ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ο αντίποδας δια του οποίου οι Έλληνες απέκτησαν πραγματικά συνείδηση της ταυτότητάς τους, ο μη-Έλληνας, αποκαλείται Βάρβαρος. Αυτή η ιδιαίτερη και τόσο σύνθετη έννοια θα πρέπει να διευκρινιστεί. Για να γίνει αυτό δεν θα πρέπει να βασιστούμε στις προϋποθέσεις Ελλήνων τής ύστερη εποχής, ποιητών και ρητόρων, οι οποίοι απέδιδαν μεταξύ άλλων ιδιαίτερα στους Βάρβαρους, σκληρότητα, κακοπιστία και προδοσία, παραβλέποντας αφελώς το γεγονός ότι την ίδια ακριβώς συμπεριφορά ακολουθούσαν και αυτοί απέναντι στους Βαρβάρους. Θα πρέπει επίσης να παραμερίσουμε μιαν αντίληψη που καθοδηγούσε επί αιώνες, με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο τα κριτήρια των Ελλήνων, ότι δηλαδή οι Βάρβαροι ήταν συνήθως γι’ αυτούς διαθέσιμοι ως δούλοι, κι αυτό σε πολύ μεγάλη κλίμακα· ήδη ο Αριστοτέλης αποφεύγει τελείως τον σαφή διαχωρισμό, προκειμένου να παραμείνει πιστός στη δεδομένη άποψή του περί δουλείας. Τέλος η έννοια Βάρβαρος θα πρέπει να μη συνδέεται με τη λέξη αποστροφή, διότι αυτή υπήρξε αμοιβαία. Όλοι οι λαοί που υπάγονταν στο ιερό δίκαιο περιφρονούσαν τούς υπόλοιπους λαούς, και μέσα στους λαούς οι ανώτερες τάξεις απέφευγαν, όπου βέβαια υπήρξαν, τις κατώτερες. Ιδιαίτερα οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν όλους τούς Έλληνες ακάθαρτους, και όχι μόνον επειδή έτρωγαν αγελαδινό κρέας, όπως πίστευε ο Ηρόδοτος· αλλά και οι Έλληνες ανταπέδιδαν τα ίδια στους Αιγύπτιους, διότι όντας κρασοπότες πίστευαν ότι είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους με τις μπύρες τους. Αλλά ο Έλληνας υπερείχε ως προς το ότι δεν αντιμετώπιζε τους Βαρβάρους ούτε με φόβο, ούτε με κανόνες καθαρότητας, και γενικά παρατηρούσε τον κόσμο με απόλυτη ελευθερία.
(συνεχίζεται)
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙV –
Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
2. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ
Ο αντίποδας δια του οποίου οι Έλληνες απέκτησαν πραγματικά συνείδηση της ταυτότητάς τους, ο μη-Έλληνας, αποκαλείται Βάρβαρος. Αυτή η ιδιαίτερη και τόσο σύνθετη έννοια θα πρέπει να διευκρινιστεί. Για να γίνει αυτό δεν θα πρέπει να βασιστούμε στις προϋποθέσεις Ελλήνων τής ύστερη εποχής, ποιητών και ρητόρων, οι οποίοι απέδιδαν μεταξύ άλλων ιδιαίτερα στους Βάρβαρους, σκληρότητα, κακοπιστία και προδοσία, παραβλέποντας αφελώς το γεγονός ότι την ίδια ακριβώς συμπεριφορά ακολουθούσαν και αυτοί απέναντι στους Βαρβάρους. Θα πρέπει επίσης να παραμερίσουμε μιαν αντίληψη που καθοδηγούσε επί αιώνες, με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο τα κριτήρια των Ελλήνων, ότι δηλαδή οι Βάρβαροι ήταν συνήθως γι’ αυτούς διαθέσιμοι ως δούλοι, κι αυτό σε πολύ μεγάλη κλίμακα· ήδη ο Αριστοτέλης αποφεύγει τελείως τον σαφή διαχωρισμό, προκειμένου να παραμείνει πιστός στη δεδομένη άποψή του περί δουλείας. Τέλος η έννοια Βάρβαρος θα πρέπει να μη συνδέεται με τη λέξη αποστροφή, διότι αυτή υπήρξε αμοιβαία. Όλοι οι λαοί που υπάγονταν στο ιερό δίκαιο περιφρονούσαν τούς υπόλοιπους λαούς, και μέσα στους λαούς οι ανώτερες τάξεις απέφευγαν, όπου βέβαια υπήρξαν, τις κατώτερες. Ιδιαίτερα οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν όλους τούς Έλληνες ακάθαρτους, και όχι μόνον επειδή έτρωγαν αγελαδινό κρέας, όπως πίστευε ο Ηρόδοτος· αλλά και οι Έλληνες ανταπέδιδαν τα ίδια στους Αιγύπτιους, διότι όντας κρασοπότες πίστευαν ότι είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους με τις μπύρες τους. Αλλά ο Έλληνας υπερείχε ως προς το ότι δεν αντιμετώπιζε τους Βαρβάρους ούτε με φόβο, ούτε με κανόνες καθαρότητας, και γενικά παρατηρούσε τον κόσμο με απόλυτη ελευθερία.
Μόλις παραμερίσουμε αυτές τις προκατειλημμένες
απόψεις θα διακρίνουμε, ότι ακόμη και η φυλή δεν υπήρξε καταλυτικός παράγων,
διότι η διαφορά ήταν κατά βάθος μια
διαφορά πολιτισμού, και επομένως
είχε ήδη τη βάση της στην εσωτερική ζωή τού ελληνικού έθνους. Βάρβαροι δεν θεωρούνταν μόνον τα υπολείμματα της πελασγικής
φυλής, αλλά ακόμη και αυθεντικές ελληνικές εθνότητες, από τη στιγμή που δεν διέθεταν ή διέθεταν ελάχιστη κοινοτική ζωή, δεν
είχαν αγορά, ελεύθερα γυμναστήρια, δεν
μετείχαν σε δημόσιους αγώνες, δεν
διέθεταν ξεχωριστές φυσιογνωμίες και εξακολουθούσαν την πρακτική τής
πειρατείας. Πίστευαν ότι οι Έλληνες άρχισαν να καλλιεργούνται ξεπερνώντας κατά
κάποιον τρόπο το επίπεδο των Βαρβάρων. «Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που
αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες ζούσαν άλλοτε όπως ζουν οι Βάρβαροι σήμερα», λέει ο
Θουκυδίδης σχετικά με τις πειρατείες , οι οποίες ήταν άλλωστε «μια αρχαία
πρακτική», την οποία συνέχιζαν οι Όζολες, οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί. Οι
Ηπειρώτες θεωρούνταν Βάρβαροι, παρότι εκεί βρισκόταν η Δωδώνη και «η αρχαιότερη
Ελλάδα»· πίστευαν ότι οι Ευρυτάνες τής Αιτωλίας έτρωγαν ωμή σάρκα, και πως η
γλώσσα τους έμοιαζε, παρότι ελληνική πέρα από κάθε αμφιβολία, εντελώς
ακατανόητη, χωρίς να παραλείψουμε εδώ τη Μακεδονία και κυρίως το βασίλειο των
Οδρυσών στη Θράκη. Για να κατανοήσουμε πώς ο όρος Έλληνας απέκτησε βαθμιαία
περιεχόμενο, αρκεί να αναφέρουμε τί πίστευαν για τους Τρώες. Στον Όμηρο δεν
διακρίνεται, όπως γνωρίζουμε, καμιά διαφορά στα ήθη και τη θρησκεία ανάμεσα
στους Αχαιούς και τους Τρώες· αλλά στις παραστάσεις τών σχετικά αρχαίων
αμφορέων οι Τρώες φορούν ήδη ασιατικά ενδύματα, και στα αιγινήτικα αγγεία ο
Πάρις αναγνωρίζεται από αυτήν την αμφίεση· ο Θουκυδίδης τούς αποκάλεσε
αργότερα, χωρίς να δισταγμό, Βαρβάρους. Ο Ευριπίδης αναφέρεται στους Τρώες με
υβριστικούς χαρακτηρισμούς· ενώ ο Στράβων παραιτείται από την αναζήτηση
ελληνικής ετυμολογίας για τα τρωικά τοπωνύμια, και στον Λουκιανό ο Πάρις
αποκαλείται επίσης Βάρβαρος και ξένος, σε μιαν εποχή όπου η απεικόνιση της
μορφής του δεν διέφερε καθόλου από εκείνην τού Φρύγιου Άττυ και του Μίθρα.
Οι Αθηναίοι όμως βρίσκονταν στον αντίποδα
των άλλων λαών, και σύμφωνα με ένα περίφημο απόσπασμα του Αριστοτέλη, στον
αντίποδα δύο ειδών Βαρβάρων: τους λαούς τού ευρωπαϊκού Βορρά, γενναίους και
ελεύθερους, αλλά χωρίς οξύνοια και επιδεξιότητα, χωρίς την ικανότητα πολιτικής
συγκρότησης και καθοδήγησης των γειτόνων τους, και τους λαούς τής Ασίας,
προικισμένους με μιαν οξυδερκή φύση και με τεχνικές ικανότητες, αλλά χωρίς
θάρρος και επομένως καταδικασμένους σε μόνιμη υποταγή και δουλεία.
Οι πρώτοι, και κυρίως ο μεγάλος σκυθικός
λαός με τον λαμπρό οπλισμό του, μας είναι γνωστοί μέσα από το 4ο
Βιβλίο τού Ηροδότου, στο οποίο οι συνήθειες αυτών τών ημι-πολιτισμένων λαών,
και άλλων σε παρόμοιες συνθήκες, σκιαγραφούνται
με ευκρίνεια και σπάνια διεισδυτικότητα.
Οι Σκύθες δεν αποδέχονταν τη δουλεία, και λαοί σαν κι αυτούς, που ορμούσαν στη
μάχη με μανία, κυρίως όταν ήθελαν να παρασύρουν και άλλους στο κατόπιν τους,
εμφορούνταν ασφαλώς από έναν έντονο ενθουσιασμό και ισχυρή ζωτικότητα. Αλλά η δουλεία ήταν μια εσωτερική κατάσταση, μια εγγενής
υποταγή στη φυλή τους. Ακόμη και αν ως άτομα μπορούσαν να αισθάνονται
ελεύθεροι, ήταν τελικά υποταγμένοι σε μια κοινή θέληση, όπως και οι κοινότητες των
ζώων· απέναντι σε όλα τα γεγονότα και τις εκδηλώσεις τους, καθώς και ως προς τα
ήθη και τη θρησκεία διατηρούσαν μια κοινή ταυτότητα (στην ανάγκη και δια της
βίας), διότι μόλις το έθνος ολόκληρο
παύει να κινείται και να πράττει με
έναν απόλυτα ομοιογενή τρόπο, καθίσταται ασθενές, και σύντομα παύει να υπάρχει· επειδή έχει απόλυτη
συνείδηση του γεγονότος ότι αποκτά νόημα μόνον ως συλλογική δύναμη. Γι’ αυτό
ακριβώς ο Ανάχαρσις, όταν εόρτασε στη Σκυθία τη μνήμη τής Μητέρας τών θεών
σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο λατρείας, δολοφονήθηκε από τον αδελφό του, έναν
Σκύθη βασιλέα· και ο βασιλιάς Σκύλης
πλήρωσε επίσης, την εποχή τού Ηροδότου, πολύ ακριβά τη συμπάθειά του προς την
ελληνική θρησκεία και τα έθιμα. Το γεγονός δε ότι ο Γέτης Ζάλμοξις κατόρθωσε να
εμφυτεύσει, όπως λέγεται, στον λαό του αυτή την παράδοξη θρησκεία ‘από το υπερπέραν’,
δεν οφείλεται στο ότι υπήρξε δούλος και μαθητής τού Πυθαγόρα, όπως διηγούνταν
οι σοφοί Έλληνες του Πόντου· πιθανότερο είναι το όνομά του να προέρχεται από
μια τοπική θεότητα, και η πίστη αυτή να ανήκε
στο αρχαίο παρελθόν τών Γετών. Και σε άλλους όμως τομείς είχαν
υιοθετήσει αυτοί οι Βάρβαροι πανομοιότυπη συμπεριφορά: ενώ στους Έλληνες η
βελτίωση του ατόμου διευρύνεται χάρη στην πρακτική κάθε είδους συναγωνισμού, το αγωνιστικό πνεύμα απουσιάζει
τελείως από αυτούς τούς λαούς· οι ιππικοί αγώνες τους, και άλλες παρόμοιες
εκδηλώσεις, αποτελούν συλλογικές επιδείξεις τής δύναμης του λαού, ενώ τελούνται
και διάφορα είδη πολεμικών αναπαραστάσεων, συχνά εξαιρετικά βίαιων, όπως για
παράδειγμα τα συμπόσια στα οποία οι Γαλάτες παρίστανται κραδαίνοντας τα όπλα. Ενώ ο ρυθμός τής ζωής και η μεταμόρφωση του
ελληνικού έθνους είναι ταχύτατες, θα
έλεγε κανείς ότι σ’ αυτούς τούς
λαούς ο κάθε αιώνας μοιάζει με τον
προηγούμενο, ότι αδιαφορούν για το παρελθόν και το μέλλον, και το μόνο που έχει σημασία είναι η έμπνευση της στιγμής. Κίνητρο του Βαρβάρου είναι
συνήθως ο πόλεμος, που στις περισσότερες περιπτώσεις διεξάγεται χωρίς σκοπό και μόνον από προσωπική κλίση· στους Σκύθες τού Ηροδότου ο αριθμός
τού πληθυσμού υπολογίζεται από τα βέλη που έπεσαν στο πεδίο τής μάχης· αυτοί
που είχαν φονεύσει τούς εχθρούς τους οργάνωναν κάθε χρόνο μια μεγάλη συλλογική
γιορτή στην περιοχή τους· στους Σαυρομάτες, για να παντρευτεί μια κόρη θα πρέπει
να έχει φονεύσει πρώτα κάποιον εχθρό· εγείρονται παντού ναοί αφιερωμένοι στον
θεό τού πολέμου, και κάθε χρόνο θυσιάζουν ένα πλήθος ζώων, αλλά και αιχμαλώτους
πολέμου, ενώ δεν σφαγιάζονται όλοι οι αιχμάλωτοι, όπως συνέβαινε συχνά στους
Έλληνες, αλλά μόνον ένας στους εκατό. Το
έντονο βασιλικό φρόνημα αυτών τών
λαών συνδέεται άμεσα με τον πόλεμο· διότι μόνο στον πόλεμο αποκτούν
συνείδηση ενός υπαρκτού βασιλέα, επικεφαλής ενός δραστήριου έθνους, και οι
βάρβαροι βασιλείς εμπνεόνται επίσης από την πλευρά τους από έντονα αισθήματα
υπεροχής. Ο βασιλεύς Τηρέας τής Θράκης, πατέρας τού Σιτάλκη, συνήθιζε να λέει
ότι σε καιρό ειρήνης και αναψυχής δεν διέφερε σε τίποτε από τους υπηρέτες του
στάβλου. Αλλά σε καιρό ειρήνης βασιλεύς και λαός συνδέονται με σχεδόν μαγικό τρόπο· οι Σκύθες βασιλείς δεν θα ανέχονταν ποτέ
ένας άνθρωπος του λαού να χρησιμοποιήσει το όνομά τους για ψευδορκία, και από
τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε λεπτομερώς την ιδιαίτερη διαδικασία που χρησιμοποιούσαν
για να αποσπάσουν την αλήθεια. Η ισχυρή και αφελής πίστη τους για τον άλλο
κόσμο εκφράζεται με τις ανθρωποθυσίες μιας ολόκληρης πομπής υπηρετών του νεκρού
βασιλιά, που θα του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μετά θάνατον· γύρω από το
μνήμα τού βασιλιά τοποθετούσαν μιαν ολόκληρη πομπή από ταριχευμένους, έφιππους
άνδρες. Βαρβαρικά έθιμα εξαιρετικά απεχθή συνδέονται με την ιστορία όχι τών
Σκύθων γενικώς, αλλά μερικών φυλών, καθώς και τρομακτικές δεισιδαιμονίες, όπως
αυτή για τους Neures, οι οποίοι μια φορά το χρόνο
μεταμορφώνονταν για λίγες μέρες σε λύκους. Είναι
τόσο μεγάλος ο πλούτος τής έρευνας του Ηρόδοτου, και τόσο ευρύ το πεδίο της, που ο αναγνώστης δεν χορταίνει να παρακολουθεί
τις περιγραφές του, και θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι είναι κρίμα που δεν
γνώρισε τα Κελτικά και Γερμανικά φύλα.
Η δεύτερη κατηγορία Βαρβάρων από τούς
οποίους διακρίνονται οι Έλληνες είναι οι Ασιάτες, των οποίων ο εξαιρετικά
ανεπτυγμένος πολιτισμός είναι αρκετά αρχαιότερος και πληρέστερος από τον δικό
τους ως προς την τεχνική και την πατρογονική γνώση. Και εδώ η ουσιαστική διαφορά
προέρχεται από το γεγονός ότι ο ελληνικός πολιτισμός ήκμασε στο επίπεδο του ατόμου, ενώ ο Ασιάτης παρέμεινε φυλακισμένος, όχι στη γενική συμπεριφορά
τής φυλής αυτή τη φορά, αλλά, με έναν επιφανειακό τρόπο, στην κάστα και τον
απόλυτο δεσποτισμό . Η αλήθεια είναι ότι τα
χαρακτηριστικά τών Αιγυπτίων τα γνωρίζουμε μέσα από τις ερμηνείες που μας
πρόσφεραν οι Έλληνες, στις οποίες όμως δεν θα ήταν δίκαιο να αποδώσουμε
μεροληπτικό χαρακτήρα. Παρ’ όλη την κολοσσιαία προσφορά για την οποία η ανθρωπότητα
οφείλει ευγνωμοσύνη προς αυτόν τον λαό, και παρ’ όλη την αμέριστη εθνική
υπερηφάνεια, το άτομο εκμηδενίστηκε, απ’ ό,τι φαίνεται, ηθικά από την
υποδούλωση. Και μόνον τα ήθη και ο συμβολισμός, καρπός μιας πανάρχαιας
θρησκευτικής αναζήτησης, μετέτρεψαν την ανθρώπινη συνθήκη τού Αιγύπτιου σε ένα
«οδυνηρό χρέος»· επιπλέον, η υπόλοιπη ζωή στο σύνολό της, τόσο
στον τομέα τών συναλλαγών όσο και σ’ αυτόν τής πολιτικής, είχε έναν χαρακτήρα
αναψυχής. Στις περιγραφές που μας παρέδωσε ο Ηρόδοτος, το γενικό πνεύμα που
κυριαρχεί χαρακτηρίζεται από την πίκρα τής δουλείας, η οποία κατορθώνει
ατιμώρητα να υπερκεράσει τούς ισχυρούς μόνο χάρη
σε ειδεχθείς συκοφαντίες· ιδανικό τής ζωής είναι η πανουργία, η οποία μάλιστα
ανταμείφθηκε στην περίπτωση του Ραμψίνιτου με μεγάλες τιμές. Ο νόμος που
επέβαλε ο βασιλιάς Άσυχις, σύμφωνα με τον οποίον οι μούμιες χρησιμοποιούνταν ως
ενέχυρο, επειδή χωρίς αυτό το έσχατο και φοβερό μέτρο εξαναγκασμού θα ήταν
αδύνατον να καλυφθούν τα δάνεια, υποθέτουμε ότι αποτελεί μια τοπική νομοθεσία.
Διότι ο Αιγύπτιος ήταν εξαιρετικά σκληραγωγημένος και ικανός να υπομείνει ακόμη
και τα βασανιστήρια· προτιμούσε να πεθάνει παρά να ομολογήσει.
Όσον αφορά στις αυτοκρατορίες τής Βαβυλώνας και της Ασσυρίας, οι Έλληνες
περιέργως τους απέδωσαν, όπως γνωρίζουμε, ελάχιστη σημασία, παρότι πάμπολλα
στοιχεία τού πολιτισμού τους τούς παραδώθηκαν χωρίς καν να το αντιληφθούν. Από
τα βαρβαρικά αυτά βασίλεια και τους λαούς εγγύτερο ήταν το Λυδικό, το οποίο
γνώριζαν άριστα και συμπαθούσαν περισσότερο, είτε επειδή είχαν κάποια κοινή
καταγωγή, είτε διότι υπήρχε ένα είδος συγγένειας με τους Έλληνες ως προς τα ήθη
και τη θρησκεία. Αντίθετα η περσική αυτοκρατορία τούς ενέπνεε δέος και
αποστροφή: μια ήδη καθυστερημένη πολιτική οργάνωση, που και πάλι υποδουλώνει
έναν μεγάλο αριθμό άλλοτε ανεξάρτητων λαών, οι οποίοι στη συνέχεια
υποδουλώθηκαν από τούς Ασσύριους και αργότερα από τούς Μήδους· με μια δυναστεία
που, εκτός από τον Κύρο και τον Δαρείο Υστάσπη, δεν ανέδειξε κανέναν αξιόλογο
μονάρχη, παρά μόνον αποτυχημένους σατράπες και έναν επικίνδυνο προδότη (Κύρος ο
Νεώτερος), που επεδίωκε συνεχώς να υποδουλώσει εκ νέου, με όλες αυτές τις
κατακτήσεις του, χώρες που είχαν απαλλαγεί από την εξουσία του, και των οποίων
είχε λεηλατήσει την περιουσία και τα ιερά. Διεξάγοντας
νικηφόρους πολέμους εναντίον αυτών τών Περσών, οι Έλληνες απέκτησαν πραγματικά συνείδηση της αντίθεσής τους απέναντι στους Βαρβάρους· η αναμέτρηση απέκτησε
ιδιαίτερα σοβαρή μορφή με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όταν ο Βασιλιάς τών Περσών
κατώρθωσε να διεισδύσει εκ νέου στις υποθέσεις τών Ελλήνων, και κυρίως ο
περίφημος Αρταξέρξης Μέμνων, του οποίου η αυλή υπήρξε το θέατρο μιας
απερίγραπτης αγριότητας. Στο μεταξύ όμως οι Έλληνες είχαν επίσης ανακαλύψει την
ακραία αδυναμία αυτής τής κολοσσιαίας αυτοκρατορίας, καθώς
και την αδυναμία να έχει ο λαός την εξουσία· ο Ξενοφών αναδεικνύει στο
σημαντικότατο τελευταίο κεφάλαιο της Κύρου
Παιδείας την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, πώς
δηλαδή οι παραδοσιακές συνήθειες διατηρήθηκαν, έχοντας απωλέσει εντελώς την
ουσία τους. Η μεγαλοπρέπεια και οι τελετουργίες που περιέβαλαν τον Μέγα
Βασιλέα, τόσο προσφιλείς στον θεό Ορμούζ, δεν ήταν πλέον σε θέση να καλύψουν
και το γεγονός, ότι η ασφάλειά του βρισκόταν ήδη σε μεγάλο βαθμό στα χέρια
ελλήνων μισθοφόρων. Και όταν παρουσιάστηκε αργότερα ο Αλέξανδρος, αυτοί ήταν οι
μόνοι επικίνδυνοι εχθροί, διότι όλη η υπόλοιπη άμυνα ήταν καταπονημένη και
χωρίς θέληση, και η ανώτερη στρατιωτική διοίκηση ακέφαλη, διότι δεν θα είχαν
ποτέ αφήσει τον χρόνο στους Μακεδόνες μετά την μάχη της Ισσού, να πολιορκήσουν
την Τύρο και να επιτεθούν στην Αίγυπτο· στις περιπτώσεις δε που κάποιες πόλεις
αμύνονται απελπισμένα, δεν πρόκειται πλέον για τον στρατό τού βασιλιά αλλά για
μια τοπική αντίσταση. Μετά τη μάχη στα Άρβηλα έπαψε να υπάρχει περσική
κυβέρνηση, αλλά μόλις ο Αλέξανδρος εισέβαλε στο Τουράν βρέθηκε αντιμέτωπος με
ισχυρούς βαρβαρικούς λαούς, αποκαλούμενους Σκύθες, οι οποίοι τον αντιμετωπίζουν
με τα βέλη τους από την αντίπερα όχθη τού Ιαξάρτη, και τον υποχρεώνουν να μη
διαβεί τον ποταμό, διότι αντιλήφθηκε τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς και τους
Ασιατικούς λαούς. Η αντίσταση που προέταξαν αργότερα οι ανατολικές σατραπείες
δεν προήλθε από την περσική αυτοκρατορία, αλλά από υπερήφανους λαούς, όπως οι
Βακτριανοί, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει με τη θέλησή τους σε συμμαχία με τους
Πέρσες.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου