Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Η ιστορία του ελληνικού κράτους επί Όθωνος


Από το βιβλίο "Η Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος και ο άνωθεν παρεμβατισμός: μία αντισυμβατική προσέγγιση" του Ιωάννου Σαρρή, εκδόσεις Ρήσος, Αθήνα 2016, κεφ. "Όθων" σ.38-52

Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν υποχρεώσει τον Καποδίστρια να αποδεχθεί την έλευση ενός ξένου ηγεμόνος. Έτσι ο Εθνικός Κυβερνήτης προέκρινε για αυτήν την θέση τον Λουδοβίκο του Σάξε-Κόμπουργκ, έναν ικανό μονάρχη όπως φάνηκε εκ των υστέρων, όταν εκείνος ανέλαβε το Βέλγιο. Ωστόσο, επειδή ο Καποδίστριας γνώριζε κατά βάθος πως την δεδομένη στιγμή η επιβολή της φυτευτής μοναρχίας καθόλου δεν θα εξομάλυνε το έργο του, αποθάρρυνε τον Λουδοβίκο από την ανάληψη του αξιώματος περιγράφοντας του σε επιστολή του με τα πιο μελανά χρώματα την κατάσταση της Ελλάδος και καλώντας τον να ασπασθεί το Ορθόδοξο Δόγμα. Το εγχείρημα όντως απέτυχε, μολονότι ύστερα από την δολοφονία του οι μεγάλες δυνάμεις εδυνήθησαν και πάλι να επιλέξουν βασιλιά για την Ελλάδα. Αβίαστα λοιπόν επελέγη ο Όθων Βίττελσμπαχ, ένας γιος του βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄. Δεδομένης της ηλικίας του (17 ετών), κατά την ενθάδε άφιξή του το 1832 συνοδεύθηκε από μία πολυμελή κουστωδία συμβούλων και επιτρόπων, ενώ κηδεμόνες του και ουσιαστικοί κυβερνήτες της Ελλάδος ορίσθηκαν οι Γερμανοί Άρμανσμπεργκ (πρόεδρος), Μάουρερ (υπουργός παιδείας και δικαιοσύνης), Χάϊντεκ (αρμόδιος για τον στρατό), Χάμπελ (αρμόδιος για τα οικονομικά) και Γκρένερ (αρμόδιος για την εξωτερική πολιτική).


Για τα 10 πρώτα έτη της βασιλείας, η πλειοψηφία των κρατικών υπαλλήλων απαρτιζόταν από ξένους τεχνοκράτες –όχι κατ’ ανάγκη Γερμανούς. Αρχικώς, η ξενική μπουρζουαζία επεχείρησε να ριζώσει πολιτικά στον τόπο συμφυρομένη με την εγχώρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στον πολιτικό βίο επανεμφανίζονται μετ’ επιτάσεως τα ίδια πολιτικά ονόματα που θίξαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Βεβαίως, όλα υπό την άγρυπνη κινητικότητα των τραπεζικών συμφερόντων, τις ενέργειες των οποίων θα σχολιάσουμε μετέπειτα.

Μία υποτακτική κυβέρνηση διαχρονικώς προϋποθέτει την εκμηδένιση ή τον καθ’ ολοκληρίαν έλεγχο του πιο επικινδύνου για την επιβίωσή της θεσμικού σώματος, του στρατού. Επί του πρακτέου, οι Βαυαροί μόλις ήλθαν κατήργησαν το στράτευμα που είχε σχηματίσει προηγουμένως ο Καποδίστριας και το αντικατέστησαν με περίπου 4000 κυρίως Γερμανούς «εθελοντές». Μάλιστα. οι αντιβασιλείς στράφηκαν με μένος ενάντια στους οπλαρχηγούς του ’21 για ευνοήτους λόγους. Το 1834 η αντιβασιλεία με πρόσχημα την ασφάλεια του καθεστώτος παρέπεμψε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα σε δίκη, στην οποία χρεώθηκαν την εσχάτη των ποινών.

Χάρη στην ηρωϊκή στάση δύο εντίμων Ελλήνων δικαστών η ποινή μεταβλήθηκε σε κάθειρξη και τελικά τους αποδόθηκε χάρη από τον φοβούμενο τυχόν αντιδράσεις και ενήλικα πλέον Όθωνα, το 1835. Σταδιακά, ο τακτικός στρατός έφθασε να αριθμεί περί τους 8000 -ξένους στην πλειοψηφία τους-μισθωτούς, οι οποίοι χρυσοπληρώθηκαν από το δημόσιο. Εκτιμάται από διασταύρωση διαφορετικών πηγών ότι, για το εγχείρημα τούτο, οι δαπάνες του υπουργείου στρατιωτικών ξεπέρασαν τις 20.000.000 δραχμές.

Ο υπεύθυνος για εκκλησιαστικά θέματα Μάουρερ και το επιτελείο του ευλόγως απέκοψαν διοικητικά την εκκλησία της Ελλάδος από το οικουμενικό πατριαρχείο, η φωνή του οποίου μπορούσε να χαλκευτεί από τον σουλτάνο. Ωστόσο, όντες παντελώς άσχετοι με την ελληνική παράδοση, οραματίστηκαν ένα εραστιανικό μοντέλο για την εκκλησία και προσπάθησαν να καταργήσουν τον θεσμό των μοναστηριών, πρωτοβουλία που ασφαλώς ενέτεινε το ήδη τεταμένο κλίμα στις λαϊκές τάξεις και, μαζί με άλλες μεθοδεύσεις στρεβλώσεως των λαϊκών παραδόσεων, οδήγησε σε απανωτές τοπικές εξεγέρσεις, οι οποίες έλαβαν κοινωνικοανατρεπτικό χαρακτήρα. Αυτή η εις βάρος των παραδόσεων πολιτική «εξευρωπαϊσμού» συνεχίστηκε από το περιβάλλον του πολιτικώς ανωρίμου Όθωνος προξενώντας και τις ανάλογες αντιδράσεις. Αξιομνημόνευτη παραμένει η στάση των Μανιατών το 1852, που υποκινήθηκε από τα πνευματώδη κηρύγματα του δημοφιλούς και αντιφρονούντος την βαυαροκρατία μοναχού Παπουλάκου. Παροιμιώδης επίσης είχε σταθεί προηγουμένως, το 1832, και η πρωτοβουλία της αντιβασιλείας να προσαρμόσει το σύμβολο της Βαυαρίας (των Βίττελσμπαχ) στον επίσημο θυρεό του ελληνικού βασιλείου.

ο βαυβαρικός θυρεός


o θυρεός της "Βασιλείας της Ελλάδος"

Επιπροσθέτως, η αντιβασιλεία έδωσε έμφαση στον τομέα της δικαιοσύνης και της παιδείας. Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί, οι οποίοι μεσούντος του νεοκλασικισμού προσανατολίστηκαν στις κλασικές σπουδές και όχι τόσο στις πρακτικές επιστήμες, δομήθηκαν κατά τα βαυαρικά πρότυπα και έτσι εγκαινιάστηκαν Δημοτικά, Ελληνικά, Γυμνάσια και το Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837). Όσον αφορά το νομικό σύστημα, υιοθετήθηκε βαθμηδόν το γερμανικό δίκαιο και ιδρύθηκαν δικαστήρια μεταξύ των οποίων και ο Άρειος Πάγος. Συν τοις άλλοις, η Αθήνα και άλλες πόλεις της επικράτειας ανακαινίστηκαν αρχιτεκτονικώς με την ανοικοδόμηση θαυμαστών κτηρίων νεοκλασικού ρυθμού, ένας εξωραϊσμός που ανέδειξε τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ, ο οποίος συνέχισε το έργο του και μετά την αποχώρηση του Όθωνος.

Συμπερασματικά, η βαυαροκρατία προσέφερε αρκετά θετικά στοιχεία στο ελληνικό κράτος. Εν τούτοις, αγνοούσε τις παραδόσεις και τα ήθη του τόπου, επιχειρούσα να τα υπονομεύσει επιβάλλοντας στην κοινωνία έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο ζωής. Ας μην παραβλέψουμε και τον παραγκωνισμό που υπέστησαν οι ημεδαποί Έλληνες σε όλους τους τομείς του δημοσίου βίου προς τέρψιν των ξένων αξιωματούχων και των επιθυμιών των. Αυτή η εμμονή καλλιέργησε στην λαϊκή συνείδηση μία απέχθεια για την βαυαροκρατία. Οι Έλληνες, λοιπόν, δικαιολογημένα ένιωσαν πως απηλλάγησαν από τον τουρκικό ζυγό για να περιέλθουν σε έναν άλλο ξένο ζυγό, συνεχίζοντες ενδόμυχα να αντιμετωπίζουν το κράτος ως μία αλλότρια προς αυτούς αφηρημένη έννοια, υποδηλούσα την υστεροβουλία και την εκμετάλλευση. Ένεκα τούτης της νοοτροπίας, η οποία μάλλον κληροδοτήθηκε στις επόμενες γενεές και σφυρηλατήθηκε από την ανεπάρκεια των επομένων κυβερνήσεων, η πλειονότητα απέρριπτε τις κρατικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριληφθεισών και όσων επεδίωκαν τον εκσυγχρονισμό και την εξυγίανση των δημοσίων θεσμών. Ο Όθων –ο οποίος στα νιάτα του δεν διακρινόταν για την οξύνοια και τις ηγετικές του ικανότητες– όταν αντιλήφθηκε την κατάσταση, δεν κατάφερε να την διαχειριστεί επιτυχώς.

Από οικονομικής πλευράς χρήζουν αναφοράς κάποια ενδιαφέροντα συμβάντα. Η πρώτη πράξη της επιβληθείσης αντιβασιλείας το 1832 ήταν η αναγνώριση του χρέους των δύο ληστρικών δανείων (33εκ δρχ), το οποίο αρνήθηκε να αποπληρώσει ο Καποδίστριας πέντε έτη νωρίτερα. Σαν να μην έφθανε αυτό, όπως συμφωνήθηκε στο συνέδριο του Λονδίνου το 1830 ερήμην της Ελλάδος, υπεγράφη στο Παρίσι η καταβολή από τις εγγυήτριες Δυνάμεις ενός κολοσσιαίου δανείου 63.924.559 δραχμών. Η οθωνική δραχμή μόλις είχε αντικαταστήσει τον φοίνικα ως επίσημο νόμισμα της Ελλάδος. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι 50-150 δρχ αποτελούσαν έναν μέσο μισθό στην τότε Ελλάδα των 900.000 κατοίκων. Πολύ γρήγορα, οι Ρότσιλντ εξηγόρασαν το δάνειο κατά 94%, λαμβάνοντας και μία επιπλέον προμήθεια 2%, γεγονός που μαζί με παρεμφερείς προμήθειες μείωσε τα εισπράξιμα χρήματα στις 56.924.546 δρχ . Ο τόκος ανήλθε στο 5%, ενώ οι πληρωτέες για την εξόφληση δόσεις στο 1% επί του αρχικού συνόλου. Οι δυνάμεις αφήρεσαν ακόμη 12.531.174 δρχ από το ποσό, προκειμένου να τις δώσουν στην Τουρκία ως αποζημίωση για την ένταξη της Εύβοιας και της Φθιώτιδος στο ελληνικό κράτος. Ας προστεθεί τώρα η κακοδιαχείριση, η δημοσιονομική ασυδοσία και οι κλεψιές της αντιβασιλείας, η οποία εκτιμάται πως μόνον κατά το πρώτο έτος σπατάλησε πάνω από 4,5 εκ δραχμών άνευ τινός λογικής αιτιολογίας.

Τοιώδε τρόπω ο έλεγχος της ελληνικής πολιτικής υπέπεσε στις αιματοβαμμένες χείρες των Ρότσιλντ. Επί τούτου, ευθύς αμέσως κατέφθασε στην Ελλάδα ο τραπεζίτης Μαξ ντε Ρότσιλντ και εντάχθηκε στην ακολουθία-αντιβασιλεία του Όθωνος σε ρόλο τοποτηρητή. Αυτός σε αγαστή συνεργασία με την εβραιόφιλη δούκισσα της Πλακεντίας –(σημειωτέον ότι εκείνη το 1831 γύριζε σε όλην την Ευρώπη εγκωμιάζουσα τους δολοφόνους του Καποδιστρίου )– οργάνωσαν την εβραϊκή κοινότητα, της οποίας πρώτος επίσημος πρόεδρος διετέλεσε ο υιός του Κάρολος Ρότσιλντ το 1890. (Η συγκεκριμένη κοινότητα το 1920 αναγνωρίσθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου -δηλαδή ως φορέας του κράτους- και εξελίχθηκε στο γνωστό Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο). Παρεπόμενη της νεότευκτης εισδύσεως της εν λόγω τοκογλυφικής δυναστείας στα ελληνικά δρώμενα ήταν και η ριζική αναδιάρθρωση του τραπεζικού και εν γένει δημοσιονομικού συστήματος. Έτσι, η κρατική Χρηματιστική Τράπεζα του Καποδιστρίου καταργήθηκε. Το 1836 έγινε μία απόπειρα δημιουργίας νέας τράπεζας, η οποία κατά τα άρθρα 2 και 1 του υπ’ αριθμόν 101/25.01.1836 ΦΕΚ θα συνιστούσε ιδιωτική εταιρεία και θα διατηρούσε το αποκλειστικό δικαίωμα περαιώσεως τραπεζικών εργασιών στην χώρα.
 
Πηγή ΦΕΚ: ψηφιακό αρχείο Εθνικού Τυπογραφείου

Το εγχείρημα εξαιτίας τεχνικών κωλυσιεργιών αρχικώς δεν ευοδώθηκε, αλλά επαναλήφθηκε επιτυχώς στις 30/5/1841,όταν και ιδρύθηκε επισήμως η Εθνική Τράπεζα σε μορφή ανωνύμου εταιρείας (!) με αρχικό κεφάλαιο 5.000.000 δρχ. και 5000 εκδοθείσες μετοχές των 1000 δρχ.

     ΦΕΚ υπ’ αριθμόν 6/30.05.1841
 
 
 

Η 4η υποσημείωση πρακτικά σημαίνει ότι κάποιος μπορούσε να κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών και να παραμένει στην αφάνεια. Στο ιστορικό χρονολόγιο της Εθνικής Τραπέζης (εκδοθέν το 2008) αναφέρεται ότι από τις συνολικά 5000 μετοχές 1000 υπήχθησαν στην κυριότητα του κράτους (οι οποίες ενεχυριάσθηκαν σε ύστερα εσωτερικά δάνεια), 500 στον Ν. Ζωσιμά, 300 στον τραπεζίτη Εϋνάρδο, 200 στον βαυαρό βασιλέα, 150 στον Κ. Βράχνη, 100 στον Θ. Ράλλη και ένας «σημαντικός αριθμός»μετοχών στους τραπεζίτες Ρότσιλντ που περιέργως δεν προσδιορίζεται. Άρα, λοιπόν, συγκρατούμε πως υπολείπονται 2.750 μετοχές από τις 5.000, πάνω από τις οποίες πλανάται αίολο το όνομα Ρότσιλντ. Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε ότι η ελάχιστη εύπορη αστική τάξη της τότε πάμπτωχης Ελλάδος δεν ηδύνατο να αναδείξει μικροεπενδυτές ικανούς να απορροφήσουν εκείνες τις τόσο ακριβές μετοχές. Ο καθείς ας εξαγάγει τα συμπεράσματά του.

Τώρα ας εστιάσουμε στην παράγραφο 8, η οποία μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικώς τις οικονομικές ατασθαλίες της βασιλείας, καθώς και την πρωτοφανή έλλειψη αρχείων αφορούντων σοβαρότατα θέματα όπως η έκδοση νομισμάτων, οι δημοσιονομικές δαπάνες–καταστάσεις και η εξέλιξη του δανείου των 60 εκ.  
     

Με αυτόν τον τρόπο όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Επομένως, έχουμε μία ιδιωτική εταιρεία, η οποία είχε την αποκλειστική δικαιοδοσία της εκδόσεως νομισμάτων -πραγματικών και χάρτινων- και χάραζε βάσει δεικτών την νομισματική πολιτική της χώρας. Ακολούθως, σε διεθνή κλίμακα, καλλιεργήθηκε μία μη αντικατοπτρίζουσα τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου πρακτική, που απετέλεσε την απαρχή για την επικράτηση του παραλόγου συγχρόνου χρηματοοικονομικού συστήματος, το οποίο στηρίζεται στον δανεισμό και την διακίνηση ενίοτε ανυπάρκτου χρήματος. Ελέω τοιούτων τραπεζικών καινοτομιών, το χρήμα προοδευτικώς έμελλε να αποσυνδεθεί από τα πολύτιμα μέταλλα και εμμέσως από την εργασία, με οδυνηρό αποτέλεσμα την διαμόρφωση της σημερινής μορφής χρήματος, το οποίο συνίσταται σε ψηφιακούς αριθμούς, υπόγειες συμφωνίες και διακανονισμούς ισχυρών. Εν ολίγοις, ένεκα της εξελίξεως του τραπεζιτισμού, απωλέσθησαν τα μερκαντιλιστικά, εθνοκεντρικά ερείσματα που χαρακτήριζαν την οικονομολογία έως το 1800.

Παρά τις δρομολογηθείσες πατέντες, η ελληνική οικονομία ασφαλώς και δεν βοηθήθηκε. Το 1842 το ισοζύγιο του προϋπολογισμού κατήλθε στις -3.000.000 δρχ. Γι’ αυτό και οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες, αφού πούλησαν το μεγαλύτερο μέρος του δανείου σε ομολογιούχους (βλ. Ρότσιλντ), προσέφεραν σε αυτούς υπηρεσίες νταβατζή και απεφάσισαν για την Ελλάδα στο συνέδριο του Λονδίνου (Ιούνιος του 1843) την περικοπή των ετησίων δαπανών κατά 3.742.000 δρχ, ενώ το ΑΕΠ δεν υπερέβαινε τα 14 εκ. Η κυβέρνηση απεδέχθη την προσταγή και προχώρησε σε ένα πρόγραμμα ασφυκτικής λιτότητας, η οποία προέβλεπε την απόλυση του 1ος/3ου των δημοσίων υπαλλήλων, την αναστολή των συνταξιοδοτήσεων, την έως και 20% μείωση των μισθών, την διάλυση της υγειονομικής υπηρεσίας και άλλα μέτρα που θα παρέλυαν την κρατική οντότητα.

Επόμενη ήταν λοιπόν η αντίδραση του ήδη εμποτισμένου από αντιβασιλικά αισθήματα λαού. Οι Δυνάμεις δεν αγνοούσαν τις υποβόσκουσες αναταραχές. Αντιθέτως, τις χρησιμοποίησαν μαζί με το δάνειο ως μοχλούς πιέσεως στον Όθωνα, απαιτούσες την πάραυτα μαζική αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων. Η Ρωσία διέβλεπε στην διαδοχή του Όθωνος από έναν Ρώσο ευγενή, την ώρα που η Αγγλία και η Γαλλία πάσχιζαν για την σύσταση ενός κοινοβουλίου ικανοποιούντος καλλίτερα τα συμφέροντά των. Εν τέλει, ο κλιμακούμενος αναβρασμός επέφερε το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, κατά το οποίο οι επαναστάτες –προεξαρχόντων των Μακρυγιάννη και Καλλέργη– επετέθησαν στο παλάτι και εξανάγκασαν τον Όθωνα να αποδεχθεί την μεταβατική κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά και την καθιέρωση συνταγματικής μοναρχίας. Το νέο αυτό πολίτευμα συνεπαγόταν τον καθορισμό συντάγματος και την ίδρυση Βουλής και Γερουσίας, τα ισόβια μέλη της οποίας θα διορίζονταν από τον διατηρήσοντα το αξίωμα του μονάρχου Όθωνα.

Μεσοπρόθεσμα το κράτος –ως αναμενόταν– δεν ημπόρεσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις, με συνέπεια την κήρυξη πτωχεύσεως. Στο εξής μέσω του κοινοβουλίου και των εντολοδόχων πολιτικών, οι οποίοι μέχρι τότε δεν είχαν παύσει να απολαμβάνουν δημόσια αξιώματα, οι Δυνάμεις ασκούσαν αμεσότερα την επιρροή τους στα εγχώρια ζητήματα, σε αρχική φάση τουλάχιστον. Ο κόσμος που στήριξε ένθερμα την επανάσταση σύντομα απογοητεύθηκε, μη γνωρίζοντας κάποια ουσιαστική βελτίωση της κυβερνητικής πολιτικής. Επιπλέον, έντονη δυσαρέσκεια προκάλεσε και ένα ψήφισμα που απέκλειε τους ετερόχθονες (δηλαδή όσους Έλληνες προήρχοντο από κατεχόμενες ακόμη περιοχές) από την ανάληψη θέσεων δημοσίου υπαλλήλου. Επρόκειτο για απόφαση η οποία ενέτεινε τον αντεθνικό τοπικιστικό φανατισμό. Πολλοί κάτοικοι της νοτίου Ελλάδος προετίθεντο να διατηρήσουν το κράτος των χωριό προκειμένου να συνεχίσουν να θεωρούνται οι "πρώτοι του χωριού". Γι' αυτόν τον λόγο δεν κατέστη εφικτή η κατίσχυση μίας σοβαρής αστικής τάξεως στελεχωμένης από καταξιωμένες προσωπικότητες του αποδήμου Ελληνισμού.  

Στην αναμορφωθείσα δημοκρατική πλέον πολιτική σκηνή κυριάρχησαν εκ νέου το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό Κόμμα. Ο Α.Μαυροκορδάτος με το Αγγλικό Κόμμα ακολούθησε τυφλή αγγλόφιλη πολιτική (όχι βέβαια πως τέτοια “τύφλα” δεν ενυπήρχε και στα υπόλοιπα 2 κόμματα) και προώθησε την ιδεολογία του φιλελευθερισμού, η οποία διίστατο σε έναν μερικό βαθμό από την σημερινή άθεη και θολοπροοδευτική της έκδοση. Επίσης, στρεφόταν εμμέσως κατά της Μεγάλης Ιδέας και του εθνικιστικού οράματος για ανακατάληψη των αλυτρώτων πατρίδων, διατεινόμενος ότι πρέπει να δοθεί πρωτίστως έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας.

Απεναντίας, ο Ιωάννης Κωλέττης του Γαλλικού Κόμματος ηγείτο ενός κατά τι πιο περιέργου σχηματισμού. Ενεφορείτο μεν από ιδεολογία ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, αλλά υιοθέτησε εθνικιστική ρητορική δε. Ως εκ τούτου, προσεταιρίστηκε τους ετερόχθονες στην διαμάχη που προέκυψε και υπεστήριζε την γεωγραφική επέκταση της Ελλάδος. Ωστόσο, επρόκειτο για παράταξη με ακραιφνώς λαϊκίστικο υπόβαθρο άνευ ουσιωδών εθνικών προγραμματικών θέσεων και με κουλτουριάρικες πινελιές από καιρού εις καιρόν, μία παράταξη που έδινε μία απατηλή εντύπωση πατριωτισμού.

Τέλος, ως αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος –το οποίο έχαιρε της υποστηρίξεως του Κολοκοτρώνη και του Καποδιστρίου– διέπρεψε ο Ανδρέας Μεταξάς. Το Ρωσικό Κόμμα εξέφραζε συντηρητικές απόψεις σε κοινωνικά ζητήματα και προασπίστηκε την έννοια της Ορθοδοξίας, γεγονός που το κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλές στα λαϊκά στρώματα. Ίσως να αποτελούσε αξιόλογη παράταξη, εάν ανεδείκνυε επιτυχέστερα τις εθνικιστικές θέσεις και εξήρε την εμπιστοσύνη στις εθνικές δυνάμεις του τόπου, αντί της προαγωγής μίας ξενοκίνητης πολιτικής. Βέβαια, οι συνθήκες της εποχής μάλλον δεν φάνηκαν ώριμες για κάτι τέτοιο.

Τον Απρίλιο του 1847, η κυβέρνηση ανέμενε σε πανηγυρικό κλίμα την άφιξη του James Mayer de Rothschild, με τον οποίο θα συζητούσε την σύναψη ενός νέου δανείου. Προς εξευμένισιν του περιουσίου τραπεζίτου, η κυβέρνηση Κωλέττη προέβη σε μία πρωτοφανή ενέργεια θέτουσα εκτός νόμου το πασχαλινό έθιμο της καύσεως του Ιούδα ή του Εβραίου -όπως ονομαζόταν τότε. Φυσικά, αυτή η παράλογη απαγόρευση εξαγρίωσε πολλούς πολίτες. Κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος του 1849, ο συνεργαζόμενος με την δούκισσα Πλακεντίας εβραίος τοκογλύφος David don Pacifico χλεύασε προκλητικά την ακολουθία του επιταφίου. Λίγες ημέρες αργότερα, η αστυνομία κατέστειλε βιαίως ορισμένους Αθηναίους που προσπάθησαν να αναβιώσουν το πατροπαράδοτο έθιμο. Κατόπιν αυτού, ένας οργισμένος όχλος κινήθηκε προς την βίλλα του τοκογλύφου και προκάλεσε δολιοφθορές, κυρίως στα έπιπλα. Ο εβραίος, μολονότι είχε αποκτήσει όλα εκείνα τα έπιπλα με μαύρα χρήματα, επικαλούμενος την βρετανική του υπηκοότητα κατέφυγε στην αγγλική πρεσβεία μέσω της οποίας απαίτησε από το κράτος αποζημίωση ύψους 886.736 δραχμών! Αξίζει να επισημανθεί ότι τα βασιλικά ανάκτορα στοίχισαν κλάσμα αυτού του παρανοϊκού ποσού.

Το περιστατικό απασχόλησε εν συνεχεία και τον Άγγλο υπουργό εξωτερικών Palmerston, όστις επέδωσε διάβημα για την καταβολή αποζημιώσεως στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία με την σειρά της δήλωσε αναρμόδια και παρέπεμψε την υπόθεση στην δικαιοσύνη. Παρά ταύτα, ο Πάλμερστον διέταξε τον στόλο της Μεσογείου υπό τον ναύαρχο Πάρκερ να κινηθεί κατά της Ελλάδος. Ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία δεν κηρύχθηκε τόσο προκλητικά πόλεμος για το μαυραγορίτικο σπίτι ενός Εβραίου. Τον Ιανουάριο του 1850, ολόκληρος ο αγγλικός στόλος απέκλεισε ναυτικώς την Ελλάδα και κατέσχεσε όσα εμπορικά και πολεμικά πλοία βρήκε. Ο αποκλεισμός συνεχίστηκε για τρεις μήνες, μέσα στους οποίους η οικονομία κατακρημνίστηκε και χιλιάδες Έλληνες πέθαναν από την πείνα (τι ωραία περίσταση για ένα καινούριο δάνειο, ε;). Οι Άγγλοι απεχώρησαν μόνον μετά από καθυστερημένη διπλωματική παρέμβαση των Ρώσων. Τελικώς, ειδική επιτροπή συσταθείσα επί τω σκοπώ κοστολόγησε μόλις στις 3750 δρχ την ζημία του τοκογλύφου, ο οποίος μετεγκαταστάθηκε ατάραχα στο Λονδίνο. Κάπως έτσι τελειώνει η αφήγηση μίας πικρής και σκοπίμως όχι ιδιαίτερα γνωστής ιστορίας, καταδηλούσης τον φαρισαϊσμό των Εγγλέζων συμμάχων μας και την απανταχού υπερβατική ισχύ των περιουσίων οικονομικών πατρόνων τους. Βέβαια, η επιβουλή των αγγλικών κυβερνήσεων κατά της Ελλάδος δεν τελειώνει μαζί με την θλιβερή αφήγηση.

Μόλις τρία έτη αργότερα ξεσπά διεθνής διπλωματική κρίση. Η Γαλλία του Ναπολέοντος Γ΄, για να ενισχύσει το αυτοκρατορικό της κύρος και να παγιώσει την επιρροή της στην Μέση Ανατολή, εξαγοράζει από τους οθωμανούς τους Αγίους Τόπους, ώστε να τεθούν αποκλειστικώς υπό ρωμαιοκαθολική κυριότητα. Η δε τσαρική Ρωσία, που ανέκαθεν δρομολογούσε τα συμφέροντά της παρουσιαζομένη ως προστάτιδα των απανταχού Ορθοδόξων, αντιδρά άμεσα και πιέζει τους Τούρκους για αναθεώρηση της συμφωνίας, οι οποίοι όμως αρνούνται πεισματικά. Επρόκειτο περί μίας ιδανικής συγκυρίας κατά την οποία οι Ρώσοι με έναν δυνητικό πόλεμο θα μπορούσαν να αποκτήσουν δίοδο στην Μεσόγειο συνδράμοντες φίλα διακείμενες σε αυτούς εθνότητες. Μόλα ταύτα η Αγγλία και η Γαλλία (συντηρήτριες δυνάμεις του παλαιοαποικιακού status quo), απευχόμενες τυχόν ενδυνάμωση των Ρώσων και την εν γένει υπονόμευση των δραστηριοτήτων τους στην ανατολική Μεσόγειο, δεν θα έμεναν άπραγες σε μία τέτοια εξέλιξη.

Αναφορικά με την Ελλάδα, ο Όθων όφειλε να εμπλακεί άμεσα στα τεκταινόμενα διακυβευομένης της Μεγάλης Ιδέας για απελευθέρωση των υποδούλων ακόμη περιοχών, κάτι που αργότερα έπραξε εμμέσως. Επιπλέον, το πρόταγμα της αμύνης της Ορθοδοξίας θα προσέδιδε και μία θρησκευτική διάσταση στον τίμιο αγώνα. Σύντομα άρχισαν οι εχθροπραξίες και οι Αγγλογάλλοι δεν άργησαν να επέμβουν. Ταυτόχρονα, στην κατεχόμενη Ελλάδα εγείρονταν επαναστατικά κινήματα, τα οποία υπεστήριζε η κυβέρνηση των Αθηνών με αποστολή εφοδίων και αξιωματικών για την οργάνωσή των. Παράλληλα, σχηματίστηκε μία λεγεώνα χιλίων Ελλήνων εθελοντών που στάλθηκε να πολεμήσει με τους Ρώσους στην Κριμαία κατά Άγγλων, Γάλλων, Τούρκων και Βορειοϊταλών. Μάλιστα, την πρωτοχρονιά του 1854 λέγεται ότι οι Έλληνες αντήλλασσαν την ευχή «και του χρόνου στην Κωνσταντινούπολη».

Εν τούτοις, το ελληνικό κράτος τυπικά συνέχισε να διατηρεί ουδετερότητα, παρότι φημολογείτο πως ο Όθων αυτοπροσώπως σκόπευε να μεταβεί στην κατεχόμενη Θεσσαλία και να ηγηθεί της επαναστάσεως. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τα φοβούμενα ξεσηκωμό και άλλων υποδούλων λαών αγγλογαλλικά στρατεύματα να αποκλείσουν ξανά την Ελλάδα και να αποβιβαστούν στον Πειραιά στα τέλη Μαΐου 1854. Οι εισβολείς, πέραν του εξευτελισμού που επεφύλασσαν για το βασιλικό ζεύγος, διόρισαν δική τους κυβέρνηση υπό τον Μαυροκορδάτο (ο οποίος πράγματι προσπάθησε να κρατήσει μία ισορροπία). Συν τοις άλλοις, διέδωσαν και την χολέρα με τραγικές επιπτώσεις για την δημογραφική σύνθεση της Αττικής.

Στο τέλος, οι υπολειπόμενοι τεχνολογίας και οργανώσεως Ρώσοι ατυχώς συνετρίβησαν σε εκείνον τον πόλεμο και υπεγράφη συνθήκη ειρήνης, τον Μάρτιο του 1856. Στο προκείμενο συνέδριο των Παρισίων, οι σύμμαχοι προκλητικώς δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα να συμμετάσχει και απεφάσισαν αδικαιολόγητα την παράταση της ελλαδικής κατοχής. Η Ρωσία, αν και βοηθήθηκε από την Ελλάδα, ούτε που ενδιαφέρθηκε για την μοίρα αυτής, έχουσα πολλές ιδικές της υποθέσεις να διευθετήσει. Βέβαια, η επιδειχθείσα από τους αγγλογάλους σκληρότητα δεν ήτο και τόσον αδικαιολόγητη. Μετά την πτώχευση του 1843, το ελληνικό κράτος διέκοψε την αποπληρωμή του δανείου των 60εκ και τώρα προέκυψε μία κατάλληλη ευκαιρία για ολιστική «επαναπροσέγγιση» του θέματος. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Ελλάς αναγκάστηκε να αναγνωρίσει όλα τα προηγούμενα χρέη της (συν όσα θα δημιουργούντο στην πορεία από νέες δανειοδοτήσεις) και να καταβάλει, παρά την ελεεινή οικονομική της θέση, 900.000 φράγκα ετησίως (ποσό υπερβαίνον το 1 εκ δρχ). Στα πλαίσια γενικευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας, το Αγγλικό, το Γαλλικό αλλά και το Ρωσικό Κόμμα διελύθησαν, δίνοντας την θέση τους σε μετέπειτα ελληνοφανείς παρατάξεις.

Η Ελληνική Λεγεών που διεκρίθη σε Δούναβη και Κριμαία. Όταν το καλοκαίρι του 1854, 25 μέλη της υπό τον Α. Χρυσοβέργη αντιμετώπισαν ένα σώμα 700 Άγγλων προξενώντας τους σημαντικές απώλειες, διεξήχθη σχετική συζήτηση στην Βουλή των Λόρδων. Οι Έλληνες διεκρίθησαν στον πόλεμο της Κριμαίας για την ανδρεία τους και την πολυπραγμοσύνη τους στο πεδίο της μάχης. Όμως η τελική έκβαση του πολέμου έγειρε προς την πλευρά των Αγγλογάλλων και των συμμάχων τους.

Ο Όθων, τουλάχιστον στο προοίμιο της βασιλείας του, φερόταν αδέξια και στάθηκε αδύναμος να δημιουργήσει κάτι αξιόλογο. Όταν όμως μετά καθυστερήσεως αρκετών ετών η κρατική μηχανή σταδιακώς εξελληνίσθηκε και ο ίδιος ωρίμασε πολιτικά, επιδιώκοντας εμπράκτως την πραγμάτωση των εθνικών συμφερόντων (Μεγάλη Ιδέα, Κριμαϊκός Πόλεμος), άρχισε να κερδίζει την συμπάθεια του λαού και την αντιπάθεια των Δυνάμεων και όσων ευθυγραμμίζονταν με την πολιτική τους (ή την ευθυγράμμιζαν). Το 1859 οι Ιταλοί με την αρωγή των Γάλλων νίκησαν στο πεδίο των μαχών τους φιλοτούρκους Αυστριακούς και στην ελληνική κοινωνία διαχεόταν η ιδέα της από κοινού με τους Ιταλούς καταπολεμήσεως της παραπαιούσης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μέσω μίας επιτυχούς συμμαχικής δράσεως οι Έλληνες θα ανακατελάμβαναν σκλαβωμένες περιοχές και οι Ιταλοί θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν εμμέσως τους Αυστριακούς ή και να προσαρτήσουν εδάφη της Αδριατικής ή της βορείου Αφρικής. Ο Όθων κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν σε προκεχωρημένες διαβουλεύσεις με τους τελευταίους και αυτό προκάλεσε την έντονη δυσμένεια των επιθυμούντων την καθεστηκυία γεωπολιτική τάξη Βρετανών.

Ήταν ένα ακόμη «ολίσθημα» που προδίκαζε την τελική ανατροπή του βασιλέως. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα διακρινόταν από μεγάλη δυσκολία, καθώς την διάλυση των παλαιών ξενικών κομμάτων ηκολούθησε η ανάδυση μίας νέας δυνητικώς ελεγχομένης και αρκετά επικινδύνου πολιτικής κάστας, την οποία ο Όθων δεν κατάφερε να προσεταιριστεί. Συνεπώς, κατά το 1862, διάφοροι υποδαυλισμένοι υπό των Άγγλων πολιτικοί και στρατιωτικοί, σε αγαστή συνεργασία με τον τύπο και τα αλλεπάλληλα λιβελογραφήματά του, –και εκμεταλλευόμενοι την συνομολογουμένη μέχρι τότε αποτυχία του Βαυαρού εις ό,τι αφορούσε την Μεγάλη Ιδέα– διεμόρφωναν ένα κατάλληλο κλίμα για εκθρόνιση. Αφότου κατεστάλησαν δύο δυναμικές εξεγέρσεις σε Ναύπλιο και Σύρο, εκδηλώθηκαν αντιδυναστικά κινήματα σε όλη την Ελλάδα επιζητούντα την έκπτωση του μονάρχη και τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος. Εν κατακλείδι, ο μονάρχης εξορίστηκε και απέθανε στην πατρίδα του, την Βαυαρία. Ο Όθων παρά την περιπετειώδη θητεία και τα όποια σφάλματά του ηγάπησε την Ελλάδα και, ζητήσας να ταφεί στην Βαυαρία με ελληνική φουστανέλα, απεβίωσε ως γνήσιος φιλέλλην.

Ο Όθων στην εξορία

Δεν υπάρχουν σχόλια: