Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (52)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα,15 Ιουνίου 2020
                                    Jacob Burckhard
                                                                 ΤΟΜΟΣ 1ος
                         ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                      ΙV   
                          Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
2. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ  (συνέχεια 2η)
     
Απέναντι στους Σκύθες και τους Ασιάτες, ο Έλληνας, το είπαμε και προηγουμένως, έχει ατομικότητα, είναι απελευθερωμένος από όλους τούς τρόπους συμπεριφοράς της φυλής και τής κάστας και σε συνεχή συναγωνισμό ή αγώνα με τους ομοίους του, παριστάμενος τιμητικά στα δημόσια αγωνίσματα, συμμετέχοντας κατ’ εξοχήν στα της πόλης, από το Ολυμπιακό στάδιο ως την αγορά και από τις πύλες τής γενέτειράς του μέχρι  τη διεκδίκηση πρωτείων στη μουσική και τις τέχνες. Και όπου η σοβαρότητα μπορεί να παραμεριστεί, επιδίδεται καθημερινά σε αστεϊσμούς και χλευασμούς, στην ακατάπαυστη κριτική τού πλησίον· η ζωηρότητα του ελληνικού πνεύματος αναδεικνύεται στην αντιπαράθεση ανάμεσα στο είναι τών πραγμάτων και στο δέον ή δύνασθαι είναι. Η Ανατολική παράδοση δεν συμπαθεί τον συναγωνισμό, επειδή δεν τον ανέχονται οι κάστες, και οι Έλληνες από την πλευρά τους δεν αποδέχονται τη συμμετοχή ενός Βαρβάρου στα δημόσια αθλήματα, ώστε ακόμα και ο αρχαίος βασιλιάς τής Μακεδονίας, «ο φίλος τών Ελλήνων», αναγκάστηκε να αποδείξει πρώτα ότι ήταν Τημενίδης, ελληνικής δηλ. καταγωγής. Επιπλέον η Ανατολή είναι σοβαροφανής όπως τα ζώα και δεν ξέρει να χαμογελά, παρά μόνον όταν παρακολουθεί, ίσως, μια κωμική παράσταση· δεν έχει τη δυνατότητα να αστειεύεται με τα πράγματα του κόσμου, παρά μόνο σε αλληγορική μορφή, με το προκάλυμμα μύθων από το ζωικό βασίλειο. Και επιδίδεται, κατά τούς  Έλληνες, σε ένα πραγματικό φαγοπότι αντί για τους διαλόγους στα συμπόσια,   ώστε να αναφέρεται, όταν κυριάρχησε αργότερα η ίδια συνήθεια και στους Έλληνες, ως βαρβαρική επιρροή. Ήταν, τέλος, δεδομένο, ότι οι Έλληνες υποτάσσονταν στη λογική, ενώ οι Βάρβαροι μάλλον στη βία. (σημ.: «έστι δέ τό μέν πείθειν πρός τούς ‘Ελληνας συμφέρον, τό δέ βιάζεσθαι πρός τούς βαρβάρους χρήσιμον», Ισοκράτης).
     Η κοινή θρησκεία, παρότι δεν υπήρξε εξ ορισμού για τους Έλληνες  προϋπόθεση εθνικής ενότητας και προσφέρθηκε από τη φύση της σε ευκαιριακές μόνο συγχωνεύσεις, διαφοροποίησε πάντως το έθνος τους από την πολυθεϊστική και δυϊστική Ανατολή. Στους Έλληνες διακρίνεται στον ίδιον ήδη τον Όλυμπο εκείνη η διχόνοια ανάμεσα στους θεούς, που υπήρξε η πρώτη ένδειξη και ταυτόχρονα η αντανάκλαση των ελληνικών ερίδων· τα πράγματα μπορούν να έχουν, όπως στον ουρανό, έτσι και στη γη δύο όψεις· ενώ για τον Ανατολίτη υπάρχει μια και μόνη, και μάλιστα προκαθορισμένη όψη. Οι θεοί τών  Ελλήνων είναι , επιπλέον, ευμορφότεροι από τούς θεούς τών Βαρβάρων, στους οποίους το θείο στοιχείο δεν εκφράζεται ως μια ανώτερη εκπόρευση του ανθρώπου, αλλά με αλληγορική και δουλοπρεπή μορφή, με ένα μείγμα ζωικών δυνάμεων, πολλαπλασιασμού τών ανθρωπίνων μελών, μεταμφιέσεων και τελετουργικών χειρονομιών, καθώς ισχυρά ιερατεία και μια ασαφής εθνική συνείδηση είχαν προ πολλού και διαπαντός συμμαχήσει σ’ αυτό το θέμα. Αλλά οι θεοί τών Ελλήνων είναι επίσης πιο ειλικρινείς από τούς θεούς τών Βαρβάρων, όπως ακριβώς και ο Έλλην είναι ευφυέστερος από τον Βάρβαρο· θεωρούσαν μάλιστα και οι ίδιοι οι Βάρβαροι τους Έλληνες θεούς ειλικρινέστερους από τούς δικούς τους. Στα αρχαία ιερά της Ανατολής, που συνδέονταν με μια «δυστυχή» αστρολογία, μπορούσε  να απευθύνει κανείς και ερωτήματα για το μέλλον· αλλά οι θεοί τών Ελλήνων ήταν οι μόνοι που εξέφεραν χρησμούς με την πλήρη έννοια του όρου,  ιδιαιτέρως το μαντείο τών Δελφών, το οποίο συμβουλεύονταν Λύδιοι, Φρυγείς, Ιταλιώτες, ακόμη και Καρχηδόνιοι. Ο Κροίσος είχε πιθανότατα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Δελφικού Απόλλωνα, στον οποίον και αφιέρωσε μεγάλες προσφορές, καθώς και στον Απόλλωνα της Μιλήτου και των Αβών, τον μυθικό λύδιο θεό Σάνδωνα· προσέφυγε όμως και στο μαντείο τής Δωδώνης, στον Αμφιάραο, στον Τροφώνιο, και στον ναό τού Άμμωνα, ενώ και ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος ζήτησε, όπως γνωρίζουμε, χρησμούς από πολλά ελληνικά μαντεία. Όμως οι ξένοι λαοί έκαναν, ακόμα και χωρίς κάποιαν επιθυμία να γνωρίσουν το μέλλον, παρά μόνο σε ένδειξη ευσέβειας,  προσφορές και θυσίες στους ελληνικούς ναούς. Η ετήσια, μυστηριώδης προσφορά τών Υπερβορείων στη Δήλο εξακολουθεί να αποτελεί ένα αίνιγμα, ενώ είναι εξακριβωμένο ότι ο θρόνος ενός Ιταλιώτη βασιλιά, ονομαζόμενου  Αρίμνηστου, είναι η αρχαιότερη βαρβαρική προσφορά στο μαντείο τής Ολυμπίας· από τούς μη ελληνικούς δε πληθυσμούς τής Σικελίας, οι αρχαίοι Σικελιώτες, που διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, είχαν επίσης προσφέρει ένα άγαλμα του Δία. Παρότι οι Σκύθες Ανάχαρσις και Σκύλης υπήρξαν θύματα, όπως είδαμε, του ζήλου τους για την ελληνική λατρεία και τελετουργία, άλλοι εκπολιτισμένοι Βάρβαροι εισήγαγαν στις χώρες τους στοιχεία τής ελληνικής λατρείας· η Καρχηδόνα, η οποία αντιμετώπισε μεγάλο κίνδυνο, καθιέρωσε π.χ. τη λατρεία τής Δήμητρας και της Περσεφόνης, επειδή ο στρατός της είχε καταστρέψει τούς ναούς τους κοντά στις Συρακούσες και είχε προκαλέσει, όπως πίστευαν, την οργή τών θεών· χωρίς να ξεχνάμε και το γεγονός, ότι  η Καρχηδόνα επέτρεψε την άσκηση της ελληνικής λατρείας, καθώς και ότι εκλάπησαν πλήθος αγαλμάτων ελληνικών θεοτήτων από τούς ναούς τών Ελλήνων. Συμπεραίνεται λοιπόν απ’ όλα αυτά ότι οι Έλληνες θεωρήθηκαν εξαιρετικά ευσεβείς, ιδιαιτέρως οι Αθηναίοι· θεωρήθηκε ότι αυτός ο κατ’ εξοχήν βέβηλος λαός διέθετε την ευσεβέστερη ψυχή, επειδή διατηρούσε τις ιδανικότερες σχέσεις με τους θεούς. Έτσι εξηγείται και ο παράξενος χρησμός που έδωσαν οι Δελφοί στην περίπτωση ενός μεγάλου λιμού: «Ας εύχονται οι Αθηναίοι για τους Έλληνες και τους Βαρβάρους».
     Δεν ασκούσαν όμως μόνον οι ελληνικοί θεοί, αλλά επίσης οι Έλληνες ως άνθρωποι μιαν ιδιαίτερη επιρροή στους Βαρβάρους, και μπορούμε να εμπιστευτούμε απολύτως εδώ τούς Έλληνες συγγραφείς. Ο χαριτωμένος θρύλος τής Κέλτισσας πριγκίπισσας που επέλεξε ως σύζυγο τον Έλληνα Εύξενο, με τον οποίο συνδέεται η ίδρυση της Μασσαλίας, αποτελεί, στις διάφορες εκδοχές του, ένα πραγματικό σύμβολο· η δύναμη του πνεύματος έπαιξε σε πολλές περιπτώσεις, συνδυασμένη με το κάλλος τού σώματος,  αποφασιστικό ρόλο υπέρ τών Ελλήνων. Όταν οι εγγύτερες αλλά και οι περισσότερο απομακρυσμένες ακτές τής Μεσογείου και του Πόντου αποικίζονται από Έλληνες, κάποιοι πληθυσμοί Βαρβάρων τών ακτών υποδουλώνονται· αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δημιουργούνται αυθόρμητοι δεσμοί με τις αποικίες τής περιοχής, όπως και το ότι υιοθετούνται οι συνήθειες, οι γνώσεις και ο εξευγενισμένος στολισμός με τον οποίον εξωραΐζουν οι Έλληνες την καθημερινότητά τους· αρκεί να αναφέρουμε εδώ την επίδραση του ελληνικού αλφαβήτου στους γαλατικούς Κέλτες. Όταν η μακρόχρονα εσωστρεφής Αίγυπτος προσέγγισε, μετά την πτώση τής αιθιοπικής δυναστείας (671 π. Χ.) και κυρίως χάρη στην συμπάθεια του Ψαμμήτιχου για τους Έλληνες, αυτόν τον λαό, το γεγονός ήταν αρκετό για να προκαλέσει μιαν οικονομική επανάσταση, την άνθηση της βιομηχανίας και την άνοδο του βιοτικού της επιπέδου. Η κάστα όμως τών πολεμιστών εγκατέλειψε τη χώρα και μετέβη στην Αιθιοπία· 200 000 άνδρες, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν πετάξει στη θάλασσα τους νεοαφιχθέντες, συμπεριφέρονται απέναντί τους με αμηχανία· γιατί είναι αδύνατον να υποθέσουμε ότι παραιτήθηκαν από το πατροπαράδοτο δικαίωμα επιστροφής στον τόπο τους μόνον και μόνον από φθόνο (επειδή ταπεινώθηκαν δήθεν κατά την επιδρομή τού βασιλιά στην Παλαιστίνη), και παρότι τα υπόλοιπα πλεονεκτήματα που απολάμβαναν μέχρι τότε ήταν τεράστια. Το ότι δεν εξεγέρθηκαν ποτέ εναντίον τού Ψαμμήτιχου οφείλεται πιθανότατα στον σεβασμό τού ιερού χαρακτήρα τής βασιλείας, ακόμη και στο πρόσωπο αυτού του νεωτεριστή βασιλιά που είχε γεννηθή σε ξένη γη, του οποίου αγνόησαν πάντως τις εκκλήσεις· μπορεί και να πήραν κάποια ικανοποίηση, στερώντας του στο εξής την άμυνά του και αφήνοντας την προστασία του σε ξένους· μαζί τους εξαλείφεται όμως σιωπηρά και μια Αίγυπτος, που γνωρίζει ότι αδυνατεί να συνεννοηθεί με τους αεικίνητους Έλληνες, ενώ η μάζα τού πληθυσμού προσαρμόζεται, τουλάχιστον στην ενδοχώρα, στις καινούργιες συνθήκες, μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται μια μεικτή φυλή, με την ονομασία Διερμηνείς. Με τη διείσδυση των Ελλήνων και την αύξηση των συναλλαγών και του πλούτου, Η εθνική ισχύς τών αρχαίων Αιγυπτίων αρχίζει, με τη διείσδυση των Ελλήνων και την αύξηση των συναλλαγών και του πλούτου, αναμφισβήτητα να αποσυντίθεται· πώς θα μπορούσε όμως να συνεισφέρει κανείς στην επιβίωση ενός λαού, του οποίου η κάστα  τών πολεμιστών εγκαταλείπει σε μια τέτοια συνθήκη σκυθρωπά τη χώρα ;
     Για να κατανοήσουμε την επιρροή τών Ελλήνων στους Πέρσες, θα παραθέσουμε κάποια χαρακτηριστικά γεγονότα. Η Περσία δεν δίστασε, ακολουθώντας την ιστορική της πορεία ως παγκόσμια μοναρχία, να επιχειρήσει να υποδουλώσει, μαζί με πλήθος άλλων λαών, και τους Έλληνες,  και να τους επιβάλει μακροχρόνια υποταγή· οι απόπειρες εξέγερσης των Ελλήνων οδήγησαν στις αντίστοιχες μεγάλες εκστρατείες τού Δάτη, του Ξέρξη και του Μαρδόνιου ενάντια στην Ελλάδα, που τερματίστηκαν με τον τρόπο που γνωρίζουμε. Οι Έλληνες αναδείχθηκαν όμως στο μεταξύ σε διαπρεπείς προσωπικότητες στην αυλή τών Αχαιμενιδών· η Άτοσσα, κόρη τού Κύρου επεδίωκε να αποκτήσει δούλους Λάκωνες, Αργίους, Αθηναίους ή Κορίνθιους, και ο σύζυγός της ο Δαρείος γνώριζε εξ ακοής τον φημισμένο αθλητή Μίλωνα από τον Κρότωνα· ο ιατρός Δημοκήδης αποκτά κύρος στην αυλή και στους βασιλικούς κύκλους, απολαμβάνει ένα καθεστώς ημι-αιχμάλωτου και περιβάλλεται από ιδιαίτερη προστασία, όπως επίσης και ο Ιστιαίος, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Δημάρατος, η Αρτεμισία, οι Πεισιστρατίδες και ο ποιητής τους Ονομάκριτος, και άλλοι, οι οποίοι συμμετέχουν βαθμιαία στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, και τον οποίων η επιρροή υπερέχει ενίοτε απέναντι στη επιρροή τών σατραπών και των συγγενών τού βασιλέα· είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Ιστιαίος ανασκολοπίστηκε με εντολή τών τελευταίων, «προκειμένου να αποτρέψουν την επιστροφή του στην αυλή τού βασιλιά», παρ’ όλα όσα είχε κάνει εναντίον τού Δαρείου. Αργότερα θα εμφανιστή ωστόσο, την εποχή τού Ξέρξη και του Αρταξέρξη, ο άνδρας ο οποίος, αν και είχε εκτελέσει τον Πέρση αγγελιοφόρο που τόλμησε να χρησιμοποιήσει την ελληνική γλώσσα για να απαιτήσει από τούς Αθηναίους γη και ύδωρ, είχε μάλλον εξασφαλίσει μια δυνατότητα διαφυγής στην Περσία την εποχή ήδη τού πολέμου· πρόκειται για τον πλέον διάσημο από όλους τούς πρόσφυγες, τον Θεμιστοκλή. Η περίφημη επιστολή του προς τον βασιλέα αντιπροσωπεύει την επιτομή κάθε επιστολής Έλληνα προς έναν Βάρβαρο, ο οποίος δεν είχε ασφαλώς λάβει καμία άλλη παρόμοια επιστολή από όλα τα μήκη και πλάτη τού αχανούς βασιλείου του· όταν όμως ο Θεμιστοκλής έμαθε την περσική γλώσσα και εμφανίστηκε αυτοπροσώπως μπροστά στον βασιλιά, «ανέδειξε τότε την πλήρη ισχύ τών φυσικών του χαρισμάτων. Οι διαισθητικές του ικανότητες τον βοηθούσαν να κρίνει άριστα τις παρούσες συνθήκες, χωρίς να χρειάζεται καμιά προκαταρτική ή μεταγενέστερη μελέτη, και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη· μπορούσε δε να προβλέψει με ακρίβεια τις πιο μακροπρόθεσμες μελλοντικές συνέπειες. Ήταν τόσο εξοικειωμένος με τα τρέχοντα προβλήματα, ώστε μπορούσε να τα εκθέσει με κάθε λεπτομέρεια. Διέκρινε απολύτως το δυνατό από το αδύνατο σημείο τών «σκοτεινών» υποθέσεων. Με τα φυσικά του χαρίσματα και την ταχύτητα αντίληψης που τον διέκριναν εύρισκε, εν ολίγοις, αμέσως την κατάλληλη λύση σε όλα τα ζητήματα» (Θουκυδίδης), κάτι το οποίο ήταν αδύνατον για τον περίγυρο του βασιλιά, καθώς και για τους σατράπες και τους μάγους.
     Ποιος μπορεί να γνωρίζει, πόση δύναμη θα μπορούσαν να αποκτήσουν οι Έλληνες στην αυλή τού Μεγάλου Βασιλέα, αν είχαν ασκήσει την επιρροή τους  προς το συμφέρον αυτής τής αυλής, και δεν επιθυμούσαν να κερδίσουν  παρά μια θριαμβευτική και μόνον επιστροφή στην πατρίδα τους από την περσική Δύναμη. Μπορούμε να φανταστούμε μια κατάσταση, κατά την οποία θα κατέληγαν και όλες οι σημαντικές θέσεις στην Περσία στους Έλληνες, όπως ακριβώς συνέβη με τους έλληνες μισθοφόρους, που απέβησαν το ασφαλέστερο στράτευμα της αυτοκρατορίας· δεν θα χρειαζόταν παρά η επιθυμία να παραμείνουν. Οι Έλληνες δεν αισθάνονταν όμως, ακόμη κι αν εξαιρέσουμε αυτούς τούς πρόσφυγες, άνετα στην Περσία. Η αχανής και δίχως σύνορα ασιατική ήπειρος, όπου τα ταξίδια διαρκούσαν μήνες, τους προκαλούσε δέος, την ώρα που αισθάνονταν, ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες αποικίες τους με θέα ή με πρόσβαση στη θάλασσα, όπου κατοικούσαν μαζί με άλλους Έλληνες σε μια πόλη, απέραντη οικειότητα. Πόσες απέλπιδες προσπάθειες και πόσες επινοήσεις δεν χρειάστηκαν ο Ιστιαίος και ο Δημοκήδης προκειμένου να αποδράσουν από τη χρυσή φυλακή τής αυλής τού Δαρείου ! Μάταια πρόσφερε δυό ζευγάρια χρυσά πέδιλα ως συμβολικό δώρο στον μέγα ιατρό ο Δαρείος, μάταια υπήρξαν όλα τα πλούτη και οι «υψηλοί συνδαιτυμόνες τού βασιλιά ! Ο γιατρός τελικά απέδρασε. Ο Δαρείος θεωρούσε συνεπέστερον απ’ όλους όσους εγκατέλειψαν την Ελλάδα για να έρθουν στη χώρα του τον Σκύθη βασιλιά τής Μεσίνας, επειδή επανήλθε, μετά την άδεια που είχε πάρει για να μεταβεί στη Σικελία, όπως το είχε υποσχεθεί· αυτός έζησε τουλάχιστον με μεγάλα πλούτη στην Περσία, όπου και ετελεύτησε τον βίο πλήρης ημερών. Οι περιηγητές θα ανακαλύψουν αργότερα το μέγεθος της ψυχοφθόρας νοσταλγίας στα επιτάφια των Ερετριέων, που αιχμαλωτίστηκαν από τούς Πέρσες μετά τη μάχη στον Μαραθώνα και εγκαταστάθηκαν κοντά στα Σούσα: «Εδώ αναπαύονται αυτοί, που τα ταραγμένα κύματα του Αιγαίου πελάγους μετέφεραν κάποτε σ’ αυτούς τούς τόπους, στην καρδιά τών πεδιάδων τής ανατολής· χαίρε Ερέτρια, η δοξασμένη πατρίδα , χαίρε η γειτονική τής Εύβοιας Αθήνα, χαίρε αγαπημένη θάλασσα !» Αυτοί οι δυστυχείς προσπάθησαν να διατηρήσουν την ελληνική παράδοση οικοδομώντας ναούς και αγορές, αλλά επίσης και βωμούς στον Δαρείο και τον Ξέρξη. Η εκστρατεία ελληνικών δυνάμεων σ’ αυτή την αχανή Ανατολή ήταν για πολύν καιρό απολύτως αδιανόητη. «Φύγε από τη  Σπάρτη πριν δύσει ο ήλιος», είπε ο Κλεομένης στον Αρισταγόρα, που επέμενε να του εκθέσει το μεγάλο του σχέδιο για μιαν εκστρατεία ενάντια στα Σούσα· «δεν υπάρχει τίποτε στα λόγια σου που θα μπορούσε να πείσει τούς Λακεδαιμόνιους να σε ακολουθήσουν σε ένα μέρος που απέχει τρείς μήνες από τη θάλασσα». Και όταν κατέληξαν, παρ’ όλα αυτά, σε μια τέτοια εκστρατεία ύστερα από έναν αιώνα, ποιος θα μπορούσε να μην αναφωνήσει μαζί με τους Έλληνες «Θάλαττα! Θάλαττα!», όταν αντίκρυσαν τον Εύξεινο Πόντο ;

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: