Αν σκεπτόμαστε συνετά και ρεαλιστικά, ξέρουμε ότι η αξιοκρατία μόνο στόχος μιας κοινωνίας μπορεί να είναι, όχι ηθική προστακτική. Οι ηθικές προστακτικές, τα αναρίθμητα «πρέπει» που αραδιάζουμε για να ξορκίσουμε λάθη ή την ασφυκτική παρακμή μας, είναι η πιο α-νόητη, σίγουρα περιττή λεκτική εκτόνωση απερισκεψίας και προχειρότητας. Ποιος, με ποιες πρακτικές πειθούς θα επιβάλει τα «πρέπει» και τις προστακτικές μας;
(Γι’ αυτό και όταν ακούμε πρωθυπουργό ή αρχιεπίσκοπο ή δήμαρχο ή πρύτανη να εκστομίζουν κάποιο «πρέπει», ξέρουμε ότι είναι ή παραλυτικά άτολμος ή απλώς ολιγόνους.)
Η λέξη «αξιοκρατία», σε μια οργανωμένη κοινωνία, σημαίνει: Μοναδικό κριτήριο για την ανάθεση ευθυνών δημόσιου λειτουργού είναι οι πιστοποιημένες ικανότητές του. Από τον κλητήρα ώς τον Γενικό Διευθυντή, από την καθαρίστρια ώς τον επιτελικό σχεδιαστή πολιτικής, το προαπαιτούμενο και συνεχώς επανελεγχόμενο είναι η ευφυΐα, η δημιουργικότητα, η ευπρέπεια. «Προσόντα» που δεν προκύπτουν από ποσοτική κρίση - αξιολόγηση (όπως, λ.χ., οι «πολυετίες», το «λευκό ποινικό μητρώο», το πλήθος των «τυπικών προσόντων - τίτλων») δεν βαρύνουν στην εκτίμηση της αξιοσύνης ενός δημόσιου λειτουργού.
Ουτοπία όλα αυτά; Σκέτος ρομαντισμός; Οχι όταν ένας λαός θέλει να συνεχίσει να υπάρχει ιστορικά. Οταν θέλει να τελειώνει με τη δουλική υποταγή σε συμφεροντολόγους εγωπαθείς ή σε αδίστακτους διεθνείς εξουσιολάγνους. Οταν θέλει να γλιτώσουν τα παιδιά του από τη σκλαβιά στο «ντελίβερι», στη λάντζα ή στον υπνοβατισμό του σερβιτόρου.
Η «αξιοκρατία» σημαίνει: ύστερα από διακόσια χρόνια ατιμωτικού διασυρμού της έννοιας «δημόσιος υπάλληλος», η λέξη να ταυτίζεται με τον αδέκαστο, τον ταλαντούχο, τον ακούραστα δημιουργικό, τον «μπροστάρη» της κοινωνίας – όχι με το παράσιτο που μόνο εισπράττει. Ξέρουμε όλοι ότι μια τέτοια κοσμογονία θα προκύψει νομοτελειακά, όταν εξαλειφθεί το «ρουσφέτι», δηλαδή ο «σταυρός προτίμησης», επομένως μόλις γίνει νόμος εκλογικός η «μονοεδρική περιφέρεια». Το ξέρουμε όλοι. Δεν το θέλουν οι τύραννοί μας, επαγγελματίες αγοραπωλητές της εξουσίας.
Ο μέγιστος θρίαμβος της κομματοκρατίας (κομματικής απολυταρχίας) είναι ότι: λέξεις, όπως «τύραννοι» ή «αγοραπωλητές της εξουσίας», γράφονται, δημοσιεύονται, ξαναγράφονται, ξαναδημοσιεύονται, χωρίς κανένας να προσβάλλεται, να θεωρεί ότι αδικείται ή υβρίζεται, κανένας δεν ζητάει την παρέμβαση του εισαγγελέα. Η νέκρωση της κοινωνικής ευαισθησίας καταδείχνει το μέγεθος της συντελεσμένης αποσύνθεσης.
Στη διάρκεια του προσωπικού μας βίου απασχοληθήκαμε όλοι με «δημόσια», όπως τα λέμε, πρόσωπα, κυρίως με τους επαγγελματίες της πολιτικής. Γνωρίσαμε, έστω από την εγγύτητα της τηλεοπτικής οθόνης, την εκφραστική τους ικανότητα, την όποια (συνηθισμένη, ανεπαρκή ή χαρισματική) ευφυΐα τους, την ευθύτητα ή την κρυψίνοια, την ηθική τους ευαισθησία (αν τους ενοχλεί το ψέμα, η δολιότητα, ο ναρκισσισμός), αν η γλώσσα τους προδίδει ειλικρίνεια ή καλοσερβιρισμένη απάτη.
Στο σχολείο, πάντως, δεν ασκήθηκαν οι μαθητές, της μεταπολίτευσης, μάλλον ποτέ (προγραμματικά) στην εκτίμηση ποιοτήτων. Στο ελλαδικό σχολείο, από τα νήπια ώς και το διδακτορικό, ο χαρακτήρας της γνώσης - μάθησης είναι στυγνά και απόλυτα χρηστικός. Ενδιαφέρει τυφλά και μόνο η ωφελιμότητα, γι’ αυτό και το φροντιστήριο όχι απλώς αχρηστεύει το σχολείο, το γελοιοποιεί.
Η κυρία Νίκη Κεραμέως, π.χ., ή οποιοσδήποτε άλλος υπουργός Παιδείας της Ν.Δ., είναι ίσως επιδέξια να λογαριάζει πόσα παιδιά και με ποια διάταξη πρέπει να συγκροτούν σχολική τάξη τώρα με τον κορωνοϊό. Αλλά απέδειξε ότι είναι ανύπαρκτη η γνώση και η εμπειρία της για τα κυρίως προβλήματα της παιδείας: Πώς συνδέεται η γλώσσα, γραμματική και συντακτικό, με τη λογική των μαθηματικών, η σπουδή της Ιστορίας με την ανάπτυξη της Τέχνης. Ισως «καταλαβαίνει» ότι είναι αναπηρία για την ελληνική κοινωνία, το σχολείο να είναι πάρεργο και το φροντιστήριο κυρίως έργο, αλλά οι προτεραιότητές της είναι άλλες. «Καταλαβαίνει» το ρεζιλίκι των «κομματικών νεολαιών» στα πανεπιστήμια, όμως δεν τολμάει τη ρήξη.
Το πιο δραματικό σύμπτωμα της ανήκεστης παρακμής μας: Γνωρίσαμε στο πεδίο της πολιτικής, τις τελευταίες δεκαετίες, ανθρώπους έκτακτης οξύνοιας, σοβαρής κατάρτισης, ηγετικών χαρισμάτων. Εγιναν αρχηγοί κομμάτων, πρωθυπουργοί, πρωτοκλασάτοι υπουργοί, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι. Μπορούσαν να «γράψουν Ιστορία» – δεν το αποπειράθηκαν. Για να «γράψεις Ιστορία», πρέπει να «σπάσεις αυγά» – δεν το διανοήθηκαν. Απέρχονταν ή απήλθαν αφήνοντας αμετάβλητο το τέλμα ντροπής που παρέλαβαν.
Θυμηθείτε ονόματα, τις προσδοκίες που γέννησαν, την απογοήτευση να εγκλωβιστούν σε ρόλους κομπάρσου. Ευάγγελος Βενιζέλος, Θεόδωρος Πάγκαλος, Αντώνης Τρίτσης, Χρύσανθος Λαζαρίδης, Σάββας Καλεντερίδης, Προκόπης Παυλόπουλος – ελάχιστες ενδείξεις μιας ανθρωποβόρας παρακμής, που εξουδετερώνει την ποιότητα καθιστώντας τον συμβιβασμό αυτονόητον και αναπότρεπτη την αυτοεξόντωση. Μνημονεύω παραδειγματικά όσους το δικό μου δασκαλικό ένστικτο ξεχώρισε ως χαρισματικούς – ασφαλώς άλλοι θα κρίνουν ορθότερα.
Τι θα μπορούσαν να κάνουν; Μα η ζωή και η δυναμική της αλλαγής δεν προκύπτει από συνταγές και υποδείξεις – ένας σπόρος σιναπιού μπορεί να τινάξει βράχο, λέει το Ευαγγέλιο. Προσδοκίες για τη βλαστική δύναμη του σπόρου δεν γεννάει η συμπαθής Κυρία Κεραμέως, ούτε ο θλιβερός κ. Μιλ. Βαρβιτσιώτης – και ακολουθεί χείμαρρος επιφανών της επικαιρότητας. Επαναλαμβάνω: υποκειμενική η κατάθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου