Συνέχεια από: Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020
Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque.
IV. Διαφορές στις γνώμες περί Ευτυχίας.
Καθώς λοιπόν το Αγαθό είναι εξ 'ορισμού το τέλος "πρός το οποίο τείνουν όλα τα όντα", καθώς απεδείχθη επίσης η σύγκλιση των ανθρώπινων σκοπών πρός ένα υπέρτατο Αγαθό, και καθώς αυτό το υπέρτατο Αγαθό έλαβε την λαϊκή ονομασία "Ευτυχία", απομένει να καθορισθεί το περιεχόμενο τής Ευτυχίας. Σύμφωνα και με την συνήθεια του λοιπόν ο Αριστοτέλης ξεκινά με την εξέταση τής γνώμης που διαθέτουν οι άνθρωποι για το θέμα! Οι μέν εγκαθιστούν την ευτυχία στην ευχαρίστηση (Ηθ. Νικομ. Βιβλίο Ι), άλλοι στον πλούτο ή στην δόξα, άλλοι ακόμη στην υγεία ή στην γνώση, κ.τ.λ. Βεβαίως αυτές οι γνώμες έχουν πάνω κάτω μία αξία, σύμφωνα με τους ανθρώπους που τις συμμετίζονται. Αλλά θα μπλεκόμαστε σε έναν αδιέξοδο κυκεώνα, τον οποίο αποφεύγει ο Αριστοτέλης, εάν θεωρούσαμε σαν μοναδική ευτυχία εκείνη που φαίνεται σαν αυθεντική ευτυχία, στον καλό άνθρωπο. Υπάρχει ένα μέρος αλήθειας σ'αυτό το κλωθογύρισμα, αλλά για να ξεχωρίσει τις γνώμες οι οποίες πλησιάζουν περισσότερο στην αλήθεια, ο Αριστοτέλης πρέπει να εφαρμόσει ορισμένα κριτήρια τα οποία μπορούν να αντικειμενοποιηθούν καλύτερα.
Το πρώτο απο αυτά τα κριτήρια είναι τυπικό, κανονιστικό. Η ευτυχία ή το υπέρτατο αγαθό είναι ένα αγαθό που αποκτάται μόνον γι' αυτό το ίδιο και όχι ενόψει κάποιου άλλου σκοπού, ο οποίος θα ήταν γι'αυτόν τον λόγο πιό υψηλός απο το υπέρτατο αγαθό. Πράγμα αδύνατο. Έτσι λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών πεποιθήσεων εκλαμβάνουν σαν υπέρτατο σκοπό αυτό που στην πραγματικότητα δέν είναι παρά το μέσον για να επιτευχθεί ένας υψηλότερος σκοπός, και στο τέλος, η ευτυχία. Μ'αυτόν τον τρόπο, αγωνιζόμαστε για τον πλούτο ή την υγεία μόνον εν' όψει της χρήσεως που θέλουμε να κάνουμε: και αυτοί που κυνηγούν τις τιμές, δέν το κάνουν για τις τιμές τις ίδιες, αλλά για να εξασφαλίσουν, μέσω αυτών, την δική τους τιμή και αξία (Ηθ Νικομ Ι, 3, 1095 b 27). Πρόκειται δηλαδή για δευτερεύοντες σκοπούς, και όχι για κείνον τον καθαυτό σκοπό που πρέπει να αποτελεί η Ευτυχία.
Πιό δύσκολη όμως φαίνεται η ανασκευή όλων όσων λανθασμένως εξομοιώνουν την Ευτυχία με την Ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση λοιπόν, δέν είναι ένα μέσον ενόψει ενός σκοπού, αλλά μοιάζει να επιθυμείται καθαυτή. Υπέρ αυτής της ταυτίσεως τής ευχαρίστησης ή τής ηδονής με την ευτυχία, θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε το γεγονός πώς όλα τα όντα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διαθέτουν λογική, επιδιώκουν την ευχαρίστηση. Απο αυτή την εξακρίβωση ο Αριστοτέλης-πιστός και σ'αυτό το σημείο, του ορισμού τού αγαθού που έδωσε- συμπεραίνει πώς η ευχαρίστηση είναι ένα αγαθό ή τουλάχιστον είναι ένα μέρος του, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο. Με αυτή την δήλωση ο Αριστοτέλης αντιτίθεται καθαρά σ'εκείνους τους σκιώδεις φιλοσόφους οι οποίοι, σαν τον Σπεύσιππο, υπολόγιζαν γενικώς την ευχαρίστηση, σάν μία μορφή του κακού.
Αλλά εάν η ευχαρίστηση είναι ένα αγαθό, δέν είναι όμως ταυτόχρονα και το υπέρτατο αγαθό. Σ'αυτή την θέση, σύμφωνα με την οποία η ευχαρίστηση είναι ένα αγαθό χωρίς να είναι το καθαυτό αγαθό, αφιέρωσε ο Αριστοτέλης μία πραγματεία, τής οποίας διαθέτουμε δύο εκδοχές: η μία, η αρχαιότερη, διασώζεται στο βιβλίο VII και η άλλη στο βιβλίο Χ της Νικομάχειας ηθικής. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τής ευχαριστήσεως λοιπόν, ότι αναζητάται δηλ. καθαυτή, για την ευχαρίστηση και όχι ενόψει κάποιου άλλου πράγματος, την καθιστά παραπλήσια με την ευτυχία. Όμως στο βιβλίο Χ ο Αριστοτέλης αποδεικνύει πώς η ευχαρίστηση δέν είναι ένα τέλος που αρκείται στον εαυτό του, επαρκές, αλλά είναι ένα "επιγιγνόμενον τι τέλος", δηλαδή ένα είδος τέλους το οποίο συνοδεύει πάντοτε ένα άλλο (X 4,1174 b 33).
Η ευχαρίστηση δέν μπορεί να ξεχωρίσει απο την δραστηριότητα απο την οποία συνοδεύεται και της οποιας, κατά κάποιο τρόπο είναι το συμπλήρωμα. Αλλά όμως αυτό που επιθυμείται αμέσως για τον εαυτό του, γι'αυτό το ίδιο, δέν είναι η ευχαρίστηση αλλά η πράξη. Και απόδειξη είναι πώς κανείς δέν θα' θελε να δοκιμάσει ευχαρίστηση πράττοντας κάτι που θεωρείται ντροπή, όπως επίσης, αντιστρόφως, ενέργειες όπως το όραμα, η ενθύμηση, η γνώση ή η ενεργός απόκτηση κάποιας αρετής, είναι επιθυμητές παρότι δέν προσφέρουν καθ'αυτές καμμία ηδονή. Ότι η ευχαρίστηση συνοδεύει στην πραγματικότητα και αυτές τις τελευταίες δραστηριότητες δέν αλλάζει καθόλου το γεγονός πώς αυτές οι δραστηριότητες είναι επιθυμητές καθαυτές καί γι'αυτές, καθόσον άλλες δραστηριότητες, ακόμη και αν θεωρηθούν ευχάριστες, δέν θεωρούνται άξιες να γίνουν αντικείμενο επιθυμίας (1174 α 1-8).
Δέν είναι η ευχαρίστηση λοιπόν που καθιστά επιθυμητή την δραστηριότητα την οποία συνοδεύει, αναλόγως των περιπτώσεων, αλλά καθιστά περισσότερο ή λιγότερο επιθυμητή την δραστηριότητα που συνοδεύει, η ευχαρίστηση, σαν κάτι "παραπάνω". Σαν κάτι επιπλέον [Καλό λίαν].
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου