Συνέχεια από: Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025
ΚΕΦΑΛΑΙΟN A΄
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ
ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΥΠΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΕΡΓΟ
Τρεῖς διαφορετικές μέθοδοι γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν φιλοσόφων γενικῶς καὶ τοῦ Σωκράτους εἰδικῶς
Σὲ προηγούμενα ἔργα μᾶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νὰ ἐκφράσουμε τὴ θέση μας ὡς πρὸς τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν φιλοσόφων, καὶ ἰδίως σὲ σχέση μὲ τὴ μέθοδο που κάθε φορὰ υἱοθετήθη. Ἡ ἑρμηνεία, ὅμως, τῆς σωκρατικῆς διανοήσεως καθιστᾶ ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη ὄχι μόνον μιᾶς ἁπλῆς ἀναφορᾶς στη θέση ποὺ ὑποστηρίζουμε ἀπὸ μεθο-δολογικῆς ἄποψης, ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἀντιπαραβολῆς τῶν διαφόρων θέσεων, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ ἀναγνώστης νὰ μᾶς παρακολουθήσει συνειδητά.
α) Ἡ φιλολογική μέθοδος.
Ἡ ἱστορικο-φιλολογική μέθοδος ἀνεπτύχθη κατὰ τὴ σύγχρονη ἐποχὴ καὶ διεδραμάτισε ἐπὶ μακρὸν καθοριστικό ρόλο στὴν ἑρμηνεία τοῦ Σωκράτους. Θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μέθοδος αὐτὴ ἐχρησιμοποιήθη γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1815 σὲ ἕνα δοκίμιο τοῦ Schleiermacher μὲ τίτλο Über den Wert des Sokrates καὶ ὅτι μόνον κατὰ τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνα, καὶ ἀκριβέστερα τὸ 1947 μὲ τὸ βιβλίο τοῦ Gigon', ἄρχισε νὰ διέρχεται κρίση. Σὲ αὐτὸ ἐν μέρει συνέβαλαν καὶ τὰ γενικώτερα, ἀπορητικά πορίσματα τῶν συγχρόνων μελετῶν οἱ ὁποῖες διεξήχθησαν βάσει τῆς μεθόδου αὐτῆς, ποὺ σκιαγραφεῖται ἀπὸ τὸν Magalhães-Vilhena στο μεγαλειώδες ἔργο του το 1952.
Ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο, όμως, στὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ μέθοδος αὐτὴ εἶναι πολύ δύσκολο νὰ ἐξέλθει κανείς, τόσον ποὺ ὁρισμένοι ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν (ἐντελῶς ἢ μερικῶς) ἐγκλωβισμένοι σὲ αὐτό.
Ὅπως θὰ δοῦμε, ὁ τελικός σκοπός στὸν ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ συγκεκριμένη μέθοδος εἶναι ἡ ἐναρμόνιση τῶν διαφόρων πηγών πού μᾶς παρέχουν πληροφορίες γιὰ τὴ σωκρατική διανόηση, πηγές οἱ ὁποῖες ὄχι μόνον εἶναι διαφορετικές, ἀλλὰ καὶ μοιάζουν νὰ ἀλληλοσυγκρούονται πλήρως μεταξύ τους. Πράγματι, ἐφαρμόζοντας κανείς τη φιλολογική μέθοδο, ὁδηγεῖται στο συμπέρασμα ὅτι οἱ πηγές δὲν μποροῦν νὰ ἐναρμονισθούν μεταξύ τους, ἀντιθέτως σε μεγάλο βαθμό ἀφανίζει ἡ μία τὴν ἄλλη καθὼς ἐξ αὐτῶν μπορεῖ νὰ ἐξαχθεῖ τὸ ἅπαν καὶ ταυτοχρόνως τὸ ἀντίθετο τοῦ παντός.
Ἡ ἀνεπιτυχὴς ἔκβαση καταδεικνύει ἀφ' ἑαυτῆς τὴν ἀκαταλληλό τητα καὶ τὴν ἀνεπάρκεια τῆς ἐν λόγῳ μεθόδου. Ὀρθῶς ὁ Jan Patočka, ὅπως ἐπεσημάναμε στὴν Εἰσαγωγή, ἀναφερόμενος σε κάποια ἀκραῖα ἀποτελέσματα, γράφει: «Ἐδῶ ἡ φιλολογία καταβροχθίζει τὴν ἱστορία». Πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ μέθοδος αὐτή, ἡ ὁποία ἐπεδίωκε νὰ εἶναι αὐστηρὰ ἱστορική, ἐὰν κλειστεῖ στὸν ἑαυτό της, ἀποδεικνύεται ἀντι-ἰστορική.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο;
Ἡ βασικὴ αἰτία πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴν ὑπερτίμηση καὶ στὴ θετικιστική λατρεία τοῦ «γεγονότος», καθὼς ἐπίσης καὶ στὴν τάση νὰ ἀντιμετωπίζει κανείς τὰ γεγονότα μὲ τρόπο «στεῖρο», σχεδόν σὰν νὰ τὰ ὑποβάλλει σε μία μικροσκοπικὴ ἀνάλυση in vitro. Ἡ στάση αὐτὴ χαρακτηρίζει πολλούς φιλοσόφους (οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὰ φαινόμενα, δὲν πιστεύουν ἰδιαίτερα στις ἰδέες) καὶ τὶς ὑπερβολικά κριτικές θέσεις τους, μὲ τὶς ἀναπόφευκτες ἀσφαλῶς συνέπειες.
Ἡ σύγχρονη ἐπιστημολογία ἔχει ὀρθῶς ἐπισημάνει σὲ τί συνίσταται ἡ «ἀχίλλειος πτέρνα» τῆς μεθόδου αὐτῆς: γεγονότα ἁπλὰ καὶ καθαρά, γεγονότα ὡς δεδομένα αὐτὰ καθ' ἑαυτά, γιὰ τὸν ἱστορικὸ δὲν ὑπάρχουν, καθ' ὅσον, στην πραγματικότητα, ὁ ἴδιος ὁ ἱστορικὸς τὰ «κατασκευάζει» καὶ «ἀνασκευάζει» τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ τὰ παρουσιάζει 4.
Ο L. Febvre, παραδείγματος χάριν, γράφει: «Ὁ ἱστορικός δημιουργεῖ τὸ ὑλικό του ἢ, ἂν θέλετε, τὸ ἀναδημιουργεῖ: ὁ ἱστορικὸς δὲν κινείται περιπλανώμενος τυχαίως στο παρελθόν, σὰν ρακοσυλλέκτης στο κυνήγι παλαιῶν, φθαρμένων ἀντικειμένων, ἀλλὰ ξεκινά μ' ένα συγκεκριμένο σχέδιο κατά νοῦ, μ' ένα πρόβλημα πρὸς λύση, μὲ μία ὑπόθεση ἐργασίας πρὸς ἐπαλήθευση. Τὸ νὰ λέγει κανείς "Αὐτὴ δὲν εἶναι ἐπιστημονική στάση" δὲν ἀποτελεῖ μήπως καθαρὴ ἀπόδειξη τῆς ἄγνοιάς του ὡς πρὸς τὴν ἐπιστήμη, τις προϋποθέσεις καὶ τις μεθόδους της: Μήπως ὁ ἱστολόγος, φέρνοντας τὸ μάτι στον φακό του μικροσκοπίου του, ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως αὐτὰ ποὺ παρατηρεῖ; Τὸ οὐσιῶ δες στὴν ἔρευνά του ἔγκειται στη δημιουργία – τρόπος τοῦ λέγειν τῶν ὑποκειμένων τῆς παρατηρήσεώς του μὲ τὴ βοήθεια ἐξαιρετικά περίπλοκων τεχνικῶν καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ ἀντιληφθεῖ τὰ ἀντικείμενα αὐτα, πρέπει νὰ “διαβάσει" τοὺς πίνακες καὶ τὰ παρασκευάσματά του. Πρόκειται, πράγματι, γιὰ ἐπίπονη ἐργασία, διότι τὸ νὰ περιγράφει και νεἰς ὅσα βλέπει εἶναι κάτι, τὸ νὰ βλέπει ὅμως ὅσα πρέπει νὰ περιγράψει, ἰδοὺ ποῦ εἶναι ἡ δυσκολία» 5.
᾿Ακόμη καὶ ἡ πολυσυζητημένη μεθοδικὴ «ἀκρίβεια» τῆς συλλογῆς καὶ ἐκθέσεως τῶν γεγονότων δὲν ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς ἀληθινῆς ἱστορικῆς ἔρευνας, εἶναι ἁπλῶς μία προϋπόθεσή της. Ο Ε.Η. Car διευκρινίζει: «Τὸ νὰ ἐπαινοῦμε τὸν ἱστορικὸ γιὰ τὴν ἀκρίβειά του εἶναι σὰν νὰ ἐπαινοῦμε τὸν ἀρχιτέκτονα ἐπειδὴ ὅταν κτίζει χρησιμοποιεί καλῶς πεπαλαιωμένο ξύλο ἢ τσιμέντο ὀρθῶς ἀναμεμειγμένο. Πρόκειται γιὰ μία συνθήκη ἀπαραίτητη γιὰ τὸ ἔργο του, ὄχι μόνον γιὰ τὴν οὐσιώδη λειτουργία του»6. Όσα θεμελιώδη γεγονότα γίνονται ἀποδεκτὰ ἀπ' ὅλους τους ἱστορικούς «ἀποτελοῦν γενικῶς τὴν πρώτη ὕλη τοῦ ἱστορικοῦ καὶ ὄχι τὴν ἱστορία καθ' ἑαυτή. [...] Ἡ ἐπιλογὴ αὐτῶν τῶν βασικῶν γεγονότων ἐξαρτᾶται ὄχι μόνον ἀπὸ μία ἐνδογενῆ ἰδιότητα τῶν ἴδιων τῶν γεγονότων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μία apriori ἀπόφαση τοῦ ἱστορικοῦ. [...] Εἴθισται νὰ λέγεται ὅτι τὰ γεγονότα ὁμιλοῦν ἀπὸ μόνα τους: πράγμα ποὺ εἶναι καταφανῶς ἐσφαλμένο. Τὰ γεγονότα ὁμιλοῦν μονάχα ὅταν ὁ ἱστορικός τοὺς δίνει τὸν λόγο»7.
Εἶναι, ἐπίσης, διαδεδομένη μεταξύ ὁρισμένων φιλολόγων ἡ ἀντίληψη ὅτι θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ ἀναφέρεται στη διανόηση καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀρχαίου κόσμου ὅπως ἀναφέρεται στὰ μουσειακὰ ἐκθέματα τὰ ὁποῖα ἐνδιαφέρουν μόνον τὴ διανοητική περιέργεια καὶ τὴν εὐρυμάθεια, ἀλλὰ δὲν σχετίζονται μὲ τὴ ζωὴ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου· θὰ ἔπρεπε νὰ μιλᾶ γι' αὐτὰ ὅπως μιλᾶ, ἐπὶ παραδείγματι, γιὰ τὶς τριήρεις ἢ γιὰ τὸν τρόπο συλλογῆς καὶ διανομῆς τοῦ νεροῦ κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή.
Καὶ νὰ πῶς μία σχετικὴ ἀπάντηση τοῦ Febvre ἔρχεται νὰ ἀνατρέψει ἐντελῶς τὸ πρόβλημα: «Δὲν ὑπάρχουν ἐμπόδια. Ἡ ἱστορία δὲν πρέπει νὰ σᾶς φαίνεται πλέον σὰν κοιμωμένη νεκρόπολη που μόνον ἄυλες σκιὲς τὴν διασχίζουν. Οφείλετε νὰ διεισδύσετε στο παλαιό σιωπηλό μέγαρο ὅπου κοιμάται ἡ ἱστορία, ἐμψυχωμένοι ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξάγεται, καλυμμένοι ἀπὸ τὴ σκόνη τῆς μάχης, ἀπὸ τὸ πηχτό αἷμα τοῦ νικημένου τέρατος, καὶ ὀρθανοίγοντας τὰ παράθυρα, ἐπαναφέροντας τὸ φῶς καὶ τοὺς θορύβους, νὰ ἀφυπνίσετε μὲ τὴ νιότη καὶ τὴ φλόγα σας τὴν παγερὴ ζωὴ τῆς κοιμισμένης πριγκίπισσας»8.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ Olof Gigon ἐπεχείρησε νὰ ἐπεξεργαστεῖ τις σωκρατικές μαρτυρίες (τὰ «γεγονότα» βάσει τῶν ὁποίων ἀνασυνθέτει κανεὶς τὴ ζωὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ φιλοσόφου) μὲ τρόπο ἀπολύτως «οὐδέτερο», ὥστε νὰ βαδίζει μὲ αὐστηρῶς κριτική μέθοδο καὶ νὰ μὴν ὑποπίπτει σὲ σφάλματα, εὐνοώντας ἄλλοτε τὴ μία καὶ ἄλλοτε τὴν ἄλλη πηγή· καὶ ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ὑπερβολικά κριτικῆς καὶ οὐδέτερης μεθόδου, ἐξήγαγε το συμπέρασμα, ὅπως ἀναφέραμε στὴν Εἰσαγωγή, ὅτι οἱ μαρτυρίες ἀλληλοκαταστρέφονται σχεδόν καθ' όλοκληρίαν. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, τὸ οὐδέτερο βλέμμα τοῦ ἱστορικοῦ δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἤ, καλλίτερα, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μόνον ὡς καθαρὰ θετικιστικός μύθος. Ο Ν. Goodman ἔγραψε όρθῶς: «Ἡ πλέον οὐδέτερη ματιά, ὅπως καὶ ἡ πλέον προκατειλημμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἐξεζητημένη μὲ διαφορετικό ὅμως τρόπο. Η πλέον λιτή ἄποψη, καθὼς καὶ ἡ πλέον γενναιόδωρη, ὅπως ἕνα ἁπλὸ πορτραίτο ἢ μία καυστική γελοιογραφία, δὲν διαφέρουν ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἑρμηνείας, ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἑρμηνεύουν»9.
Θὰ μποροῦσε κανείς νὰ προσθέσει ὅτι παρόμοιες ἀπόψεις δὲν διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν ποσότητα ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν ποιότητα. Ἡ ὑποτιθέμενη οὐδετερότητα τοῦ Gigon εἶναι τόσον «ἑρμηνευτική», ἔστω καὶ ἀρνητικά, ὥστε φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ἀποκλείσει σχεδόν καθ' όλοκληρίαν τὴ μορφὴ τοῦ Σωκράτους ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Δυτικῆς διανοήσεως. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι μία τέτοια ἄποψη, γιὰ νὰ εὐσταθεῖ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀποκλείσει ὁτιδήποτε δὲν ἐμπίπτει στὸ παραδειγματικό πλαίσιο, τὸ ἴδιο τὸ γεγονός δηλαδή, έφ' όσον, ὅπως θα δούμε, ἐπιβάλλεται ὡς «τετελεσμένο γεγονός».
Μία ἀπλή συλλογή πηγῶν ἀφ' ἑαυτῆς δὲν σημαίνει τίποτα· ὅποιος περιορίζεται στη συλλογή πηγών δίχως νὰ προχωρά εἰς βάθος συν γκεντρώνει ἀπλῶς ἐργαλεῖα γιὰ τὴ δουλειά του καὶ ἀρνεῖται να παράγει ἱστορία, δηλαδὴ νὰ συλλογίζεται βάσει τῶν πηγῶν ποὺ συλλέγει.
Δίχως τὴν κατάλληλη ἀνάλυση τῆς σημασίας καὶ τῆς ἀξίας τῶν μαρτυριών, δίχως τὴν ἀντιπαραβολή τους με βάση συγκεκριμένες παραμέτρους, οἱ μαρτυρίες παραμένουν βουβές. Ορθότατα ὁ Filippo Bartolone ἀναφέρει ὅτι, ἐὰν κανείς παραβλέπει «τὴν ἀξία ὅσων μὲ κάποιο τρόπο ἀποκαλύπτει ἡ μαρτυρία, τότε μειώνεται ἀνεπανόρθωτα ἡ ἀξία της – ἡ ὁποία σε κάθε περίπτωση τῆς ἀποδίδεται – ὡς ἁπλῆς ἀλλὰ ἀσφαλοῦς παραπομπής στη βεβαιότητα τοῦ ἐγγράφου, ἐφ' ὅσον τὸ τελευταῖο παραμένει ἀκέραιο στὴν ὠμή του προβληματικότητα, καὶ μάλιστα ἀποδεικνύεται ἕνα ἐντελῶς ἀνεξήγητο, ἄμορφο δεδομένο, καὶ δὲν κατανοοῦμε τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἱστορία, ἡ ὁποία ἀποτε-λεῖται ἀποκλειστικά ἀπὸ σπουδαῖα γεγονότα, ἐφοδιασμένα τὸ καθένα μὲ μία ἐντοπίσιμη φυσιογνωμία, ὀφείλει νὰ τὸ λάβει ὑπ' ὄψιν»10.
β) Η θεωρητική μέθοδος.
Σὲ ἀντικρουόμενες θέσεις βασίζεται ή μέθοδος ερμηνείας τῶν φιλοσόφων γενικῶς καὶ τοῦ Σωκράτους εἶδικῶς, τὴν ὁποία θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε «θεωρητική» ὡς πρὸς τὴ θετική πλευρά της καὶ «θεωρητικιστική» ὡς πρὸς τὶς ἀκρότητές της.
Τὴν ἀφορμὴ γιὰ ἕνα ἄριστο ξεκίνημα πρὸς τὴν κατανόηση τῆς ἐν λόγω μεθόδου θὰ μποροῦσε νὰ παράσχει μία ὀξυδερκής παρατήρηση τοῦ Heidegger, τὴν ὁποία ἐν μέρει ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει. Συγκεκριμένα, γράφει ὁ Heidegger: «Ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας δὲν εἶναι ὑπόθεση τῆς ἱστοριογραφίας, ἀλλὰ τῆς φιλοσοφίας» 11. Ὁ ἰσχυρισμὸς εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μας, ἀκριβὴς καὶ ἀναμφισβήτητος, κυρίως ἂν λάβει κανείς ὑπ' ὄψιν του τίς ἀκρότητες στις ὁποῖες ὁδηγοῦνται ὁ φιλολογισμός καὶ ὁ φιλολογιστικὸς ἱστορισμός, ὅταν ἀμφότεροι μοιάζουν νὰ περιορίζουν τὶς ἰδέες σὲ λέξεις καὶ ἀντικείμενα.
Ο Heidegger, ὅμως, φθάνοντας τὸν ἰσχυρισμό του στὰ ἄκρα, καταλήγει στὴν ἀντίθετη ὑπερβολή. Αὐτὸ συμβαίνει ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἐνῶ εἶχε ἰσχυρισθεῖ ὅτι «ἡ πρώτη φιλοσοφική ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἀνήκει στὸν Hegel», διευκρινίζει: «Ἡ ἐγελιανὴ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἐπεβίωσε ὡς τώρα καὶ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἐπιβιώνει γιὰ ὅσο ἡ φιλοσοφία θὰ πρέπει νὰ σκέπτεται ἱστορικά, προχωρώντας ἀπὸ τὴ βασικὴ χαρακτηριστικὴ ἐρώτησή της πρὸς μία οὐσιαστική πλέον ἀρχικὴ κατεύθυνση. Ὅπου αὐτὸ συμβαίνει ἤδη στοὺς προδρόμους, σχηματίζει κανείς τὴν ἐντύπωση πὼς πρόκειται μόνον γιὰ μία διαφορετική τοποθέτηση τοῦ προβλήματος τῆς παραδοσιακῆς “ἱστοριογραφικῆς" ἑρμηνείας τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας. Ἐπὶ πλέον, ἔχει κανείς περαιτέρω τὴν ἐντύπωση πὼς ἡ ἱστορική θεώρηση περιοριζόταν σὲ ὅ,τι ἔλαβε χώρα καὶ δὲν εἶχε τὸ θάρρος, καὶ κυρίως τὴν ἱκανότητα, νὰ ἐκφράσει κάτι “καινούριο". Ἡ ἐντύπωση αὐτὴ θὰ παραμείνει ἕως ὅτου κάποιος νιώσει καί, κυρίως, ἕως ὅτου μπορέσει νὰ ἐκτιμήσει σε ὅλο του τὸ εύρος τὸ γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν ὑπερβολική δύναμη τῆς τεχνικῆς καὶ παρὰ τὴ συνολική τεχνική κινητοποιήσεως τῶν πάντων, δηλαδή παρὰ τὴν καλῶς προκαθορισμένη κυριαρχία τῆς αἰχμαλωτισμένης φύσεως, ἀναδύεται μία τελείως διαφορετική θεμελιώδης ἐξουσία τοῦ εἶναι: ἡ ἱστορία, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς καθ' ἑαυτὸ ἀντικείμενο οὔτε κἂν μέσω τῆς προοπτικῆς τῆς ἱστοριογραφίας» 12.
Ἔχει δίκαιο ὁ Heidegger ὅταν ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας εἶναι ὑπόθεση τοῦ φιλοσόφου καὶ ὅτι ἡ ἱστορία δὲν ἀφήνεται ἐπ᾿ οὐδενὶ νὰ ἐγκλωβιστεῖ στις περιορισμένες κατηγορίες τοῦ ἱστορικισμοῦ. Παρεκκλίνει, ὅμως, ἀπὸ τὴ σωστή πορεία τόσον ὅταν ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Hegel εἶναι ἕνα ἀξεπέραστο πρότυπο, ὅσον καὶ μὲ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους ἐπικαλεῖται προκει μένου νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸν ἰσχυρισμό αὐτό.
Στην πραγματικότητα, ὁ Hegel καὶ ὁ Heidegger - στὸν βαθμό ποὺ ὁ τελευταῖος ἀκολουθεῖ τὸν Hegel – ὁδηγοῦνται στὴν ἀντίθετη ὑπερβολή ἀπὸ ἐκείνη στὴν ὁποία καταλήγουν οἱ ἱστορικιστὲς καὶ οἱ φιλολο-γιστές, ἐν ὀλίγοις στὸν «θεωρητικισμό».
Ὁ θεωρητικισμός ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀπορρόφηση τοῦ ἑρμηνευόμενου συγγραφέως ἀπὸ τις κατηγορίες τοῦ συστήματος τοῦ ἑρμηνεύοντος συγγραφέως. Ο ερμηνευτής ποὺ ἀκολουθεῖ παρόμοια μέθοδο ὄχι μόνον ἀφιερώνεται στην προσπάθεια νὰ κατανοήσει ὅσα ὁ ἐξεταζόμενος συγγραφεὺς ἐξέφρασε, πῶς τὰ ἐξέφρασε καὶ γιατί τὰ ἐξέφρασε, ἀλλὰ κυρίως ἐνδιαφέρεται νὰ καθορίσει ἐὰν εἶπε τὴν ἀλήθεια, διατυπώνοντας κριτήρια σε συνάρτηση με τις παραμέτρους τοῦ δικού του συστήματος.
Στην πλειονότητα τῶν περιπτώσεων κατὰ τῆς ὁποῖες μεγάλοι στοχαστές ερμηνεύουν ἄλλους στοχαστές, ἐπαληθεύεται ἀκριβῶς αὐτό. Πρέπει όμως νὰ λεχθεῖ πώς, συχνά, συμβαίνει ορισμένοι μεγάλοι στοχαστές, παρὰ τὴν «παραμορφωτική» αὐτὴ ὀπτική, νὰ ρίχνουν δέσμες φωτὸς οἱ ὁποῖες καταλήγουν να φωτίζουν τὸν πυρήνα τῆς διανοήσεως κάποιων συγγραφέων, εἴτε τοὺς ἑρμηνεύουν θετικά ὡς φίλοι εἴτε ἀρνητικὰ ὡς ἐχθροί.
᾿Ακριβῶς αὐτὸ ἔχει συμβεί περισσότερες ἀπὸ μία φορές στην περίπτωση τοῦ Σωκράτους. Προσωπικῶς ἐθεωρήσαμε ἰδιαιτέρως διαφωτιστικές ορισμένες παρατηρήσεις τοῦ Kierkegaard, ὡς φίλου τοῦ Σωκράτους 13. Εν τούτοις, θεωροῦμε ἐξ ἴσου διαφωτιστικές καὶ μερικές σελίδες τοῦ Nietzsche ὡς ἐχθροῦ (ἐνίοτε μάλιστα μεγάλου) τοῦ Σωκράτους. Συμβαίνει, ἄλλωστε, συχνὰ οἱ μεγάλοι ἐχθροὶ νὰ διακρίνουν καλλίτερα ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς φίλους τὸ μεγαλεῖο μιᾶς προσωπικότητας. Ἐξ ἄλλου, ὁ ἴδιος ὁ Nietzsche ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ πάλη μὲ τὸν Σωκράτη ὑπῆρξε γιὰ ἐκεῖνον σχεδόν μία ἀναγκαιότητα· ὑποστηρίζει μάλιστα ρητῶς τὸ ἑξῆς: «Ο Σωκράτης – τὸ ὁμολογῶ – μοῦ εἶναι τόσο κοντά, ὥστε πρέπει πάντοτε σχεδὸν νὰ μάχομαι μαζί του» 14.
Ὑπ' αὐτὴν τὴν ἔννοια, κάποιες σελίδες μεγάλων στοχαστῶν ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἕναν φιλόσοφο μποροῦν νὰ βοηθήσουν στην «ἱστορική» ερμηνεία τοῦ φιλοσόφου αὐτοῦ, ἀκριβῶς ἐπειδή, ὅπως ἰσχυ ρίζεται ὁ Heidegger, ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἱστορία ἰδεῶν καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν ἰδεῶν δὲν μπορεῖ νὰ περιοριστεῖ μὲ κανέναν τρόπο στα στενὰ ὅρια τοῦ θετικισμοῦ πέριξ τοῦ ὁποίου περιστρέφεται ή φιλολογία.
γ) Ἡ ἱστορικο-ερμηνευτική μέθοδος.
Ἡ τρίτη μέθοδος εἶναι στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὴν ἑρμηνευτική. Ας διευκρινίσουμε ἀμέσως ὅτι ἡ ἑρμηνευτική, ἡ ὁποία μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπεβλήθη ὡς «ἑρμηνευτική μέθοδος» καὶ ὄχι ἐκείνη ποὺ ἀνεδείχθη σ' ἕνα καθ' ἑαυτὸ φιλοσοφικό σύστημα· ἐν τούτοις, μολονότι οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ἑρμηνευτικῆς ἔχουν προφανῶς κοινά σημεία, ἡ πρώτη μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὴ δεύτερη.
Ἡ μεταφορική εἰκόνα ποὺ ἀποδίδει τὸν βασικό άξονα αὐτῆς τῆς μεθοδολογίας εἶναι ἐκείνη τοῦ «ἑρμηνευτικοῦ κύκλου». Ἡ εἰκόνα αὐτή διεδόθη ἀπὸ τὸν Schleiermacher ἐπεβλήθη, ὅμως, κυρίως μὲ τὸν Gadamer, ὁ ὁποῖος, ὠθούμενος ἀπὸ ὁρισμένες ἰδέες τοῦ Heidegger, τὴν ἀνέ-πτυξε καὶ τὴν διεμόρφωσε κατά τρόπον ὥστε αὐτὴ νὰ θεωρεῖται ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις ὁριστική.
Προκειμένου νὰ γίνεται κατανοητὴ ἡ κάθε μία λέξη ἑνὸς κειμένου, ἀπαιτεῖται ἡ κατανόηση τῶν συμφραζομένων, τῆς γλωσσικῆς κληρονομιᾶς τοῦ ὑπὸ μελέτη συγγραφέως, καθὼς καὶ τῆς πολιτισμικής συγκυ ρίας τῆς ἐποχῆς στὴν ὁποία ἀνήκει ὁ συγγραφεύς· ἡ κατανόηση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται ἐὰν ἐννοήσουμε εἴτε τὴ λεπτομέρεια σὲ συνάρτηση μὲ τὸ σύνολο (τὸ καθόλου) εἴτε, ἀντιστρόφως, τὸ σύνολο (τὸ καθόλου) σε συνάρτηση μὲ τὴ λεπτομέρεια. Γράφει ὁ Schleiermacher: «Τὸ νόημα κάθε λέξεως σὲ μία δεδομένη περικοπή πρέπει νὰ καθοριστῆ σύμφωνα μὲ τὴ συνύπαρξή της μὲ ὅσες τὴν περιβάλλουν» 15. «Ἡ γλωσσική κληρονομιά ἑνὸς συγγραφέως καὶ ἡ ἱστορία τῆς ἐποχῆς του ἀποτελοῦν ἕνα σύνολο βάσει τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ κατανοηθοῦν τὰ γραπτά του ὡς μεμονωμένο στοιχεῖο καί, ἀντιστρόφως, αὐτὸ τὸ σύνολο πρέπει μὲ τη σειρά του νὰ γίνει κατανοητὸ ἐκκινώντας ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ στοιχεῖο. Ἡ ὁλοκληρωμένη γνώση βρίσκεται σὲ αὐτὸν τὸν φαινομενικό κύκλο: κάθε λεπτομέρεια μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ μόνον ἐὰν ξεκινήσει κανείς ἀπὸ τὸ καθολικὸ τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ μέρος καὶ ἀντιστρόφως. Καὶ κάθε γνώση εἶναι ἐπιστημονικὴ μόνον ἐὰν συγκροτείται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο» 16.
Ἡ σύνθετη αὐτὴ «κυκλική κίνηση» ἀποσκοπεῖ, κατὰ τὸν Schleiermacher, στὴν «κατανόηση» τοῦ κειμένου καὶ μὲ τὴν κατανόηση αὐτή ὁλοκληρώνεται.
Ο Heidegger προχώρησε ἀκόμη περισσότερο, συνδέοντας τὸν «κύκλο τῆς κατανοήσεως» ὄχι μόνον μὲ τὴ μέθοδο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴ δομὴ τῆς κατανοήσεως ἀπὸ ὀντολογικῆς ἀπόψεως. Ἡ κατανόηση δὲν εἶναι μία καταληκτική, ἀλλὰ μία καθοριστική στιγμή, ἡ ὁποία ἐνεργοποιεῖ τὸν ἴδιο τὸν κύκλο ὡς «προ-κατανόηση», ὡς σημεῖο ἐκκινήσεως τοῦ ἐρμηνευτῇ πρὸς τὴ σύνθετη δυναμικὴ ποὺ προκύπτει.
Κατὰ τὸν Heidegger, ὁ ἑρμηνευτικός κύκλος δὲν εἶναι σε καμμία περίπτωση ένας «φαύλος κύκλος», δηλαδή κάτι τὸ ἀρνητικό καὶ περιοριστικό ποὺ ἐμποδίζει τὴ διεργασία τῆς κατανοήσεως, ἀντιθέτως εἶναι ἕνας κύκλος ὁ ὁποῖος καθιστᾶ τὴν τελευταία δομικῶς ἐφικτή: «Μέσα του κρύβεται μία θετική δυνατότητα τοῦ πιὸ ἀρχέγονου γνωρίζειν, καὶ τότε μόνο ἔχει ἀδραχτεῖ γνήσια αὐτὴ ἡ δυνατότητα, ἂν ἡ ἐρμήνευση ἔχει καταλάβει ότι πρώτο, ἀδιάκοπο κι ἔσχατο μέλημά της εἶναι νὰ μὴν ἐπιτρέπεται στην προγενέστερη κατοχή, θέαση καὶ ἐννόη ση νὰ παρουσιάζονται ἑκάστοτε μὲ ἐξάρσεις οἱ λαϊκὲς ἀντιλήψεις, παρὰ νὰ ἐξασφαλίζεται τὸ ἐπιστημονικό θέμα μὲ ἐπεξεργασία βασιζόμενη σ' αὐτὰ ταῦτα τὰ Πράγματα» 17.
Οἱ πολύπλοκοι σχετικοί στοχασμοί τοῦ Gadamer, ἐκκινώντας ἀπὸ τὴ διαίσθηση αὐτὴ τοῦ Heidegger, ἔφεραν ἄριστα ἀποτελέσματα 18.
Όταν έρμηνεύει κανείς ἕνα συγκεκριμένο κείμενο ἢ γενικῶς ἔναν συγγραφέα, ξεκινᾶ πάντοτε ἀπὸ ἕνα «σχέδιο». Βάσει τοῦ νοήματος ποὺ παρουσιάζουν τὸ κείμενο ἢ ὁ συγγραφεὺς καὶ ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ σχεδίου καὶ τῶν προσδοκιῶν ποὺ αὐτὸ προϋποθέτει, προσπαθεῖ κανεῖς νὰ χαράξει ἕνα προσχέδιο τοῦ συνόλου. Ἐπειδή, ὅμως, τὸ προ-σχέδιο ἐμφανίζει ἀμέσως δυσκολίες ποικίλου εἴδους, προσπαθεῖ κανεῖς νὰ χαράξει ἕνα ἀπώτερο νοηματικό σχέδιο καὶ προχωρά σταδιακὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Οἱ «προ-καταλήψεις», οἱ «προ-ϋποθέσεις» καὶ οἱ «προ-λήψεις» ἀποτελοῦν, κατά συνέπεια, ὅπως προαναφέρθηκε, ὅλα ὅσα ένεργοποιοῦν τὸν κύκλο· ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἀποδεικνύεται ὀρθὴ στὸν βαθμό ποὺ οἱ προκαταλήψεις ἀρχίζουν σταδιακά, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἑρμηνευτικῆς ἐργασίας, νὰ μεταβάλλονται καὶ νὰ ἀντικαθίστανται κατὰ τρόπο ὅλο καὶ πιὸ κατάλληλο, ὅλο καὶ πιὸ συντονισμένο μὲ τὸ ὑπὸ μελέτη ἀντικείμενο.
Ο Gadamer γράφει: «Ὅποιος προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει ἐκτίθεται σὲ σφάλματα τὰ ὁποῖα ὀφείλονται σὲ προ-ϋποθέσεις ποὺ δὲν βρίσκουν ἐπιβεβαίωση διὰ μέσου τοῦ ἀντικειμένου. Μόνιμος στόχος τῆς κατανοήσεως εἶναι ἡ ἐπεξεργασία καὶ ἡ συνάρθρωση τῶν σχεδίων, ἡ διευθέτηση καὶ προσαρμογή τους. Τὰ σχέδια δὲν εἶναι παρά προβλέψεις ποὺ μποροῦν νὰ ἐπαληθευτοῦν μόνον σὲ σχέση μὲ τὸ ἀντικείμενο. Ή μοναδικὴ ἀντικειμενικότητα ἐδῶ εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση που μπορεῖ νὰ λάβει μία προ-υπόθεση μέσω τῆς ἐπεξεργασίας. Τι ἀκριβῶς ξεχωρίζει τὶς ἀνεπαρκεῖς προ-ϋποθέσεις, ἂν ὄχι τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐξελισσόμενες, ἀποδεικνύονται ἀνυπόστατες; Ἐπὶ πλέον, ή κατανόηση φθάνει στην αὐθεντική πραγμάτωσή της, μόνον ἐὰν οἱ προ-ϋποθέσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες ξεκινὰ δὲν εἶναι αὐθαίρετες. Υπάρχει, λοιπόν, μία θετικὴ ἔννοια στὸ νὰ λέμε πὼς ὁ ἑρμηνευτής δὲν προσεγγίζει τὸ κείμενο μένοντας ἁπλὰ στὸ πλαίσιο τῶν προ-ϋποθέσεων ποὺ ἤδη ὑφίστανται σε αὐτό, ἀλλά, πολλῷ μᾶλλον, στη σχέση του μὲ τὸ κείμενο, θέτει σε δοκιμασία τὴν ἐγκυρότητα, δηλαδὴ τὴν προέλευση καὶ τὴν ἰσχὺ τούτων τῶν προ-ϋποθέσεων»19.
Καὶ ἐπιπροσθέτως: «Ὅποιος θέλει νὰ κατανοήσει δὲν μπορεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἀφήνεται στὸ τυχαῖο τῶν δικῶν του προ-ϋποθέσεων. Θὰ πρέπει, ἀντιθέτως, νὰ ἀφουγκράζεται μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατή σύνεση καὶ ἐπιμονὴ τὴ γνώμη τοῦ κειμένου, ἕως ὅτου αὐτὴ γίνει πλήρως κατανοητή καὶ ἀπορριφθεῖ κάθε, μέχρι τότε, ὑποτιθέμενο συμπέρασμα. Όποιος θέλει νὰ κατανοήσει ἕνα κείμενο πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος να ἀφεθῆ σὲ ὅσα ἐκεῖνο μπορεῖ νὰ τοῦ πεῖ. Γι' αὐτό, μία ἑρμηνευτικῶς ἐκπαιδευμένη συνείδηση πρέπει νὰ εἶναι ἐξ ἀρχῆς εὐαίσθητη στὴν ἑτερότητα τοῦ κειμένου. Μία παρόμοια ευαισθησία δὲν προϋποθέτει οὔτε ἀντικειμενικὴ οὐδετερότητα οὔτε αὐτοαναίρεση, προϋποθέτει ὅμως μία σαφή συνειδητοποίηση τῶν προσωπικών προ-ϋποθέσεων καὶ προ-λήψεων. Οφείλει νὰ ἔχει κανείς συνείδηση τῶν προσωπικών του προ-καταλήψεων, ὥστε τὸ κείμενο νὰ παρουσιάζεται στὴν ἑτερότητά του καὶ νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀξιοποιήσει τὸ μέγεθος τῆς ἀλήθειας ἀπέναντι στις προ-ϋποθέσεις τοῦ ἑρμηνευτή» 20.
Μεταξὺ τῶν πολυάριθμων σημειώσεων τοῦ Gadamer γιὰ τὸν ἑρμηνευτικό κύκλο θὰ διαλέξουμε, προκειμένου νὰ ὁλοκληρώσουμε το θέμα αὐτό, μία, τὴν ὁποία θεωροῦμε ἰδιαιτέρως σπουδαία.
Ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: Η ἑρμηνεία ἑνὸς κειμένου, ἑνὸς ἔργου τέχνης, ἑνὸς συγγραφέως, μπορεῖ νὰ καταλήξει σὲ ὁριστικό συμπέρασμα;
Καὶ ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση τοῦ Gadamer: «Ὁ ἐντοπισμὸς τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος ποὺ ἐμπεριέχεται σὲ ἕνα κείμενο ἢ σὲ μία καλλιτεχνική παραγωγή δὲν καταλήγει, κάποια στιγμή, σὲ ὁριστικό συμπέρασμα· στὴν πραγματικότητα, εἶναι μία ἐπ᾿ ἄπειρον διαδικασία. Όχι μόνον ἐκλείπουν ὅλο καὶ περισσότερο οἱ αἰτίες γιὰ σφάλματα – ἔτσι ὥστε τὸ ἀληθινὸ νόημα νὰ ἐξαγνίζεται ἀπὸ κάθε σύγχυση ἀλλὰ δημιουρ γοῦνται, ἐπίσης, ὅλο καὶ νεώτερες πηγές κατανοήσεως ποὺ ἀποκαλύπτουν συνάφειες νοήματος ποὺ οὔτε κἂν ὑποπτευόμασταν. Η χρονική ἀπόσταση, βάσει τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται ἡ διύλιση τοῦ νοήματος, δὲν ἔχει περιορισμένη διάσταση, ἀντιθέτως, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση διαστολῆς. Ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν ἀρνητικὴ ὄψη τῆς διαδικασίας διυλίσεως, ποὺ πραγματοποιείται λόγω τῆς χρονικῆς ἀποστάσεως, παρέχεται καὶ ἡ θετικὴ ὄψη ποὺ τὴν διακρίνει σὲ σχέση μὲ τὴν κατα-νόηση. Ἡ χρονικὴ ἀπόσταση δὲν ἀναστέλλει μόνον τις προλήψεις μιας ἰδιωφελοῦς φύσεως, ἀπεναντίας ἀφήνει νὰ ἀναδειχθοῦν ὅσες ἀπὸ αὐτὲς μποροῦν νὰ συντείνουν στὴν ἀληθινή κατανόηση» 21.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ μέθοδο προσπαθούσαμε ἀνέκαθεν νὰ ἀκολουθοῦμε στὶς ἔρευνές μας, ὠθούμενοι ἀπὸ τὸ μερικὸ πρὸς τὸ γενικό καὶ ἀντιστρόφως. Ὅπως θὰ δοῦμε στη συνέχεια, τὸ σημεῖο-κλειδί τῆς σωκρατικῆς διανοήσεως γίνεται κατανοητό μόνον ἐὰν τοποθετηθεῖ στὴν ἱστορική συγκυρία κατὰ τὴν ὁποία ἐνεμφανίσθη, μόνον ἐὰν ἐννοηθεί σε συνάρτηση μὲ τὸ φάσμα τῆς φιλοσοφικῆς διανοήσεως τῶν Ἑλλήνων, καὶ συγχρόνως μόνον ἐὰν προσπαθήσει κανεὶς νὰ μεταβάλει τις προ-λήψεις καὶ τὶς προ-κατανοήσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκκινεῖ, συγκρίνοντάς τες διαρκῶς μὲ τὸ ἐξεταζόμενο ἀντικείμενο.
Πιο συγκεκριμένα, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι – πέρα ἀπὸ τὰ πολλὰ σημεῖα ποὺ ἀφοροῦν στὴ μορφή καὶ στὴ διανόηση τοῦ Σωκράτους, τὰ ὁποῖα ἔχουμε ἤδη παρουσιάσει σὲ ἄλλα ἔργα καὶ τὰ ὁποῖα μὲ κατάλληλες ἀναθεωρήσεις καὶ συμπληρώσεις ἐπαναφέρουμε ἐδῶ προσφάτως μᾶς ἐπεβλήθη ἕνα νέο σημεῖο-κλειδί τὸ ὁποῖο τοποθετεῖται ἀκριβῶς στὴν προοπτικὴ ποὺ μᾶς ἀνέπτυξε ὁ Gadamer. Πράγματι, ἔχουμε διαπιστώσει ὅτι, ὅταν οἱ ἔρευνες δὲν διακόπτονται καὶ προχωροῦν ἀμετάβλητα καὶ συστηματικά, «γεννοῦνται διαρκῶς νέες πηγές κατανοήσεως, οἱ ὁποῖες ἀποκαλύπτουν ἀπρόσμενες συνάφειες σημαινομένων» 22. Τέτοιες νέες πηγές κατανοήσεως σὲ σχέση μὲ τὸν Σωκράτη μποροῦν, κατὰ τὴ γνώμη μας, νὰ προέρχονται – καὶ ὁπωσδήποτε ἔτσι ἔφθασαν ὡς ἐμᾶς – ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῶν προσφάτων ἐρευνῶν γύρω ἀπὸ τὴν τεχνολογία τῆς ἐπικοινωνίας στὸν ἀρχαῖο κόσμο, τὰ ὁποῖα ἔχουμε καταγράψει ἤδη ἀπὸ τὸ 1998 στο τελευταῖο μας βιβλίο με τίτλο Platone. Alla ricerca della sapienza segreta 23. Εδώ θὰ ἀναπτύξουμε τα πορίσματα αὐτῶν τῶν ἐρευνῶν, καταδεικνύοντας πῶς ὁ Σωκράτης τοποθετείται σε πρώτο πλάνο στὸ πλαίσιο τῆς μεγάλης ἐπανάστασης ποὺ ἐπέφερε ὁ πολιτισμὸς τῆς προφορικῆς παράδοσης, τὴν ὁποία ἐκεῖνος μετατρέπει ριζικῶς ἀπὸ μιμητικο-ποιητική προφορική παράδοση σε διαλεκτική προφορική παράδοση, μὲ ὅλες τις συνέπειες ποὺ αὐτὸ συνεπάγεται. Μεταξὺ τῶν πλέον σημαντικών συνεπειών συγκαταλέγεται καὶ ἡ ἐκρηκτική δημιουργία τοῦ νέου φιλολογικοῦ εἶδους, τοῦ διαλόγου, ὅπως αὐτὸ παρουσιάζεται στοὺς «σωκρατικοὺς διάλογους» (λόγοι σωκρατικοί), στοὺς ὁποίους θὰ ἀναφερθούμε στη συνέχεια.
Προτοῦ προχωρήσουμε, ὅμως, στη συζήτησή μας, θεωροῦμε ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε ἀκόμη μία παρατήρηση, ἐφαρμόζοντας τη μέθοδο τῆς ἑρμηνευτικῆς στις θέσεις ποὺ προβάλλει μὲ τὸ ἔργο τοῦ ὁ Gigon. Όπως εἶναι γνωστό, ὁ διαφωτισμός, καθὼς καὶ κάποιες ἀκραίες μορφὲς τοῦ ἐμπειρισμοῦ καὶ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, θεωροῦν πὼς τὸ πλέον ἀσφαλές σημεῖο ἐκκίνησης στὴν ἔρευνα εἶναι νὰ ἀπαλλάξουμε τὸν νοῦ μας ἀπὸ κάθε μορφή πρό-ληψης. Ο Gadamer ἀποδεικνύει ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς ἀποτελεῖ στὴν πραγματικότητα μία συγκεκριμένη πρόληψη: «Ακόμη καὶ ὁ διαφωτισμός ἔχει μία δική του, βασικὴ καὶ συστατική πρόληψη: ή πρόληψη αὐτή, ἐπὶ τῆς ὁποίας βασίζεται ὁ διαφωτισμός, εἶναι ἡ πρόληψη κατὰ τῶν προλήψεων γενικῶς καί, κατά συνέπεια, ἡ ἐκθρόνιση τῆς παραδόσεως» 24.
Πράγματι, ὁ «οὐδέτερος» τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο χειρίζεται τις διάφορες σωκρατικές πηγές ὁ Gigon ἀποτελεῖ μία σπουδαία «πρόληψη», ή ὁποία, σὺν τοῖς ἄλλοις, εἶναι ἀνεξέλεγκτη καὶ συνεπῶς ἐντελῶς ἀνώφελη. Τὸ ἀντικείμενο τῆς μελέτης μόνον τότε μπορεῖ νὰ φανεῖ σπουδαῖο, ὄχι ἂν ἐξεταστεῖ μὲ τρόπο «οὐδέτερο» αὐτὸ καθ' ἑαυτό, ἀλλὰ ἂν παρουσιασθεῖ «ὑπὸ τὸ φῶς μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς τὸ παρουσιάζει ὅποιος ξέρει νὰ τὸ χαρακτηρίσει μὲ σωστό καὶ δίκαιο τρόπο»· ἡ ὑποτιθέμενη, ὅμως, «οὐδέτερη» ἔρευνα δὲν ὑπάρχει 25.
Σημειώσεις2. V. de MAGALHÃES-VILHENA, Le Problème de Socrate. Le Socrate historique et le Socrate de Platon, Paris, 1952.3. J. PATOČKA, Socrate, σ. 59.4. Σχετικῶς μὲ τὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ, πβ. D. ANTISERI, Trattato di metodologia delle scienze morali, Torino, Utet, 1996, ἰδιαιτέρως σσ. 331-353. ᾿Απὸ τὸ ἔργο αὐτὸ ἀντλοῦμε τὶς ἀναφορές γιὰ τοὺς συγγραφεῖς στο ἔργο τῶν ὁποίων παραπέμπουμε.
5. L. FEBVRE, Problemi di metodo storico, ἶταλ. ἔκδ., Torino, Einaudi, 1966, σσ. 63 κ. έξ.
6. E.H. CARR, Sei lezioni di storia, ἶταλ. ἔκδ., Torino, Einaudi, 1966, σσ. 15
7. Αὐτόθι.
8. L. FEBVRE, Problemi di metodo storico, σ. 153.
9. N. GOODMAN, I linguaggi dell'arte, ἶταλ. ἔκδ., Milano, 1976, σ. 14.
10. F. BARTOLONE, Socrate. L'origine dell'intellettualismo dalla crisi alla libertà, ἐπιμ. V. Cicero, εἰσαγ. G. Reale, Milano, Vita e Pensiero, 1999, σ. 8.
11. M. HEIDEGGER, Nietzsche, σ. 374.
12. Αὐτόθι.
13. Οἱ θέσεις τοῦ Kierkegaard θὰ συναχθοῦν ἰδίως ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιό του καὶ τὰ ἔργα του Φιλοσοφικά ψιχία καὶ ᾿Ασθένεια πρὸς θάνατον. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Kierkegaard εἶχε ἀφιερώσει στον Σωκράτη τὴ διατριβή του μὲ τίτλο Ἡ ἔννοια τῆς εἰρωνείας μὲ συνεχή ἀναφορὰ στὸν Σωκράτη, ἶταλ. ἔκδ. Milano, Guerini e Associati, 1989.
14. F. NIETZSCHE, OFN, VI 1, σ. 159.
15. F.D.E. SCHLEIERMACHER, Ermeneutica, ἶταλ. ἔκδ., Milano, Bompiani Libri, 2000, σ. 355.
16. Αὐτόθι, σ. 331.
17. M. HEIDEGGER, Εἶναι καὶ χρόνος, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, ᾿Αθήνα, Δωδώνη, 1978, σ. 56.
18. H.G. GADAMER, Verità e metodo, ἶταλ. ἔκδ., Milano, Bompiani, 1985, σσ. 312-437.
19. Αὐτόθι, σ. 314.
20. Αὐτόθι, σ. 316.
21. Αὐτόθι, σσ. 348 κ. έξ.
22. Αὐτόθι.
23. G. REALE, Platone. Alla ricerca della sapienza segreta, Milano, Rizzoli, 1998.
24. H.G. GADAMER, Verità e metodo, σ. 317.
25. Αὐτόθι, σ. 333.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου