούς, χωρίς να περιορίζονται όπως τα σώματα· διότι δεν παίρνουν το σχήμα του σώματος σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, ούτε έχουν τρεις διαστάσεις, αλλά παρουσιάζονται και ενεργούν πνευματικά, όπου διαταχθούν· δεν μπορούν βέβαια στο ίδιο χρονικό διάστημα να βρίσκονται και να ενεργούν εδώ κι εκεί. Δεν γνωρίζουμε εάν οι άγγελοι είναι μεταξύ τους ίσοι στην ουσία ή διαφέρουν. Το γνωρίζει μόνον ο παντογνώστης Θεός, ο οποίος τους έπλασε335. Βλέπουμε λοιπόν με πόση σαφήνεια ο Άγιος του Θεού περιγράφει τον κόσμο της νοερής Δημιουργίας, που είναι κοινός με αυτόν της αισθητής Δημιουργίας ως προς την κτιστότητα, αλλά διαφοροποείται τόσο πολύ ως προς τα άλλα του χαρακτηριστικά, ώστε να μην υπακούει στους φυσικούς νόμους της αισθητής Δημιουργίας· οι νοερές δυνάμεις περιορίζονται μέσα στον χώρο, όπως ο Άγιος παρατηρεί, αλλά δεν είναι τρισδιάστατα όντα, όπως η οποιαδήποτε φυσική οντότητα της αισθητής Δημιουργίας, δεν παίρνουν το σχήμα του σώματος σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους.
4.2. Τα όρια τών δύο Επιστημών. Αντίθεση καί σύνθεση
Μετά από τις αποσαφηνίσεις που έγιναν στην προηγούμενη παράγραφο, οριοθετούνται τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η κάθε Επιστήμη. Χρησιμοποιώντας την μαθηματική έννοια τού πεδίου ορισμού μπορούμε να πούμε πως έχουν διαφορετικά πεδία ορισμού. Το πεδίο ορισμού τής Θεολογίας εκτείνεται στο άπειρο, καθόσον στόχος των επιστημόνων της πίστης είναι η εμπειρική βίωση του Άπειρου και Άκτιστου Θεού μέσα από την μετοχή των Ακτίστων ενεργειών Του, της Άκτιστης Χάρης Του. Το πεδίο ορισμού των Φυσικών Επιστημών εκτείνεται στην περιοχή της κτιστότητας, και μάλιστα στην περιοχή της αισθητής κτιστότητας, δηλαδή του υλικού κόσμου. Οι Φυσικοί επιστήμονες που γνωρίζουν το πεδίο ορισμού της Επιστήμης τους, δεν έχουν στο πεδίο τής έρευνάς τους τον Άπειρο και Άκτιστο Θεό, αλλά τα πλάσματά Του της υλικής Δημιουργίας· όπου οι εξισώσεις τους οδηγούν σε απειρισμούς, τους θεωρούν ως «σκληρότητες» που με κάποιον τρόπο πρέπει να «απαλυνθούν» για να μπορέσουν να πάρουν απαντήσεις και να κάνουν μετρήσεις.
Οι επιστήμονες της πίστης – Θεολογίας ασχολούνται με την εμπειρική βίωση του Άκτιστου Θεού. Δεν είναι όμως εξωκοσμικοί, εφόσον ο Άκτιστος Θεός από άπειρη αγάπη έπλασε τα πλάσματά Του και τα κάλεσε σε κοινωνία μαζί Του. Το αντικείμενο της Επιστήμης τους είναι τα περί του Θεού, αλλά όχι ξεκομμένα από την σχέση τους με τον κόσμο, διότι ο Άκτιστος Θεός δεν έπαψε και δεν θα πάψει ποτέ να ενεργεί με τις Άκτιστες ενέργειές Του, να προνοεί, να ζωογονεί, να συντηρεί τον κόσμο. Το γεγονός ότι ο Άκτιστος Λόγος του Θεού σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν336, δηλαδή δεν απαξίωσε να σαρκωθεί, να μετάσχει του ημετέρου φυράματος337, δείχνει αφενός την απεριόριστη αγάπη για το πλάσμα Του και αφετέρου την τιμή που αποδίδει στον αισθητό και στον νοερό κόσμο που δημιούργησε, εφόσον ο άνθρωπος συγκεφαλαιώνει τους δύο κόσμους έχοντας σώμα από τον κόσμο τον αισθητό και ψυχή από τον κόσμο τον νοερό. Έτσι λοιπόν το γεγονός ότι το πεδίο ορισμού της Επιστήμης της Θεολογίας εκτείνεται στο άπειρο, δεν σημαίνει πως δεν εμπεριέχει μέσα του και το πεπερασμένο πεδίο ορισμού των Φυσικών Επιστημών· αναφέρθηκε ότι εκτείνεται στο άπειρο και όχι ότι είναι μόνο το άπειρο. Απεναντίας αυτό που εκτείνεται στο άπειρο αγκαλιάζει και το πεπερασμένο. Οι επιστήμονες της πίστης βεβαιώνουν πως είναι δυνατή η μετοχή της κτιστής φύσης στην Άκτιστη Χάρη του Θεού, στις Άκτιστες ενέργειές Του. Έτσι, σκοπός της Επιστήμης της Ακαδημαϊκής Θεολογίας είναι να βοηθήσει διακονώντας μέσα από τα επιμέρους αντικείμενά της στο μπόλιασμα της κτιστής Φύσης με τον Άκτιστο Θεό, ώστε κάθε επιστημονικό πεδίο να αποτελέσει εφαλτήριο για την βελτίωση του τρόπου και των συνθηκών ζωής του ανθρώπου· ένα εφαλτήριο που θα οδηγεί από την κτίση στον Κτίστη. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και η προσέγγιση και η πιθανή σύνθεση των δύο Επιστημών. Το κτιστό έχει την δυνατότητα να μετέχει ενεργειακά μέσα στο Άκτιστο. Με τον τρόπο αυτό το Άκτιστο, ο Θεός, παύει να είναι αφηρημένη έννοια· γίνεται κάτι συγκεκριμένο, γίνεται πρόσωπο που καλεί σε γνωριμία, σε κοινωνία προσώπων, σε κοινωνία αγάπης, όχι σε θεωρητικό ή διανοητικό επίπεδο, αλλά σε πρακτικό – εμπειρικό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον δεν διδάσκεται με λόγια ο Θεός και δεν προσεγγίζεται εύκολα με έννοιες· ο,τιδήποτε και αν πει κανείς θα είναι πολύ λίγο για να περιγράψει κάτι που από τη φύση του είναι εμπειρικό, βεβαιώνεται πειραματικά ως μετοχή του όλου ψυχοσωματικού ανθρώπου, ἐν πάσῃ αἰσθήσει338. Δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστεί κάτι από το μέρος, την διάνοια, όταν από τη φύση του απαιτεί τη συμμετοχή του σύνολου ανθρώπου. Δεν μπορεί κανείς να αγαπήσει μόνο με το μυαλό του. Η αγάπη δεν είναι υπόθεση διανοητική αλλά πρωτίστως υπαρξιακή. Οι επιστήμονες της πίστης, με την βεβαιότητα που έχουν τα πειραματικά – εμπειρικά αποτελέσματα της αγαπητικής σχέσης τους με τον Άκτιστο Θεό, εξηγούν ότι η θέα του Άκτιστου Θεού δεν πραγματοποιείται με τους φυσικούς οφθαλμούς, αλλά με τους νοερούς, δηλαδή με τα αισθητήρια του νοερού μέρους της ύπαρξης του ανθρώπου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως το αισθητό μέρος της ύπαρξης του ανθρώπου μένει αμέτοχο στην εμπειρία αυτή· απεναντίας, όπως προαναφέρθηκε πρόκειται για μία εμπειρία που γίνεται εν απολύτω αισθήσει. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με ενάργεια εξηγεί ότι στην εμπειρία του Άκτιστου Θεού μετέχει ο άνθρωπος με όλες του τις δυνάμεις, επομένως και με την διάνοιά του· στην εμπειρία όμως αυτή το κύριο γνωστικό όργανο δεν είναι η διάνοια –όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες Επιστήμες–, αλλά ο νους του ανθρώπου, που είναι προερχόμενος εκ του νοερού κόσμου και γι’ αυτό δεν ανιχνεύεται από τα επιστημονικά όργανα του αισθητού κόσμου. Έτσι λοιπόν λέει ο Άγιος πως και αν μύριες φορές φέρεις στην διάνοιά σου τους θείους θησαυρούς, αλλά δεν πάθεις τα θεία και δεν δεις με τους νοερούς και πάνω από την διάνοια οφθαλμούς, ούτε βλέπεις ούτε έχεις αποκτήσει κάτι από τα θεία αληθινά. Είπα με νοερούς οφθαλμούς, καθόσον παρέχεται σ’ αυτούς η δύναμη του Πνεύματος, με την οποία βλέπονται αυτά, επειδή το πανίερο εκείνο θέαμα του θειοτάτου φωτός βρίσκεται πάνω από τους νοερούς οφθαλμούς339. Η διάνοια για τον Άγιο συμμετέχει στην εμπειρία αυτή, αλλά ως «τυφλή»· αυτό σημαίνει ότι έχει σαφή αίσθηση της μετοχής αλλά κατά κάποιον τρόπο δευτερογενώς. Εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος ότι όπως ένας τυφλός απέναντι στον ήλιο αισθάνεται εμπειρικά την ύπαρξη του ήλιου από την θερμότητά του, αλλά όχι από το φως του, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν ο νούς του ανθρώπου βλέπει την Άκτιστη Δόξα του Θεού ως Φως340· τότε η διάνοια έχει την σαφή εμπειρία της παρουσίας του Θεού, αλλά όχι ως Φως, εφόσον δεν είναι το κατάλληλο όργανο θέασης και νόησης του νοερού κόσμου. Αν η κτιστή φύση δεν είχε την δυνατότητα να μετέχει ενεργειακά στις Άκτιστες ενέργειες του Θεού, τότε η Θεολογία ως Επιστήμη θα ήταν εξωκοσμική, εξωπραγματική. Θα υπήρχαν δύο πραγματικότητες, που δεν θα μπορούσαν να κοινωνήσουν μεταξύ τους. Ο πιστός άνθρωπος θα καλούνταν να ζήσει κάτι σχιζοφρενικό· μία την ζωή της καθημερινότητας, που αναπτύσσεται μέσα στον κόσμο που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του και μία ζωή θεωρητική, άπιαστη, διανοητικής φύσης, φιλοσοφική, που θα είχε σχέση με τον κόσμο των ιδεών· τότε δικαίως θα επιζητούσε την έξοδο από το σώμα του για να ζήσει αυτήν την ιδεατή ζωή. Δικαίως το σώμα και η ύλη θα ήταν άλλης ποιότητας, υποδεέστερης του πνεύματος και των ιδεών, θα ήταν η φυλακή του πνεύματος, όπως διατυπώθηκε από διαφόρους φιλοσόφους.
Από την άλλη πλευρά το πεδίο ορισμού των Φυσικών Επιστημών εκτείνεται στην περιοχή της κτιστότητας, και μάλιστα στην περιοχή της αισθητής κτιστότητας, δηλαδή του υλικού κόσμου, που εμφανίζεται στις ανθρώπινες αισθήσεις με μία κλιμάκωση στην ποικιλία των εκφάνσεων της ύλης από τις «λεπτότερες» – αϋλότερες μορφές της στις «παχύτερες» και υλικότερες. Η διαβάθμιση ή η κατηγοριοποίηση αυτή δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως, από το ένα έως το άλλο άκρο, από τις αϋλότερες στις υλικότερες εκφάνσεις, διαφοροποιείται η φύση τους. Τα πάντα ανήκουν στην περιοχή των υλικών κτισμάτων, της αισθητής κτίσης, και κατ’ επέκταση αποτελούν υποχρεωτικά διαφορετικές εκφάνσεις του ιδίου φυράματος· τα πάντα είναι τόσο «υλικά» όσο και «άϋλα». Οι αϋλότερες – ενεργειακότερες ως προς την υφή τους οντότητες είναι οι βάσεις, οι ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά συστατικά για την κατασκευή των υλικότερων – σωματικότερων οντοτήτων που δομούν τον κόσμο μας. Τα πάντα είναι ενέργεια και κατανοούνται στην βάση τους, στον βαθύτερο πυρήνα τους ως ενέργεια341· ο,τιδήποτε μας περιβάλλει και συλλαμβάνεται είτε από τις αισθήσεις μας είτε από επιστημονικά όργανα μέτρησης αποτελεί προϊόν διαφορετικών μετασχηματισμών της ενέργειας· και αν η ενέργεια κατανοείται ευκολότερα μέσα από την έννοια των φωτονίων δηλαδή του φωτός, είμαστε πλασμένοι και εμείς στο αισθητό μας μέρος καθώς και ό,τι μας περιβάλλει από φως. Από φως άλλης όμως φύσης, νοερής, είναι πλασμένη και η ψυχή μας. Έτσι ευκολότερα μπορούμε να αντιληφθούμε την αδιάσπαστη ενότητα ολόκληρης της φύσης, δηλαδή ότι τα πάντα αποτελούν σάρκα εκ της σαρκός μας. Όλα τα αισθητά είναι πλασμένα λοιπόν από ενέργεια και επειδή η φύση τους είναι ενεργειακή δεν θα μπορούσαν να εκδηλώσουν, να φανερώσουν την ύπαρξή τους με άλλον τρόπο παρά ενεργώντας. Πράγματι κάτι που δεν ενεργεί, τόσο για την Θεολογία όσο και για την Φυσική δεν υπάρχει· πώς θα μπορούσε να υπάρχει άλλωστε αν η ύπαρξη του δεν ανιχνεύονταν, δεν ψηλαφώνταν με κάποιον τρόπο άμεσο ή έμμεσο;
Με όλα αυτά που αναφέρθηκαν καθίσταται σαφές πως δεν νομιμοποιείται καμία από τις δύο επιστήμες να υποκαταστήσει την άλλη στο πεδίο της έρευνάς της. Η πρώτη, η Θεολογία, ασχολείται με τον Άκτιστο Θεό και την ενεργειακή σχέση που έχει Αυτός με τον κόσμο Του, νοερό και αισθητό. Η δεύτερη, η Φυσική, ασχολείται με το πώς του αισθητού κόσμου, του μετρήσιμου από τις αισθήσεις και τα όργανά του. Δεν πρέπει επομένως να γελαστεί ο επιστήμονας της Φυσικής Επιστήμης και με τα όργανα της αισθητής κτιστότητας να αναζητήσει ούτε το Άκτιστο ούτε και το κτιστό του νοερού κόσμου, που είναι μεν κτιστό αλλά όχι αισθητό. Εάν αυτό το επιθυμήσει, το δικαιούται με την προϋπόθεση ότι πρέπει να ασκηθεί και στην Επιστήμη της πίστης, και έτσι να αποκτήσει διπλή ιδιότητα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τον επιστήμονα της πίστης· εάν θελήσει να έχει άποψη σοβαρή για το πώς των Φυσικών Επιστημών, πρέπει να το πράξει με τα εφόδια των ίδιων των Επιστημών, αποκτώντας και αυτός διπλή ιδιότητα, όπως έπραξαν και πράττουν πολλά μέλη της Εκκλησιαστικής κοινότητας.
Μετά από όσα παρατέθηκαν με πολύ προσοχή στην μελέτη αυτή, προκύπτει αβίαστα πως οι Φυσικές Επιστήμες δεν βρίσκονται σε αντίθεση με την Επιστήμη της Θεολογίας. Αντίθεση μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ επιστημόνων και θεολόγων, οι οποίοι δεν κατάλαβαν καλά ποιο είναι το πεδίο ορισμού και το γνωστικό αντικείμενο της Επιστήμης τους. Στα πλαίσια της Ορθόδοξης Θεολογίας η αντίθεση ή πολύ περισσότερο η σύγκρουση μεταξύ των δύο Επιστημών αποτελεί ψευδοπρόβλημα342. Απεναντίας για την Δυτική Θεολογία –Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών– υπάρχει πρόβλημα, εφόσον δεν δέχονται αφενός ότι υπάρχουν οι Άκτιστες ενέργειες του Θεού και αφετέρου την εμπειρική μετοχή του κτιστού σ’ αυτές τις Άκτιστες ενέργειες. Απορρίπτοντας την εμπειρική μετοχή του κτιστού ανθρώπου στις Άκτιστες ενέργειες του Δημιουργού, η Δυτική Θεολογία έπαψε να είναι θετική – πειραματική Επιστήμη και κατέστη θεωρητική, δηλαδή μία θεολογούσα Φιλοσοφία. Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η διάνοια να καταστεί για την Δυτική Θεολογία το κύριο εργαλείο έρευνας και για τις δύο Επιστήμες343, με αποτέλεσμα την διανοητικοποίηση της πίστης και επομένως την ιδεολογικοποίησή της344. Καρπός αυτής της θέσης και στάσης ζωής ήταν η Ιερά Εξέταση και η φοβία της μη εμπειρικής θεολογίας μήπως κλονιστούν τα θεμέλιά της από την εξέλιξη της Επιστήμης. Μία τέτοιου τύπου θεολογία χάνει την ευκαιρία να αναγνωρίσει τον άνθρωπο ως αποτελούμενο από νοερή και αισθητή φύση και τον υποβαθμίζει σε ον αποτελούμενο από ύλη και πνεύμα. Μ’ αυτήν την θεώρηση το πνεύμα δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά πλέον από την ύλη, εφόσον είναι προϊόν της διανοητικής διαδικασίας, προϊόν του εγκεφάλου. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις το πνεύμα αποτελεί μία από τις ποιότητες που περιέχονται μέσα στα δύο άκρα της αισθητής Δημιουργίας, του οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Για την Ορθόδοξη Θεολογία το πνεύμα, ο νους, η ψυχή, είναι έννοιες οντολογικές – υπαρξιακές και όχι διανοητικά προϊόντα· είναι πλασμένα με πρώτη ύλη από τον κόσμο της νοερής Δημιουργίας, που σχετίζονται με τον εγκέφαλο και την διάνοια, αλλά δεν μπορούν να υποβαθμιστούν σε προϊόντα τους345.
Είναι προφανές πως εάν γίνουν αποδεκτές οι θέσεις που καταγράφηκαν από την πλευρά των δύο Επιστημών, τότε δεν υπάρχει πεδίο σύγκρουσης. Αν αμφισβητηθούν οι θέσεις αυτές, τότε υπάρχει ο δρόμος της επιστημονικής μεθόδου της κάθε Επιστήμης, που προσφέρεται για την πειραματική επιβεβαίωση των θέσεων. Κάθε προσπάθεια να διερευνηθεί η αλήθεια της μιας Επιστήμης με την μεθοδολογία της άλλης, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αναπόφευκτη σύγκρουση και δημιουργία αβυσσαλέου χάσματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης των δύο Επιστημών αποτελούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, των οποίων οι απόψεις καταγράφηκαν στην μελέτη αυτή. Κατέχοντας οι Πατέρες την εγκύκλια γνώση των Επιστημών της εποχής τους και εντρυφώντας στην Επιστήμη της πίστης άφησαν κείμενα που ακόμα και σήμερα έχουν πολλά να πούν και να διδάξουν.
328. Βλ. Προκοπίου Γαζαίου, Εις την Γένεσιν Ερμηνεία, PG 87A, 40A
329. «Ὕλη τὸ πλέον ἐστὶ σὺν εἴδεσι κινυμένοισι». Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου, Έπη Δογματικά, Δ΄ Περί Κόσμου, PG 37, 417Α, ΕΠΕ 8, 268, 19 – 21.
«οὐρανὸν καὶ γῆν… τὰ ἔσχατα τῶν διὰ τῆς αἰσθήσεως ἡμῖν γινωσκομένων ὁ λόγος ὠνόμασεν». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 264, 3 – 6.
«… οὕτω καὶ ὁ Μωϋσῆς τῆς ὑλικῆς τοῦ παντὸς κόσμου καταβολῆς τὴν ἔνδειξιν διὰ τῶν περάτων πεποίηται». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 276, 21 – 22.
330. «Ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως κατάστασις ταῖς ὑπερκοσμίοις δυνάμεσι πρέπουσα, ἡ ὑπέρχρονος, ἡ αἰωνία, ἡ ἀΐδιος. Δημιουργήματα δὲ ἐν αὐτῇ ὁ τῶν ὅλων κτίστης καὶ δημιουργὸς ἀπετέλεσε, φῶς νοητὸν πρέπον τῇ μακαριότητι τῶν φιλούντων τὸν Κύριον, τὰς λογικὰς καὶ ἀοράτους φύσεις, καὶ πᾶσαν τὴν τῶν νοητῶν διακόσμησιν, ὅσα τὴν ἡμετέραν διάνοιαν ὑπερβαίνει, ὧν οὐδὲ τὰς ὀνομασίας ἐξευρεῖν δυνατόν. Ταῦτα τοῦ ἀοράτου κόσμου συμπληροῖ τὴν οὐσίαν, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ Παῦλος, λέγων, Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, εἴτε ὁρατά, εἴτε ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαὶ, εἴτε ἐξουσίαι, εἴτε δυνάμεις, εἴτε ἀγγέλων στρατιαὶ, εἴτε ἀρχαγγέλων ἐπιστασίαι· ὅτε δὲ ἔδει λοιπὸν καὶ τὸν κόσμον τοῦτον ἐπεισαχθῆναι τοῖς οὖσι, προηγουμένως μὲν διδασκαλεῖον καὶ παιδευτήριον τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν· ἔπειτα μέντοι καὶ ἁπαξαπλῶς πάντων τῶν ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ ἐπιτήδειον ἐνδιαίτημα, συμφυὴς ἄρα τῷ κόσμῳ, καὶ τοῖς ἐν αὐτῷ ζῴοις τε καὶ φυτοῖς, ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη…». Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 13Α, Β, ΕΠΕ 4, 36 – 38.
331. «Κόσμων δ’ ὃς μὲν ἔην προγενέστερος οὐρανὸς ἄλλος, θειοφόρων χώρημα, μόνοις τε νόεσσι θεητὸν, παμφαὲς, εἰς ὃν ἔπειτα Θεοῦ βροτὸς ἔνθεν ὁδεύει, Εὖτε Θεὸς τελέθῃσι, νόον καὶ σάρκα καθήρας· αὐτὰρ ὅ γε θνητοῖσι πάγη θνατὸς, ἡνίκ’ ἔμελλε στήσεσθαι φαέων τε χάρις κῆρύξ τε Θεοῖο, κάλλεΐ τε μεγέθει τε, καὶ εἰκόνος ἐμβασίλευμα· πρῶτος δ’ ὑστάτιός τε Θεοῦ μεγάλοιο λόγοισι». Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου, Έπη Δογματικά, Δ΄ Περί Κόσμου, PG 37, 423Α, 93 – 100. Η μετάφραση πάρθηκε από τις εκδ. ΕΠΕ 8, 272, 93 – 100.
332. «Τινὲς μὲν οὖν φασιν, ὅτι πρὸ πάσης κτίσεως ἐγένοντο, ὡς ὁ Θεολόγος λέγει Γρηγόριος· «Πρῶτον μέν ἐννοεῖ τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις καὶ οὐρανίους, καὶ τὸ ἐννόημα ἔργον ἦν». Ἕτεροι δέ, ὅτι μετὰ τὸ γενέσθαι τὸν πρῶτον οὐρανόν. Ὅτι δὲ πρὸ τῆς τοῦ ἀνθρώπου πλάσεως, πάντες ὁμολογοῦσιν. Ἐγὼ δὲ τῷ Θεολόγῳ Γρηγορίῳ συντίθεμαι· ἔπρεπε γὰρ πρῶτον τὴν νοερὰν οὐσίαν κτισθῆναι καὶ οὕτω τὴν αἰσθητὴν καὶ τότε ἐξ ἀμφοτέρων τὸν ἄνθρωπον». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, όπ. παρ., σελ. 104.
333. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς συγκεφαλαιώνοντας τις απόψεις της ορθόδοξης θεολογίας, σχετικά με τον άνθρωπο αναφέρει: «Διπλοῦς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκτός, τὸ σῶμα λέγω, καὶ ὁ ἐντὸς ἡμῶν ἄνθρωπος,ἡ ψυχὴ δηλονότι». Ομιλία ΙΑ΄, Εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν, 18, PG 151, 137B, ΕΠΕ 9, 308, 4 –5. Επίσης «Ὁ τῶν ἁπάντων ποιητὴς καὶ Δεσπότης πάντα ἐκ μὴ ὄντων ποιήσας δι’ ἀγαθότητα, μετὰ πάντα… τὸν ἄνθρωπον ἀπειργάσατο παραδόξως εἰς ἕν καὶ βραχὺ πλάσμα συναθροίσας, καὶ οἷον συγκεφαλαιωσάμενος τὴν ἅπασαν κτίσιν. Διὸ καὶ ὕστατον τοῦτον ἐδημιούργησε, τῶν κόσμων ἀμφοτέρων ἐχόμενον καὶ ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦντα τοὺς κόσμους, τὸν ὁρατὸν τοῦτον λέγω καὶ τὸν ἀόρατον». Ομιλία ΚΣΤ΄, Εν τω καιρώ του θέρους, 1, PG 151, 332C, ΕΠΕ 10, 152.
Βλ. σχετικά και Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ, Έκδοση Β΄, Έκδοση Βιβλιοπωλείου Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήνα 1991, σελ. 39 – 40.
334. «Αὐτὸς τῶν ἀγγέλων ἐστὶ ποιητὴς καὶ Δημιουργὸς, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν αὐτούς, κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα κτίσας αὐτοὺς φύσιν ἀσώματον, οἷόν τι πνεῦμα ἤ πῦρ ἄυλον, ὥς φησιν ὁ θεῖος Δαυίδ· «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα», τὸ κοῦφον καὶ διάπυρον καὶ θερμὸν καὶ τομώτατον καὶ ὀξὺ περὶ τὴν θείαν ἔφεσίν τε καὶ λειτουργίαν διαγράφων καὶ τὸ ἀνωφερὲς αὐτῶν καὶ πάσης ὑλικῆς ἐννοίας ἀπηλλαγμένον. Ἄγγελος τοίνυν ἐστὶν οὐσία νοερά, ἀεικίνητος, αὐτεξούσιος, ἀσώματος, Θεῷ λειτουργοῦσα, κατὰ χάριν ἐν τῇ φύσει τὸ ἀθάνατον εἰληφυῖα, ἧς οὐσίας τὸ εἶδος καὶ τὸν ὅρον μόνος ὁ Κτίστης ἐπίσταται. Ἀσώματος δὲ λέγεται καὶ ἄυλος, ὅσον πρὸς ἡμᾶς· πᾶν γὰρ συγκρινόμενον πρὸς Θεὸν τὸν μόνον ἀσύγκριτον παχύ τε καὶ ὑλικὸν εὑρίσκεται· μόνον γὰρ ὄντως ἄυλον τὸ θεῖόν ἐστι καὶ ἀσώματον. Ἔστι τοίνυν φύσις λογικὴ νοερά τε καὶ αὐτεξούσιος, τρεπτὴ κατὰ γνώμην, ἤτοι ἐθελότρεπτος· πᾶν γὰρ κτιστὸν καὶ τρεπτόν, μόνον δὲ τὸ ἄκτιστον ἄτρεπτον. Καί πᾶν λογικὸν αὐτεξούσιον. Ὡς μὲν οὖν λογικὴ καὶ νοερὰ αὐτεξούσιός ἐστιν· ὡς δὲ κτιστὴ τρεπτή, ἔχουσα ἐξουσίαν καὶ μένειν καὶ προκόπτειν ἐν τῷ ἀγαθῷ καὶ ἐπὶ τὸ χεῖρον τρέπεσθαι». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σελ. 98 – 100.
335. «Περιγραπτοί εἰσιν· ὅτε γάρ εἰσιν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὔκ εἰσιν ἐν τῇ γῇ, καὶ εἰς τὴν γῆν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποστελλόμενοι οὐκ ἐναπομένουσιν ἐν τῷ οὐρανῷ. Οὐ περιορίζονται δὲ ὑπὸ τειχῶν καὶ θυρῶν καὶ κλείθρων καὶ σφραγίδων· ἀόριστοι γάρ εἰσιν… Νόες δὲ ὄντες ἐν νοητοῖς καὶ τόποις εἰσίν, οὐ σωματικῶς περιγραφόμενοι· οὐ γὰρ σωματικῶς κατὰ φύσιν σχηματίζονται, οὐδὲ τριχῆ εἰσι διαστατοί, ἀλλὰ τῷ νοητῶς παρεῖναι καὶ ἐνεργεῖν, ἔνθα ἂν προσταχθῶσι, καὶ μὴ δύνασθαι κατὰ ταὐτὸν ὧδε κἀκεῖσε εἶναι καὶ ἐνεργεῖν. Εἴτε ἴσοι κατ᾿ οὐσίαν εἴτε διαφέροντες ἀλλήλων, οὐκ ἴσμεν. Μόνος δὲ ὁ ποιήσας αὐτοὺς Θεὸς ἐπίσταται, ὁ καὶ τὰ πάντα εἰδώς. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σελ. 102.
336. Ιω. 1:14.
337. «ο αχώρητος παντί, πώς εχωρήθη εν γαστρί; ο εν κόλποις τού Πατρός, πώς εν αγκάλαις τής Μητρός, πάντως ως οίδεν ως ηθέλησε καί ως, ηυδόκησεν, άσαρκος γάρ ών, εσαρκώθη εκών, καί γέγονεν ο Ών ο ουκ ήν δι' ημάς, καί μή εκστάς τής φύσεως, μετέσχε του ημετέρου φυράματος. Διπλούς ετέχθη, Χριστός τόν άνω, κόσμον θέλων αναπληρώσαι». Κάθισμα του Όρθρου της Εορτής των Χριστουγέννων.
338. «… ἀλλ’ ἵνα φθάσωμεν μόνον ἐν πάσῃ αἰσθήσει καὶ πληροφορίᾳ καρδίας ἀγαπῆσαι τὸν Θεόν». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ακίνδυνον, Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 10, 31, Π. Χρήστου 3, 484, ΕΠΕ 6, 540, 11 – 12.
«…οὐδὲν τούτων κατασχεῖν καὶ κρατῆσαι δύναται τοῦτον διὰ τὸ ἄλλου πλούτου ἀληθινοῦ καὶ ἄλλης τιμῆς καὶ δόξης οὐρανίου πεῖραν αὐτὸν λαβεῖν, καὶ τρυφῇ καὶ ἡδονῇ ἀφθάρτῳ τρέφεσθαι τὴν ψυχὴν ἐν πάσῃ αἰσθήσει καὶ πληροφορίᾳ διὰ τῆς κοινωνίας τοῦ πνεύματος». Βλ. Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B), Ομιλία 15, 1.3.3 – 1.4.1.
339. «…κἄν μυριάκις περὶ τῶν θείων θησαυρῶν διανοήσῃ, μὴ πάθῃς δὲ τὰ θεῖα, μηδὲ ἴδῃς τοῖς νοεροῖς καὶ ὑπεράνω τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς, οὔτε ὁρᾷς, οὔτε ἔχεις οὔτε κέκτησαί τι τῶν θείων ἀληθῶς. Νοεροῖς δὲ εἶπον ὀφθαλμοῖς, ὡς αὐτοῖς ἐγγινομένης τῆς τοῦ Πνεύματος δυνάμεως, δι’ ἧς ὁρᾶται ταῦτα, ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμούς ἐστι τὸ πανίερον ἐκεῖνο θέαμα τοῦ θειοτάτου καὶ ὑπερφαοῦς φωτός». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3, 34, Π. Χρήστου 1, 445, ΕΠΕ 2, 186, 34 – 188, 6.
340. «Οἱ δὲ τῷ μὴ παθεῖν τὰ θεῖα μηδ’ ἰδεῖν μηδαμῶς πιστεύοντες ὡς φῶς ὑπὲρ φῶς ὁρᾶσθαι τὸν Θεόν, ἀλλὰ λογικῶς μόνον θεωρεῖσθαι, τυφλοῖς ἐοίκασιν, οἵ τῆς τοῦ ἡλίου θέρμης μόνης ἀντιλαμβανόμενοι, τοῖς ὁρῶσιν ἀπιστοῦσιν ὅτι καὶ φαιδρός ἐστιν ὁ ἥλιος». Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 10, Π. Χρήστου 1, 419, ΕΠΕ 2, 142, 23 – 27.
341. «… η μάζα της συνήθους ύλης είναι η ενέργεια που εμπεριέχεται σε βασικότερους δομικούς λίθους, οι οποίοι καθεαυτούς έχουν μηδενική μάζα». Frank Wilczek, Η ελαφρότητα του είναι, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 2010, σελ. 15.
342. Πρβλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 173 – 176.
343. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, αναφέρει χαρακτηριστικά: «… παρέκκλιση (οδυνηρή για τη Δύση) στο σημείο αυτό συνιστά ο Ι. Αυγουστίνος (+430), αγνοώντας τη γραφική και πατερική γνωσιολογία και νεοπλατωνικός στην ουσία. Με το αξίωμα του "credo, ut intelligam" (πιστεύω, για να κατανοήσω) έθεσε την αρχή, ότι με την πίστη οδηγείται ο άνθρωπος στη λογική σύλληψη της Αποκάλυψης. Έτσι όμως δίνεται προτεραιότητα στη διάνοια, που εκλαμβάνεται ως γνωστικό όργανο τόσο στη φυσική, όσο και στην υπερφυσική γνώση. Ο Θεός νοείται ως "αντικείμενο" γνωστικό, που "συλλαμβάνεται," από τη διάνοια του ανθρώπου, όπως συλλαμβάνεται το φυσικό γνωστικό αντικείμενό της. Μετά τον Αυγουστίνο το επόμενο βήμα (με την παρέμβαση του Θωμά Ακινάτη, +1274), θα κάνει ο Καρτέσιος (+1650) με το δικό του αξίωμα: cogito, ergo sum (σκέπτομαι, άρα υπάρχω), με το οποίο διακηρύσσεται η διάνοια ως κύριο συστατικό της ύπαρξης». Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, όπ. παρ., σελ. 177 – 178.
344. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί ότι όπως ακριβώς δεν μπορεί να γνωρίσει κανείς με την σκέψη του μία πόλη που δεν την έχει ακόμα επισκεφτεί, έτσι δεν αρκεί να σκέφτεται κανείς διανοητικά για τον Θεό και τα θεία και να θεολογεί για να λάβει την δια της πείρας γνώση του Θεού. Διότι η διάνοια καθιστά εξίσου νοητά και τα νοερά. «Αὕτη γὰρ καὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ νοερὰ ἐπίσης διανοητὰ δι’ ἑαυτῆς ποιεῖ. Καθάπερ δὲ ἥν οὔπω εἶδες πόλιν, εἰ διανοῇ περὶ αὐτῆς, οὐ τῷ διανοεῖσθαι ταύτην ἐν πείρᾳ γέγονας αὐτῆς, οὕτω καὶ περὶ Θεοῦ καὶ τῶν θείων, οὐ τῷ διανοεῖσθαι ταῦτα καὶ θεολογεῖν ἐν πείρᾳ τούτων γίνῃ». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3, 34, Π. Χρήστου 1, 445, ΕΠΕ 2, 186, 27 – 31.
345. Για την οντολογία της ανθρώπινης ύπαρξης κατά την ορθόδοξη παράδοση βλ. Τακαρίδη Γεωργίου, Η οντολογία του νου κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, http://invenio.lib.auth.gr/record/126869.
ΦΥΣΙΚΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙ.
Ο ΝΟΥΣ ΕΠΕΣΕ ΚΑΙ ΘΕΙΩ ΘΕΛΗΜΑΤΙ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ.
ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕ ΕΝΑ ΝΟΗΜΑ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΚΤΑΤΑΙ ΕΥΚΟΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΥ, ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΝΟΥ.
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ.
ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΛΗΣΙΑΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΛΛΑ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΑ ΚΑΙ ΕΥΩΔΙΑΖΟΝΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΕ ΠΟΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΝΗΚΟΥΝ;
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΗ ΤΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟΣ ΤΟΠΟΣ, ΝΕΑ ΚΤΙΣΗ. Η Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ;
ΦΥΣΙΚΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙ.
Ο ΝΟΥΣ ΕΠΕΣΕ ΚΑΙ ΘΕΙΩ ΘΕΛΗΜΑΤΙ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ.
ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕ ΕΝΑ ΝΟΗΜΑ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΚΤΑΤΑΙ ΕΥΚΟΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΥ, ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΝΟΥ.
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ.
ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΛΗΣΙΑΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΛΛΑ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΑ ΚΑΙ ΕΥΩΔΙΑΖΟΝΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΕ ΠΟΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΝΗΚΟΥΝ;
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΗ ΤΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟΣ ΤΟΠΟΣ, ΝΕΑ ΚΤΙΣΗ. Η Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ;
2 σχόλια:
ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΜΕΤΟ HIGGS AYTO ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΓΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΑΡΙΣΤΙΑ Η ΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΑΡΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΕΤΥΧΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΑΣ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ ΠΑΠΑΔΕΣ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ.
Γίνεται προσπάθεια νά δοθεί μιά εξήγηση τής Γενέσεως μέ τήν βοήθεια τής μοντέρνας φυσικής.Πρός όφελος τής ακαδημαικής θεολογίας.
Δημοσίευση σχολίου