Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (107)

Συνέχεια από Δευτέρα, 18 Μαΐου  2020
                                         
                                      PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                             21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
                                              (13η συνέχεια)
                                       Η αγωγή τών φυλάκων
       
Η κεντρική πρόταση τής Πολιτείας και ο νικηφόρος αγώνας για την προφύλαξή της!   

Πριν φτάσουμε στο ανώτατο επίπεδο, όπου αντικείμενο της συζήτησης θα είναι η αγωγή που οδηγεί στον φιλόσοφο-άρχοντα, πρέπει να «εργαστούμε» ακόμα πιο εντατικά. Δεν έχουν ακόμα εξαντληθή οι δυνατότητες που περιέχονται στις λέξεις «διαφθορά τής φιλοσοφικής φύσης». Δυό ονόματα συνδέονται αξεδιάλυτα μ’ αυτές τις λέξεις για τον Πλάτωνα: ο Σωκράτης, που ούτε η πλατωνική Απολογία δεν θα είχε μπορέσει να τον απαλλάξη, για το πλήθος, απ’ την ανόητη κατηγορία ότι διέφθειρε τους νέους, και ο Αλκιβιάδης ως το μεγάλο παράδειγμα μιας προικισμένης φιλοσοφικά και ηγεμονικά φύσης, που έχει όμως τώρα πράγματι διαφθαρή. Η κατηγορία ενάντια στον Σωκράτη που θυμίζει, ακόμα και στη διατύπωση (492 Α), την επίθεση που είχε ήδη δεχτή στις αριστοφανικές Νεφέλες, μας δείχνει πόσο παρακινδυνευμένη είναι η ύπαρξη του φιλοσόφου. Κάθε αναγνώστης θα έπρεπε ωστόσο να σκεφτή, αν δεν το έχει ήδη κάνει, τουλάχιστον με τις ποινές που απειλούν τούς «απειθείς» παιδαγωγούς – «απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, δήμευση της περιουσίας και θάνατος» – τον Σωκράτη (492 D). Απέναντι στην τυραννική ισχύ τού πλήθους δεν έχει αυτός που είναι «μόνος» καμμιάν απολύτως δυνατότητα. Είναι τόσο απελπισμένος ως προς τη δυνατότητα μιας γνήσιας αγωγής στην παρούσα πολιτεία ο Πλάτων, ώστε να θεωρή μιαν ιδιαίτερη θεϊκή χάρη το να «(δια)σωθή» κάποιος σ’ αυτήν την κατάσταση (υπ’ αυτές τις συνθήκες)  (492 Ε κ.ε.)  (( «Και δεν έχουμε αναφέρει ακόμα τον πιο μεγάλον εξαναγκασμό. – Ποιον; - Αυτόν που εφαρμόζουν στην πράξη εκείνοι που δεν πείθουν με τον λόγο, οι εκπαιδευτές και οι σοφιστές. Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ότι τιμωρούν αυτόν που δεν πείθεται ατιμάζοντάς τον (στερώντας του τα πολιτικά δικαιώματα), βάζοντάς τον να πληρώση χρήματα (πρόστιμα), αλλά και θανατώνοντάς τον; - Φυσικά και το γνωρίζω! – Ποιος άλλος σοφιστής ή ποιος ιδιαίτερος λόγος θα μπορούσε λοιπόν να επικρατήση απέναντι σ’ αυτό το γενικό φαινόμενο; - Νομίζω κανένας. – Ασφαλώς κανένας, και θα ήταν μάλιστα πολύ ανόητος να το επιχειρήση κανείς. Γιατί ούτε υπάρχει, ούτε έχει υπάρξει, ούτε πρόκειται να υπάρξη κάποιο άλλο ήθος που να οδηγή στην αρετή, αντίθετο στην παιδεία που προσφέρουν αυτοί οι άνθρωποι· και εννοώ βέβαια, από ανθρώπινης πλευράς, φίλε μου. Γιατί εξαιρείται κι εδώ η θεϊκή πλευρά, όπως το λέει κι η παροιμία. Πρέπει να γνωρίζουμε καλά λοιπόν, πως ό,τι διασωθή και φτάση να γίνη αυτό που πρέπει να γίνη, θα είναι εκ θεού σε μια τέτοια κατάσταση των πολιτειών· κι ότι είναι εντελώς σωστό να το  λέμε αυτό. – Συμφωνώ απολύτως…» )) .  Όταν απαγγέλλονται λοιπόν παρόμοιες κατηγορίες, όπως εκείνες κατά τού Σωκράτη, ενάντια σε μεμονωμένους «δασκάλους τής σοφίας» (σοφιστές), πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτές «ανήκουν» αληθινά στο πλήθος, του οποίου «(εκ)τρέφουν» τις «απόψεις» οι μαθητές (τών σοφιστών…). Η κατηγορία που «εκτοξεύθηκε» εναντίον τού Σωκράτη επιστρέφει («ανακλάται») λοιπόν στους κατηγόρους του, δηλ. στους Πολλούς, που είναι κατά τη φύση τους  αφιλοσόφητοι (494 Α)! Αναφέρεται δε στους «συντεχνιακούς» δασκάλους τής σοφίας, που ανήκουν κι αυτοί στο πλήθος! Εξαιρώντας μόνον τον Σωκράτη, που το παιδαγωγικό του έργο εμφανίζεται ως σωτήρια πράξη τού Θεού. 
     Κι ο Αλκιβιάδης; Γνωρίζαμε πάντα πως είναι η δική του εικόνα που κυριαρχεί από’ δώ και πέρα στον διάλογο  (494 Β κ.ε.).  ((«Ομολογήσαμε, πως χαρακτηρίζουν η ευμάθεια και η μνήμη και η ανδρεία και η μεγαλοπρέπεια τη φιλοσοφική φύση. – Ναι, το ομολογήσαμε. –  Δεν θα είναι άρα ένας άνθρωπος μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά, ακόμα και στην παιδική του ηλικία πρώτος ανάμεσα  στους συνομηλίκους του, αν είναι μάλιστα και το σώμα του ανάλογο με την ψυχή του; - Ναι, θα είναι. – Θα θελήσουν άρα να τον χρησιμοποιήσουν στις διάφορες προσωπικές τους υποθέσεις τόσο οι συγγενείς όσο και οι συμπολίτες του, όταν θα ενηλικιωθή. – Ναι, σίγουρα. – Θα ξεκινήσουν να  υποκλίνονται λοιπόν από τώρα μπροστά του και να τον κολακεύουν εκ των προτέρων για τη μελλοντική του δύναμη (μέσα στην πολιτεία…). – Είναι κάτι που συμβαίνει εξάλλου συνήθως. – Τί πιστεύεις πως θα συμβή λοιπόν σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, που ζη ανάμεσα σε τέτοιους συνανθρώπους του, αν συμβή να κατάγεται μάλιστα  και από κάποια περίφημη πόλη και να είναι πλούσιος και γενναίος, και ωραίος επιπλέον στην όψη {ευειδής} και υψηλός στο ανάστημα; Δεν θα κυριαρχήση επάνω του μια «αμήχανη», μια απραγματοποίητη ελπίδα, πως θα μπορέση να ασχοληθή όχι μόνο με κείνα που αφορούν στους Έλληνες, αλλά και με κείνα που αφορούν στους βαρβάρους, και δεν θα υψηλοφρονήση με όλα αυτά, κυριαρχημένος από κενές απόψεις και κενό φρόνημα, δίχως νου; - Ναι, είναι σίγουρο…». )) .  Δεν θέλαμε να παραδεχτούμε ωστόσο ότι ενυπάρχει εδώ, στα βασικά του χαρακτηριστικά, και ο διάλογος Αλκιβιάδης. Τα χαρακτηριστικά που αποδίδει στην αρχή εκείνου τού διαλόγου ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη, διακρίνονται με ολοένα μεγαλύτερη σαφήνεια, στον γενικό «τύπο» μιας υψηλά προικισμένης και μεγαλοφρόνου φύσεως, στην οποίαν ανήκουν άλλωστε και ο Δίων και ο Πλάτων. Γιατί κατάγεται πράγματι απ’ τη φημισμένη πόλη τής Αθήνας ο Αλκιβιάδης, γεννήθηκε δε πλούσιος και ευγενής, και έχει ωραία διαπλασμένο το σώμα και υψηλό το ανάστημα. Με συνέπεια να αναπτυχθή μέσα του μια «ανεξέλεγκτη ελπίδα», ότι μπορεί να κυβερνήση όχι μόνο τούς Έλληνες (Hellenen) αλλά και τους μη-Έλληνες, κατακλυσμένος απ’ αυτήν την κενή έπαρση  (( Σημ. τ. μετ.: Τί «ωραία» αντίφαση! Ο κυριαρχημένος από «ανεξέλεγκτη ελπίδα», πιστεύει πως μπορεί να κυβερνήση τούς άλλους… )) . Έρχεται τότε ένας «Κάποιος» κοντά του, και του αποκαλύπτει την αλήθεια: ότι δεν διαθέτει δηλ. στην πραγματικότητα καμμιάν απολύτως λογική, που την έχει όμως οπωσδήποτε ανάγκη, κι ότι δεν μπορεί να αποκτήση κανείς μια τέτοια λογική, αν δεν αφιερωθή εξ ολοκλήρου στην αναζήτησή της. Είναι όντως δύσκολο να τα «ακούση» αυτά ο Αλκιβιάδης, λόγω τών πολλών παθών που τον περιζώνουν· θα τα «προσέξη» ωστόσο, λόγω τής καλής προδιάθεσής του, αλλά και μιας «συγγένειας» που αισθάνεται προς όσα τού αποκαλύπτονται, και θα στραφή αργότερα προς τη φιλοσοφία. Ο «Κάποιος» είναι ο ίδιος ο Σωκράτης, και η  ιδιαίτερη (συγ)κίνηση εκείνου τού μικρού αλλά ασύγκριτου διαλόγου μεταφέρεται τώρα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και τη μεγαλύτερη δυνατή σύνοψη στην Πολιτεία. Προς το τέλος τού Αλκιβιάδη (132 Α. 135 Ε) είχε ωστόσο εκφρασθή και η «ανησυχία», πως  θα μπορούσε να καταστραφή απ’ τον αθηναϊκό λαό ο τόσο προικισμένος, νεαρός άνδρας. Πρόκειται όντως για την (ενδεχόμενη…) καταστροφή μιας ύψιστα προικισμένης φύσης, που συνιστά έναν μεγάλον ασφαλώς κίνδυνο για την Πολιτεία, απ’ τον οποίον και πρέπει να προστατευθή.
      Τη θέση που αφήνει όμως κενή ο φιλοσοφικά προικισμένος αλλά ματαιόδοξος άνθρωπος, την καταλαμβάνουν κατώτερες φύσεις, και η επιτυχία τής φιλοσοφικής ζωής παραμένει ένα σπάνιο ευτύχημα (495 C κ.ε.) – και δεν μπορούμε να μην «ακούσουμε» βέβαια τον αυτοβιογραφικό απόηχο σ’ αυτά τα λόγια τού Πλάτωνα. Στο σημείο  όπου εξορίζεται ένας ευγενής και καλλιεργημένος άνθρωπος (496 Β), σκεφθήκαμε, δικαίως, τον Δίωνα (496 Β). Κι όταν ακούμε αργότερα, πως ένας απ’ τον σωκρατικό κύκλο, ο Θεάγης, δεν παρίσταται «σωματικά» στην πολιτική ζωή τού τόπου του, κι ακούμε να μιλά αμέσως μετά, «υποτιμώντας» την ειρωνικά, και με μεγάλη συντομία, για τη φωνή τού δικού του «δαιμόνιου» ο Σωκράτης, δεν μπορούμε παρά να συλλογιστούμε ότι ο Πλάτων θέλει  να μας θυμίση εδώ τον διάλογό του Θεάγης, να μας υπενθυμίση δηλ. ότι είναι μια δύναμη  το δαιμονικό στοιχείο που συνεργεί μυστικά στο παιδαγωγικό έργο , που  δεν πρέπει να το λησμονήσουμε, καθώς θα οικοδομείται λογικά στο μέλλον η παιδαγωγική πολιτεία. Πλήρης ωστόσο «επιτυχία» τής φιλοσοφικής ζωής – «επιτυχία» που δεν διεκδικεί άρα ούτε για τον εαυτό του ούτε για τον Σωκράτη ο Πλάτων – θα μπορούσε να υπάρξη μόνο στην περίπτωση όπου ένας άνθρωπος με φιλοσοφική προδιάθεση και μόρφωση θα συναντούσε το «πολίτευμα που του ταιριάζει», την «καλύτερη» άρα «πόλη», που επανέρχεται ήδη στον διάλογό μας. Απ’ την πόλη αυτή λείπει ωστόσο κάτι, που είναι μάλιστα και το κυριώτερο, και που χωρίς αυτό η πόλη θα προχωρούσε αναπόφευκτα προς την καταστροφή (497 D 9). Ο λόγος (Logos), η φιλοσοφία και η φιλοσοφική μόρφωση δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθή σ’ αυτήν την πολιτεία.  Απ’ το σημείο για τη μουσική προπαίδευση, που μάς παρέπεμπε σ’ έναν λόγο που θα εμφανιζόταν αργότερα (402 Α)  (( και θα τον αναγνώριζε λόγω οικειότητας αυτός που θα είχε ανάλογα ανατραφή… )) , συγκεντρώθηκε ολόκληρη η «ένταση» του διαλόγου σε κάτι που αναστελλόταν συνεχώς, πρέπει όμως τώρα πια να φανερωθή, ως η (μοναδική…) λύση τού προβλήματος   (( Το «πρόβλημα» είναι, πώς θα κυβερνηθή φιλοσοφικά η μέλλουσα λογική (εν λόγω…) πολιτεία… )) .
     Δεν βρισκόμαστε ωστόσο ακόμα στο σημείο όπου θα ξεκινήση, με μια καινούργια παρεμβολή, το έργο τής φιλοσοφικής διαπαιδαγώγησης (502 C). Συνεχίζουμε να κινούμαστε – με την προσοχή μας συγκεντρωμένη επίμονα σε κείνο το σημείο – στην προηγούμενη τροχιά. Φτάσαμε μέχρις εδώ, αφ’ ότου έθεσε ο Αδείμαντος το θέμα τής «εμπειρίας τών Πολλών», που λένε ότι ναι μεν η «φιλοσοφία» χρησιμεύει για τη διαπαιδαγώγηση των νέων, χρονοτριβώντας όμως υπερβολικά σ’ αυτήν, θα καταλήξης αναγκαστικά άχρηστος για την πόλη. Έχουμε προχωρήσει ωστόσο τόσο «μακριά» στον διάλογο, ώστε να μπορή να αντικρουστή ως εξής αυτή η «εμπειρία»: ναι, απαιτείται σίγουρα μια «νεανική αγωγή και φιλοσοφία» για τους νέους, απαιτείται ωστόσο και μια συνεχώς αυξανόμενη ένταση στις φιλοσοφικές μας προσπάθειες με το πέρασμα των χρόνων, ώσπου να καταστή η φιλοσοφία η κυρίαρχη ενασχόλησή μας όταν πια γεράσουμε (497 Ε κ. ε).  (( «…σβήνουν δε, εκτός από λίγους, όσο γερνάνε, πολύ περισσότερο κι απ’ τον ήλιο του Ηράκλειτου, εφ’ όσον  δεν ξανανάβει μέσα τους η φλόγα (αυτοί που εγκαταλείπουν τη φιλοσοφία μετά τη νεότητα…). – Και τί πρέπει λοιπόν να γίνη; - Να γίνη το εντελώς αντίθετο· όσο είναι μειράκια (νέοι) και παιδιά οι άνθρωποι, να  ασχολούνται με τη μειρακιώδη παιδεία και φιλοσοφία, όσο όμως αναπτύσσονται και ανδρούνται, να επιμελούνται πάρα πολύ και τα σώματά τους, για να μπορούν και μ’ αυτά να την υπηρετήσουν· και όσο περνάν τα χρόνια κι αρχίζει να τελειοποιείται η ψυχή, να επιτείνουν τα γυμνάσματα της φιλοσοφίας· κι όταν χαθή οριστικά η σωματική ρώμη και δύναμη, και έχουν αποσυρθή πια απ’ την πολιτική και το στράτευμα, να μένουν τελείως ελεύθεροι μ’ αυτήν την ενασχόληση, και να μην ασχολούνται με κανένα πράγμα που δεν σχετίζεται παντελώς με τη φιλοσοφία, όλοι όσοι θέλουν να είναι ευδαίμονες σ’ αυτήν την ζωή, και θέλουν να αποκτήσουν μια μοίρα ανάλογη, μετά το πέρας τού βίου, με το πώς έζησαν εδώ» )).  Πρόκειται ασφαλώς  για μια νέα «υπενθύμιση» ως προς το έργο που ανοίγεται μπροστά μας, αλλά και για μιαν απάντηση ταυτόχρονα στους «Πολλούς», που είχαν εκφράσει  προηγουμένως τον ενδοιασμό τους, με τον Αδείμαντο, για την «καθ’ υπερβολήν χρονοτριβή» με τη φιλοσοφία.
     Ο «ενδοιασμός» όμως αυτός δεν υπήρξε παρά ένα μέρος τής μεγάλης «αναταραχής» που προκάλεσε ο Σωκράτης, μιλώντας «παράδοξα»  (παρά τήν «τών πολλών δόξαν ή γνώμην»…) για φιλοσόφους-βασιλείς. Ο Σωκράτης υποστήριξε όλο και πιο σαφώς την αναγκαιότητα της φιλοσοφικής μόρφωσης απέναντι στους Πολλούς, που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τώρα (498 D κ.ε.) οι «μεγαλόστομοι» ρήτορες, οι εριστικοί (Eristiker) και οι δικηγόροι, έτσι ώστε να επαναληφθή με έμφαση, σχεδόν στο τέλος αυτού τού διαλογικού τμήματος, η κεντρική παραδοξότητα, απ’ την οποία και ξεκίνησαν όλα (499 BC. 501 E)   (( «…Θα εξαγριώνονται άραγες και θα συμπεριφέρονται σαν άγρια ακόμα θηρία (οι πολλοί…), όταν θα ισχυριζόμαστε, ότι δεν πρόκειται να σταματήσουν τα κακά ούτε στην πόλη ούτε στους πολίτες πριν αναλάβη το φιλόσοφο γένος τη διοίκηση της πόλης, κι ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθή αλλιώς {έργω τέλος λήψεται} η πολιτεία, για την οποία ‘μυθολογούμε’ τώρα με τα λόγια; - Ίσως να μην εξαγριωθούν και τόσο (αν μάς ακούσουν…) – Να παραδεχτούμε τότε ότι, όχι μόνον  δεν θα εξαγριωθούν, αλλά θα έχουν γίνει πράοι απέναντι σε όλους και σε όλα και θα πεισθούν να συμφωνήσουν μαζί μας, αν όχι για κάτι άλλο, έστω λόγω ντροπής; - Ναι, το δέχομαι κι αυτό ευχαρίστως…» )) . Γνωρίζουμε τώρα, τί είναι η φιλοσοφία: το να προχωράς προς τον κόσμο τής τάξεως και των αιωνίων όντων, όπου δεν υφίσταται καμμιά «αδικία» και καμμιά «παραβίαση». Αυτό που είναι τέλειο «εγείρεται» ωστόσο, (μόνον…) όταν το κοιτάζη μια συγγενική του ψυχή, για να αναπαράγη μέσα της την ορμή και τον πόθο. Ο αληθινός φιλόσοφος θα εξασκήση άρα το έργο του, όταν τον κυριεύση «μια ανάγκη να εργαστή» στον επίγειο κόσμο τής πόλης, κοιτάζοντας (θεωρώντας…) σαν ένας μεγάλος ζωγράφος, όπως ο Πολύγνωτος, το θεϊκό πρότυπο. Η αντίσταση των εχθρών κατανικήθηκε, και η δυνατότητα εκείνου τού τόσο δύσκολου τελικά εγχειρήματος υποστηρίχθηκε επιτυχώς. Μόνον ο δρόμος τής αγωγής πρέπει ακόμα να παρουσιαστή με ακρίβεια, ένα αίτημα που κατέστη ολοένα και σαφέστερο. Και σχεδόν στο τέλος κατέστη σαφής και η ανάγκη να προσδιοριστή ο τρόπος που επιδρά η φιλοσοφία στη «φιλοσοφική πόλη», όσο ασυνήθιστος κι αν ήταν ο λόγος «περί ανάγκης» ως προς τη φιλοσοφία (500 D 4)    (( «Συνομιλώντας λοιπόν με το θείο και με το κόσμιο (στοιχείο) ο φιλόσοφος, γίνεται κι αυτός κόσμιος και θείος, όσο αυτό είναι δυνατόν παρ’ ανθρώποις· διαβαλλόμενος όμως και συκοφαντούμενος κατά πολύ σε όλα. – Ναι, αναμφίβολα. – Αν αναγκασθή λοιπόν κάποιος να μελετήση όσα βλέπει εκεί στα ήθη τών ανθρώπων, και να τα παρουσιάση και ιδιωτικά και δημόσια, και να μη διαπλάθη μόνο τον εαυτό του, νομίζεις πως θα γίνη {γενήσεσθαι} ένας κακός δάσκαλος {δημιουργός} της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης και όλης τής πολιτικής {δημοτικής} αρετής; - Όχι, δεν το νομίζω καθόλου κάτι τέτοιο» … )) .
     Ένα προσπεράσαμε μέχρι τώρα, επιχειρώντας να επανασχεδιάσουμε την πορεία τής τελικής ευθείας. Υπάρχει εκεί ακριβώς όπου η φιλοσοφική μόρφωση αποδείχθηκε αναγκαία, και η κλιμάκωσή της διαμέσου τών ηλικιών τής ζωής σαφής, μια νύξη στο τέλος, πέρα κι απ’ τα όρια της ύπαρξής μας: η απολύτως ή σχεδόν απολύτως φιλοσοφική ζωή τού ηλικιωμένου ανθρώπου είναι τέτοια, ώστε να αντιστοιχήση προς αυτήν και η επέκεινα ζωή (498 C). Η δε ενέργεια με την οποία επιχειρούμε να πείσουμε εδώ και τώρα τούς εχθρούς μας, είτε θα αποβή αποτελεσματική, είτε θα επιτύχουμε μ’ αυτήν κάτι (απαραίτητο…) για τη μελλοντική μας ύπαρξη, μετά την αναγέννησή μας (498 D). Προαναγγέλλεται έτσι δυό φορές, ξαφνικά και παράξενα, για μια στιγμή κάθε φορά, ο τελικός μύθος τού σύνολου έργου, και αντιλαμβανόμαστε ήδη εδώ την ηθική προστακτική που ενυπάρχει στον μύθο τής ψυχής.

    ( συνεχίζεται )  

Δεν υπάρχουν σχόλια: