Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (108)

Συνέχεια από Τετάρτη, 24 Ιουνίου  2020
                                         
                                        PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                 ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                             21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
                                              (13η συνέχεια)
                                      
       Η εκπαίδευση τών φιλοσόφων και η ένταξή τους στό σύνολο (το όλον) τής πολιτείας.
       
 Φτάσαμε λοιπόν στο ύψιστο και δυσκολώτερο απ’ όλα τα έργα: στη (δια)μόρφωση εκείνων, που καλούνται να γίνουν οι «σωτήρες τής πολιτείας». Πρέπει να επαναδιαπραγματευτούν, σχεδόν απ’ την αρχή (εξ αρχής 502 Ε 2), όλα. Να διατυπωθούν άλλη μια φορά όλες οι προηγούμενες δυσκολίες εκ νέου: η σκόπιμη κάθε φορά αναστολή αυτού που πρέπει να ειπωθή (503 ΑΒ. 504 Β) εξηγεί το πόσο «απόκρημνη» και «σπάνια» είναι η φιλοσοφική ύπαρξη. Σε τί μπορεί να οφείλεται όμως αυτή η «σπανιότητα»; Θα γίνη τώρα κι αυτό σαφέστερο: εφ’ όσον απαιτούνται τα ύψιστα και καθολικά απ’ τον φιλόσοφο, πρέπει να είναι και η φύση του καθολικά προικισμένη· να συνενώνη δηλ. στον εαυτό του εκείνες τις ακραία αντίθετες βασικές στάσεις και συμπεριφορές: την πνευματική ενέργεια που προχωρά μπροστά, και τη σταθερότητα που συγκρατεί (ανδρεία και σωφροσύνη). Μπορούμε να θυμηθούμε ότι έργο τού φιλοσόφου-άρχοντα είναι, ακόμα και στον Πολιτικό, το να συμφιλιώνη αυτές τις δυό βασικές «ορμές», και θα αντιληφθούμε τότε, πόσο σπάνια και ευτυχής είναι η συγκυρία τού να συνενώνονται αυτά τα δυό σε ένα και μοναδικό πρόσωπο. Όσο σπάνιες είναι ωστόσο τέτοιες φύσεις, τόσο δύσκολος είναι κι ο δρόμος που προορίζεται γι’ αυτές προς τα «ύψιστα αντικείμενα της μαθήσεως» (μέγιστα μαθήματα  503 Ε). Είναι ο «άλλος, μακρύτερος και κυκλοτερής δρόμος» (504 Β), που τον είχαμε αντικρύσει για λίγο και από μακριά προηγουμένως (435 D), όταν ευχόταν, ειρωνικά καλυπτόμενος, ο Σωκράτης,  να μπορούσε να τον αποφύγη κανείς. Απ’ το σημείο αυτό ξεκινά τώρα να «κατέρχεται» η προηγούμενη αναζήτηση της δικαιοσύνης και των άλλων «αρετών», και μαζί της η διδασκαλία για το τριμερές τής ψυχής, «πίσω» στο πεπερασμένο (στην «προσωρινότητα»…). Δεν ήταν «κατάλληλη» εκείνη η έρευνα, λέει ο συνομιλητής, γιατί τής έλειπαν το τέλος και ο σκοπός, και μαζί τους το σωστό «μέτρο». Είναι ασφαλώς κάτι το «ανώτερο» εκείνο το ύψιστο αντικείμενο, και δεν μπορεί να μείνη στην προσωρινότητά της η προηγούμενη ηθική και ψυχολογία, αλλά πρέπει να τελειοποιηθή κι αυτή τώρα πλήρως.
    Πρόκειται για κάτι το εξαιρετικά, ασφαλώς, δύσκολο. Το οποίο εμφανίζεται όμως ξαφνικά ως εξαιρετικά, επίσης, εύκολο! Το ύψιστο αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης είναι «το αρχέτυπο του Αγαθού». Κι έχει «ακουστή» ήδη συχνά, ότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Όποτε η συζήτηση ήταν σοβαρή, και για οποιοδήποτε σοβαρό πράγμα, εννοείτο πάντα το Αγαθό και το Τέλειο, που το αναζητούν όλοι. Εξισώνοντάς το άλλοι με την ηδονή, κι άλλοι με τη φρόνηση  (( Σημ. τ. μετ.: «Σκέψη» γράφει ο συγγραφέας στα γερμανικά, και σε παρένθεση τη λέξη τού αρχαίου κειμένου: φρόνησις )) . Ώστε να διακριθούν αμέσως δυό αντίθετες στάσεις. Αν αναλογιστούμε, ότι θα προσδιορίση αυτή ακριβώς η αντίθεση την τελική τοποθέτηση του Φίληβου, μπορούμε και να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από έναν περιστασιακό «συμβιβασμό» με τις θέσεις άλλων «φιλοσόφων». Χωρίς να χρειάζεται να «ανακαλύψουμε» τον Αρίστιππο πίσω απ’ την «ηδονική» (“hedonisch”),  τον Αντισθένη ή τούς Μεγαρείς φιλοσόφους ή και τον ίδιον τον Σωκράτη πίσω απ’ τη «διανοητική» θέση, αυτό που έχει σημασία είναι ότι θεωρείται η μεν ηδονή ως φυσική επιδίωξη τής σωματικής ύπαρξης, η δε γνώση τής πνευματικής. Θέλει να φανερώση ωστόσο εδώ ο Πλάτων, ότι η επιδίωξη του πνεύματος καθίσταται τότε μόνον εντελώς «διαυγής», όταν κατανοείται όχι γενικά ως γνώση, αλλά ως γνώση τού Αγαθού -  ολοκληρώνοντας έτσι μια «διαδρομή», που ξεκινά απ’ τον Χαρμίδη και τον Ευθύφρονα. Ξεχωρίζει όμως και το ίδιο το σώμα την καλή απ’ την κακή ηδονή – μια διάκριση που έχει «συντρίψει»  μάλιστα ήδη την «ισχύ» τού ριζικού ηδονιστή στον Γοργία. Σκοπεύουν άρα και οι δυό, αναγκαστικά «μονόπλευρες» και φαινομενικά αντίθετες θέσεις σ’ έναν κοινό, πέρα κι απ’ τις ίδιες σκοπό, το «Αγαθό» - έστω κι αν παραμένη ακόμα ασαφές το τί είναι στην πραγματικότητα αυτό το Αγαθό.           
     Με όλη την ασάφεια, και με όλη τη «μαντεία» (μαντεύεσθαι 505 Ε 1. 506 Α 6. 8) που καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε, ένα είναι το απολύτως σίγουρο: όσο κι αν τείνουμε προς το «φαίνεσθαι», όποιος αγωνίζεται για το Αγαθό δεν αρκείται στο φαινόμενο, αλλά αναζητά εκείνο που (όντως…) υπάρχει. Η γνώση τού Αγαθού καθίσταται έτσι η πραγματική εργασία τού «φύλακα» (της πόλης…), ενός Αγαθού που φανερώνεται πέρα απ’ το «δίκαιο και το ωραίο» (506 Α), και που μπροστά του το σύστημα εκείνο τών αρετών στο IV. Bιβλίο «υποβιβάζεται» σε κάτι το προσωρινό. Μεγαλώνει έτσι όλο και περισσότερο η «αγωνία», με την οποία περιμένει ο αναγνώστης να «φανερωθή» μπροστά του το Αγαθό. Βρισκόμαστε όμως σ’ ένα σημείο, που ο τη σημασία του την εκτιμήσαμε ήδη στον Α’ Τόμο. Ο μέσος νους θεωρεί ικανό εκείνον που είναι σοφώτερος,  να απαντά σε κάθε ερώτημα που του υποβάλλεται: γι’ αυτό και «πιέζει» τώρα ο Γλαύκων τον Σωκράτη, να φανερώση τις «απόψεις» του (δόγματα) για το Αγαθό (506 Α κ.ε.). Πράγμα στο οποίο αμύνεται, εκ μέρους τού Πλάτωνα, ο Σωκράτης, σαν «κάποιος που δεν γνωρίζει, αλλά αγνοεί» (506 C), «σκεπάζοντας» και «προφυλάσσοντας» πάλι αυτό που μόλις είδαμε από μακριά, επειδή πρέπει να το «προφυλάξη». «Θα παραλείψω (παραλείπειν) μεν πολλά μιλώντας για το Αγαθό, χωρίς να παρακρατήσω ωστόσο σκόπιμα (εκών ουκ απολείψω 509 C) τίποτα», λέει ο ίδιος λίγο παραπέρα. 
    Δεν θα περιγράψουμε, άλλη μια φορά, το πώς φανερώνεται  και καθίσταται ορατό το «Αγαθό» στο παράδοξό του «Είναι επέκεινα του Είναι» - μένοντας ταυτόχρονα αόρατο. Θα παρατηρήσουμε μόνον, εντελώς γενικά, τα εξής: Αναπτύχθηκε μέσα σε όλο το έργο – ολοφάνερα από εκείνο τουλάχιστον το σημείο στη διδασκαλία περί ψυχής τού IV. Bιβλίου, όπου κατονομάστηκε ρητά ο «μακρύτερος και περαιτέρω δρόμος» (435 D) – ολοένα και περισσότερο η ένταση γι’ αυτό που βρίσκεται πραγματικά στο κέντρο (της αναζήτησής μας…). Την κίνηση όμως προς τα «εμπρός» τη συνοδεύει ένας συνεχής δισταγμός και μια «αποφυγή». Κι όταν φαίνεται πως φτάνει εκείνη η «κίνηση» στον σκοπό της, ενισχύεται πάλι ο δισταγμός, ώστε να υπάρξη μια ισορροπία. Οπότε δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι προσδιορίζεται απ’ αυτήν  την «κίνηση», μαζί με το αντίθετό της (την «αντι-κίνηση), σε μεγάλον βαθμό η μορφή τής Πολιτείας. Εφ’ όσον είναι εκ φύσεως «διπλό» το Αγαθό, ώστε να κατευθύνη όλους αναπόφευκτα ως σκοπός, να αναστέλλεται  όμως  μπροστά του ο λόγος, καθώς το Αγαθό υφίσταται επέκεινα του Είναι, άρα και του Λόγου.   
     Καθώς φανερώθηκε έτσι το Αγαθό – και απομακρύνθηκε «στην ίδιαν ανάσα» –, πρέπει να μετασχηματιστή και εκείνη η διάρθρωση του Είναι και της γνώσης, που διευκρινίστηκε για πρώτη φορά, όταν εμφανίστηκε μπροστά μας η λέξη «φιλόσοφος» (476 C κ.ε.). Η γνώση και η μη-γνώση, κι απ’ την πλευρά τού αντικειμένου το Είναι και το Μη-Είναι, ως δύο «πόλοι», κι ανάμεσά τους, απ’ τη μια η «δόξα» (η γνώμη – Doxa) κι απ’ την άλλη ο κόσμος τού γίγνεσθαι ως αντικείμενό της: αυτό το παρμενίδειο σχήμα ήταν τότε αρκετό· ανεβήκαμε όμως τώρα «κάπου» υψηλότερα όπου η μη-γνώση και το Μη-Είναι αποσιωπούνται. Έστω κι αν κρύβεται ένα σοβαρό πρόβλημα σ’ αυτές τις λέξεις, που θα το «αναλάβουν» αργότερα ο Θεαίτητος κι ο Σοφιστής – στη ζωή δεν προκύπτουν καθαρές ενώσεις. Ακόμα και μέσα στο σπήλαιο πέφτει, όπως θ’ ακούσουμε σύντομα, το αδύναμο φως μιας φλόγας πάνω στον τοίχο, στο οποίο και ξεχωρίζουν οι σκιές. Υπάρχει στην ζωή μόνον ένα – έστω και τόσο αμυδρό ακόμα – Είναι και Γνώση. Είναι όμως καινούργιο εδώ το ότι η απλή αντίθεση γνώσης και γνώμης, κόσμου τού «είναι» και κόσμου τού «γίγνεσθαι» τελειοποιείται στο αρμονικό σύστημα των τεσσάρων μορφών γνώσης, και των αντιστοίχων μορφών τού «είναι». Μέσα απ’ αυτήν την τετραπλή βαθμίδα, που τη συνοχή της εγγυάται η αναλογία, ανερχόμαστε προς το Αγαθό.   
       Θέτει λοιπόν η καινούργια οντολογία στο τέλος τού VI. Βιβλίου τη βάση γι’ αυτό που θα προστεθή στο VII. Bιβλίο. Ο μύθος τού σπηλαίου οδηγεί απ’ το σκοτάδι στη θέα τού ήλιου – και ξανά πίσω στο σπήλαιο (514 Α – 517 Α). Η δε ερμηνεία μάς οδηγεί απ’ τον κόσμο τής αισθητής όρασης στον νοητό κόσμο, μέχρι και την «Ιδέα τού Αγαθού, ουσιαστική μορφή τής τελειότητας» - κι από εκεί, πίσω στον κόσμο τού γίγνεσθαι (517 Α – 518 Β). Η παιδαγωγική και γνωστική διδασκαλία οδηγεί γνωσιο-θεωρητικά και οντολογικά, πέρα απ’ τη γυμναστική και τη μουσική, στην περιοχή τών «Λόγων» (Logoi), κι από εκεί, μέσω τών μαθηματικών επιστημών, προς τα άνω, στη διαλεκτική και τη «διαλεκτική οδό», στη θέα τού ύψιστου Αγαθού – κι από εκεί, πίσω στη «δράση» μέσα στην πόλη (518 Β – 535 Α). Για να φανερωθή έτσι ο τριπλός δρόμος προς το Ύψιστο, που επιστρέφει κάθε φορά στην ανθρώπινη κοινότητα, ανάγοντας την «πολιτική» δράση σε ηθικό αίτημα.  
     Επαναφορά στην αρχή, για να κλείση ο κύκλος: αυτό είναι και το νόημα που συμπληρώνεται στο τέλος τού VII. Βιβλίου. Στην αρχή τού VI. Βιβλίου είχε επιτευχθή, βασισμένη σε κείνη την πρώιμη διδασκαλία περί Είναι και γνώσης, η επιλογή όσων ήταν κατάλληλοι να φιλοσοφήσουν και να κυβερνήσουν (485 Α κ.ε.). Ενώ απαιτούνται λοιπόν τώρα, εν μέρει με τις ίδιες και εν μέρει με άλλες λέξεις, οι ίδιες σχεδόν ιδιότητες, έχουν ωστόσο ανεπαίσθητα «συμπληρωθή», μετά την καινούργια οντολογία τού τέλους τού VI. Βιβλίου και αφού απελευθερώθηκε ο δρόμος προς το Αγαθό, με καινούργιο περιεχόμενο. Αποσαφηνίστηκαν τα «μαθήματα» (Mathemata), προς τα οποία πρέπει να «ταιριάζη» η ψυχή (485 Β 1. 535 Α κ.ε.), ως επιστήμες μιας τάξεως που οδηγεί προς τα άνω, στο αληθινό Είναι. Εκείνος που πρόκειται να επιλεγή ως φύλακας της πόλης, πρέπει να είναι, τώρα όπως και τότε,  φίλος τής αλήθειας και ξένος απέναντι σε κάθε ψέμμα και πλάνη (αψευδής) (485 CD. 535 DE). Μόνον τώρα όμως γνωρίζουμε, για πρώτη φορά, τις κλιμακωτά αποκαθαιρόμενες μορφές τού Είναι και της γνώσης, κι ότι είναι «η Ιδέα τού Αγαθού» που χαρίζει «αλήθεια και νόημα» (αλήθειαν καί νούν) (517 C). Η επαναφορά δε, με την οποία καθίσταται κυκλοτερές το σύνολο του έργου, οδηγεί ακόμα πιο «πίσω»: στην προετοιμαστική αγωγή τού ΙΙ. και του ΙΙΙ. Βιβλίου. Εκεί «εθεάθη» προκαταβολικά ο Λόγος, στον οποίον και σκόπευε κάθε γυμναστική και μουσική παιδεία (ελθόντος δέ τού λόγου  ΙΙΙ 402 Α 3). Ενώ τώρα παρατηρείται, «επιστρέφοντας» απ’ τον τέλειο Λόγο στην «προπαίδευση» (Propädeutik), ένα είδος ευκολώτατης αντίληψης των Μαθημάτων, εφ’ όσον δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μαθηματικά στοιχεία στη γυμναστική και τη μουσική. Ώστε να συσχετιστούν, άλλη μια φορά, σαφώς η αρχή και το τέλος σχεδόν τής «οδού τής μορφώσεως». Η τελειότερη ωστόσο «διαπλοκή» τού μορφωτικού συστήματος σε μιαν ενότητα παρουσιάζεται στο τέλος, καθώς «περιοδοποιείται», διακρίνεται δηλ. σε περιόδους ολόκληρη η ζωή εκείνου που προορίζεται να αναλάβη την εξουσία. Δεν πρόκειται ασφαλώς για το πόσα έτη πρέπει να διαρκέση, δύο ή τρία, η γυμναστική αγωγή τών νέων (537 Β), και τέσσερα ή πέντε ή έξι η εκπαίδευση στη διαλεκτική (539 DE), αλλά για κάτι πολύ πιο σημαντικό: για τη συνάρτηση μιας λειτουργικής ζωής, που οικοδομείται ενιαία από αγωγή και δράση, από θεωρία και πράξη, όπου έχει και το ύψιστο και σπανιώτατο τη δική του θέση, και όπου υποχρεώνεται ακόμα και ο πιο μοναχικός άνθρωπος να υπηρετήση την κοινότητα. 

    ( συνεχίζεται με το επόμενο υπο-κεφάλαιο: «Η φθορά ή καταστροφή» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: