Εκδότης : ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Μεταφραστής: ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΕΝΑΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΔΟΜΙΚΗ ΑΜΦΙΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’
Η ΕΠΙΓΡΑΦΗ «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ» ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΟΥΔΕΝ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΠΟΥ ΔΙΕΔΡΑΜΑΤΙΣΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’
ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΝ, ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΙΕΛΘΕΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΩΣ ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΣΦΑΛΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ ΚΑΙ Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΩΣ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ’
Η ΕΙΡΩΝΙΑ, Η ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ Η «ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’
ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΕΩΣ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΩΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΩΣ ΥΨΙΣΤΟ ΗΘΙΚΟΝ ΚΑΘΗΚΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η’
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΑΞΙΩΝ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΠΕΡΙ «ΨΥΧΗΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ’
Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’
Η ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΩΣ «ΕΤΕΡΑ ΟΨΙΣ» ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΔΟΜΙΚΗ ΑΜΦΙΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ
Ἡ ὁμορφότερη καὶ πλέον συγκινητικὴ εἰκόνα τοῦ Σωκράτους ἐσκιαγραφήθη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα στο τέλος τοῦ Συμποσίου. Πρόκειται γιὰ ἕνα κείμενο τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς πλέον ἐμβριθεῖς μελετητές ὡς ἄκρως ἀξιόπιστο ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς καὶ ποὺ εὐρέως ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς μαρτυρίες ἄλλων συγγραφέων, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν πλούσια εἰκονογραφία ποὺ ἔφθασε ὡς ἐμᾶς.
Ἀρκεῖ νὰ διαβάσουμε τὰ λόγια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων ἔθεσε στο στόμα τοῦ Ἀλκιβιάδη, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται μεθυσμένος στο συμπόσιο που λαμβάνει χώρα στὸ σπίτι τοῦ Ἀγάθωνος: «Τοῦ Σωκράτους τὸ ἐγκώμιον, κύριοι, θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ κάμω ἔτσι, μὲ παρομοιώσεις. Αὐτὸς βέβαια θὰ πιστεύση, πρὸς γελοιοποίησιν· καὶ ὅμως ἡ παρομοίωσις θὰ γίνῃ χάριν ἀκριβείας, ὄχι πρὸς διακωμώδησιν. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ὅτι ὁμοιάζει ἐξαιρετικά μ' αὐτοὺς τοὺς Σιληνοὺς τῶν μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οἱ καλλιτέχναι καθισμένους νὰ κρατοῦν σύριγγα ἢ αὐλούς· ἂν τοὺς ἀνοίξῃς εἰς δύο, ἀποκαλύπτονται πώς κλείουν μέσα θεῶν ἀγάλματα. Καὶ πάλιν ἰσχυρίζομαι πὼς εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Μαρσύαν τὸν Σάτυρον. Καὶ ὅσον μὲν ἀφορᾶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν, οὔτε σύ, υποθέτω, Σωκράτη, δὲν θ' ἀμφισβητοῦσες, ὅτι τοὺς ὁμοιάζεις»1.
Ἡ παρομοίωσή του πρὸς τὸν Σειληνό ὀφειλόταν κυρίως στὴν ἐξωφθαλμία του, στη σιμή του μύτη καὶ στὰ πρησμένα χείλη του. Ἡ παρομοίωση πρὸς τὸν Μαρσύα ἐβασίζετο στη δύναμη καὶ στὴ σαγήνη ποὺ ἐξέπεμπε ἡ ὁμιλία του, μὲ μόνη διαφορὰ ὅτι, ἐνῶ ἡ δύναμη τοῦ Μαρσύα ἐξεπορεύετο ἀπὸ τὸν ἦχο ἑνὸς μουσικοῦ ὀργάνου, τοῦ αὐλοῦ, ἢ δύναμη τοῦ Σωκράτους ἐξηρτᾶτο μόνον ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ἐξεπέμποντο ἀπὸ τὸ στόμα του.
Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου τοῦ Σωκράτους, τὰ ὁποῖα ομοιάζουν μὲ τοῦ Σατύρου, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐξωτερικό ἐπικάλυμμα. Και συνεχίζει ὁ ᾿Αλκιβιάδης: «Από μέσα ὅμως, ὅταν ἀνοιχθῆ, πόσον πλοῦτον σωφροσύνης, φαντάζεσθε, ἀγαπητοί μου σύντροφοι, εἶναι γεμάτος!»2.
Μὲ τὴν ἴδια εἰκόνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, αποδίδεται καὶ ὁ λόγος τοῦ Σωκράτους: «Διότι – καὶ παρέλειψα ν' ἀναφέρω τοῦτο κατ' ἀρχὰς – καὶ αἱ συνδιαλέξεις του ἔχουν καταπληκτικήν πράγματι ὁμοιότητα μὲ τοὺς Σιληνούς, ποὺ ἀνοιγοκλείουν. Ὅστις π.χ. θελήση τυχὸν νὰ παρακολουθήσῃ τὰς συζητήσεις τοῦ Σωκράτους, θὰ τοῦ ἔκαμναν κατ᾿ ἀρχὰς πολὺ κωμικὴν ἐντύπωσιν: αὐτὴν τὴν ἐμφάνισιν ἔχουν καὶ αἱ λέξεις καὶ αἱ ἐκφράσεις, μὲ τὰς ὁποίας εἶν' ἐπενδεδυμέναι ἔξωτερικῶς, σὰν μὲ τὸ δέρμα χυδαίου Σατύρου. Κάτι γαϊδάρους ἀναφέρει πάντοτε σαμαρωμένους καὶ χαλκωματάδες καὶ πετσωτῆδες καὶ βυρσοδέψας, καὶ παρουσιάζεται ὡς νὰ ἐπαναλαμβάνῃ συνεχῶς τὰ ἴδια μὲ τὰς ἰδίας λέξεις. Ἔτσι οἱοσδήποτε ἄνθρωπος ἄπειρος καὶ ἐπιπόλαιος θὰ ἐγελοῦσε μὲ τὰς συζητήσεις του. Ὅταν ὅμως τὰς ἰδῆς ν' ἀνοίγωνται καὶ ὅσον περισσότερον εἰσδύεις εἰς τὸ βάθος των, θὰ εἴρης τότε, πρῶτον μὲν ὅτι εἶναι αἱ μόναι συζητήσεις ποὺ ἔχουν νόημα, ἔπειτα ὅτι εἶναι θεῖαι εἰς ὕψιστον βαθμὸν καὶ κρύπτουν μέσα των ἀρετῆς ἀγάλματα πλῆθος, καὶ πλῆθος εἶναι τὰ θέματα ποὺ ἐγγίζουν, ἢ μᾶλλον ὅλα ὅσα ὀφείλει νὰ ἔχῃ ὑπ' ὄψει του ὁστισδήποτε πρόκειται νὰ γίνῃ τέλειος ἄνθρωπος»3.
Πρόκειται γιὰ ἐξαίσιες ἀπεικονίσεις ποὺ ἀποδίδουν τὴν «ἀμφισημία» καὶ τὴ «δομικὴ ἀμφισθένεια» οἱ ὁποῖες διακρίνουν ὄχι μόνον τὸ μήνυμα τοῦ Σωκράτους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴ μέθοδο τῆς εἰρωνείας μέσῳ τῆς ὁποίας μᾶς τὸ μεταδίδει· ἐπὶ πλέον, διακρίνουν, ὅπως θὰ ἰδοῦμε κατ' ἐπανάληψιν, τὴ νοοτροπία του καθώς καὶ τὸν τρόπο ζωῆς του.
Ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης, ὅπως ὁ Πλάτων ἐπιβεβαιώνει πολλές φορές, χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτό του ὡς «παράξενο», δηλαδὴ ἰδιόρρυθμο καὶ «ἄτοπο». Ἔθετε ὡς στόχο τῆς ἔρευνάς του τὴν αὐτοεξέτασή του, «νὰ ἰδῶ μὴν τυχὸν εἶμαι κανένα θηρίο πιὸ μπερδεμένο καὶ πιὸ φουσκωμένο κι ἀπὸ τὸν Τυφώνα, ἢ κανένα πιὸ ἥμερο καὶ πιὸ ἁπλὸ ζῷο, που τοῦ ἔχει τάξει ἡ φύση νὰ ἔχῃ μερδικό ἀπὸ κάποιο θεϊκὸ κι αἁπλὸ κλήρο»4.
Θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε δώσει τὸν ἐξῆς τίτλο σ' αὐτὸ τὸ βιβλίο: Σωκράτη, ποιὸς εἶσαι; στοχεύοντας ἀκριβῶς στὴν ἰδιαιτέρως εὔγλωττη ἀμφισημία τῆς ἐκφράσεως. Πράγματι, ἡ ἀμφισημία αὐτὴ ἐκφράζει, κατὰ πρῶτον, ἕνα ἐρώτημα τὸ ὁποῖο ὁ Σωκράτης θέτει στὸν ἑαυτό του καί, κατά δεύτερον, ἕνα ἐρώτημα τὸ ὁποῖο ἐμεῖς θέτουμε σ' ἐκεῖνον.
Ὅπως λέγει καὶ ὁ Nietzsche, ὁ Σωκράτης εἶναι μία «ἐξαιρετικά προβληματική παρουσία τοῦ ἀρχαίου κόσμου» ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία ἀρκετὰ κοινὴ ἔκφραση, εἶναι μία μυστηριώδης μορφή που συνιστᾶ ἕνα εἶδος αἰνίγματος, λίαν δυσχερὲς νὰ ἐπιλυθεῖ. Ἡ δήλωση ποὺ ὁ Πλάτων ἀποδίδει στὸν ᾿Αλκιβιάδη εἶναι προκλητικὴ καὶ συνάμα ἐμβληματική: «Διότι (μὴν ἀμφιβάλλετε) κανεὶς ἀπό σᾶς δὲν γνωρίζει πραγματικά αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον»5.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῶν Σειληνῶν ἦταν ἡ σωματική δυσμορφία τους, γεγονός τὸ ὁποῖο ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν ἀνεγνωρισμένη ἀπ᾿ ὅλους ἀσχήμια τοῦ Σωκράτους. Ἰδοὺ πῶς ἑρμήνευε τὴ δυσμορφία τοῦ Σωκράτους ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἐχθρούς του, ó Nietzsche: «Ἐκ καταγωγῆς ὁ Σωκράτης ἀνήκει στὸν ὄχλο: ὁ Σωκράτης ἦταν πληβεῖος. Εἶναι γνωστό, καὶ μπορεῖ νὰ διαπιστωθῆ ἀκόμη καὶ σήμερα, τὸ πόσον ἄσχημος ἦταν. Ἡ ἀσχήμια ὅμως, μία ἄρνηση αὐτὴ καθ' ἑαυτήν, ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς Ἕλληνες σχεδόν ανατροπή. Ὁ Σωκράτης ἦταν πράγματι Ἕλλην; Ἡ ἀσχήμια εἶναι συχνά ἔκφραση μίας ὑβριδικῆς ἐξελίξεως, που παρεμποδίζεται κατὰ τὸ ζευγάρωμα. ᾿Αλλοτε, πάλι, ἐμφανίζεται ὡς ἐπιπλοκή κατὰ τὴν ἀνάπτυξη. Οἱ ἀνθρωπολόγοι οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἐγκληματολογία, μᾶς λένε πὼς ὁ τυπικός κακοποιός εἶναι ἄσχημος: monstrum in fronte, monstrum in animo. Ο κακοποιός εἶναι ὅμως ἕνας ἐξαθλιωμένος, ἕνας παρίας. Ήταν ὁ Σωκράτης ἕνας τυπικός κακοποιός; Τουλάχιστον αὐτὸ δὲν διαψεύδει ἐκείνη τὴ φυσιογνωμικὴ ἐκτίμηση, τόσον ένοχλητική γιὰ τοὺς φίλους του Σωκράτους. Ἕνας ξένος φυσιογνωμιστής, ὅταν ἦλθε στὴν πόλη τῶν ᾿Αθηνῶν, εἶπε καταπρόσωπο στον Σωκράτη πώς ἦταν τέρας, monstrum, ποὺ ἔκρυβε μέσα του τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὴ χειρότερη λαγνεία. Κι ὁ Σωκράτης περιορίσθηκε ν' ἀπαντήσει: “Πόσο μὲ γνωρίζεις, ὦ ἄνθρωπε!"6.
Καὶ νὰ πῶς ὁ Σωκράτης, σε μία ἀπολαυστική σκηνὴ ἀπὸ τὸ Συμπόσιο του Ξενοφώντος, ἀνατρέπει μ' ἕνα ἐξαιρετικά εἰρωνικό λογοπαίγνιο τὴ δυσμορφία του, μετατρέποντάς την στὸ ἀντίθετό της.
Ο Κριτόβουλος, περιώνυμος γιὰ τὴν ὀμορφιά του, παρακινείται ἀπὸ τὸν Καλλία νὰ διαγωνισθεῖ στὴν ὀμορφιὰ πρὸς τὸν Σωκράτη. Ο Κριτόβουλος δέχεται νὰ ἀπαντήσει, ὡσὰν σε δίκη, πρὸς τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Σωκράτους, ζητώντας ὡς ἀντάλλαγμα να πλησιάσουν το λυχνάρι στα πρόσωπά τους πρίν νὰ πραγματοποιηθεί ή ψηφοφορία ποὺ θὰ ἔκρινε τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διαγωνισμού.
Στὴν πρώτη ἐρώτηση τοῦ Σωκράτους σχετικά πρὸς τὸν ὁρισμό τῆς ὀμορφιᾶς, προκειμένου περί όμορφων ζώων ἢ ἄψυχων πραγμάτων, ὅπως μία ἀσπίδα, ἕνα σπαθί ἢ ἕνα κοντάρι, ὁ Κριτόβουλος ἀπαντᾶ ὅτι αὐτὰ εἶναι ὄμορφα διότι ἐξυπηρετοῦν τὶς ἀνάγκες μας.
Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐπεμβαίνει ὁ Σωκράτης μὲ ἕναν ἀπολαυστικό συλλογισμό, ὁ ὁποῖος βασίζεται σὲ μία ἐξαιρετικά εἰρωνικὴ ἀμφισημία:
«Ξέρεις λοιπόν», ρώτησε ὁ Σωκράτης, «γιατί χρειαζόμαστε τὰ μάτια μας;» «Μὰ γιὰ νὰ βλέπουμε βέβαια». «Ἂν εἶναι ἔτσι, τὰ δικά μου μάτια, γι' αὐτὸ καὶ μόνο, εἶναι πιὸ ὡραῖα ἀπὸ τὰ δικά σου». «Καὶ γιατί αὐτό;» «Διότι τὰ δικά σου βλέπουν μόνο μπροστὰ ἐνῶ τὰ δικά μου, ἐπειδὴ εἶναι γουρλωτά, βλέπουν καὶ στὰ πλάγια». «Θέλεις νὰ πεῖς», εἶπε ὁ Κριτόβουλος, «ὅτι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῶα ὁ κάβουρας ἔχει τὰ ὡραιότερα μάτια;» «᾿Ασφαλῶς· ἐπειδὴ τὰ μάτια του εἶναι ἔτσι φτιαγμένα ὥστε νὰ ἔχουν τὴν ἰσχυρότερη ὅραση». «Ἂς εἶναι», εἶπε ὁ Κριτόβουλος· «ἀλλὰ ἂς μιλήσουμε γιὰ μύτες· ποιὰ νομίζεις πὼς εἶναι πιὸ ὄμορφη; Ἡ δική μου ἢ ἡ δική σου;» Καὶ ὁ Σωκράτης: «Ἐγὼ πιστεύω πὼς εἶναι ἡ δική μου, ἂν βέβαια οἱ θεοὶ μᾶς ἔχουν φτιάξει τὶς μύτες γιὰ νὰ ὀσφραινόμαστε. Διότι τὰ δικά σου ρουθούνια βλέπουν πρὸς τὰ κάτω, ἐνῶ τὰ δικά μου εἶναι ὀρθάνοιχτα, ὥστε νὰ δέχονται τὶς ὀσμὲς ἀπὸ παντοῦ». «᾿Αλλὰ πῶς γίνεται νὰ εἶναι ὡραιότερη μιὰ μύτη σιμὴ ἀπὸ μιὰ ἴσια;» «Γίνεται», εἶπε ὁ Σωκράτης, «διότι δὲν φράζει τὸ διάστημα ἀνάμεσα στὰ μάτια, ἀλλὰ τὰ ἀφήνει νὰ βλέπουν ἀνεμπόδιστα ὅ,τι θέλουν νὰ δοῦν· ἀντίθετα, ἡ ἴσια μύτη, σὰν ἀπὸ αὐθάδεια, χωρίζει μὲ τεῖχος τὰ μάτια». «Ὅσο γιὰ τὸ στόμα», εἶπε ὁ Κριτόβουλος, «σοῦ παραχωρῶ τὰ πρωτεῖα. Γιατὶ ἂν μᾶς τὸ ἔχουν φτιάξει γιὰ νὰ δαγκώνουμε, ἐσὺ βέβαια μπορεῖς νὰ κόβεις μεγαλύτερες δαγκωνιές. Καὶ δὲν νομίζεις ὅτι τὸ πάχος τῶν χειλιών σου κάνει καὶ τὰ φιλιά σου πιὸ ἀπαλά;» «'Ακούγοντάς σε», εἶπε ὁ Σωκράτης, «θὰ νόμιζε κανείς ὅτι τὸ στόμα μου εἶναι πιὸ ἄσχημο κι ἀπὸ γαϊδάρου. Καὶ δὲν λογαριάζεις καθόλου ὡς τεκμήριο τῆς ὑπεροχῆς μου ὅτι καὶ οἱ Ναϊάδες, ποὺ εἶναι θεές, γεννᾶνε τοὺς Σειληνούς που μοιάζουν περισσότερο σε μένα παρὰ σὲ σένα;»
Ο Κριτόβουλος δὲν ξέρει πλέον τί νὰ ἀπαντήσει. Γίνεται τότε ή ψηφοφορία καὶ νικητὴς ἀναδεικνύεται ὁ ἴδιος ὁ Κριτόβουλος. Ο Σωκράτης σχολιάζει, λοιπόν, μὲ ἕνα εἰρωνικό λογοπαίγνιο πολύ πιο ἔντονο: «᾿Αλίμονο», εἶπε ὁ Σωκράτης, «ὁ πλοῦτος σου δὲν φαίνεται νὰ μοιάζει μὲ τοῦ Καλλία: ὁ δικός του κάνει τοὺς ἀνθρώπους δικαιότερους, ἐνῶ ὁ δικός σου εἶναι συνήθως ἱκανὸς νὰ διαφθείρει καὶ δικαστές ἐλλανοδίκες»7.
Στὴν πραγματικότητα, ὅπως ἔχει σωστά παρατηρηθεῖ, ὁ Σωκράτης διεδραμάτισε καθοριστικό ρόλο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν πολυσύνθετη διαδικασία ἀπομυθοποιήσεως τῆς ἐξωτερικῆς ὀμορφιᾶς, ποὺ τόσον ἐλάτρευαν οἱ Ἕλληνες, κ' ἐχάραξε ἀμετάκλητα τὸν δρόμο ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν κατανόηση καὶ στὴν ἀπόλαυση τῆς ἐσωτερικῆς ὀμορφιάς. Ἐάν, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔγκειται στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὴν ψυχή του, τότε καὶ ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου δὲν συνίσταται στὴν ὀμορφιὰ τῶν μελῶν, ἀλλὰ στὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς του.
Ὁ ἄσχημος Σωκράτης, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ὡς ἐραστὴς τῶν ὄμορφων νέων, γίνεται στο τέλος ὁ ἐρώμενος, ἐνῶ οἱ ὄμορφοι νέοι γίνονται ἐραστές, ὅπως μᾶς ἀναφέρει καὶ πάλι ὁ Πλάτων δια στόματος ᾿Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο: «Παρατηρεῖτε, λ.χ., πῶς ὁ Σωκράτης τρέφει αἰσθήματα ἔρωτος πρὸς τοὺς ὡραίους νέους καὶ πῶς τοὺς τριγυρίζει διαρκῶς καὶ πῶς ἐνώπιόν των τὰ χάνει, καὶ ἀφ' ἑτέρου ἀγνοεῖ τὰ πάντα καὶ τίποτε δὲν ξέρει – ἔτσι εἶναι τὸ ὕφος του. Αὐτὸ δὲν εἶναι τρόποι Σιληνοῦ; [...] Πιστεύσετε με: οὔτε εὔμορφος ἂν εἶναι κανείς τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσιν (τουναντίον μάλιστα ἀδιαφορεῖ εἰς βαθμόν, που κανεὶς δὲν θὰ τὸ ἐπίστευε), οὔτε πλούσιος ἂν εἶναι, οὔτε ἄλλο τίποτ' ἂν κατέχει ἀπὸ τὰ χαρίσματα, ποὺ καλοτυχίζει ὁ κόσμος»8.
Ἀφοῦ διηγήθηκε τὴν ἀποτυχημένη ἀπόπειρά του να κατακτήσει τὸν Σωκράτη μέσῳ τῆς σωματικῆς ὀμορφιᾶς του καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπαίνεσε γιὰ τὶς ἀρετές του, ὁ ᾿Αλκιβιάδης συμπεραίνει: «Καὶ δὲν εἶμαι ὁ μόνος, ποὺ ἔχει μεταχειρισθεί κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τὸν Χαρμί δην τοῦ Γλαύκωνος καὶ τὸν Εὐθύδημον τοῦ Διοκλέους καὶ ἕναν μεγάλον ἀριθμὸν ἄλλων. Τοὺς ἐξαπατᾶ, πὼς εἶν' ἐραστής των, καὶ εἰς τὸ τέλος καταντᾷ νὰ γίνεται ὁ ἴδιος ἐρώμενος ἀντὶ ἐραστοῦ»9.
Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ μία ριζική μεταβολὴ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ «εἰς ἀντάλλαγμα τοῦ φαινομενικού» στο «κάλλος τὸ ἀληθινόν»10.
Ἔχει κατά ποικίλους τρόπους ἀμφισβητηθεῖ τὸ μεγαλεῖον τῆς σωκρατικῆς διανοήσεως· τόσον, ὥστε ὁρισμένοι κατέληξαν νὰ τὸ ἀναιρέσουν, περιορίζοντάς το στὸ ἐπίπεδο τῆς πρακτικῆς σοφίας, μιᾶς πρακτικῆς σοφίας ὅμως πολὺ ἀνώτερης. Ο Η. Maier, σ' ἕνα βιβλίο που εἶναι μὲν ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις θεμελιῶδες, ἐξ ὁλοκλήρου ὅμως ἐσφαλμένο ὡς πρὸς τὴ βασική του θέση, συμπεραίνει: «Ας μην μακρηγοροῦμε: ἡ “φιλοσοφία" στὴν ὁποία ὁ Σωκράτης ἀφιέρωσε τη ζωή του δὲν εἶναι μεταφυσική, δογματική ἢ σκεπτικιστική, οὔτε λογικὴ οὔτε ἠθικὴ οὔτε ρητορική στὴν οὐσία δὲν εἶναι ἐπιστήμη, πόσῳ μάλλον ἐπιστήμη “λαϊκή". Εἶναι ἀναζήτηση προσωπικοῦ ἠθικοῦ βίου» 11. ᾿Αλλοι μελετητές – ἀκόμα καὶ ἂν δὲν ἀπεδέχθησαν αὐτὴν τὴ θέση – ἐπέμειναν ποικιλοτρόπως, περιορίζοντας τὴν εὐρύτητα τῆς σωκρατικῆς διανοήσεως.
Πράγματι, μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑποστηρίξει πὼς ὁλόκληρη ή σωκρατική διανόηση στρέφεται πέριξ μίας καὶ μοναδικῆς κεντρικῆς ἰδέας. Πρόκειται ὅμως, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, γιὰ μία ἰδέα ἡ ὁποία μετέβαλε τὴν πνευματικὴ ἱστορία τῆς Δύσεως. ᾿Ακόμη καὶ σήμερα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεί, μέσῳ τοῦ Kierkegaard, ὅτι ὅσοι ἀσκοῦν τέτοιου εἴδους κριτικὴ ὁμιλοῦν στὸν ἀέρα: «Περίπου ὅπως ὅταν ἕνας πολυ θεϊστὴς θέλει νὰ χλευάσει τὴν ἀρνητικότητα τοῦ μονοθεϊστῇ, ἐπειδὴ ὁ πολυθεϊστὴς ἔχει πολλοὺς θεούς, ἐνῶ ὁ μονοθεϊστὴς δὲν ἔχει παρά μόνον ἕναν. Οἱ φιλόσοφοι ἔχουν πολλές διανοήσεις ποὺ εἶναι ἀξιόλογες μέχρις ἕνα ὁρισμένο σημεῖο. Ὁ Σωκράτης ἔχει μόνον μία ἀλλὰ ἀπόλυτη»12.
Ὄντως, ὅλες οἱ ἰδέες ποὺ ἀποδίδονται στον Σωκράτη εἶναι στενά συνδεδεμένες – μὲ τρόπο συνεκτικό καὶ σαφή – πρὸς μία κεντρική ἰδέα. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κύριος ἄξονας τοῦ βιβλίου μας, ὁ ὁποῖος βασίζεται ἐπὶ ἑνὸς ἑρμηνευτικοῦ παραδείγματος που, ἐν σχέσει πρὸς τὸ παραδοσιακό, παραμένει ἐναλλακτικὸ καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει ἀρχίσει πρὸ πολλοῦ νὰ διαφαίνεται καὶ νὰ ἐπιβάλλεται.
Tò 1944, ὁ Olof Gigon ἐδημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Sokrates καὶ ὑπότιτλο Sein Bild in Dichtung und Geschichte 13. Ο Gigon, χρησιμοποιώντας μία ὑπερκριτική φιλολογική μέθοδο (γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε ἐκτενῶς), ἐξάγει τὰ ἐξῆς συμπεράσματα: Γιὰ τὸν ἱστορικό Σωκράτη δὲν εἶναι γνωστό σχεδόν τίποτε, ἐνῶ ὅσα γνωρίζουμε ἀνήκουν στὴν ποίηση, σὲ εἰκασίες δηλαδή τῶν μαθητῶν κι ὄχι στὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια. Ἡ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ χωρὶς νὰ λάβουμε ὑπ' ὄψιν τὸν Σωκράτη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάποιες φιλολογικές τάσεις, ἂν ὠθηθοῦν σὲ ἀκραῖα συμπεράσματα μέσα ἀπὸ μία ὑπερκριτικὴ καὶ θετικιστικὴ ὀπτική, «καταβροχθίζουν τὴν ἱστορία» – γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία ἔκφραση τοῦ Jan Patočka 14.
Πολλοί ὑπῆρξαν θύματα τῆς θέσεως τοῦ Gigon, ἐνῶ ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ μελετητές φαίνεται πώς δυσκολεύονται νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτὴν· ὁρισμένοι, μάλιστα, στην προσπάθειά τους αὐτὴ τὴν τοποθετοῦν στὴ σφαίρα τῆς λήθης.
Το βιβλίο του Gigon ὅμως, ὅπως διαφαίνεται ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο του, ἀποτελεῖ ἕνα καθ' ἑαυτὸ ἐμβληματικό πρότυπο, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐπετεύχθησαν μετὰ ἀπὸ ἑνάμιση αἰῶνα ἐρευνῶν: ᾿Αποδεικνύει ἀπόλυτα ὅτι κατὰ τὴν ἐν λόγῳ χρονική περίοδο, ἡ θετικιστικοῦ χαρακτῆρος ἱστορικὴ μέθοδος, μία μέθοδος καθαρά φιλολογικὴ καὶ ὑπερκριτική, κατέδειξε, τελικῶς, τὴ σχεδόν καθολική ἀποτυχία της.
Προκύπτει, λοιπόν, ξεκάθαρα πὼς ἡ μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος ἐπιβάλλεται ὡς ή πλέον σημαντική σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ σωκρατικό μήνυμα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ὥστε, «ἂν ἀποκλείσουμε τὸν Πλάτωνα ἀπὸ τὴ σωκρατική παράδοση, δὲν θὰ ἀπομείνει τίποτα τὸ ἔξοχο καὶ τὸ μεγαλειώδες»15. Οἱ πιὸ ἀξιόλογες μελέτες περί Σωκράτους, μὲ κορυφαία ἐκείνη τοῦ Γρηγορίου Βλαστοῦ16, προσδίδουν ὄντως καθοριστικὴ σπουδαιότητα στη μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος.
Ἐν τούτοις, ὁ ἴδιος ὁ ὑπότιτλος τοῦ ἔργου του Gigon στρέφεται ἐναντίον τοῦ συγγραφέα ὡς «μπούμερανγκ». Κατ' ἀρχὰς, ἡ ἱστορία στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Gigon εἶναι μία μορφή ἡ ἱστοριογραφίας καθαρά τεκμηριωτικού χαρακτήρος καὶ, ὡς ἐκ τούτου, όπως προαναφέραμε, ἐμπνέεται έντονα ἀπὸ τὸν θετικισμό, τόσον ὥστε δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, Παρ' ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἄποψη τοῦ Heidegger, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας δὲν εἶναι ἔργο τῆς ἱστοριογραφίας, ἀλλὰ τῆς φιλοσοφίας»17, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας εἶναι μία ἱστορία ἰδεῶν μὲ δική της λογικὴ ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὴν ἁπλὴ συλλογή καὶ τὴ μηχανική παράθεση τεκμηρίων, ἐν τούτοις στηρίζεται, ὅπως θὰ δοῦμε, στὴν ἀνάγνωση καὶ στὴν ἑρμηνεία τους.
Ἐξ ἄλλου, ἀκριβῶς στὴν περίπτωση τοῦ Σωκράτους, «ποίηση» καὶ «ἱστορία» ὄχι μόνον δὲν συνιστοῦν ἀντίθεση, ἀλλὰ παρουσιάζουν καὶ μία συνάφεια ἐξαιρετικῆς σημασίας. Η ποίηση, καὶ ἰδίως ἡ ὑψηλή ποίηση τοῦ Πλάτωνος, ἀποκαλύπτει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια καὶ ἐπιβάλ λεται, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία πολύ δυνατή ἔκφραση τοῦ Goethe18, ὡς «erlogene Wahrheit», ἐπιβάλλεται, δηλαδή, ὡς ἀλήθεια που φανερώνεται μέσῳ τῆς ποιητικῆς μυθοπλασίας τοῦ δράματος. Θὰ δοῦμε μὲ ποιον τρόπο μία τέτοια μυθοπλασία ἀποκαλύπτει ἤ, ἂν μὴ τί ἄλλο, ἐπιβεβαιώνει θαυμάσια τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια σχετικῶς μὲ τὸν Σωκράτη.
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες πηγές, ἀκολουθώντας ένα διαφορετικό καὶ πιὸ διαδεδομένο κριτήριο ἀπὸ τὸ παραδοσιακό, εἶναι μὲ τὸν τρόπο τους ἀρκετά διαφωτιστικές, συμπεριλαμβανομένων ἀκόμη καὶ ἐκείνων ποὺ ἀποδίδονται σὲ ἐχθρούς τοῦ Σωκράτους – ὅπως ὁ ᾿Αριστοφάνης καὶ ὅσοι τὸν ἀκολούθησαν κατὰ τὴ σύγχρονη ἐποχή, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Nietzsche.
Συγκεκριμένα, θὰ γίνει φανερὸ πὼς ἡ κεντρικὴ ἰδέα πέριξ τῆς ὁποίας περιστρέφεται ή διανόηση τοῦ Σωκράτους, εἴτε ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο εἴτε ὡς πρὸς τὴ μέθοδο, ἔγκειται στὴν ἀναζήτηση μιᾶς ἀκριβοῦς ἀπαντήσεως στὸ αἴνιγμα τοῦ δελφικοῦ θεοῦ «Γνῶθι σαυτόν». Ἡ ἀπάντηση που δίνει ὁ Σωκράτης εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ψυχή του»19, βάσει τοῦ πορίσματος ποὺ ἐξάγεται καὶ ἐκφρά ζεται τέλεια ἀπὸ τὴν πλατωνική ᾿Απολογία: «Γιατί περιφέρομαι μὴν κάνοντας τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ πείθω τοὺς νεότερους καὶ τοὺς πιο ἡλικιωμένους ἀνάμεσά σας νὰ μὴ φροντίζουν οὔτε γιὰ τὰ σώματά τους οὔτε γιὰ τὰ χρήματά τους με τόσο πάθος, παρά μόνο γιὰ τὴν ψυχή τους, πῶς θὰ γίνει καλύτερη, λέγοντάς τους ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν γίνεται ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀλλὰ τὰ χρήματα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα ἀγαθά, καὶ τὰ ἰδιωτικά καὶ τὰ δημόσια, ἀπὸ τὴν ἀρετή»20.
Τὴ θέση αὐτὴ υἱοθέτησε καὶ ἰδιοποιήθηκε καὶ ὁ Δημόκριτος, σύγχρονος ἀλλὰ κατά δέκα χρόνια νεώτερος τοῦ Σωκράτους: «Ο τὰ ψυχῆς ἀγαθὰ αἰρεόμενος τὰ θειότερα αἱρέεται· ὁ δὲ τὰ σκήνεος τὰ ἀνθρωπήϊα» 21. «Ἀνθρώποις αρμόδιον ψυχῆς μᾶλλον ἢ σώματος λόγον ποιεῖσθαι ψυχῆς μὲν γὰρ τελεότης σκήνεος μοχθηρίην ὀρθοῖ, σκήνεος δὲ ἰσχὺς ἄνευ λογισμοῦ ψυχὴν οὐδέν τι ἀμείνω τίθησιν» 22.
Τὴν ἀντίληψη αὐτὴ συνεχίζει καὶ ἐπεκτείνει συστηματικῶς ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος μάλιστα τη συνοψίζει ὡς ἑξῆς: «Εγώ δηλαδή φρονώ ὅτι δὲν εἶναι τὸ γερὸν καὶ καλὸν σῶμα ἐκεῖνο, ποὺ μὲ τὴν ἀρετήν του κάμνει καλήν καὶ τὴν ψυχήν, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον, ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι καλή, καθιστᾷ μὲ τὴν ἀρετή της κάλλιστον καὶ τὸ σῶμα»23.
Πρόκειται γιὰ μία θέση-ορόσημο ὄχι μόνον στὴν πνευματική ἱστορία τῶν Ἑλλήνων εἰδικῶς, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα στὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστο ρία, θέση ἡ ὁποία, ὅπως ὀρθῶς ἔχει εἶπωθεῖ, καθόρισε τὴν ἴδια τὴν ἰδιοπροσωπία τῆς Εὐρώπης24. Ἀκριβῶς σ' αὐτὸ ἔγκειται ἡ «ἀνθρώπινη σοφία» τὴν ὁποία ὁ Σωκράτης ἀνεζήτησε σὲ ὅλη του τη ζωή, παραδεχόμενος ὅτι τὴν κατέκτησε κατὰ ἕναν ἐξαιρετικά δελφικό τρόπο.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΔΟΜΙΚΗ ΑΜΦΙΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ
Ἡ ὁμορφότερη καὶ πλέον συγκινητικὴ εἰκόνα τοῦ Σωκράτους ἐσκιαγραφήθη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα στο τέλος τοῦ Συμποσίου. Πρόκειται γιὰ ἕνα κείμενο τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς πλέον ἐμβριθεῖς μελετητές ὡς ἄκρως ἀξιόπιστο ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς καὶ ποὺ εὐρέως ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς μαρτυρίες ἄλλων συγγραφέων, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν πλούσια εἰκονογραφία ποὺ ἔφθασε ὡς ἐμᾶς.
Ἀρκεῖ νὰ διαβάσουμε τὰ λόγια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων ἔθεσε στο στόμα τοῦ Ἀλκιβιάδη, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται μεθυσμένος στο συμπόσιο που λαμβάνει χώρα στὸ σπίτι τοῦ Ἀγάθωνος: «Τοῦ Σωκράτους τὸ ἐγκώμιον, κύριοι, θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ κάμω ἔτσι, μὲ παρομοιώσεις. Αὐτὸς βέβαια θὰ πιστεύση, πρὸς γελοιοποίησιν· καὶ ὅμως ἡ παρομοίωσις θὰ γίνῃ χάριν ἀκριβείας, ὄχι πρὸς διακωμώδησιν. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ὅτι ὁμοιάζει ἐξαιρετικά μ' αὐτοὺς τοὺς Σιληνοὺς τῶν μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οἱ καλλιτέχναι καθισμένους νὰ κρατοῦν σύριγγα ἢ αὐλούς· ἂν τοὺς ἀνοίξῃς εἰς δύο, ἀποκαλύπτονται πώς κλείουν μέσα θεῶν ἀγάλματα. Καὶ πάλιν ἰσχυρίζομαι πὼς εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Μαρσύαν τὸν Σάτυρον. Καὶ ὅσον μὲν ἀφορᾶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν, οὔτε σύ, υποθέτω, Σωκράτη, δὲν θ' ἀμφισβητοῦσες, ὅτι τοὺς ὁμοιάζεις»1.
Ἡ παρομοίωσή του πρὸς τὸν Σειληνό ὀφειλόταν κυρίως στὴν ἐξωφθαλμία του, στη σιμή του μύτη καὶ στὰ πρησμένα χείλη του. Ἡ παρομοίωση πρὸς τὸν Μαρσύα ἐβασίζετο στη δύναμη καὶ στὴ σαγήνη ποὺ ἐξέπεμπε ἡ ὁμιλία του, μὲ μόνη διαφορὰ ὅτι, ἐνῶ ἡ δύναμη τοῦ Μαρσύα ἐξεπορεύετο ἀπὸ τὸν ἦχο ἑνὸς μουσικοῦ ὀργάνου, τοῦ αὐλοῦ, ἢ δύναμη τοῦ Σωκράτους ἐξηρτᾶτο μόνον ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ἐξεπέμποντο ἀπὸ τὸ στόμα του.
Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου τοῦ Σωκράτους, τὰ ὁποῖα ομοιάζουν μὲ τοῦ Σατύρου, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐξωτερικό ἐπικάλυμμα. Και συνεχίζει ὁ ᾿Αλκιβιάδης: «Από μέσα ὅμως, ὅταν ἀνοιχθῆ, πόσον πλοῦτον σωφροσύνης, φαντάζεσθε, ἀγαπητοί μου σύντροφοι, εἶναι γεμάτος!»2.
Μὲ τὴν ἴδια εἰκόνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, αποδίδεται καὶ ὁ λόγος τοῦ Σωκράτους: «Διότι – καὶ παρέλειψα ν' ἀναφέρω τοῦτο κατ' ἀρχὰς – καὶ αἱ συνδιαλέξεις του ἔχουν καταπληκτικήν πράγματι ὁμοιότητα μὲ τοὺς Σιληνούς, ποὺ ἀνοιγοκλείουν. Ὅστις π.χ. θελήση τυχὸν νὰ παρακολουθήσῃ τὰς συζητήσεις τοῦ Σωκράτους, θὰ τοῦ ἔκαμναν κατ᾿ ἀρχὰς πολὺ κωμικὴν ἐντύπωσιν: αὐτὴν τὴν ἐμφάνισιν ἔχουν καὶ αἱ λέξεις καὶ αἱ ἐκφράσεις, μὲ τὰς ὁποίας εἶν' ἐπενδεδυμέναι ἔξωτερικῶς, σὰν μὲ τὸ δέρμα χυδαίου Σατύρου. Κάτι γαϊδάρους ἀναφέρει πάντοτε σαμαρωμένους καὶ χαλκωματάδες καὶ πετσωτῆδες καὶ βυρσοδέψας, καὶ παρουσιάζεται ὡς νὰ ἐπαναλαμβάνῃ συνεχῶς τὰ ἴδια μὲ τὰς ἰδίας λέξεις. Ἔτσι οἱοσδήποτε ἄνθρωπος ἄπειρος καὶ ἐπιπόλαιος θὰ ἐγελοῦσε μὲ τὰς συζητήσεις του. Ὅταν ὅμως τὰς ἰδῆς ν' ἀνοίγωνται καὶ ὅσον περισσότερον εἰσδύεις εἰς τὸ βάθος των, θὰ εἴρης τότε, πρῶτον μὲν ὅτι εἶναι αἱ μόναι συζητήσεις ποὺ ἔχουν νόημα, ἔπειτα ὅτι εἶναι θεῖαι εἰς ὕψιστον βαθμὸν καὶ κρύπτουν μέσα των ἀρετῆς ἀγάλματα πλῆθος, καὶ πλῆθος εἶναι τὰ θέματα ποὺ ἐγγίζουν, ἢ μᾶλλον ὅλα ὅσα ὀφείλει νὰ ἔχῃ ὑπ' ὄψει του ὁστισδήποτε πρόκειται νὰ γίνῃ τέλειος ἄνθρωπος»3.
Πρόκειται γιὰ ἐξαίσιες ἀπεικονίσεις ποὺ ἀποδίδουν τὴν «ἀμφισημία» καὶ τὴ «δομικὴ ἀμφισθένεια» οἱ ὁποῖες διακρίνουν ὄχι μόνον τὸ μήνυμα τοῦ Σωκράτους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴ μέθοδο τῆς εἰρωνείας μέσῳ τῆς ὁποίας μᾶς τὸ μεταδίδει· ἐπὶ πλέον, διακρίνουν, ὅπως θὰ ἰδοῦμε κατ' ἐπανάληψιν, τὴ νοοτροπία του καθώς καὶ τὸν τρόπο ζωῆς του.
Ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης, ὅπως ὁ Πλάτων ἐπιβεβαιώνει πολλές φορές, χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτό του ὡς «παράξενο», δηλαδὴ ἰδιόρρυθμο καὶ «ἄτοπο». Ἔθετε ὡς στόχο τῆς ἔρευνάς του τὴν αὐτοεξέτασή του, «νὰ ἰδῶ μὴν τυχὸν εἶμαι κανένα θηρίο πιὸ μπερδεμένο καὶ πιὸ φουσκωμένο κι ἀπὸ τὸν Τυφώνα, ἢ κανένα πιὸ ἥμερο καὶ πιὸ ἁπλὸ ζῷο, που τοῦ ἔχει τάξει ἡ φύση νὰ ἔχῃ μερδικό ἀπὸ κάποιο θεϊκὸ κι αἁπλὸ κλήρο»4.
Θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε δώσει τὸν ἐξῆς τίτλο σ' αὐτὸ τὸ βιβλίο: Σωκράτη, ποιὸς εἶσαι; στοχεύοντας ἀκριβῶς στὴν ἰδιαιτέρως εὔγλωττη ἀμφισημία τῆς ἐκφράσεως. Πράγματι, ἡ ἀμφισημία αὐτὴ ἐκφράζει, κατὰ πρῶτον, ἕνα ἐρώτημα τὸ ὁποῖο ὁ Σωκράτης θέτει στὸν ἑαυτό του καί, κατά δεύτερον, ἕνα ἐρώτημα τὸ ὁποῖο ἐμεῖς θέτουμε σ' ἐκεῖνον.
Ὅπως λέγει καὶ ὁ Nietzsche, ὁ Σωκράτης εἶναι μία «ἐξαιρετικά προβληματική παρουσία τοῦ ἀρχαίου κόσμου» ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία ἀρκετὰ κοινὴ ἔκφραση, εἶναι μία μυστηριώδης μορφή που συνιστᾶ ἕνα εἶδος αἰνίγματος, λίαν δυσχερὲς νὰ ἐπιλυθεῖ. Ἡ δήλωση ποὺ ὁ Πλάτων ἀποδίδει στὸν ᾿Αλκιβιάδη εἶναι προκλητικὴ καὶ συνάμα ἐμβληματική: «Διότι (μὴν ἀμφιβάλλετε) κανεὶς ἀπό σᾶς δὲν γνωρίζει πραγματικά αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον»5.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῶν Σειληνῶν ἦταν ἡ σωματική δυσμορφία τους, γεγονός τὸ ὁποῖο ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν ἀνεγνωρισμένη ἀπ᾿ ὅλους ἀσχήμια τοῦ Σωκράτους. Ἰδοὺ πῶς ἑρμήνευε τὴ δυσμορφία τοῦ Σωκράτους ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἐχθρούς του, ó Nietzsche: «Ἐκ καταγωγῆς ὁ Σωκράτης ἀνήκει στὸν ὄχλο: ὁ Σωκράτης ἦταν πληβεῖος. Εἶναι γνωστό, καὶ μπορεῖ νὰ διαπιστωθῆ ἀκόμη καὶ σήμερα, τὸ πόσον ἄσχημος ἦταν. Ἡ ἀσχήμια ὅμως, μία ἄρνηση αὐτὴ καθ' ἑαυτήν, ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς Ἕλληνες σχεδόν ανατροπή. Ὁ Σωκράτης ἦταν πράγματι Ἕλλην; Ἡ ἀσχήμια εἶναι συχνά ἔκφραση μίας ὑβριδικῆς ἐξελίξεως, που παρεμποδίζεται κατὰ τὸ ζευγάρωμα. ᾿Αλλοτε, πάλι, ἐμφανίζεται ὡς ἐπιπλοκή κατὰ τὴν ἀνάπτυξη. Οἱ ἀνθρωπολόγοι οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἐγκληματολογία, μᾶς λένε πὼς ὁ τυπικός κακοποιός εἶναι ἄσχημος: monstrum in fronte, monstrum in animo. Ο κακοποιός εἶναι ὅμως ἕνας ἐξαθλιωμένος, ἕνας παρίας. Ήταν ὁ Σωκράτης ἕνας τυπικός κακοποιός; Τουλάχιστον αὐτὸ δὲν διαψεύδει ἐκείνη τὴ φυσιογνωμικὴ ἐκτίμηση, τόσον ένοχλητική γιὰ τοὺς φίλους του Σωκράτους. Ἕνας ξένος φυσιογνωμιστής, ὅταν ἦλθε στὴν πόλη τῶν ᾿Αθηνῶν, εἶπε καταπρόσωπο στον Σωκράτη πώς ἦταν τέρας, monstrum, ποὺ ἔκρυβε μέσα του τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὴ χειρότερη λαγνεία. Κι ὁ Σωκράτης περιορίσθηκε ν' ἀπαντήσει: “Πόσο μὲ γνωρίζεις, ὦ ἄνθρωπε!"6.
Καὶ νὰ πῶς ὁ Σωκράτης, σε μία ἀπολαυστική σκηνὴ ἀπὸ τὸ Συμπόσιο του Ξενοφώντος, ἀνατρέπει μ' ἕνα ἐξαιρετικά εἰρωνικό λογοπαίγνιο τὴ δυσμορφία του, μετατρέποντάς την στὸ ἀντίθετό της.
Ο Κριτόβουλος, περιώνυμος γιὰ τὴν ὀμορφιά του, παρακινείται ἀπὸ τὸν Καλλία νὰ διαγωνισθεῖ στὴν ὀμορφιὰ πρὸς τὸν Σωκράτη. Ο Κριτόβουλος δέχεται νὰ ἀπαντήσει, ὡσὰν σε δίκη, πρὸς τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Σωκράτους, ζητώντας ὡς ἀντάλλαγμα να πλησιάσουν το λυχνάρι στα πρόσωπά τους πρίν νὰ πραγματοποιηθεί ή ψηφοφορία ποὺ θὰ ἔκρινε τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διαγωνισμού.
Στὴν πρώτη ἐρώτηση τοῦ Σωκράτους σχετικά πρὸς τὸν ὁρισμό τῆς ὀμορφιᾶς, προκειμένου περί όμορφων ζώων ἢ ἄψυχων πραγμάτων, ὅπως μία ἀσπίδα, ἕνα σπαθί ἢ ἕνα κοντάρι, ὁ Κριτόβουλος ἀπαντᾶ ὅτι αὐτὰ εἶναι ὄμορφα διότι ἐξυπηρετοῦν τὶς ἀνάγκες μας.
Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐπεμβαίνει ὁ Σωκράτης μὲ ἕναν ἀπολαυστικό συλλογισμό, ὁ ὁποῖος βασίζεται σὲ μία ἐξαιρετικά εἰρωνικὴ ἀμφισημία:
«Ξέρεις λοιπόν», ρώτησε ὁ Σωκράτης, «γιατί χρειαζόμαστε τὰ μάτια μας;» «Μὰ γιὰ νὰ βλέπουμε βέβαια». «Ἂν εἶναι ἔτσι, τὰ δικά μου μάτια, γι' αὐτὸ καὶ μόνο, εἶναι πιὸ ὡραῖα ἀπὸ τὰ δικά σου». «Καὶ γιατί αὐτό;» «Διότι τὰ δικά σου βλέπουν μόνο μπροστὰ ἐνῶ τὰ δικά μου, ἐπειδὴ εἶναι γουρλωτά, βλέπουν καὶ στὰ πλάγια». «Θέλεις νὰ πεῖς», εἶπε ὁ Κριτόβουλος, «ὅτι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῶα ὁ κάβουρας ἔχει τὰ ὡραιότερα μάτια;» «᾿Ασφαλῶς· ἐπειδὴ τὰ μάτια του εἶναι ἔτσι φτιαγμένα ὥστε νὰ ἔχουν τὴν ἰσχυρότερη ὅραση». «Ἂς εἶναι», εἶπε ὁ Κριτόβουλος· «ἀλλὰ ἂς μιλήσουμε γιὰ μύτες· ποιὰ νομίζεις πὼς εἶναι πιὸ ὄμορφη; Ἡ δική μου ἢ ἡ δική σου;» Καὶ ὁ Σωκράτης: «Ἐγὼ πιστεύω πὼς εἶναι ἡ δική μου, ἂν βέβαια οἱ θεοὶ μᾶς ἔχουν φτιάξει τὶς μύτες γιὰ νὰ ὀσφραινόμαστε. Διότι τὰ δικά σου ρουθούνια βλέπουν πρὸς τὰ κάτω, ἐνῶ τὰ δικά μου εἶναι ὀρθάνοιχτα, ὥστε νὰ δέχονται τὶς ὀσμὲς ἀπὸ παντοῦ». «᾿Αλλὰ πῶς γίνεται νὰ εἶναι ὡραιότερη μιὰ μύτη σιμὴ ἀπὸ μιὰ ἴσια;» «Γίνεται», εἶπε ὁ Σωκράτης, «διότι δὲν φράζει τὸ διάστημα ἀνάμεσα στὰ μάτια, ἀλλὰ τὰ ἀφήνει νὰ βλέπουν ἀνεμπόδιστα ὅ,τι θέλουν νὰ δοῦν· ἀντίθετα, ἡ ἴσια μύτη, σὰν ἀπὸ αὐθάδεια, χωρίζει μὲ τεῖχος τὰ μάτια». «Ὅσο γιὰ τὸ στόμα», εἶπε ὁ Κριτόβουλος, «σοῦ παραχωρῶ τὰ πρωτεῖα. Γιατὶ ἂν μᾶς τὸ ἔχουν φτιάξει γιὰ νὰ δαγκώνουμε, ἐσὺ βέβαια μπορεῖς νὰ κόβεις μεγαλύτερες δαγκωνιές. Καὶ δὲν νομίζεις ὅτι τὸ πάχος τῶν χειλιών σου κάνει καὶ τὰ φιλιά σου πιὸ ἀπαλά;» «'Ακούγοντάς σε», εἶπε ὁ Σωκράτης, «θὰ νόμιζε κανείς ὅτι τὸ στόμα μου εἶναι πιὸ ἄσχημο κι ἀπὸ γαϊδάρου. Καὶ δὲν λογαριάζεις καθόλου ὡς τεκμήριο τῆς ὑπεροχῆς μου ὅτι καὶ οἱ Ναϊάδες, ποὺ εἶναι θεές, γεννᾶνε τοὺς Σειληνούς που μοιάζουν περισσότερο σε μένα παρὰ σὲ σένα;»
Ο Κριτόβουλος δὲν ξέρει πλέον τί νὰ ἀπαντήσει. Γίνεται τότε ή ψηφοφορία καὶ νικητὴς ἀναδεικνύεται ὁ ἴδιος ὁ Κριτόβουλος. Ο Σωκράτης σχολιάζει, λοιπόν, μὲ ἕνα εἰρωνικό λογοπαίγνιο πολύ πιο ἔντονο: «᾿Αλίμονο», εἶπε ὁ Σωκράτης, «ὁ πλοῦτος σου δὲν φαίνεται νὰ μοιάζει μὲ τοῦ Καλλία: ὁ δικός του κάνει τοὺς ἀνθρώπους δικαιότερους, ἐνῶ ὁ δικός σου εἶναι συνήθως ἱκανὸς νὰ διαφθείρει καὶ δικαστές ἐλλανοδίκες»7.
Στὴν πραγματικότητα, ὅπως ἔχει σωστά παρατηρηθεῖ, ὁ Σωκράτης διεδραμάτισε καθοριστικό ρόλο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν πολυσύνθετη διαδικασία ἀπομυθοποιήσεως τῆς ἐξωτερικῆς ὀμορφιᾶς, ποὺ τόσον ἐλάτρευαν οἱ Ἕλληνες, κ' ἐχάραξε ἀμετάκλητα τὸν δρόμο ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν κατανόηση καὶ στὴν ἀπόλαυση τῆς ἐσωτερικῆς ὀμορφιάς. Ἐάν, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔγκειται στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὴν ψυχή του, τότε καὶ ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου δὲν συνίσταται στὴν ὀμορφιὰ τῶν μελῶν, ἀλλὰ στὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς του.
Ὁ ἄσχημος Σωκράτης, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ὡς ἐραστὴς τῶν ὄμορφων νέων, γίνεται στο τέλος ὁ ἐρώμενος, ἐνῶ οἱ ὄμορφοι νέοι γίνονται ἐραστές, ὅπως μᾶς ἀναφέρει καὶ πάλι ὁ Πλάτων δια στόματος ᾿Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο: «Παρατηρεῖτε, λ.χ., πῶς ὁ Σωκράτης τρέφει αἰσθήματα ἔρωτος πρὸς τοὺς ὡραίους νέους καὶ πῶς τοὺς τριγυρίζει διαρκῶς καὶ πῶς ἐνώπιόν των τὰ χάνει, καὶ ἀφ' ἑτέρου ἀγνοεῖ τὰ πάντα καὶ τίποτε δὲν ξέρει – ἔτσι εἶναι τὸ ὕφος του. Αὐτὸ δὲν εἶναι τρόποι Σιληνοῦ; [...] Πιστεύσετε με: οὔτε εὔμορφος ἂν εἶναι κανείς τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσιν (τουναντίον μάλιστα ἀδιαφορεῖ εἰς βαθμόν, που κανεὶς δὲν θὰ τὸ ἐπίστευε), οὔτε πλούσιος ἂν εἶναι, οὔτε ἄλλο τίποτ' ἂν κατέχει ἀπὸ τὰ χαρίσματα, ποὺ καλοτυχίζει ὁ κόσμος»8.
Ἀφοῦ διηγήθηκε τὴν ἀποτυχημένη ἀπόπειρά του να κατακτήσει τὸν Σωκράτη μέσῳ τῆς σωματικῆς ὀμορφιᾶς του καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπαίνεσε γιὰ τὶς ἀρετές του, ὁ ᾿Αλκιβιάδης συμπεραίνει: «Καὶ δὲν εἶμαι ὁ μόνος, ποὺ ἔχει μεταχειρισθεί κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τὸν Χαρμί δην τοῦ Γλαύκωνος καὶ τὸν Εὐθύδημον τοῦ Διοκλέους καὶ ἕναν μεγάλον ἀριθμὸν ἄλλων. Τοὺς ἐξαπατᾶ, πὼς εἶν' ἐραστής των, καὶ εἰς τὸ τέλος καταντᾷ νὰ γίνεται ὁ ἴδιος ἐρώμενος ἀντὶ ἐραστοῦ»9.
Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ μία ριζική μεταβολὴ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ «εἰς ἀντάλλαγμα τοῦ φαινομενικού» στο «κάλλος τὸ ἀληθινόν»10.
Ἔχει κατά ποικίλους τρόπους ἀμφισβητηθεῖ τὸ μεγαλεῖον τῆς σωκρατικῆς διανοήσεως· τόσον, ὥστε ὁρισμένοι κατέληξαν νὰ τὸ ἀναιρέσουν, περιορίζοντάς το στὸ ἐπίπεδο τῆς πρακτικῆς σοφίας, μιᾶς πρακτικῆς σοφίας ὅμως πολὺ ἀνώτερης. Ο Η. Maier, σ' ἕνα βιβλίο που εἶναι μὲν ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις θεμελιῶδες, ἐξ ὁλοκλήρου ὅμως ἐσφαλμένο ὡς πρὸς τὴ βασική του θέση, συμπεραίνει: «Ας μην μακρηγοροῦμε: ἡ “φιλοσοφία" στὴν ὁποία ὁ Σωκράτης ἀφιέρωσε τη ζωή του δὲν εἶναι μεταφυσική, δογματική ἢ σκεπτικιστική, οὔτε λογικὴ οὔτε ἠθικὴ οὔτε ρητορική στὴν οὐσία δὲν εἶναι ἐπιστήμη, πόσῳ μάλλον ἐπιστήμη “λαϊκή". Εἶναι ἀναζήτηση προσωπικοῦ ἠθικοῦ βίου» 11. ᾿Αλλοι μελετητές – ἀκόμα καὶ ἂν δὲν ἀπεδέχθησαν αὐτὴν τὴ θέση – ἐπέμειναν ποικιλοτρόπως, περιορίζοντας τὴν εὐρύτητα τῆς σωκρατικῆς διανοήσεως.
Πράγματι, μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑποστηρίξει πὼς ὁλόκληρη ή σωκρατική διανόηση στρέφεται πέριξ μίας καὶ μοναδικῆς κεντρικῆς ἰδέας. Πρόκειται ὅμως, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, γιὰ μία ἰδέα ἡ ὁποία μετέβαλε τὴν πνευματικὴ ἱστορία τῆς Δύσεως. ᾿Ακόμη καὶ σήμερα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεί, μέσῳ τοῦ Kierkegaard, ὅτι ὅσοι ἀσκοῦν τέτοιου εἴδους κριτικὴ ὁμιλοῦν στὸν ἀέρα: «Περίπου ὅπως ὅταν ἕνας πολυ θεϊστὴς θέλει νὰ χλευάσει τὴν ἀρνητικότητα τοῦ μονοθεϊστῇ, ἐπειδὴ ὁ πολυθεϊστὴς ἔχει πολλοὺς θεούς, ἐνῶ ὁ μονοθεϊστὴς δὲν ἔχει παρά μόνον ἕναν. Οἱ φιλόσοφοι ἔχουν πολλές διανοήσεις ποὺ εἶναι ἀξιόλογες μέχρις ἕνα ὁρισμένο σημεῖο. Ὁ Σωκράτης ἔχει μόνον μία ἀλλὰ ἀπόλυτη»12.
Ὄντως, ὅλες οἱ ἰδέες ποὺ ἀποδίδονται στον Σωκράτη εἶναι στενά συνδεδεμένες – μὲ τρόπο συνεκτικό καὶ σαφή – πρὸς μία κεντρική ἰδέα. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κύριος ἄξονας τοῦ βιβλίου μας, ὁ ὁποῖος βασίζεται ἐπὶ ἑνὸς ἑρμηνευτικοῦ παραδείγματος που, ἐν σχέσει πρὸς τὸ παραδοσιακό, παραμένει ἐναλλακτικὸ καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει ἀρχίσει πρὸ πολλοῦ νὰ διαφαίνεται καὶ νὰ ἐπιβάλλεται.
Tò 1944, ὁ Olof Gigon ἐδημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Sokrates καὶ ὑπότιτλο Sein Bild in Dichtung und Geschichte 13. Ο Gigon, χρησιμοποιώντας μία ὑπερκριτική φιλολογική μέθοδο (γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε ἐκτενῶς), ἐξάγει τὰ ἐξῆς συμπεράσματα: Γιὰ τὸν ἱστορικό Σωκράτη δὲν εἶναι γνωστό σχεδόν τίποτε, ἐνῶ ὅσα γνωρίζουμε ἀνήκουν στὴν ποίηση, σὲ εἰκασίες δηλαδή τῶν μαθητῶν κι ὄχι στὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια. Ἡ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ χωρὶς νὰ λάβουμε ὑπ' ὄψιν τὸν Σωκράτη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάποιες φιλολογικές τάσεις, ἂν ὠθηθοῦν σὲ ἀκραῖα συμπεράσματα μέσα ἀπὸ μία ὑπερκριτικὴ καὶ θετικιστικὴ ὀπτική, «καταβροχθίζουν τὴν ἱστορία» – γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία ἔκφραση τοῦ Jan Patočka 14.
Πολλοί ὑπῆρξαν θύματα τῆς θέσεως τοῦ Gigon, ἐνῶ ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ μελετητές φαίνεται πώς δυσκολεύονται νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτὴν· ὁρισμένοι, μάλιστα, στην προσπάθειά τους αὐτὴ τὴν τοποθετοῦν στὴ σφαίρα τῆς λήθης.
Το βιβλίο του Gigon ὅμως, ὅπως διαφαίνεται ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο του, ἀποτελεῖ ἕνα καθ' ἑαυτὸ ἐμβληματικό πρότυπο, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐπετεύχθησαν μετὰ ἀπὸ ἑνάμιση αἰῶνα ἐρευνῶν: ᾿Αποδεικνύει ἀπόλυτα ὅτι κατὰ τὴν ἐν λόγῳ χρονική περίοδο, ἡ θετικιστικοῦ χαρακτῆρος ἱστορικὴ μέθοδος, μία μέθοδος καθαρά φιλολογικὴ καὶ ὑπερκριτική, κατέδειξε, τελικῶς, τὴ σχεδόν καθολική ἀποτυχία της.
Προκύπτει, λοιπόν, ξεκάθαρα πὼς ἡ μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος ἐπιβάλλεται ὡς ή πλέον σημαντική σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ σωκρατικό μήνυμα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ὥστε, «ἂν ἀποκλείσουμε τὸν Πλάτωνα ἀπὸ τὴ σωκρατική παράδοση, δὲν θὰ ἀπομείνει τίποτα τὸ ἔξοχο καὶ τὸ μεγαλειώδες»15. Οἱ πιὸ ἀξιόλογες μελέτες περί Σωκράτους, μὲ κορυφαία ἐκείνη τοῦ Γρηγορίου Βλαστοῦ16, προσδίδουν ὄντως καθοριστικὴ σπουδαιότητα στη μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος.
Ἐν τούτοις, ὁ ἴδιος ὁ ὑπότιτλος τοῦ ἔργου του Gigon στρέφεται ἐναντίον τοῦ συγγραφέα ὡς «μπούμερανγκ». Κατ' ἀρχὰς, ἡ ἱστορία στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Gigon εἶναι μία μορφή ἡ ἱστοριογραφίας καθαρά τεκμηριωτικού χαρακτήρος καὶ, ὡς ἐκ τούτου, όπως προαναφέραμε, ἐμπνέεται έντονα ἀπὸ τὸν θετικισμό, τόσον ὥστε δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, Παρ' ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἄποψη τοῦ Heidegger, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας δὲν εἶναι ἔργο τῆς ἱστοριογραφίας, ἀλλὰ τῆς φιλοσοφίας»17, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας εἶναι μία ἱστορία ἰδεῶν μὲ δική της λογικὴ ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὴν ἁπλὴ συλλογή καὶ τὴ μηχανική παράθεση τεκμηρίων, ἐν τούτοις στηρίζεται, ὅπως θὰ δοῦμε, στὴν ἀνάγνωση καὶ στὴν ἑρμηνεία τους.
Ἐξ ἄλλου, ἀκριβῶς στὴν περίπτωση τοῦ Σωκράτους, «ποίηση» καὶ «ἱστορία» ὄχι μόνον δὲν συνιστοῦν ἀντίθεση, ἀλλὰ παρουσιάζουν καὶ μία συνάφεια ἐξαιρετικῆς σημασίας. Η ποίηση, καὶ ἰδίως ἡ ὑψηλή ποίηση τοῦ Πλάτωνος, ἀποκαλύπτει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια καὶ ἐπιβάλ λεται, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία πολύ δυνατή ἔκφραση τοῦ Goethe18, ὡς «erlogene Wahrheit», ἐπιβάλλεται, δηλαδή, ὡς ἀλήθεια που φανερώνεται μέσῳ τῆς ποιητικῆς μυθοπλασίας τοῦ δράματος. Θὰ δοῦμε μὲ ποιον τρόπο μία τέτοια μυθοπλασία ἀποκαλύπτει ἤ, ἂν μὴ τί ἄλλο, ἐπιβεβαιώνει θαυμάσια τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια σχετικῶς μὲ τὸν Σωκράτη.
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες πηγές, ἀκολουθώντας ένα διαφορετικό καὶ πιὸ διαδεδομένο κριτήριο ἀπὸ τὸ παραδοσιακό, εἶναι μὲ τὸν τρόπο τους ἀρκετά διαφωτιστικές, συμπεριλαμβανομένων ἀκόμη καὶ ἐκείνων ποὺ ἀποδίδονται σὲ ἐχθρούς τοῦ Σωκράτους – ὅπως ὁ ᾿Αριστοφάνης καὶ ὅσοι τὸν ἀκολούθησαν κατὰ τὴ σύγχρονη ἐποχή, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Nietzsche.
Συγκεκριμένα, θὰ γίνει φανερὸ πὼς ἡ κεντρικὴ ἰδέα πέριξ τῆς ὁποίας περιστρέφεται ή διανόηση τοῦ Σωκράτους, εἴτε ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο εἴτε ὡς πρὸς τὴ μέθοδο, ἔγκειται στὴν ἀναζήτηση μιᾶς ἀκριβοῦς ἀπαντήσεως στὸ αἴνιγμα τοῦ δελφικοῦ θεοῦ «Γνῶθι σαυτόν». Ἡ ἀπάντηση που δίνει ὁ Σωκράτης εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ψυχή του»19, βάσει τοῦ πορίσματος ποὺ ἐξάγεται καὶ ἐκφρά ζεται τέλεια ἀπὸ τὴν πλατωνική ᾿Απολογία: «Γιατί περιφέρομαι μὴν κάνοντας τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ πείθω τοὺς νεότερους καὶ τοὺς πιο ἡλικιωμένους ἀνάμεσά σας νὰ μὴ φροντίζουν οὔτε γιὰ τὰ σώματά τους οὔτε γιὰ τὰ χρήματά τους με τόσο πάθος, παρά μόνο γιὰ τὴν ψυχή τους, πῶς θὰ γίνει καλύτερη, λέγοντάς τους ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν γίνεται ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀλλὰ τὰ χρήματα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα ἀγαθά, καὶ τὰ ἰδιωτικά καὶ τὰ δημόσια, ἀπὸ τὴν ἀρετή»20.
Τὴ θέση αὐτὴ υἱοθέτησε καὶ ἰδιοποιήθηκε καὶ ὁ Δημόκριτος, σύγχρονος ἀλλὰ κατά δέκα χρόνια νεώτερος τοῦ Σωκράτους: «Ο τὰ ψυχῆς ἀγαθὰ αἰρεόμενος τὰ θειότερα αἱρέεται· ὁ δὲ τὰ σκήνεος τὰ ἀνθρωπήϊα» 21. «Ἀνθρώποις αρμόδιον ψυχῆς μᾶλλον ἢ σώματος λόγον ποιεῖσθαι ψυχῆς μὲν γὰρ τελεότης σκήνεος μοχθηρίην ὀρθοῖ, σκήνεος δὲ ἰσχὺς ἄνευ λογισμοῦ ψυχὴν οὐδέν τι ἀμείνω τίθησιν» 22.
Τὴν ἀντίληψη αὐτὴ συνεχίζει καὶ ἐπεκτείνει συστηματικῶς ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος μάλιστα τη συνοψίζει ὡς ἑξῆς: «Εγώ δηλαδή φρονώ ὅτι δὲν εἶναι τὸ γερὸν καὶ καλὸν σῶμα ἐκεῖνο, ποὺ μὲ τὴν ἀρετήν του κάμνει καλήν καὶ τὴν ψυχήν, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον, ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι καλή, καθιστᾷ μὲ τὴν ἀρετή της κάλλιστον καὶ τὸ σῶμα»23.
Πρόκειται γιὰ μία θέση-ορόσημο ὄχι μόνον στὴν πνευματική ἱστορία τῶν Ἑλλήνων εἰδικῶς, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα στὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστο ρία, θέση ἡ ὁποία, ὅπως ὀρθῶς ἔχει εἶπωθεῖ, καθόρισε τὴν ἴδια τὴν ἰδιοπροσωπία τῆς Εὐρώπης24. Ἀκριβῶς σ' αὐτὸ ἔγκειται ἡ «ἀνθρώπινη σοφία» τὴν ὁποία ὁ Σωκράτης ἀνεζήτησε σὲ ὅλη του τη ζωή, παραδεχόμενος ὅτι τὴν κατέκτησε κατὰ ἕναν ἐξαιρετικά δελφικό τρόπο.
Σημειώσεις
1. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Συμπόσιο, μτφρ. Ι. Συκουτρή, Ἀθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Εστίας, 1950, 215 a-b.
2. Αὐτόθι, 216 d.
3. Αὐτόθι, 221e-222a.
4. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδρος, μτφρ. Ι. Θεοδωρακόπουλου, Ἀθήνα, 1968, 230 a.
5. ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Συμπόσιο, ἔνθ᾽ ἀν., 216 c-d.
6. F. NIETZSCHE, Il problema di Socrate, Opere di Federico Nietzsche (OFN), VI 3, ἶταλ, ἔκδ., ἐπιμ. G. Colli - M. Montuari, Milano, Adelphi, 1986.
7. ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ, Συμπόσιο, μτφρ. Α. Σιδέρη, Ἀθήνα, ἐκδ. "Άγρα, Σειρά Μέλαινα Χολή, 1998, 5, 1-10.
8. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Συμπόσιο, ἔνθ' ἀν., 216 c-d.
9. Αὐτόθι, 222 b.
10. Αὐτόθι, 218 e.
11. H. MAIER, Sokrates: sein Werk und seine geschichtliche Stellung, Tübingen, 1913· χρησιμοποιήσαμε τὴν ἰταλική Εἔκδοση.
12. S. KIERKEGAARD, Φιλοσοφικά ψιχία ἢ κνήσματα καὶ περιτμήματα, μτφρ. Κ. Παπαγιώργη, ᾿Αθήνα, ἐκδ. Καστανιώτη, 1998.
13. Πβ. Ο. GIGON, Σωκράτης. Ἡ εἰκόνα του στὴν ποίηση καὶ στὴν ἱστο ρία, μτφρ. Άννας Γεωργίου, Ἀθήνα, ἐκδ. Γνώση, 1995.
14. J. PATOČKA, Socrate, ἶταλ. ἔκδ., Rusconi Libri, 1999, σ. 59.
15. Αὐτόθι, σ. 61.
16. Γ. ΒΛΑΣΤΟΥ, Σωκράτης. Εἰρωνευτής καὶ ἠθικὸς φιλόσοφος, μτφρ. Παύλου Καλλιγά, ᾿Αθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1993.
17. M. HEIDEGGER, Nietzsche, Pfullingen, 1961 χρησιμοποιήσαμε τὴν ἶτα λικὴ ἔκδοση.
18. J.W. GOETHE, Τὰ χρόνια τῆς μαθητείας τοῦ Γουλιέλμου Μάιστερ, μτφρ. Τούλας Σιέτη, ᾿Αθήνα, έκδ. Κανάκη, 1997.
19. Πβ. κατωτ., κεφ. 7.
20. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Απολογία Σωκράτους, μτφρ. Ηλέκτρας ᾿Ανδρεάδη, ᾿Αθήνα, ἐκδ. Κάκτος, 1992, 30 a-b.
21. ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ, άπ. Β 37, D.-Κ. 16, II, 155, 1-2.
22. Αὐτόθι, ἀπ. В 187.
23. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, μτφρ. 1. Γρυπάρη, Βιβλιοθήκη ᾿Αρχαίων Ελλή νων Συγγραφέων, ᾿Αθήνα, Γ΄, 403 d.
24. ПВ. Ј. РАТОČKA, Platone e l'Europa, ἶταλ. ἔκδ., εἰσαγ. G. Reale, Milano, Vita e Pensiero, 1997, σσ. 101-120.
2. Αὐτόθι, 216 d.
3. Αὐτόθι, 221e-222a.
4. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδρος, μτφρ. Ι. Θεοδωρακόπουλου, Ἀθήνα, 1968, 230 a.
5. ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Συμπόσιο, ἔνθ᾽ ἀν., 216 c-d.
6. F. NIETZSCHE, Il problema di Socrate, Opere di Federico Nietzsche (OFN), VI 3, ἶταλ, ἔκδ., ἐπιμ. G. Colli - M. Montuari, Milano, Adelphi, 1986.
7. ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ, Συμπόσιο, μτφρ. Α. Σιδέρη, Ἀθήνα, ἐκδ. "Άγρα, Σειρά Μέλαινα Χολή, 1998, 5, 1-10.
8. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Συμπόσιο, ἔνθ' ἀν., 216 c-d.
9. Αὐτόθι, 222 b.
10. Αὐτόθι, 218 e.
11. H. MAIER, Sokrates: sein Werk und seine geschichtliche Stellung, Tübingen, 1913· χρησιμοποιήσαμε τὴν ἰταλική Εἔκδοση.
12. S. KIERKEGAARD, Φιλοσοφικά ψιχία ἢ κνήσματα καὶ περιτμήματα, μτφρ. Κ. Παπαγιώργη, ᾿Αθήνα, ἐκδ. Καστανιώτη, 1998.
13. Πβ. Ο. GIGON, Σωκράτης. Ἡ εἰκόνα του στὴν ποίηση καὶ στὴν ἱστο ρία, μτφρ. Άννας Γεωργίου, Ἀθήνα, ἐκδ. Γνώση, 1995.
14. J. PATOČKA, Socrate, ἶταλ. ἔκδ., Rusconi Libri, 1999, σ. 59.
15. Αὐτόθι, σ. 61.
16. Γ. ΒΛΑΣΤΟΥ, Σωκράτης. Εἰρωνευτής καὶ ἠθικὸς φιλόσοφος, μτφρ. Παύλου Καλλιγά, ᾿Αθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1993.
17. M. HEIDEGGER, Nietzsche, Pfullingen, 1961 χρησιμοποιήσαμε τὴν ἶτα λικὴ ἔκδοση.
18. J.W. GOETHE, Τὰ χρόνια τῆς μαθητείας τοῦ Γουλιέλμου Μάιστερ, μτφρ. Τούλας Σιέτη, ᾿Αθήνα, έκδ. Κανάκη, 1997.
19. Πβ. κατωτ., κεφ. 7.
20. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Απολογία Σωκράτους, μτφρ. Ηλέκτρας ᾿Ανδρεάδη, ᾿Αθήνα, ἐκδ. Κάκτος, 1992, 30 a-b.
21. ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ, άπ. Β 37, D.-Κ. 16, II, 155, 1-2.
22. Αὐτόθι, ἀπ. В 187.
23. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, μτφρ. 1. Γρυπάρη, Βιβλιοθήκη ᾿Αρχαίων Ελλή νων Συγγραφέων, ᾿Αθήνα, Γ΄, 403 d.
24. ПВ. Ј. РАТОČKA, Platone e l'Europa, ἶταλ. ἔκδ., εἰσαγ. G. Reale, Milano, Vita e Pensiero, 1997, σσ. 101-120.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου