Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (106)

Συνέχεια από Δευτέρα, 13 Απριλίου  2020
                                         PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                             21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
                                              (13η συνέχεια)
                                       Η αγωγή τών φυλάκων
      
Η κεντρική πρόταση της Πολιτείας και ο νικηφόρος αγώνας για την προφύλαξή της! 
        
Γράφει ο Πλάτων στην 7η Επιστολή (326 ΑΒ): «Η παράδοξη γνώση, ότι μόνον η ενότητα εξουσίας και φιλοσοφίας θα μπορούσε να σώση την πόλη απ’ την καταστροφή, με συνόδευε ήδη, στα σαράντα μου χρόνια, στο ταξίδι για τη Σικελία». Πρόκειται για το σπέρμα και τον πυρήνα τής πνευματικής του  δημιουργίας τής Πόλης. Δείξαμε δε πόσο κρίσιμη καθιστά ήδη αυτήν την παραδοξότητα, αναστέλλοντάς την συνέχεια με όλες τις δυνατές παρακάμψεις και τεχνάσματα. Θα μπορούσαμε να πούμε τελικά, πως καλείται να αμυνθή απέναντι στις δυνάμεις τής δόξας (Doxa – γνώμη), για τις οποίες είναι ακατανόητη και δυσάρεστη, αυτή η παρα-δοξότητα (473 Ε 4. 490 Α 5).
       Η εχθρική αντίσταση εκδηλώνεται με δυό επιθέσεις, η πρώτη μ’ αυτά που  λέει ο Γλαύκων (V 473 E), και η δεύτερη μ’ εκείνα που λέει ο Αδείμαντος (VI 487 B). Την ώρα που καταπολεμάται, διευκρινίζεται ωστόσο ταυτόχρονα η έννοια της παραδοξότητας, κι αφού επιτελέσει νικηφόρα τον αγώνα της, μπορεί τότε να αποκτήση τον ύψιστο σκοπό τού δρόμου του και ο φιλόσοφος (VI 502 CVII τέλος).
      Το πρώτο χτύπημα το εκτελούν «πάρα πολλοί και καθόλου ασήμαντοι άνθρωποι». Πετούν τον «μανδύα» τους (τα προσχήματά τους), οπλίζονται με ό,τι διαθέτουν, και εφορμούν ενάντια στον Σωκράτη. Εξασκούν άρα μιαν πράξη «λαϊκής δικαιοσύνης». Δεν πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα, ούτε καν για συγκεκριμένα επαγγέλματα ή «τύπους». Αντιπροσωπεύουν τον απροσδιόριστο κίνδυνο των «κάποιων». Δεν υπάρχει και τίποτα το συγκεκριμένο, το ξεχωριστό στη «θέση», την οποία αμφισβητούν. Δεν έχουν κανένα αντεπιχείρημα. Απλώς «χτυπούν».
     Ο Σωκράτης αντιμετωπίζει την επίθεση, ρωτώντας για την ουσία (τη «φύση») τού «φιλοσόφου». Το ότι κανείς δεν εγγυάται περισσότερο απ’ τον Σωκράτη την πραγματικότητα αυτής τής σπάνιας ύπαρξης, το ομολογεί ο κάθε αναγνώστης, ενώ πίσω απ’ την επίθεση των αορίστων «πολλών» διαφαίνεται από μακριά η δικαστική κατηγορία, και μαζί μ’ αυτήν η υπεράσπιση και ο θάνατος. Εδώ κατευθύνει όμως ο Σωκράτης το ερώτημα στη λέξη «φιλόσοφος», η οποία εκφράζει, αν την παρατηρήσουμε με ακρίβεια, την ουσία αυτής τής ύπαρξης. Ο φιλό-σοφος αγαπά τη γνώση. Την «αγαπά»· για να αναδυθή έτσι η ερωτική «γραμμή» τού διαλόγου. Είναι στη φύση τής κάθε αγάπης, να αγαπά εντελώς το αντικείμενό της. Άρα και ο φιλόσοφος «αγαπά» εντελώς τη σοφία. Και καθίσταται έτσι ένας άνθρωπος που επιδιώκει να δη την αλήθεια-πραγματικότητα (τής αληθείας φιλοθεάμων – 476 Β), και που «είναι ικανός να εφορμήση προς το καθαυτό Ωραίο και να το δη» (476 Β). Το τί σημαίνει αυτό, επιβεβαιώνεται από μιαν οντολογική περικοπή: στις τρεις βαθμίδες τής γνώσης, τη γνώση, τη μη γνώση και ανάμεσά τους τη γνώμη (το «νομίζειν»), αντιστοιχούν σε αυστηρή αναλογία και σχέση τρεις βαθμίδες τού Είναι, το Είναι, το μη Είναι και ανάμεσά τους ο δικός μας κόσμος τού γίγνεσθαι, που χαρακτηρίζεται εδώ, εντελώς κατά τον Παρμενίδη – όπως είναι και τα υπόλοιπα σύμφωνα μ’ αυτόν –, «ταυτόχρονα Είναι και μη Είναι». Αυτή η οντολογική ανάλυση είναι ωστόσο προσωρινή, και θα «ανυψωθή» με μιαν πληρέστερη αργότερα (VI 504 E κ.ε. – «Νομίζω μάλιστα το εξής: ότι η ιδέα τού αγαθού είναι το μέγιστο μάθημα, και το έχεις ακούσει πολλές φορές κι εσύ αυτό, ότι όλα τα άλλα, όσα είναι δίκαια κ.τ.λ., γίνονται χρήσιμα και ωφέλιμα όταν χρησιμοποιούν {προσχρησάμενα} αυτό το αγαθό…»)· είναι όμως αρκετή, για να επιβεβαιώση περί τίνος πρόκειται: την αναφορά τής φιλοσοφίας σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει.
     Μ’ αυτό αποκάλυψε η παρά-δοξη ύπαρξη του φιλοσόφου το πραγματικό της νόημα. Ο φιλόσοφος «προσπερνά» πράγματι «τη δόξα» (Doxa – γνώμη) και ζη πέρα απ’ αυτήν.  (( Σημ. τ. μετ.: Άρα η ανθρώπινη «δόξα», που τόσο την επιδιώκει ο πεπτωκός άνθρωπος, δεν είναι παρά μια γνώμη, προορισμένη, ακόμα και στην «καλύτερη των περιπτώσεων», να παρέλθη μαζί μ’ αυτόν τον κόσμο… ))   Όταν η «αγάπη», ο «έρως», η «φιλία», που φέρει ήδη στο όνομά του, κατευθύνεται σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει, αποδεικνύεται πως όλες οι άλλες προσπάθειες απευθύνονται ουσιαστικά σ’ ένα κατώτερο είδος του Είναι, π.χ. (το είδος) του φιλοτίμου ή του φιλοτέχνου ή του φιλοθεάμονος με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, εντελώς διαφορετικών από εκείνο (το είδος), που η φιλο-θεαμοσύνη του απευθύνεται στο πραγματικά υπάρχον (475 Ε 4). Όλοι εκείνοι «ασχολούνται» μ’ αυτό που «περιφέρεται πολλαπλώς ανάμεσα στο πραγματικό Είναι και το Μη-Είναι (479 D). Δεν είναι η φιλο-σοφία, ο έρως τής γνώσης, η ουσία τους, αλλά η φιλο-δοξία, ο έρως προς το «φαίνεσθαι» και το «νομίζειν». Tόσο πολύ «ξεκαθάρισε» αυτός ο οντολογικός προσανατολισμός την κατάσταση – κι αυτό γίνεται, μη περιγραφόμενο, ενεργητικότερα σαφές - , ώστε όλοι εκείνοι οι «πολλοί», που εξοπλίζονταν για να επιτεθούν στον Σωκράτη, κατατάσσονται τώρα ως φιλόδοξοι πιο κάτω απ’ τον φιλόσοφο.
      Δεν έχει όμως ούτε και μ’ αυτό κατανοηθή ακόμα η παράδοξη φράση, ότι θα έπρεπε να αντι-βασιλεύη ο φιλόσοφος. Η απόδειξη θα στηριχθή στο οντολογικό θεμέλιο που μόλις αποκτήθηκε. Η γνώση τού όντος και της αλήθειας κατευθύνει και την επίγεια ζωή τής πόλης, που έργο της είναι να νομοθετή για το Ωραίο, το Δίκαιο και το Αγαθό, αλλά και να επιτηρή τούς υφιστάμενους  νόμους. Γιατί μόνον εκείνη η γνώση καθιστά κάποιον ικανόν να «βλέπη». Με τον συνδυασμό τής εμπειρίας και της καθολικής αρετής, έχουμε μπροστά μας και την «απόδειξη». Μας διδάσκει πράγματι η επαναφορά στην οντολογική βάση, ότι η «φύση» τού φιλοσόφου «πρέπει» να περιλαμβάνη όλες τις αρετές, τις πρωταρχικές δηλ. εδώ δυνάμεις. Γιατί το να συγγενεύης και να ανήκης σ’ αυτό που όντως υπάρχει (στο «όν») δεν συμβιβάζεται με κανενός είδους ποταπότητα ή πρωτογενή ατέλεια. Η εσωτερική συμμετρία (έμμετρος φύσις) χαρακτηρίζει αυτήν τη φιλοσοφική προδιάθεση, που δεν επιτρέπεται επιπλέον να διαθέτη κανένα από εκείνα τα φυσικά χαρίσματα μεμονωμένο και καθ’ υπερβολήν. Τελειοποιείται δε δια της αγωγής, καθώς και με την ωριμότητα της ανδρικής ηλικίας.
     Η «αγωγή» μάς παραπέμπει στην κεντρική συζήτηση που διεξάγεται στον διάλογο· ενώ η «ωριμότητα της ηλικίας» δείχνει ότι δεν παύει ουδόλως να μας ενδιαφέρη και το φυσικό «θεμέλιο», η φυσική καταβολή. Όσοι είναι λοιπόν κατ’ αυτόν τον τρόπο προικισμένοι, παιδαγωγημένοι και ωριμασμένοι, αυτοί πρέπει να  κυβερνούν και τις πόλεις.
     Κατέστη έτσι κατανοητή η κεντρική φράση τής Πολιτείας – εν «λόγω»! Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εγείρεται, μέσα απ’ τα λόγια τού Αδείμαντου, η αντίθετη δύναμη, θέτοντας τη «μέση» εμπειρία ενάντια σ’ αυτόν τον λόγο: όταν η φιλοσοφία δεν περιορίζεται στη μόρφωση της νεότητας, αλλά εμφορείται ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου απ’ αυτήν, τότε αυτός ο άνθρωπος καθίσταται άχρηστος για την ύπαρξη του άστεος και της πόλεως. Γνωρίζουμε αυτήν την κατηγορία απ’ τον λόγο τού Καλλικλή στον διάλογο Γοργίας (484 C), και είδαμε πώς έχει «αποθησαυρίσει» αυτόν και μόνο τον λόγο ο Πλάτων, ανανεώνοντάς τον στο ΙΙ. Βιβλίο τής Πολιτείας με τον Γλαύκωνα, γι’ αυτό ακριβώς το σημείο τού VI. Βιβλίου, ώστε να διασαφηνίση περαιτέρω, υπερβαίνοντάς τον, τη φύση και την ουσία τής φιλοσοφικής πολιτείας, ετοιμάζοντας ταυτόχρονα τον δρόμο για τη φιλοσοφική μόρφωση.
      Η φύση τής πόλης καθώς την κατηγορούν γίνεται σαφέστερη. Δεν μπορεί να «πράξη» τίποτα με τον φιλόσοφο η πόλη, όπως λέει το πλήθος με το στόμα τού Αδείμαντου. Ο φιλόσοφος είναι στην καλύτερη περίπτωση «ανώφελος» - κι η λέξη «ανώφελος» μένει για λίγες στιγμές εντός τού θέματος. Έχει δίκαιο το πλήθος, απαντά (ωστόσο) ο Σωκράτης, προς έκπληξη του συνομιλητή του, που τη συμμεριζόμαστε κι εμείς· μιλά όμως όπως το επαναστατημένο πλήρωμα ενός πλοίου, που θεωρεί «ανώφελον» αυτόν που πραγματικά γνωρίζει την τέχνη τής ναυσιπλοΐας, σαν κάποιον που «χαζεύει στον αέρα και πλέκει λόγια σαν τον ιστό τής αράχνης» - πειραχτικές ονομασίες, που κυκλοφορούσαν παντού ολόγυρα, στο θέατρο και στην αγορά, ενάντια στους «διαφωτιστές», τους φυσιοδίφες και τους ρήτορες, όταν ήταν  νέος ο Πλάτων. Απηχείται εδώ σαφώς η επίθεση ενάντια στον ίδιον τον Σωκράτη με τις αριστοφανικές Νεφέλες (488 Ε). Τί είναι όμως αληθινό σ’ αυτήν τη γνώμη τού πλήθους; Είναι περιττός ασφαλώς ο φιλόσοφος στην παρούσα πόλη. Δεν καταδικάζεται ωστόσο μ’ αυτό ο φιλόσοφος, όπως πιστεύει το πλήθος, αλλ’ αυτή η ίδια η πόλη. Ανήκει (υπάρχει) στο Είναι τού φιλοσόφου – όπως αντιλαμβανόμαστε πίσω απ’ αυτά – η αληθινή πόλη, που γίνεται ακριβώς με τον φιλόσοφο μια πόλη αληθινή, αναφερόμενη δηλ. σ’ αυτό που όντως υπάρχει, και δεν είναι τότε πια περιττός και ανωφελής σ’ αυτήν την πόλη ο φιλόσοφος.
      Η συνηθισμένη όμως κατηγορία εναντίον τών φιλοσόφων έχει και μιαν άλλην όψη. Δεν τους ονομάζουν μόνον ανωφελείς, αλλά λένε και ότι πολλοί απ’ αυτούς είναι «εντελώς κακοί» (παμπόνηροι 487 D 2. 489 D 3 – «…και βλέπουμε στην πραγματικότητα (θα μπορούσε να πη κανείς), ότι όσοι «όρμησαν» προς τη φιλοσοφία προς χάριν παιδείας όταν ήταν νέοι και δεν απαλλάχθηκαν κατόπιν απ’ αυτήν, αλλά ασχολούνται μ’ αυτήν {ενδιατρίψωσι} για περισσότερο καιρό, οι περισσότεροι απ’ αυτούς γίνονται εντελώς αλλόκοτοι  για να μην πούμε παμπόνηροι, ενώ κι όσοι θεωρούνται άριστοι, παθαίνουν το εξής ασκώντας το επάγγελμα {επιτήδευμα} που εσύ επαινείς: γίνονται άχρηστοι για την πόλη…»). Υπάρχει κάτι εδώ, που μας διαφωτίζει για την ίδια τη φιλοσοφική φύση. Ξεκινάμε επανειλημμένα απ’ τον βασικό προσδιορισμό τού φιλοσόφου, ότι εμφορείται (είναι πλήρης και «γεμάτος») απ’ τον έρωτα για το αληθινό Είναι. Θέλει – ως συνέπεια αυτού τού πάθους – να  το πλησιάση, να ζευγαρώση μαζί του, να γεννήση πνεύμα και αλήθεια, για να ζήση στη γνώση και στην αλήθεια και να απελευρωθή απ’ αυτό που τον βασανίζει. Σε όλα αυτά ανήκει κατόπιν αναπόφευκτα εκείνος ο «χορός» τών «αρετών», στον οποίον πρέπει να συνδυαστούν τόσο αντιπαρατιθέμενα προτερήματα, όπως η δικαιοσύνη και το μέτρο απ’ τη μια, η ανδρεία και η υπερηφάνεια απ’ την άλλη, ή η εύκολη αντίληψη και η μνήμη. Δίπλα σε κάθε τι το Υψηλό βρίσκεται όμως ως μια απειλή η δυνατότητα της «διαφθοράς», και το ξαναβλέπουμε εκ νέου, όπως το είδαμε απ’ την αρχή που θεμελιώθηκε η πόλη. Όσο ισχυρότερο είναι το «φυτό» που αναπτύσσεται, τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται γι’ αυτό η ανωφελής τροφή, ενώ ένας τέτοιος κίνδυνος δεν απειλεί καν μια μέτρια φύση. Δείχνει έτσι ακριβώς το «δικαίωμα» που ενυπάρχει σε κείνη την κατηγορία εκ μέρους τού πλήθους, την «απόκρημνη θέση» τής φιλοσοφικής ύπαρξης, καθώς και την αναγκαιότητα και ευθύνη της φιλοσοφικής παιδαγωγικής μόρφωσης (492 Α – «Αν δεχτή λοιπόν η φύση τού φιλοσόφου, όπως την ωρίσαμε, την κατάλληλη μάθηση {μαθήσεως προσηκούσης τύχη}, είναι αναγκαίο να φτάση, καθώς θα αυξάνεται, σε κάθε αρετή {εις πάσαν αρετήν}, αν όμως σπαρή και φυτευθή σε ακατάλληλη γη και τρέφεται από εκεί, θα φτάση σε κάθε τι το αντίθετο απ’ τις αρετές, αν δεν της συμβή να τη βοηθήση κάποιος θεός…»). Φαίνεται πως δεν υποψιάζονται ακόμα και σήμερα τίποτα απ’ αυτά οι εχθροί τής πλατωνικής, φιλοσοφικής πόλης – με επικεφαλής τον Arnold Toynbee – , αγνοώντας ότι συμβαδίζουν με κείνο το πλήθος.
     ( συνεχίζεται )

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: