Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΖΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ F.A TRENDELENBURG
ΚΑΙ Η ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ.
ΚΑΙ Η ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ.
Enrico Berti.
1 Η κριτική του Τρεντέλενμπουργκ στην Εγελιανή διαλεκτική.
Ένα από τα πιό σημαντικά επεισόδια της ιστορίας του Εγελιανισμού, που προσέφερε θέματα για στοχασμό σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, είναι στα σίγουρα η κριτική της Εγελιανής λογικής που έγινε από τον Αριστοτελικό Friedrich Adolf Trendelenburg στο βιβλίο του «Λογικές αναζητήσεις», το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα 1870. Η σπουδαιότης αυτής της κριτικής επιβεβαιώνεται πάνω απ’όλα απο την τεράστια απήχηση που απέκτησε στα φιλοσοφικά δρώμενα της εποχής, τόσο ανάμεσα στους εγελιανούς, όσο και ανάμεσα στους αντι εγελιανούς. Εάν βεβαίως δέν μπορούμε να την θεωρήσουμε ολοκληρωτικώς πρωτότυπη, λόγω ορισμένων προ αγγελιών που ανιχνεύονται στους πρώτους κριτικούς τού Χέγκελ, οι οποίοι δέχτηκαν μάλιστα και την κριτική του ίδιου του Χέγκελ, αλλά κυρίως στον Φώυερμπαχ, η τεχνική αυστηρότης με την οποία διατυπώθηκε βοήθησε ώστε να υιοθετηθεί απο στοχαστές όπως ο ίδιος ο Φώυερμπαχ, ο Μάρξ και ο Κίρκεγκαρντ, για να υπενθυμίσουμε τους πιό σημαντικούς αντι-Εγελιανούς. Ο Φώυερμπαχ π.χ. σημειώνει στην κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του 1839, «Το Είναι περνά στο τίποτα: εξαφανίζεται αμέσως στο αντίθετο του, η αλήθεια του είναι αυτή η κίνηση τής αμέσου εξαφάνισης του. Εδώ δέν προϋποτίθενται ακόμη και αναπαραστάσεις; Εξαφανίζομαι ή χάνομαι είναι μία έννοια ή δέν είναι αντιθέτως μία αισθητική αναπαράσταση;»
Η πλευρά τής κριτικής του Τρεντέλεμπουργκ που απέκτησε την μεγαλύτερη επιτυχία υπήρξε εκείνη που αφορούσε τις πρώτες κατηγορίες της λογικής του Χέγκελ, Είναι, τίποτα (μηδέν) και γίγνεσθαι. Συνίσταται δέ στην επισήμανση πώς αυτές οι κατηγορίες θα ήθελαν να αποτελέσουν τις στιγμές μίας προόδου καθαρά λογικής, δηλ. χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς αναφορές στην εμπειρική πραγματικότητα, ενώ στην πραγματικότητα κατορθώνουν να ξεκινήσουν μία αυθεντική διαλεκτική κίνηση, μόνον εάν προσλάβουν πάνω τους αθέμιτα την αναπαράσταση της κινήσεως, που προέρχεται από την αισθητή αντίληψη τών πραγμάτων! Όπως βλέπουμε πρόκειται για μία ιδιαίτερη εφαρμογή της γενικής κριτικής που δέχθηκε η λογική του Χέγκελ από διαφόρους στοχαστές, της αδυναμίας της να αντλήσει την πραγματικότητα, δηλ. το γίγνεσθαι, από την σκέψη, δηλαδή από τις καθαρές έννοιες του Είναι και του Τίποτα. Η πρωτότυπη προσφορά του Τρεντέλενμπουργκ βρίσκεται στην φανέρωση πώς οι έννοιες που χρησιμοποιεί ο Χέγκελ είναι καθαρές μόνον φαινομενικώς, ενώ στην πραγματικότητα περιέχουν ήδη αυτό που απο αυτές τις έννοιες θα έπρεπε να εξαχθεί σαν συμπέρασμα μέσω της λογικής οδού και μόνον και πώς σιωπηλά εισήχθη αυτό το συμπέρασμα στις έννοιες αυτές εξαρχής μέσω της αισθητής αντιλήψεως.
Το βάσιμο αυτής της αντιρρήσεως, παρόλη την αναγνώριση που κέρδισε εκ μέρους διασήμων Εγελιανών, είναι αμφίβολο: φαίνεται δυνατόν, πράγματι να ερμηνευθεί η «απαγωγή» για την οποία μιλά ο Χέγκελ, στην αρχή της λογικής, με διαφορετικό απο τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή όχι σαν μία εξήγηση αναλυτικού τύπου,αλλά σαν μιά φανέρωση στην συνείδηση εμπειρικού τύπου. Αλλά εμείς δέν θα ασχοληθούμε εδώ μ’αυτή την πολύ γνωστή αντίρρηση, αλλά με μίαν άλλη, την οποία εξέφρασε πάλι ο Τρεντέλενπουργκ και στην οποία δέν δόθηκε καμμία σημασία μέχρι σήμερα και η οποία θεωρητικώς είναι πιό βάσιμη απο την πρώτη.
2. Οι έννοιες της ταυτότητος και της αρνήσεως.
Αυτή η δεύτερη αντίρρηση συνίσταται στην φανέρωση της ανεπάρκειας των λογικών μέσων με τα οποία ο Χέγκελ προτίθεται να θέσει σε κίνηση την διαλεκτική, δηλ. την απαγωγή ολοκλήρου της πραγματικότητος από την λογική. Την άρνηση και την ταυτότητα. Όσον αφορά την άρνηση ο Τρεντέλενμπουργκ παρατηρεί πώς αυτή, για να είναι ένα εργαλείο καθαρά λογικό, δηλαδή κάτι που δέν συνάγεται απο την εμπειρία, θα έπρεπε να είναι η απλή αντίθεση ανάμεσα σε αντιφάσεις, ή «λογική άρνηση» όπως λέγεται, αλλά σ’αυτή την περίπτωση δέν θα μπορούσε να γεννήσει καμμία διαλεκτική κίνηση. Αντιθέτως στον Χέγκελ, αυτή ταυτίζεται με την αντίθεση ανάμεσα σε δύο ενάντια (εναντιωνόμενα) ή «πραγματική αντίθεση», η οποία κατορθώνει, ναι, να γεννήσει την διαλεκτική κίνηση, αλλά προσλαμβάνεται ή συμπεραίνεται απο την αισθητή αντίληψη και επομένως δέν είναι ένα καθαρό λογικό μέσον. Όσον αφορά δέ την ταυτότητα, η οποία θα χρησίμευε για να επανασυμφιλιώσει τα αντίθετα στην σύνθεση, ο Τρεντέλενμπουργκ παρατηρεί πώς, εάν αυτή κατανοείται σαν μία καθαρή λογική ισοδυναμία ανάμεσα σε δύο έννοιες, δέν κατορθώνει να δημιουργήσει καμμία πραγματική σύνθεση, ενώ θα μπορούσε να το κατορθώσει εάν παρουσιαζόταν σαν η έννοια της ολότητος στην οποία λύνονται όλες οι αντιθέσεις, μία έννοια όμως η οποία δέν περιέχεται στις προϋποθέσεις της λογικής αναπτύξεως, αλλά ξανά είναι ο καρπός μίας αντιλήψεως, μίας εμπνεύσεως.
Και αυτή η καινούργια κριτική εντάσσεται λοιπόν στο πλαίσιο της προηγούμενης, έχοντας σαν σκοπό της να τονίσει μία υποθετική αναντιστοιχία ανάμεσα στο λογικό επίπεδο και το πραγματικό, και κάτω απο αυτή την άποψη, δέν αντιπροσωπεύει τίποτε περισσότερο απο την πρώτη, όπως και οι υπόλοιπες αντιρρήσεις που ακολουθούν στο βιβλίο που αναφέραμε! Και όμως είναι δυνατόν να διακρίνουμε σ’αυτή μία πλευρά της πολύ πιό καθοριστικής στο θέμα μας, καθαρά αριστοτελικής προελεύσεως, η οποία εάν εφαρμοστεί πιό βαθειά στην ανάλυση της Εγελιανής σκέψης, αποκαλύπτεται πολύ πιό επαρκής, όλων των προηγουμένων: ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΤΗΤΑ. Η αντίφαση ή αντίθεση ανάμεσα σε αντιφάσεις, είναι αυτή που ο Τρεντέλενμπουργκ ονομάζει «λογική άρνηση» και την διαφωτίζει λέγοντας πώς «αυτή αρνείται απλώς αυτό πού βεβαιώνει η πρώτη έννοια, χωρίς να θέτει τίποτε καινούργιο στην θέση της» (π.χ. α είναι β, α δέν είναι β, όπου ένα μέλος αποκλείει απλώς το άλλο), ενώ η εναντίωση ή αντίθεση ανάμεσα σε αντιφάσεις ονομάζεται «πραγματική αντίθεση» και εξηγεί ομολογώντας πώς «η επιβεβαιωτική έννοια απορρίπτεται απο μία νέα επιβεβαιωτική έννοια διότι και οι δύο πρέπει να αναφερθούν σε κάτι άλλο» (π.χ. άσπρο, μαύρο).
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΥΣΗ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΥΠΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΣ.
Η αριστοτελική προέλευση της διακρίσεως τονίζεται και από τον ίδιο τον Τρεντέλενμπουργκ, ο οποίος στην άλλη διάσημη πραγματεία του, η ανάλυση των Κατηγοριών, σχολιάζοντας τήν αριστοτελική θεωρία της στερήσεως, που είναι μία ενδιάμεση έννοια ανάμεσα στην αντίφαση και την εναντιότητα, σχεδιάζει την πρώτη από αυτές τις αντιθέσεις με το όνομα τής «λογικής αρνήσεως» και την δεύτερη με το όνομα της «πραγματικής αρνήσεως». Αυτές οι ονομασίες δικαιολογούνται, κατά την άποψη του, απο το γεγονός πώς η αντίφαση αγκαλιάζει κάθε δυνατότητα, συμπεριλαμβανομένου και τού μή-είναι και επομένως τίθεται τουλάχιστον με το δεύτερο σκέλος του διαχωρισμού, στο επίπεδο της σκέψης, ενώ η εναντιότης αφορά μόνον εκείνες τις έννοιες που ανήκουν σε ένα και το αυτό γένος (το δεκτικόν),που υπάρχουν δηλάδη σε ένα υπόστρωμα (το οποίο είναι ακριβώς το δεκτικόν)και γι’αυτό είναι πραγματικό.
Επειδή όμως για να είμαστε συνεπείς, μία τέτοια διάκριση ανάμεσα στο λογικό επίπεδο και στο πραγματικό, τουλάχιστον όσον αφορά την διάκριση ανάμεσα στην αντίφαση και στην εναντιότητα, απουσιάζει από τον Αριστοτέλη, θα εξετάσουμε με συντομία τα αριστοτελικά κείμενα, με σκοπό να καθορίσουμε την πραγματική αξία αυτής της θεωρίας.
3. Αντίφαση και εναντιότης στον Αριστοτέλη.
Ο Αριστοτέλης δέν επιμένει τόσο πολύ στην διάκριση ανάμεσα στην αντίφαση και την εναντιότητα, ούτε στον υποτιθέμενο λογικό χαρακτήρα της πρώτης που αντιτίθεται στον πραγματικό χαρακτήρα της δευτέρας. Έτσι λοιπόν στο κεφάλαιο 10 των κατηγοριών, ολοκληρωτικώς αφιερωμένο στην διάκριση ανάμεσα στην σχέση, εναντιότητα, κατοχή-έλλειψη και αντίφαση, ο Αριστοτέλης ορίζει την αντίφαση όχι μόνον σαν αντίθεση ανάμεσα στην βεβαίωση και στην άρνηση (π.χ. κάθεται και δέν κάθεται), αλλά επίσης σαν αντίθεση ανάμεσα στο «πράγμα που υπάρχει από κάτω» την βεβαίωση και «το πράγμα που υπάρχει από κάτω» την άρνηση (το υφ’εκάτερον πράγμα) (π.χ. Το είμαι καθιστός και το δέν είμαι καθιστός) τα οποία πράγματα λέει ο Αριστοτέλης δέν είναι συνομιλίες, και παρ’όλα αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους σαν την βεβαίωση και την άρνηση, είναι δηλαδή εξίσου αντιφατικά (Κατηγορίες 10,12 b 5-16).
Η αληθινή όμως διάκριση ανάμεσα σε ενάντια και σε αντιφατικά είναι εκείνη που εκτίθεται στο βιβλίο Γιώτα της Μεταφυσικής στο κεφ. 4, όπου ορίζονται σαν «τα πράγματα που είναι περισσότερο διαφορετικά, στο πλαίσιο του ιδίου γένους ή στο ίδιο υπόστρωμα (δεκτικόν) ή κάτω απο την ίδια ιδιότητα (δύναμις)»(Αριστ. Μεταφ. Χ 4,1055 α 27-32), και προστίθεται πώς ο λόγος γιά τον οποίο η εναντιότης καί η αντίφαση δέν είναι το ίδιο πράγμα είναι πώς «ενώ στην αντίφαση δέν υπάρχει ενδιάμεσος όρος ανάμεσα στα ενάντια μπορεί να υπάρξει» (Μεταφ. 1055 b 1-3). Αυτό που διακρίνει λοιπόν τα ενάντια απο τα αντιφατικά είναι το γεγονός πώς τα ενάντια διαθέτουν μία περιεκτική ενότητα και των δύο (το γένος ή το δεκτικόν ή την ιδιότητα) και κατά συνέπειαν δέχονται και έναν ενδιάμεσο όρο, ενώ τα αντιφατικά δέν δέχονται ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Πως τα αντιφατικά δέν υπεισέρχονται στο ίδιο γένος, ή πλαίσιο, αποδεικνύεται από το γεγονός πώς καθώς είναι το ένα η απλή άρνηση του άλλου, αφήνουν χώρο σε μία εναλλαγή ικανή να αγκαλιάσει ολόκληρη την πραγματικότητα, ολόκληρο το Είναι (χωρίς ανάγκη διακρίσεως ανάμεσα στο πραγματικό και στο δυνατό), το οποίο Είναι, όπως είναι γνωστό, για τον Αριστοτέλη, καθότι δέχεται και τις διαφορές, δέν είναι γένος (Μεταφ. III 3, 998 b 22-27).
Η αξία της διακρίσεως ανάμεσα στα ενάντια και τα αντιφατικά ξεκαθαρίζει περαιτέρω απο την εξακρίβωση σύμφωνα με την οποία, «τα πράγματα που ανήκουν σε διαφορετικά γένη δέν δέχονται πέρασμα απο το ένα στο άλλο (ούκ οδόν εις άλληλα) αλλά απέχουν στο μέγιστο και είναι ασύμβλητα (Μεταφ. Χ4, 1055 α 6-7). Έτσι λοιπόν ανάμεσα στα αντιφατικά δέν είναι δυνατόν να υπάρξει κάποιο πέρασμα η σύγκριση καμμία, και ακόμη περισσότερο οποιαδήποτε ένωση.
4. Η Εγελιανή σύλληψη του πεπερασμένου.
Στο Φώς της θεωρίας που μεταφέραμε πιό πάνω, αποκτά καινούργια αξία, ανεξαρτήτως της διακρίσεως ανάμεσα σε λογικό επίπεδο και πραγματικό η κριτική του Trendelenburg, σύμφωνα με την οποία εάν οι έννοιες της διαλεκτικής του Χέγκελ είναι αντιφατικές, δέν υπάρχει καμμία δυνατότης διαλεκτικής κινήσεως και ανωτέρας ενώσεως, ενώ εάν είναι ενάντιες (οι έννοιες), αυτή η δυνατότης υπάρχει. Αυτού του πράγματος εξάλλου είχε συνείδηση και ο ίδιος ο Χέγκελ, ο οποίος διέκρινε την «αντίθεση [αντιπαράθεση], σύμφωνα με την οποία το διαφορετικό δέν έχει απέναντι του ένα άλλο γενικώς, αλλά το δικό του άλλο», απο την «θεωρία των αντιφατικών εννοιών», όπου «η μία έννοια είναι π.χ το γαλάζιο...η άλλη το μή-γαλάζιο. Έτσι ώστε αυτό το άλλο δέν θα ήταν κάτι βεβαιωτικό π.χ. κίτρινο, αλλά θα πρέπει να υπολογιστεί μόνον σαν το αφηρημένο αρνητικό» (Χέγκελ, εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, Ε 119). Και όπως ο ίδιος ο Τρεντέλενμπουργκ δηλώνει, εννοούσε την διαλεκτική σαν πέρασμα ανάμεσα σε αντίθετα (ενάντια) και όχι ανάμεσα σε αντιφατικά (Εγκυκλοπαίδεια Ε 81).
Παρ’όλα αυτά, παρότι είχε ξεκάθαρη την διάκριση ανάμεσα σε αντίθεση σαν αντίφαση και την αντίθεση σαν εναντίωση, ο Χέγκελ πολύ συχνά συγχέει τις δύο σχέσεις και πραγματεύεται σαν αντίφαση εκείνη που είναι αντιθέτως εναντίωση, δηλ. χρησιμοποιεί σαν ενάντιες, έννοιες που είναι όμως αντιφατικές. Μία περίπτωση στην οποία μία τέτοια σύγχυση φανερώνεται καθαρά και η οποία επέφερε πολύ δυσάρεστες συνέπειες από θεωρητικής απόψεως, είναι η θεωρία του πεπερασμένου, η οποία εντοπίζεται από τον Τρεντέλενμπουργκ, αλλά περιέργως, όχι προκειμένου για την χρήση της αρνήσεως, αλλά όπως θα δούμε, προκειμένου για την χρήση της ταυτότητος.
Πραγματευόμενος το προσδιορισμένο Είναι (Dasein), ο Χέγκελ όπως είναι γνωστό, το θεωρεί πρώτα απ’όλα σαν προσδιορισμένο ποιοτικά, δηλ. σαν κάτι τι (Etwas) το οποίο προσδιορίζεται απέναντι στο «άλλο» (Anderes). Καθότι προσδιορισμένο απέναντι σε άλλο, το κάτι τι είναι περιορισμένο, δηλ. πεπερασμένο. Αλλ’όμως αυτό που είναι περιορισμένο, πεπερασμένο, καθ’εαυτό, παραπέμπει σ’αυτό που βρίσκεται πέρα από το όριο και μ’αυτόν τον τρόπο ξεπερνιέται. Υπάρχουν όμως δύο τρόποι για να υπερβαθεί το όριο, το πεπερασμένο: ο ένας συνίσταται στην συνεχή παραπομπή τού κάτι τις σε άλλο, αυτού του άλλου σε άλλο ακόμη και ούτω καθεξής στο άπειρο. Αυτό το άπειρο ονομάζεται απο τον Χέγκελ «κακό άπειρο» ή «ψεύτικο», καθότι, την στιγμή που υπερβαίνει το πεπερασμένο το βοηθά να ξανααναδυθεί και δέν το υπερβαίνει ποτέ στην πραγματικότητα. Η αληθινή υπέρβαση του πεπερασμένου, το αληθινό άπειρο, συνίσταται αντιθέτως,για τον Χέγκελ, στην κατανόηση ότι το άλλο, στο οποίο παραπέμπει το κάτι τις, δέν διαφέρει απο το ίδιο το κάτι τις, το οποίο δέν έχει άλλον προσδιορισμό παρά εκείνον σύμφωνα με τον οποίον είναι και αυτό άλλο και επομένως το κάτι τις, παραπέμποντας σε άλλο, δέν παραπέμπει παρά στον εαυτό του. Μ’αυτόν τον τρόπο το Είναι θεμελιώνεται σαν «άρνηση της αρνήσεως» αλλ’όμως σαν τέτοιο παύει να είναι πεπερασμένο και είναι το αληθινό άπειρο, δηλ. Το Είναι καθ’εαυτό. Το πεπερασμένο είναι αυτό που υπερβαίνεται, είναι το άλλο, δηλ, μία απλή στιγμή της προόδου στην οποία συνίσταται το άπειρο, κάτι που δέν είναι πραγματικό, κάτι «ιδανικό». «Αυτός ο ιδεαλισμός του πεπερασμένου -συμπεραίνει ο Χέγκελ- είναι η θεμελιώδης πρόταση της φιλοσοφίας και κάθε αληθινή φιλοσοφία είναι επομένως ιδεαλισμός». (Εγκυκλοπαίδεια, παράγραφος 90-95).
Η συνέπεια μίας τέτοιας θεωρίας, όπως δηλώνει και ό ίδιος ο Χέγκελ, είναι η υπέρβαση του δυαλισμού, ο οποίος αποδίδεται απο αυτόν «στην κοινή διανοουμενίστική μεταφυσική», ανάμεσα σε πεπερασμένο και άπειρο, ένας δυαλισμός που κάνει το λάθος να θεωρεί το άπειρο μόνον σαν «ένα απο τα δύο» και μ’αυτό να το υποβιβάζει σε ιδιαίτερο, σε πεπερασμένο. Η ανασκευή του δυαλισμού υπάρχει σε μία επαρκέστατη σύνθεση, απο τον Χέγκελ, στο ακόλουθο χωρίο της Επιστήμης της λογικής. «Το άπειρο τοποθετημένο μ’αυτόν τον τρόπο, είναι ένα εκ των δύο. Αλλά όμως λόγω του ότι είναι ένα εκ των δύο, είναι αυτό το ίδιο πεπερασμένο. Δέν είναι το ΟΛΟΝ, αλλά μόνον η μία πλευρά. Έχει το όριο του σ’αυτό που του αντιτίθεται και έτσι το άπειρο είναι πεπερασμένο. Δέν διαθέτουμε παρά δύο πεπερασμένα».
Συνεχίζεται
Ίσως τώρα κατανοήσουμε γιατί η νεοορθοδοξία μισεί τήν άσκηση, όπως καί ο κληρικαλισμός τούς ασκητές. Διότι τό πεπερασμένο στό σύστημα τού Χέγκελ, τού δευτέρου πατέρος τής εκκοσμικευμένης εκκλησίας μετά τόν Αυγουστίνο, απολυτοποιήθηκε μέ τήν μέθοδο πού περιγράφεται στό κείμενο : καταργώντας τήν αντίφαση μέ τήν εναντίωση καί στή συνέχεια καταργώντας καί τήν εναντίωση στή νέα σύνθεση. Όπως ακριβώς φανερώνεται στό κείμενο τού Ολιβιέ Κλεμάν καί στό απόσπασμα πού παραθέτουμε :
«Αν το πρόβλημα του δικού μου ψωμιού είναι πρόβλημα υλικό, έλεγε ο Μπερντιάγιεφ, το πρόβλημα του ψωμιού του πλησίον μου, είναι το πιο επείγον από τα πνευματικά προβλήματα».
«Καμμιά αντίθεση, πολύ περισσότερο, ανάμεσα στην ισότητα των ανθρώπων, στη δημιουργία προφητικών κοινοτήτων, μοναστικών ή άλλων, και στις μεταρρυθμίσεις ή επαναστάσεις στο χώρο των «δομών»: Οι «δομές» δεν είναι,τελικά, παρά το σπίτι, η δουλειά, το ένδυμα, το ψωμί που χρωστάμε στα αναρίθμητα «συ» των πλησίον μας, σήμερα πια σε παγκόσμια κλίμακα».
ΟΙ ΔΕ ΕΚΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΟΥΚ ΕΛΑΤΤΩΘΗΣΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΟΣ ΑΓΑΘΟΥ. Ούτε τό δικό σου ψωμί Μπερντιάεφ είναι υλικό πρόβλημα. Παρ'όλα αυτά είναι, διότι δέν κατόρθωσες ποτέ νά πείς γεννηθήτω τό θέλημά σου.
«Για να σώσει τον κόσμο η Εκκλησία, πρέπει να βρεθεί μαζί του σε σχέση ταυτότητας και διάκρισης, γιατί ο κόσμος δεν είναι βέβηλος (τίποτα δεν είναι βέβηλο). Είναι βεβηλωμένος»
«Αλλά η Εκκλησία πρέπει να είναι ταυτόχρονα ο αφιλόκερδος υπηρέτης των ανθρώπων κατ’ εικόνα του Κυρίου της, ο οποίος "ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι"».
Νά καί ο πυρήνας τής νέας εκκλησιολογίας τήν οποία προσπαθούν νά συστηματοποιήσουν μέ πάθος ο Ζηζιούλας κι ο Κάλλιστος Γουέαρ καί όλοι όσοι σάν αυτούς διαθέτουν τήν καλή πρόθεση νά σώσουν τόν κόσμο, νά τόν αλλάξουν, όπως φιλοδόξησε ο πρώτος διδάξας ο Μάρξ.
Καί η αληθινή εκκλησία, αγαπητέ Κλεμάν, ευεργέτησε τούς φτωχούς. Αλλά εκείνη η εκκλησία ήταν ήδη φτωχή. Οι φτωχοί τής εποχής ευεργετούσαν τούς φτωχούς. Μέ τό υστέρημά τους, μέ τό σταυρό τους, καί γιαυτό οι φτωχοί, οι ευεργετηθέντες κατέληγαν στήν εκκλησία, σύμφωνα μέ τήν εντολή τού πλησίον, όπως τήν ερμηνεύει ο Κύριος καί όχι ο κάθε Κλεμάν.
Σήμερα οι πλούσιοι προσπαθούν νά εξασφαλίσουν τό ψωμί τών φτωχών, από τό περίσσευμά τους, υποδυόμενοι τούς χριστιανούς.
Ολόκληρη η σημερινή εκκλησία.
Σύμφωνα μέ τήν φαινομενολογία τού πνεύματος, τού Χέγκελ, ο δούλος σιγά-σιγά καί διαλεκτικά γίνεται αφέντης. Έτσι καί οι φτωχοί πού ευεργετούνται από τόν πλούσιο, τόν φαρισαίο, γίνονται φαρισαίοι. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου