Συνέχεια από Σάββατο, 27 Ιουνίου 2020
HANS
JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
4.
«ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΗ» EΠΙΣΤΗΜΗ
ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ: ΑΥΤΟ-ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ Η ΕΡΕΥΝΑ;
Τίθεται λοιπόν το εξής ερώτημα: Έχει άραγες ο ερευνητής κάποιαν ευθύνη για τις έρευνές του; Μπορεί ακόμα και να τον ενοχοποιή η έρευνά του; Είναι καθόλου
μάλιστα δυνατόν, να αποφύγη την ενοχή; Παρόμοια ερωτήματα έχουν αρχίσει να βασανίζουν εδώ και αρκετόν
καιρό την τόσο «αγαθή» κάποτε συνείδηση των φυσικών
επιστημόνων. Τί θα μπορούσε όμως να ευχαριστήση περισσότερο μιαν «αγαθή»
συνείδηση, παρά η αναζήτηση της αλήθειας; Και ποιο υπήρξε το «νομιμώτερο» μέχρι σήμερα
αντικείμενο αυτής τής αναζήτησης, παρά η ίδια η φύση; Ο Robert Oppenheimer μετά τη Χιροσίμα είχε όμως πη,
πως και ο φυσικός επιστήμων «γνώρισε» τότε την αμαρτία· εννοώντας ασφαλώς τη
συμμετοχή τής πυρηνικής φυσικής στην κατασκευή τής ατομικής βόμβας. Αυτή η
«ενόχληση τής ήσυχης συνείδησης» επεκτάθηκε από τότε και σε άλλους ερευνητικούς
κλάδους τών φυσικών επιστημών. Το ερώτημα,
τουλάχιστον, μιάς συνδεδεμένης με την ίδια την (ερευνητική…) πράξη ευθύνης,
«εισέβαλε» στα προστατευμένα πεδία τής
φυσικής έρευνας, τη στιγμή που μια ευρύτερη και θορυβημένη «κοινή
γνώμη» το έθετε και «απ’ έξω». Στους
συλλογισμούς πάνω σε όλα αυτά μπορεί να συμμετάσχη ασφαλώς και ο φιλόσοφος. Ο οποίος δεν διαθέτει μεν
περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον προσόντα για να απαντήσει στο το πιο κρίσιμο
πρακτικά ερώτημα, πώς δηλαδή θα μπορούσε ίσως να συγκεκριμενοποιηθή η αφηρημένα
αποδεκτή εδώ ευθύνη σ’ ένα είδος «επιστημονικής πολιτικής» · μπορεί όμως να προσεγγίση με τα εφόδιά του κάποια
βασικά, προκαταρκτικά ζητήματα, όπως π.χ. το ερώτημα για το ποια είναι γενικά η
σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και τη «σφαίρα» τών αξιών – είτε τοποθετούνται
ξεχωριστά η μια δίπλα στην άλλη, είτε αλληλο-περιχωρούνται στη γνώση, ήδη, των πραγμάτων. Μια
τέτοιου είδους «διευκρίνηση» τού περιβάλλοντος πεδίου θα μπορούσε να μην είναι
εντελώς ανώφελη για τη «συναναστροφή» μας με τα τόσο πιεστικά πια για εμάς
ερωτήματα. Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν,
πρέπει να εννοηθούν ως μια τέτοια και μόνο «ολιγαρκής» διάθεση βοήθειας.
Μια εννοιολογική κατ’ αρχάς διευκρίνιση: η
«ευθύνη» δεν ταυτίζεται γενικά με την «υποχρέωση», αλλά είναι μια ειδική
περίπτωσή της. Η «υποχρέωση» μπορεί να ενυπάρχη εξ ολοκλήρου σε μια
συμπεριφορά, ενώ η «ευθύνη» αναφέρεται πέρα απ’ αυτήν, έχοντας μιαν εξωτερική
και μόνο σχέση μαζί της. Στην έρευνα υφίσταται π.χ. ένα εσωτερικό χρέος για «αυστηρότητα»:
ότι διεξάγεται δηλ. ευσυνείδητα, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες ανεύρεσης
και απόδειξης της αλήθειας, ότι δεν επιτρέπει στον εαυτό της κανένα
«βραχυκύκλωμα» στη διαδικασία, ούτε την εύνοια ενός επιθυμητού αποτελέσματος
στην αποτίμηση κ.τ.λ. Αυτά μένουν, ούτως ειπείν, «ενδοοικογενειακά», ανήκοντας
στο ιδιαίτερο, «ειδικό» ήθος (Ethos)
τής επιστήμης, και η πιστή τους εφαρμογή δεν σημαίνει στην πραγματικότητα
τίποτα άλλο, παρά το ότι είναι κανείς ένας «καλός» και όχι ένας «κακός»
επιστήμων.
Αυτός όμως ακριβώς ο «καλός», άρα επιτυχημένος
και γι’ αυτό αποτελεσματικός
επιστήμων, μπορεί να υπόκειται σε ευθύνες, που υπερβαίνουν την «εσωτερική» του
ενασχόληση για την ανεύρεση της αλήθειας, και που τα «αποτελέσματά» τους
αφορούν πια στον κόσμο. Παρόμοια «αποτελέσματα» συνυπολογίζονται βέβαια ήδη,
τις περισσότερες φορές, στη φυσικο-επιστημονική έρευνα, ως η τελική δηλ. και
πρακτική απόδοση των επιτυχιών της. Βρίσκουμε τον δρόμο τού πώς η
φύση «κάνει» κάτι, και μπορούμε μετά να το «κάνουμε» κι εμείς μαζί της. Κάτι
που συμβαίνει π.χ. παντού στη χημεία, η οποία περιλαμβάνει ήδη ένα «κάμνειν»
στη λειτουργία της, διαφορετικά ας πούμε απ’ την κοσμολογία (Kosmologie) και την αστροφυσική (Astrophysik), που δεν «αγγίζουν» καν το
αντικείμενό τους, δεν «θέλουν» τίποτα απ’ αυτό, το αφήνουν να είναι όπως είναι,
και αρκούνται να παρατηρούν «θεωρητικά»
την κατασκευή τού σύμπαντος, το παρελθόν του, το παρόν του και το –
εντελώς ανεπηρέαστο (από εμάς…) – μέλλον του. Η
αστροφυσική δεν θα ήταν βέβαια καν δυνατή χωρίς την εντελώς δόκιμη χρήση τής φυσικής χημείας, οπότε
«υπηρετείται» ακόμα κι εδώ το καθαρά «διανοητικό» ενδιαφέρον τής ενεργητικής
συναναστροφής με την ύλη. Σχεδόν παντού
αλλού στις φυσικές επιστήμες αναμειγνύονται σήμερα αδιάσπαστα το θεωρητικό και
το πρακτικό ενδιαφέρον (ας σκεφτούμε την πυρηνική φυσική ή την πυρηνική
βιολογία)· ενώ στην καθημερινότητα (στη
«ρουτίνα») προπαντός τής ερευνητικής λειτουργίας – της ερευνητικής βιομηχανίας, θα μπορούσαμε να πούμε,
που δεν είναι πια συνήθως παρά μια βιομηχανική έρευνα –, κυριαρχεί ο εκ των προτέρων πρακτικός σκοπός, αναθέτοντας ήδη στον ερευνητή τις
«υποχρεώσεις» του. Έτσι ώστε
να «βοηθά» και να «συμπαρίσταται» εκείνος που τις εκπληρώνει, σε όσους θα
χρησιμοποιήσουν τα «αποτελέσματά» του. Μήπως καθίσταται όμως έτσι και
συνυπεύθυνος για το είδος μιας χρήσεως,
που δεν είναι πια στο χέρι του; Και μήπως η «πρόβλεψη» ορισμένων χρήσεων και
των συνέπειών τους μπορεί να γίνη
αιτία για τον ερευνητή, ώστε να
μην αναλαμβάνη ορισμένες «υποχρεώσεις», να
«παραλείπη» δηλ. ορισμένες έρευνες; Ή για να κρατά μυστικά κάποια
αποτελέσματα; Κάτι που θα ήταν, σίγουρα
σχεδόν, μάταιο, αφού δεν μπορεί να εγγυηθή ένας μόνος του για όλους τούς
άλλους, που εργάζονται παντού αλλού στον κόσμο «πάνω» στο ίδιο πρόβλημα. Τη
στιγμή μάλιστα που σ’ αυτήν την αρνητική
εξάσκηση ευθύνης, στην οποία και
αναφέρεται ο ερευνητής, αντιπαρατίθεται και το θετικό, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, χρέος τής ίδιας ευθύνης,
να υπηρετήση δηλ. με την έρευνα ευεργετικούς, ευνοϊκούς προς την ζωή, ίσως και
κριτικά αναγκαίους σκοπούς.
Παρουσιάζεται λοιπόν εδώ η τόσο γνώριμη
και αξεπέραστη πραγματικότητα, ότι μπορεί δηλ. να χρησιμοποιηθή ένα και το ίδιο
επιστημονικό αποτέλεσμα, μια και η ίδια προκύπτουσα γνώση, τόσο προς όφελος όσο και προς ζημία, τόσο για το καλό όσο και για το κακό – να είναι επομένως η κάθε δύναμη μια δύναμη και για τα
δυό, επιτελώντας συχνά, και παρά τη
θέληση εκείνου που την εξασκεί, και τα
δυό, ακόμα και στη διάρκεια της ίδιας, χαρακτηριστικής χρήσης. Απέναντι σε
μια τέτοια «διπλοπροσωπία» τής δύναμης, και με το υπερβολικό επιπλέον μέγεθος
που «συνηθίζει» να λαμβάνη αυτή η δύναμη στη σύγχρονη τεχνική – μήπως θά ’πρεπε να παραιτηθούμε γενικά απ’ τη
δύναμη και τον πολλαπλασιασμό της, απ’ το να αποκτούμε άρα (συνεχώς…)
καινούργια δύναμη; Κάτι που αλίμονο!, δεν μας επιτρέπεται να το κάνουμε, επειδή τη χρειαζόμαστε (αυτή τη δύναμη!...)
για την προαγωγή τών ανθρωπίνων
ζητημάτων! Χρειαζόμαστε μάλιστα τη συνεχή της πρόοδο, για να ανταπεξερχόμαστε κάθε φορά στις αρνητικές της
συνέπειες, στη μέχρι σήμερα δηλ. χρήση της!
(( Τί φαύλος, τί αδιέξοδος κύκλος, στον οποίον περιήλθε η ανθρωπότητα, αυτονομώντας τον εαυτό της και τις
δυνατότητές της!... )) Βρισκόμαστε έτσι
κάτω από έναν συγκεκριμένο καταναγκασμό, που μπορεί να μας απαγορεύη, έστω κι
αν δεν είναι απόλυτος, κάθε ελευθερία
επιλογής. Είναι εξάλλου πάρα πολύ αργά για να θέσουμε εμείς το ερώτημα, που
θα έπρεπε να είχε ήδη μπορέσει να θέση ο Προμηθέας, αν είναι δηλ. πολύ μεγάλη
για τον άνθρωπο, για το μέτρο τής
αξιοπιστίας και της σοφίας του, η δύναμη της τεχνικής, πολύ μεγάλη και για τα
μέτρα ίσως τού πλανήτη μας και της «ευάλωτης» βιόσφαιράς του. Κανένας
«δάσκαλος» δεν μπορεί να περιορίση πια τη «σκούπα» τού μαθητευόμενου μάγου στο
ντουλάπι. Δεν υπάρχει παρά ο ορατός πια
φόβος, που θα μπορούσε ίσως να τον
«χαλιναγωγήση».
Ο
κάθε «μοναχικός» ερευνητής «επιβαρύνεται» ασφαλώς με την πιθανή εκτίμηση των συνεπειών τής πράξης του. Συναποτελούν, ωστόσο,
ακριβώς οι συνέπειες γενικά μιαν
ευθύνη. Δεν υφίσταται άλλωστε, καθόλου πλέον, ένας «μοναχικός ερευνητής», που
να ερευνά μόνος στο σπουδαστήριο ή στο εργαστήριό του καινούργιες
αλήθειες, αλλά συμμετέχουν όλοι σε κάποια ερευνητική «συλλογικότητα», ο
καθένας με τη δική του ειδικότητα, και σε μια συνάρτηση ειδικοτήτων, και θα
μπορούσαμε άρα να θεωρήσουμε ικανή ίσως αυτή τη «συλλογικότητα» να κρίνη, με
επιλεγμένες π.χ. επιτροπές, τη σχέση
«ευλογίας και κατάρας» ως προς τις
προβλεπόμενες συνέπειες συγκεκριμένων ερευνητικών προγραμμάτων, αποφασίζοντας
κατόπιν για την αποδοχή ή την παράλειψή τους. Εφ’ όσον όμως οι σταθμιζόμενες
συνέπειες βρίσκονται έξω απ’ το επιστημονικό πεδίο, αφορώντας στην ευρύτερη πια
κοινωνία, και μάλιστα κάποιες φορές σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα και το μέλλον της,
και η εκτίμησή τους υπερβαίνει άρα την ειδική αρμοδιότητα του επιστήμονα, θα
έπρεπε αυτές οι επιτροπές να συναποτελούνται και από ανθρώπους «ανειδίκευτους»,
απ’ όλους τούς «χώρους» τής ζωής. Αναλογιζόμενοι
μιαν αντιπροσωπευτική εδώ διατομή τής
κοινωνίας, οφείλουμε να αναλογιστούμε επίσης, πόσο εύκολα, και μάλιστα
αναπόφευκτα μια τέτοια επιτροπή, θα εκφυλιζόταν σ’ ένα πεδίο μάχης εμφανώς
ανταγωνιζομένων, ιδιαιτέρων συμφερόντων, ώστε να ματαιώνεται τελικά η τόσο
απαραίτητη, «ολοκληρωμένη» και ανιδιοτελής «πρόνοια» για το μέλλον . Θα έπρεπε
να πρόκειται για ένα αληθινό «συμβούλιο
των σοφών», όπως οι φιλόσοφοι-κυβερνήτες στην «Πολιτεία» τού Πλάτωνα – μια
πραγματικά ουτοπική καθεαυτή ιδέα,
εξωπραγματική ακόμα κι αν «κατόρθωνε» κανείς οπουδήποτε κάτι τέτοιο, ενάντια σε
όλες τις πιθανότητες. Εφ’ όσον, μπροστά στα
πολλαπλώς παγκόσμια προβλήματα, και η αναφερόμενη Πολιτεία θα έπρεπε να είναι
μια Παγκόσμια Πολιτεία: διαφορετικά
ακόμα και οι φωτισμένοι στον δικό τους «τομέα» και εκτιμώμενοι ως αυθεντίες
σοφοί, θα βρίσκονταν υπό την πίεση πραγμάτων και καταστάσεων που επιτελούνται
οπουδήποτε αλλού. Ποιος θα ήθελε να καταντήση άραγες μια απλή «οπισθοφυλακή»,
και ποιος θα μπορούσε να τα βγάλη πέρα απ’ την άλλη, έστω κι αν το επιζητούσε,
με τους εντολείς του; Αυτοί που θα συμβούλευαν μάλιστα κάτι τέτοιο, θα
απολύονταν την επόμενη σχεδόν μέρα. Και θα ήθελα να υπενθυμίσω εδώ τα διάφορα οικονομικο-βιομηχανικά,
οικολογικά και στρατιωτικά
συμφέροντα.
Ας μείνουμε σ’ αυτά τα πολύ ατελή που μπορούμε να πούμε για
την πρακτική δυσκολία τού θέματος «έρευνα και ευθύνη», τα οποία ωστόσο θα
μπορούσαν να μας αποθαρρύνουν. Δεν
έχω όμως στη διάθεσή μου καμμιάν απάντηση
για όλ’ αυτά· η απάντηση θα έπρεπε να αναζητηθή στο πολιτικό ουσιαστικά πεδίο,
που δεν είναι ωστόσο δική μου υπόθεση, ενώ όπως είπαμε, εύκολα μάς οδηγεί στην ουτοπία. Επειδή δεν είναι όμως δυνατόν
να αποδεχτούμε μιαν αναβολή προς χάριν τής ουτοπίας, εφ’ όσον τα πράγματα ήδη
μάς πιέζουν, χρειάζεται να γίνη παρ’ όλ’ αυτά μια αρχή και να τεθή το ερώτημα
για μιαν «αυτολογοκρισία» τής επιστήμης
ως ένδειξη ευθύνης.
Πριν
από οποιαδήποτε θεσμικά εργαλεία, θα ήταν απαραίτητη βέβαια μια συνειδησιακή μόρφωση ή εκπαίδευση, κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει στην πράξη, με
τις συνειδησιακές «πρόνοιες» που αναφέραμε, από κάποιους ερευνητές. Σ’ αυτήν τη
συνειδησιακή μόρφωση θα μπορούσε ασφαλώς να βοηθήση μια κριτική διασάφηση της αυτοσυνειδησίας τών επιστημών.
( συνεχίζεται )
1 σχόλιο:
https://reseauinternational.net/linstitut-pasteur-et-microsoft-ont-les-brevets-du-covid-19/
Δημοσίευση σχολίου