Συνέχεια από Πέμπτη 14 Μαίου 2020
Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΖΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ F.A TRENDELENBURG
ΚΑΙ Η ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ.
Enrico Berti.
5. Η κριτική του Τρεντέλενμπουργκ στο δόγμα τού πεπερασμένου.
Και όμως όπως είδαμε και όπως και ο ίδιος ο Χέγκελ το επιτρέπει για να μπορέσουμε να υπολογίσουμε το πεπερασμένο και το άπειρο σαν ενάντια, είναι ανάγκη να δεχθούμε πώς το γένος στο οποίο ανήκουν είναι το όλον, η ολότης τού πραγματικού. ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΕΝΟΣ, για τον Αριστοτέλη. Διότι για τον Αριστοτέλη το Είναι, ένας όρος που εξισούται με τον Εγελιανό όρο του όλου, λόγω του γεγονότος πώς περιέχει εις εαυτόν, όχι μόνον τις κοινές πλευρές στα διάφορα όντα, αλλά και τις διαφορές τους, δέν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εγγράψει μία συγκεκριμένη όψη της πραγματικότητος, ούτε είναι επιπλέον καθορίσιμο, ούτε έχει μία και μοναδική σημασία, ούτε εξαντικειμενοποιείται, δηλ. δέν έχει κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των γενών. Έτσι λοιπόν, απο την αριστοτελική άποψη, πεπερασμένο και άπειρο, καθώς εκφράζουν κάτι εναλλακτικό που αγκαλιάζει την ολότητα του πραγματικού, δέν είναι έννοιες ενάντιες, αλλά αντιφατικές και επομένως δέν δέχονται πάνω απο αυτές καμμία περιεκτική ενότητα και των δύο, ούτε κάποιο πέρασμα απο το ένα στο άλλο, ούτε κάποια αμοιβαία μεσολάβηση. Το πεπερασμένο παραπέμπει αναγκαίως στο άπειρο, είναι αλήθεια, αλλά αυτό δέν αποτελείται απο το σύνολο των πεπερασμένων, αλλά υπερβαίνει ολοκληρωτικώς το πεπερασμένο, δηλ. δέν έχει τίποτε κοινό μ’αυτό, και υφίσταται ολοκληρωτικώς εν ενεργεία εις εαυτόν, αυτό το ίδιο.
Αυτή η σχέση δέν προκαλεί κανέναν δυαλισμό ανάμεσα σε πεπερασμένο και άπειρο, διότι είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης σχετικά με τα αντιφατικά, ασύμβλητα δηλ, δέν μετέχουν του ιδίου Είναι και δέν πρέπει να το μοιραστούν περιοριζόμενα μεταξύ τους, αμοιβαίως. Απο την άποψη του Αριστοτέλη δέν υπάρχει ένα μοναδικό Είναι μετεχόμενο τόσο απο το άπειρο όσο και απο το πεπερασμένο : το είναι λέγεται πολλαπλώς δηλ, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι του Είναι, αμείωτοι μεταξύ τους, απο τους οποίους ένας, ο οποίος στο όριο συμπίπτει με εκείνον που εμείς ονομάζουμε άπειρο, δηλ, το καθαρό ενεργεία, είναι πρώτος με την έννοια πώς όλοι παραπέμπουν σ’αυτόν (τον τρόπο), χωρίς όμως αυτός να παραπέμπει στους άλλους, στην βάση μίας σχέσεως, ας πούμε, μονόδρομης (Μεταφ IV 2,1003 a 33-b 10). Μ’αυτόν τον τρόπο σώζεται και η πραγματικότης του πεπερασμένου, η οποία δέν μειώνεται σε ιδεατή, σε μία απλή στιγμή του απείρου δηλ΄αλλά είναι πραγματική, όχι μίας απολύτου πραγματικότητος, δηλ του ιδίου γένους με εκείνη του απείρου, αλλά μίας πραγματικότητος που συνίσταται στο να παραπέμπει στο άπειρο και η οποία παρόλα αυτά είναι πραγματική, διότι εάν δέν ήταν, δέν θα ήταν πραγματική ούτε η παραπομπή της στο άπειρο.
Ενώ για τον Χέγκελ δέν είναι νοητή άλλη πραγματικότης, δηλ, άλλος τρόπος υπάρξεως απο εκείνον του απολύτου, δηλ, του αναγκαίου είναι, του αιωνίου :Εγκυκλοπαίδεια παρ. 95 Anmerkung. Όπου το είναι εξισούται με το απόλυτο είναι και το μή-απόλυτο είναι εξισούται με το μή-είναι: επιστήμη της λογικής τόμος Ι σ. 145-159. Εδώ λέγεται επιπλέον πώς και η θρησκεία είναι ιδεαλισμός, καθότι δέν αναγνωρίζει το πεπερασμένο σαν αληθινό Είναι, δηλ. σαν κάτι τελευταίο και απόλυτο ή σαν κάτι αιώνιο.
Εάν ο Τρεντέλενμπουργκ είχε αφήσει κατα μέρος, προσλαμβάνοντας την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα σε αντίφαση και εναντιότητα, την διαφορά ανάμεσα σε λογικό επίπεδο και σε πραγματικό, για να συλλογισθεί αντιθέτως την εξάρτηση ή όχι στο γένος, θα είχε συλλάβει με περισσότερη ακρίβεια το αληθινό και μοναδικό όριο της Εγελιανής θέσεως, που είναι ο υπολογισμός της ολότητος σαν ένα γένος, δηλ σαν μία μονοσήμαντη έννοια, δηλ, την εξαντικειμενοποίησι της, την απαίτηση να οικοδομηθεί μία γνώση η οποία θα έχει για αντικείμενο την ολότητα και θα είναι επομένως μ’αυτή την έννοια, μία απόλυτη γνώση.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΤΟΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΤΟΎ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ.
Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΖΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ F.A TRENDELENBURG
ΚΑΙ Η ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ.
Enrico Berti.
5. Η κριτική του Τρεντέλενμπουργκ στο δόγμα τού πεπερασμένου.
Ο Τρεντέλεμπουργκ μάς σπρώχνει την προσοχή σ’αυτό το δόγμα, στο οποίο πολύ σωστά διαβλέπει την κατάκτηση των πιό ουσιωδών σημείων του Εγελιανού συστήματος, και συγκεκριμένα εκείνων των προσδιορισμών που ξανασυναντώνται στην συνέχεια στην φιλοσοφία της θρησκείας, δηλαδή την Immanenza του Θεού (την ενύπαρξη). Παρ’όλα αυτά δέν βρίσκει άλλη αντίρρηση να κατευθύνει εναντίον του, παρά την ακόλουθη. Το αληθινό άπειρο, το οποίο συνίσταται στην άρνηση τής αρνήσεως, δηλαδή, στην υπέρβαση τού πεπερασμένου, στην μείωσή του σε απλή στιγμή, είναι η έννοια τής ολότητος των πεπερασμένων προσδιορισμών. Σ’αυτή την ολότητα το «κάτι τις» και το «άλλο» ξαναβρίσκουν το ένα στο άλλο μόνον τον εαυτό τους. Αυτή όμως η ολότης δέν μπορεί να πηγάσει απο την απλή εξίσωση του κάτι τις και του άλλου: αυτά τα δύο είναι αλήθεια εξισούνται, είναι εσωτερικώς ανταλλάξιμα, αδιαφοροποίητα, αλλά απο ένα τέτοιο αδιαφοροποίητο δέν γεννιέται καμμία υπερβατική ολότης που να συμπεριλαμβάνει και τα δύο. Η ολότης του απείρου λοιπόν σύμφωνα με τον Τρεντέλενμπουργκ, είναι μία μεγάλη διαίσθηση η οποία όμως δέν συμπεραίνεται απο τις προϋποθέσεις. Είμαστε ξανά αντιμέτωποι με την τυπική περίπτωση του Χέγκελ, κατά την οποία μέσω μίας αθέμιτης χειραγωγήσεως μίας διαισθήσεως, παρουσιάζει μία κενή λογική ταυτότητα για μία πραγματική συμφιλίωση (καταλλαγή).
Ποιός είναι ο λόγος, αναρωτιέται ο Τρεντέλενμπουργκ, για τον οποίο ο Χέγκελ λύνει στην άπειρη ολότητα την αντίθεση ανάμεσα στους πεπερασμένους προσδιορισμούς ανάμεσα στο κάποιο τί και στο άλλο; Η ανάγκη να αποφύγει την εις άπειρον περίοδο, δηλ, το κακό άπειρο. Αυτό το επιχείρημα όμως μας προειδοποιεί πώς πρέπει να αποφύγουμε το αδιαφοροποίητο, το ακαθόριστο και δέν μας δίνει την καινούργια έννοια της ολότητος, δέν αποτελεί δηλαδή καθ’εαυτό την θετική απόδειξη της αναγκαιότητος της ολότητος.
Δέν υπάρχει αμφιβολία πώς ο Χέγκελ λύνει την ένταση ανάμεσα στο κάποιο τι και στο άλλο, δηλ. ξεπερνά την απορία του πεπερασμένου που αναγνωρίζεται σαν τέτοιο, μέσω της έννοιας της ολότητος των πεπερασμένων προσδιορισμών, και πώς γι’αυτόν δέν υπάρχει άλλο άπειρο παρά μόνον αυτή η ολότης. Σ’αυτό ο Τρεντέλενμπουργκ είδε σωστά. Αυτό που δέν πείθει όμως στην κριτική του είναι αντιθέτως το θέμα, το οποίο επαναλαμβάνεται, της διακρίσεως ανάμεσα σε ένα λογικό επίπεδο (απλώς εξισωτική)και στό επίπεδο της πραγματικότητος (συμφιλίωση των αντιθέτων). Η ανάγκη να αποκλειστεί η επ’άπειρον πρόοδος φαίνεται πραγματικά ένα τελείως αξιόλογο επιχείρημα για να δηλώσουμε την ανάγκη ενός πραγματικού απείρου, υπάρχοντος εν ενεργεία και επομένως είναι τελείως νόμιμο να αντλήσουμε απο την αναγνώριση του πεπερασμένου την ανάγκη του απείρου. Σ’αυτό το σημείο, που είναι εξάλλου η κριτική στο «κακό άπειρο» του Φίχτε, ο Χέγκελ δέν φαίνεται να διαπράττει καμμία αθέμιτη χειραγώγηση, και η απόδειξη που δίνει του πραγματικού απείρου, παρότι καθαρώς «λογική» δέν έχει λιγότερη αξία, καθώς κάθε απόδειξη, καθότι είναι ακριβώς απόδειξη, εκφράζει μία λογική πρόοδο, χωρίς αυτό να εμποδίζει το συμπέρασμα της να είναι πραγματικό!
Αυτό όμως που φαντάζει αδικαιολόγητο, στην απόδειξη του Χέγκελ, δέν είναι η βεβαίωση ενός πραγματικού απείρου, αλλά η ταύτιση ενός τέτοιου απείρου με το σύνολο των πεπερασμένων προσδιορισμών. Είναι δυνατόν λοιπόν να αποδείξουμε πώς μία τέτοια ταύτιση είναι ο καρπός εκείνης της συγχύσεως ανάμεσα σε αντιφατικά και ενάντια που γενικώς ο Τρεντέλενμπουργκ κατηγορούσε τον Χέγκελ, εκλαμβάνοντας όμως τις δύο έννοιες πιό αριστοτελικά απο όσο τις εξέλαβε ο Τρεντέλενμπουργκ.
6. Μία κριτική βαθύτερα αριστοτελική.
Ο λόγος για τον οποίο ο Χέγκελ προχωρά στην ταύτιση του απείρου με το σύνολο των πεπερασμένων προσδιορισμών, μειώνοντας κάθε μία απο αυτές τις έννοιες σε απλές στιγμές του απείρου, δέν είναι όπως είδαμε η ανάγκη αποφυγής του «κακού απείρου» του Φίχτε (διότι για να το αποφύγουμε αυτό που θεωρούσε το άπειρο μόνον σαν ένα δέον το οποίο δέν κατέληγε ποτέ του σε ενέργεια, θα αρκούσε να βεβαιώσουμε την πραγματικότητα ενός ενεργεία απείρου), αλλά μάλλον η ανάγκη να αποφύγει τον δυαλισμό της «διανοητικής μεταφυσικής», δηλαδή της σχολαστικο-Ορθολογικής, η οποία βεβαίωνε την πραγματικότητα του απείρου δίπλα σε εκείνη του πεπερασμένου. Τώρα, αφήνοντας αυτό που η σχολαστικο-ορθολογική μεταφυσική ισχυριζόταν γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο Χέγκελ, αυτές οι δύο έννοιες, εθεωρούντο σαν ενάντιες, δηλ. με την αριστοτελική φιλοσοφία, σαν οι όροι οι περισσότερο διαφορετικοί,σαν οι πλέον διαφορετικοί μέσα στο πλαίσιο του ιδίου γένους. Το γένος που μας αφορά ονομάστηκε από τον ίδιο τον Χέγκελ, όπως είδαμε σαν το όλον (das Ganze) δηλαδή, η ολότης του πραγματικού. Είναι ξεκάθαρο πάντως πώς η εναλλαγή που δημιουργείται από δύο έννοιες σαν το πεπερασμένο και το άπειρο είναι τόσο πλατειά που είναι αναγκασμένη να συμπέσει με ολόκληρη την πραγματικότητα.
Πάντως όμως, εάν είναι αλήθεια πώς πεπερασμένο και άπειρο είναι ενάντιες έννοιες, δηλ, ανήκουν στο ίδιο γένος, τότε ο Χέγκελ έχει τελείως δίκαιο να συμπεραίνει πώς αυτά αλληλοπεριορίζονται και επομένως είναι και οι δύο έννοιες πεπερασμένες, ενώ το αληθινό άπειρο είναι η ολότης που τα αγκαλιάζει μαζί. Είναι όμως αλήθεια πώς το πεπερασμένο και το άπειρο είναι ενάντια; Ο Χέγκελ δέν φαίνεται να αμφιβάλλει, συμφωνώντας σ’αυτό το σημείο, το τόσο σημαντικό, με την άποψη της διανοητικής μεταφυσικής, και μάλιστα χρησιμοποιώντας την όπως χρησιμοποιεί όλες τις διακρίσεις που πραγματοποιεί η νόηση, με τον σκοπό να συμφιλιώσει την αντίθεση στην ενότητα, για να αρνηθεί δηλ, πώς το αληθινό άπειρο είναι ένα απο τα δύο ενάντια και για να βεβαιώσει πώς αυτό συνίσταται στην ενότητα τους (το πεπερασμένο και το άπειρο σαν «στιγμές ενός όλου» (Momente eines Ganzen).)Και όμως όπως είδαμε και όπως και ο ίδιος ο Χέγκελ το επιτρέπει για να μπορέσουμε να υπολογίσουμε το πεπερασμένο και το άπειρο σαν ενάντια, είναι ανάγκη να δεχθούμε πώς το γένος στο οποίο ανήκουν είναι το όλον, η ολότης τού πραγματικού. ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΕΝΟΣ, για τον Αριστοτέλη. Διότι για τον Αριστοτέλη το Είναι, ένας όρος που εξισούται με τον Εγελιανό όρο του όλου, λόγω του γεγονότος πώς περιέχει εις εαυτόν, όχι μόνον τις κοινές πλευρές στα διάφορα όντα, αλλά και τις διαφορές τους, δέν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εγγράψει μία συγκεκριμένη όψη της πραγματικότητος, ούτε είναι επιπλέον καθορίσιμο, ούτε έχει μία και μοναδική σημασία, ούτε εξαντικειμενοποιείται, δηλ. δέν έχει κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των γενών. Έτσι λοιπόν, απο την αριστοτελική άποψη, πεπερασμένο και άπειρο, καθώς εκφράζουν κάτι εναλλακτικό που αγκαλιάζει την ολότητα του πραγματικού, δέν είναι έννοιες ενάντιες, αλλά αντιφατικές και επομένως δέν δέχονται πάνω απο αυτές καμμία περιεκτική ενότητα και των δύο, ούτε κάποιο πέρασμα απο το ένα στο άλλο, ούτε κάποια αμοιβαία μεσολάβηση. Το πεπερασμένο παραπέμπει αναγκαίως στο άπειρο, είναι αλήθεια, αλλά αυτό δέν αποτελείται απο το σύνολο των πεπερασμένων, αλλά υπερβαίνει ολοκληρωτικώς το πεπερασμένο, δηλ. δέν έχει τίποτε κοινό μ’αυτό, και υφίσταται ολοκληρωτικώς εν ενεργεία εις εαυτόν, αυτό το ίδιο.
Αυτή η σχέση δέν προκαλεί κανέναν δυαλισμό ανάμεσα σε πεπερασμένο και άπειρο, διότι είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης σχετικά με τα αντιφατικά, ασύμβλητα δηλ, δέν μετέχουν του ιδίου Είναι και δέν πρέπει να το μοιραστούν περιοριζόμενα μεταξύ τους, αμοιβαίως. Απο την άποψη του Αριστοτέλη δέν υπάρχει ένα μοναδικό Είναι μετεχόμενο τόσο απο το άπειρο όσο και απο το πεπερασμένο : το είναι λέγεται πολλαπλώς δηλ, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι του Είναι, αμείωτοι μεταξύ τους, απο τους οποίους ένας, ο οποίος στο όριο συμπίπτει με εκείνον που εμείς ονομάζουμε άπειρο, δηλ, το καθαρό ενεργεία, είναι πρώτος με την έννοια πώς όλοι παραπέμπουν σ’αυτόν (τον τρόπο), χωρίς όμως αυτός να παραπέμπει στους άλλους, στην βάση μίας σχέσεως, ας πούμε, μονόδρομης (Μεταφ IV 2,1003 a 33-b 10). Μ’αυτόν τον τρόπο σώζεται και η πραγματικότης του πεπερασμένου, η οποία δέν μειώνεται σε ιδεατή, σε μία απλή στιγμή του απείρου δηλ΄αλλά είναι πραγματική, όχι μίας απολύτου πραγματικότητος, δηλ του ιδίου γένους με εκείνη του απείρου, αλλά μίας πραγματικότητος που συνίσταται στο να παραπέμπει στο άπειρο και η οποία παρόλα αυτά είναι πραγματική, διότι εάν δέν ήταν, δέν θα ήταν πραγματική ούτε η παραπομπή της στο άπειρο.
Ενώ για τον Χέγκελ δέν είναι νοητή άλλη πραγματικότης, δηλ, άλλος τρόπος υπάρξεως απο εκείνον του απολύτου, δηλ, του αναγκαίου είναι, του αιωνίου :Εγκυκλοπαίδεια παρ. 95 Anmerkung. Όπου το είναι εξισούται με το απόλυτο είναι και το μή-απόλυτο είναι εξισούται με το μή-είναι: επιστήμη της λογικής τόμος Ι σ. 145-159. Εδώ λέγεται επιπλέον πώς και η θρησκεία είναι ιδεαλισμός, καθότι δέν αναγνωρίζει το πεπερασμένο σαν αληθινό Είναι, δηλ. σαν κάτι τελευταίο και απόλυτο ή σαν κάτι αιώνιο.
Εάν ο Τρεντέλενμπουργκ είχε αφήσει κατα μέρος, προσλαμβάνοντας την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα σε αντίφαση και εναντιότητα, την διαφορά ανάμεσα σε λογικό επίπεδο και σε πραγματικό, για να συλλογισθεί αντιθέτως την εξάρτηση ή όχι στο γένος, θα είχε συλλάβει με περισσότερη ακρίβεια το αληθινό και μοναδικό όριο της Εγελιανής θέσεως, που είναι ο υπολογισμός της ολότητος σαν ένα γένος, δηλ σαν μία μονοσήμαντη έννοια, δηλ, την εξαντικειμενοποίησι της, την απαίτηση να οικοδομηθεί μία γνώση η οποία θα έχει για αντικείμενο την ολότητα και θα είναι επομένως μ’αυτή την έννοια, μία απόλυτη γνώση.
ΤΕΛΟΣ
2 σχόλια:
Ευχαριστούμε, πολύ ωραίο. Αν γίνεται, θέλετε να επεκταθείτε πάνω στο γιατί η μονοσημαντη ολότητα - το μονοσημαντο Είναι - προκαλεί τον Χριστιανικό υλισμό;
Βασίλης
Πρέπει νά τό δούμε σέ συνάρτηση μέ τόν ιδεαλισμό. Ο οποίος ερμηνεύθηκε σάν ιδεατή ερμηνεία τής πραγματικότητος. Καθόλου σίγουρο. Διότι ερμηνεύει τό Είναι σάν γένος καί καταργεί τό υπεραισθητό , τό νοητό. Η σημερινή φαινομενολογία είναι μιά συνέπεια τής πρόσληψης τού πεπερασμένου σάν μέρους τού απείρου. Η προηγούμενη ανάρτηση γιά τήν σωματικότητα σάν τόν σκοπό τής ζωής βοηθά πολύ.
Δημοσίευση σχολίου