Συνέχεια από: Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020
FIORENTINA UNIVERSITAS STUDIORUM.
Ο ΕΡΩΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ
Τού Νικολάου Πατρώζου.
2.2. Η συγκεκριμένη πλευρά τού Έρωτος.
Ο λόγος στον Έρωτα τον οποίο εκφώνησε ο Αλκιβιάδης δεν είναι αφηρημένος και ιδανικός, αλλά προσωπικός. Σε πρώτη όψη μοιάζει με την μνήμη μιάς αποτυχίας, η οποία τον άφησε πληγωμένο. Ο Αλκιβιάδης διηγείται την σχέση που είχε με τον Σωκράτη τα προηγούμενα χρόνια. Μ’έναν τόνο τον οποίο θα χαρακτηρίζαμε σήμερα επιθετικό, παρομοιάζει τον Σωκράτη με έναν σειληνό, τον Μαρσία, ένα μυθολογικό πρόσωπο το οποίο προκάλεσε τον Απόλλωνα, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να παίξει καλύτερα από αυτόν το φλάουτο που πέταξε μακριά η Αθηνά. “Όπως είναι γνωστό, ο Σειληνός ήταν ένα μυθικό πρόσωπο, πλατσομύτης, μέ πεταμένα μάτια και χοντρή κοιλιά, τον οποίο είχε μεγαλώσει ο Διόνυσος (G. Reale, Έρως, μεσολαβητής. Το παιχνίδι με τις μάσκες στο Συμπόσιο του Πλάτωνος, Rizzoli, Milano, 1997, σ. 228). Αυτή η περιγραφή ταιριάζει στον ίδιο το Σωκράτη: όχι μόνον για το άσχημο φυσικό του, αλλά και για την ικανότητα του, παρόμοια με τού έμπειρου φλαουτίστα (τον οποίο, όπως μας πληροφορεί η Nussbaum, μισούσε)[M. Nussbaum, Η αδυναμία του αγαθού, Cambridge University Press, 2001, σ.165], να μπορεί να μαγεύει με εξαιρετικό ταλέντο την καρδιά αυτού που ακούει, να τον κάνει να αισθάνεται “κατειλημμένος”, “χτυπημένος και άρρωστος” (Συμπόσιο 215 d). Ο Σωκράτης, πράγματι, δεν έχει την ανάγκη ούτε τού φλάουτου, τού αρκεί το στόμα του για να ενθουσιάσει τους ανθρώπους. Ούτε με τον Περικλή και με άλλους ικανούς ρήτορες δεν έφτανε ο Αλκιβιάδης να θέλει να βουλώσει τα αυτιά του όταν τους συναντούσε στον δρόμο.
Συνεχίζεται
FIORENTINA UNIVERSITAS STUDIORUM.
Ο ΕΡΩΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ
Τού Νικολάου Πατρώζου.
2.2. Η συγκεκριμένη πλευρά τού Έρωτος.
Ο λόγος στον Έρωτα τον οποίο εκφώνησε ο Αλκιβιάδης δεν είναι αφηρημένος και ιδανικός, αλλά προσωπικός. Σε πρώτη όψη μοιάζει με την μνήμη μιάς αποτυχίας, η οποία τον άφησε πληγωμένο. Ο Αλκιβιάδης διηγείται την σχέση που είχε με τον Σωκράτη τα προηγούμενα χρόνια. Μ’έναν τόνο τον οποίο θα χαρακτηρίζαμε σήμερα επιθετικό, παρομοιάζει τον Σωκράτη με έναν σειληνό, τον Μαρσία, ένα μυθολογικό πρόσωπο το οποίο προκάλεσε τον Απόλλωνα, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να παίξει καλύτερα από αυτόν το φλάουτο που πέταξε μακριά η Αθηνά. “Όπως είναι γνωστό, ο Σειληνός ήταν ένα μυθικό πρόσωπο, πλατσομύτης, μέ πεταμένα μάτια και χοντρή κοιλιά, τον οποίο είχε μεγαλώσει ο Διόνυσος (G. Reale, Έρως, μεσολαβητής. Το παιχνίδι με τις μάσκες στο Συμπόσιο του Πλάτωνος, Rizzoli, Milano, 1997, σ. 228). Αυτή η περιγραφή ταιριάζει στον ίδιο το Σωκράτη: όχι μόνον για το άσχημο φυσικό του, αλλά και για την ικανότητα του, παρόμοια με τού έμπειρου φλαουτίστα (τον οποίο, όπως μας πληροφορεί η Nussbaum, μισούσε)[M. Nussbaum, Η αδυναμία του αγαθού, Cambridge University Press, 2001, σ.165], να μπορεί να μαγεύει με εξαιρετικό ταλέντο την καρδιά αυτού που ακούει, να τον κάνει να αισθάνεται “κατειλημμένος”, “χτυπημένος και άρρωστος” (Συμπόσιο 215 d). Ο Σωκράτης, πράγματι, δεν έχει την ανάγκη ούτε τού φλάουτου, τού αρκεί το στόμα του για να ενθουσιάσει τους ανθρώπους. Ούτε με τον Περικλή και με άλλους ικανούς ρήτορες δεν έφτανε ο Αλκιβιάδης να θέλει να βουλώσει τα αυτιά του όταν τους συναντούσε στον δρόμο.
Ο Αλκιβιάδης σοκάρεται από τον Σωκράτη, ο οποίος τον
στριμώχνει όχι όμως με μία ρητορική γεμάτη πονηριά και ψεύδος όπως είναι των
σοφιστών, αλλά φέρνοντάς τον απέναντι από τον εαυτό του με μία μόνον ερώτηση:
την αυτογνωσία. Τα διαλεκτικά επιχειρήματα τού Σωκράτη υποχρεώνουν τον
Αλκιβιάδη να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει όπως ζει,
παραμελώντας τον εαυτό του για να αφοσιωθεί στα θέματα τών Αθηναίων. Ο Σωκράτης
κατορθώνει να κερδίσει την προσοχή τού νεαρού Αλκιβιάδη ο οποίος στον λόγο του
εξηγεί πώς αυτή η σχέση μαζί του υπήρξε μοναδική. Πώς αυτή η αόριστη ιστορία
αγάπης είναι στην πραγματικότητα προσωπική και αποκλειστική. “Ο Αλκιβιάδης,
αφού τού ζητήθηκε να μιλήσει για τον Έρωτα, μιλά μόνον για ένα πρόσωπο. Δεν
μπορεί να περιγράψει το πάθος ή το αντικείμενό του με γενικούς όρους, διότι η εμπειρία
τής αγάπης τού συνέβη μ’αυτόν τον τρόπο, μόνον μία φορά, σε σχέση με ένα κάποιο
άτομο το οποίο είδε ο Αλκιβιάδης να είναι σαν κανένα άλλο στον κόσμο. Όλος του
ο λόγος είναι μία προσπάθεια να εκφράσει αυτή την μοναδικότητα…” (M. Nussbaum, Η αδυναμία
του αγαθού, Cambridge University Press,
2001, σ. 187).
Ο Σωκράτης πλησιάζει τον Αλκιβιάδη όταν βλέπει ότι αυτός ο
τελευταίος θέλει να πάρει στα χέρια του την μοίρα τής πόλης και του θυμίζει
αμέσως, ότι πέραν τών εσωτερικών αντιπάλων στην πόλη, οι οποίοι θέλουν με την
σειρά τους να κυβερνήσουν (και με τους οποίους ο Αλκιβιάδης θα μπει αμέσως σε
σύγκρουση), θα βρει τούς “κλασσικούς” εχθρούς της Αθήνας τής εποχής τους. Από
το ένα μέρος την Σπάρτη και από το άλλο την Περσική αυτοκρατορία, οι οποίοι
είναι αμφότεροι δυνατότεροι των Αθηνών τόσο από οικονομικής πλευράς όσο και από
τής παιδείας και τής εκπαίδευσης. Επιπλέον ο Σωκράτης ζητά από τον Αλκιβιάδη
εάν μπορεί νά ανταγωνιστή με τον πλούτο τού Πέρση αυτοκράτορος. Μία ερώτηση η
οποία όπως υποθέτουμε μπορεί να έχει μόνον μία αρνητική απάντηση εκ μέρους τού νεαρού Αλκιβιάδη. Έπειτα, όσον αφορά την Παιδεία, εκείνη τής Σπάρτης, είναι μία
παιδεία η οποία εξασφαλίζει “την σταθερότητα, το μεγαλείο τής ψυχής, το
κουράγιο, την αντίσταση, το γούστο για την νίκη και για την δόξα…” (M. Nussbaum, Η αδυναμία
του αγαθού, Cambridge University Press,
2001, σ.34). Επι πλέον εκείνη τού Πέρση αυτοκράτορος
κατέστη προφανής από το γεγονός ότι είναι “πάντοτε περικυκλωμένος από τέσσερις
δασκάλους, εκείνον τής σοφίας, εκείνον τής δικαιοσύνης, έναν τρίτο τής
εγκράτειας και τελευταίο εκείνον τού θάρρους” Πώς μπορεί να συγκριθεί λοιπόν η
μόρφωση τού Αλκιβιάδη με εκείνη των άλλων; Ο Σωκράτης απαντά ότι ακόμη και αν
εμπιστεύτηκαν τον Αλκιβιάδη στον Περικλή όταν έχασε τον πατέρα του, ο Περικλής τον
εμπιστεύτηκε με την σειρά του σ’έναν γέρο σκλάβο, τον Zopiro από την Θράκη, ο οποίος ήταν ένα “μνημείο άγνοιας” και δεν μπορούσε να του διδάξει
τίποτε! (Μ. Φουκώ, Οι ερμηνείες του υποκειμένου, Λονδίνο, 2005, σ.35). Φαίνεται
λοιπόν καθαρά, έπειτα από τον λόγο αυτόν, ότι ο Αλκιβιάδης δεν είναι ο
καλύτερος υποψήφιος για να εισέλθει στήν πολιτική σκηνή τής Αθήνας.
Παρόλα όμως τα προβλήματα που φέρνει στό φως ο Σωκράτης,
ένα χωρίο τού Πλουτάρχου μας δείχνει την ερεθισμένη και παθιασμένη φύση τού Αλκιβιάδη: “η φιλοδοξία του και το πάθος του για δόξα, η οποία τον παρακίνησε
να αναλάβει μεγάλα κατορθώματα ακαίρως, πριν την ώρα τους, τον οδήγησαν να
πιστέψει ότι μόλις θα δίνονταν στην πολιτική, όχι μόνον θα συσκότιζε την δόξα
των άλλων στρατηγών και ρητόρων, αλλά θα ξεπερνούσε ακόμη και του Περικλή την
δύναμη και την δόξα” (J. De Romilly, Αλκιβιάδης, Garzanti,
Milano, 1997, σ. 48). Αυτή η στάση
τής αλαζονείας και τής ολοκληρωτικής απουσίας ταπεινοφροσύνης αποκαλύπτει ένα
άτομο το οποίο δεν συνειδητοποιεί αυτό που βρίσκεται γύρω του, έτοιμο να κάνει
άδικες πράξεις σε λάθος στιγμές, καταδικάζοντας μία ολόκληρη πόλη, χωρίς να
ενεργεί σε συμφωνία με τον νόμο αλλά ακολουθώντας την διαίσθησή του και την
κρίση του. Γι’αυτόν τον λόγο ο Σωκράτης δοκίμασε να φέρει στην προσοχή τού Αλκιβιάδη, την ακαταλληλότητά του, ξεκαθαρίζοντας του ότι αυτή η στάση θα
μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την δημοκρατία της πόλεως.
Γνωρίζουμε ότι ο Αλκιβιάδης είχε ξοδέψει ένα μεγάλο μέρος
τής ζωής του “σαν αυτό το είδος τού κλειστού και αυτό-απορροφημένου πλάσματος
και αυτή η εμπειρία τής αγάπης (του πλησιάσματος τού Σωκράτη) γίνεται αντιληπτή
από τον νεαρό σαν ένα “άνοιγμα ξαφνικό και ταυτοχρόνως και σαν μία επιθυμία
ανοίγματος” (M. Nussbaum, Η αδυναμία του αγαθού, Cambridge University Press, 2001, σ. 188). Αυτό το ενδιαφέρον από μέρους τού πιο σοφού
ανθρώπου τής Αθήνας συμβαίνει όταν ο Αλκιβιάδης είχε ήδη χάσει την πιο
απαστράπουσα νεότητα του και αυτό σημαίνει ότι ο Σωκράτης δεν είναι σαν τους
υπόλοιπους εραστές του, οι οποίοι ενδιαφέρονται με εφήμερο τρόπο γι’αυτόν, ότι
δεν ψάχνει κάτι υλικό, αλλά αντιθέτως ψάχνει την καλυτέρευσή του. Ο Αλκιβιάδης
δεν εκμεταλλεύεται την συμβουλή τού Σωκράτη, αλλά αντιθέτως ερωτεύεται μαζί του
και προσπαθεί να τον κατακτήσει. (“Ο Πλάτων… μας υποχρεώνει να σταθούμε… και να
αναρωτηθούμε στην στιγμή κατά την οποία, τοποθετημένος απέναντι στην επιλογή
ανάμεσε σε δύο οδούς: εκείνη της φιλοσοφίας και εκείνη τής αμέσου επιτυχίας, ο
Αλκιβιάδης δεν επέλεξε, αλλά αγνόησε τήν επιλογή η οποία ήταν ακόμη εφικτή”). [J. De Romilly, Αλκιβιάδης,
Garzanti,
Milano, 1997, σ.43].
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου