Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η επίδραση του Heidegger στον μετανθρωπισμό(γ)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Η επίδραση τού Heidegger στον μετανθρωπισμό:
Η αποδόμηση της μεταφυσικής, η τεχνολογία και η υπέρβαση του ανθρωπισμού γ

Gavin Rae, History of the Human Sciences, 2014, Vol. 27 (I) 51-69

Το πρόγραμμα τού Heidegger: Το περί τού Είναι ερώτημα και η αποδόμηση τής μεταφυσικής

Ενώ η παράδοση τής μεταφυσικής βασίζεται στον ορισμό τού Είναι, και γρήγορα και σιωπηλά ξεχνά την απόφαση που πήρε, η αποδόμηση τής μεταφυσικής περιλαμβάνει μια υπομονετική ενασχόληση με την μεταφυσική παράδοση, με σκοπό να την απογυμνώσει, αφήνοντας την με τα πρωταρχικά της στοιχεία, ώστε να προσδιορίσει ποια στοιχεία της πρέπει να εγκαταλειφθούν και ποια να επαναδιατυπωθούν, και να ανοίξουν έτσι μελλοντικές δυνατότητες (Heidegger, 1999:3). Σκοπός είναι η επιστροφή «στις πρωταρχικές εμπειρίες, στις οποίες κατορθώσαμε να βρούμε τους πρώτους δρόμους προσδιορισμού της φύσεως τού Είναι-δρόμοι που από τότε μας καθοδήγησαν» (1962: 44). Η αποδόμηση λοιπόν δεν περιλαμβάνει «κριτική σύντριψη και θρυμματισμό» (2010b: 139), αλλά υπομονετική και λεπτή εργασία, μέσα σε μια τοποθέτηση, δια τής οποίας είναι δυνατή η επιστροφή στο θεμελιακό της σημείο. Ασχολούμενος και περνώντας μέσα από την μεταφυσική παράδοση, ο Heidegger ισχυρίζεται πως «θα είναι δυνατόν να καταδείξει τις ούτω λεγόμενες «θεμελιώδεις εμπειρίες», και με τον τρόπο αυτό την κατάλληλη σφαίρα καταγωγής, στην οποία μπορεί να αναφερθεί κάθε γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα, και το αντίστροφο. Δηλαδή, από την σφαίρα αυτή πρέπει να παρακινείται κάθε γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα» (στο ίδιο σημείο). Η πράξη αυτή τής επιστροφής, ή τής κάθαρσης, όπως την ονομάζει ο Heidegger (1999: 154), δε θα αποκαλύψει αυτό που είχε κρύψει η μεταφυσική, αλλά θα προσφέρει επιπλέον την δυνατότητα προσδιορισμού των θετικών δυνατοτήτων της παράδοσης, και από το σημείο αυτό, μια εναλλακτική τής μεταφυσικής (1962: 44).

Δυο σημεία αναδύονται από αυτή την αποδομητική μέθοδο, σημεία τα οποία θα είναι σημαντικά όταν θα συζητήσουμε την σχέση του μετανθρωπισμού προς τον ανθρωπισμό. Κατά πρώτον, αντί να υπερβεί την μεταφυσική απορρίπτοντας την απλώς ή εγκαταλείποντας την, ο Heidegger διαπιστώνει, πως πρέπει να γίνει η συνάντηση με ό,τι είναι να υπερβαθεί. Αντί λοιπόν να υπερβαθεί η μεταφυσική με την απλή εγκατάλειψη, η μόνη δυνατότητα υπέρβασής της έγκειται στην επεξεργασία τού δρόμου που διήνυσε η μεταφυσική παράδοση. Αντί της ρήξης με αυτό που πρόκειται να υπερβαθεί, η υπέρβαση περιέχει μια απελευθέρωση δια της από-στροφής [αναφέρεται στην εικόνα τού σκοινιού που τα νήματά του ξεχωρίζουν, όταν τα στρέψουμε προς τήν αντίθετη κατεύθυνση προς την οποία έχουν συστραφεί για να κρατάνε μεταξύ τους](2013:40). Η πράξη αυτή κάνει την παράδοση να φύγει από την μεταφυσική. Κατά δεύτερον, αφού η υπέρβαση είναι μια από-στροφή, ο Heidegger μας υπενθυμίζει πως η υπέρβαση συνεπάγεται μια μετάβαση, που σημαίνει πως η υπέρβαση δεν είναι ποτέ μια πλήρης απελευθέρωση από αυτό το οποίο υπερβαίνεται. Καθώς η αποδόμηση αφήνει πάντα υπολείμματα αυτού που καταστράφηκε, ένα «ίχνος» (1991: 4) αυτού που καταστράφηκε παραμένει στα συντρίμμια, και από αυτά θα κτιστεί η εναλλακτική, και πράγματι, (το ίχνος) εκφράζεται σε αυτό που δομήθηκε από τα συντρίμμια. Ας το θέσουμε απλά: το ίχνος αυτού που καταστράφηκε, πάντα επιβιώνει της καταστροφής του. Η καταστροφή συνεπάγεται επομένως την αναδιοργάνωση τών υλικών από τα οποία αναδύθηκε η μεταφυσική παράδοση. Μαζί με αυτά, ο σκοπός είναι η ταυτοποίηση και η αποφυγή τής επανάληψης τών αποτυχιών τής παράδοσης, και η ταυτόχρονη αποκάλυψη ενός εναλλακτικού δρόμου που οδηγεί έξω από την περιοχή, από την οποία αναδύθηκε η μεταφυσική.

Ενώ η αποδόμηση τής Μεταφυσικής από τον Heidegger και η προσπάθεια αναστοχασμού του περί τού Είναι ερωτήματος, συνεπάγεται την κριτική τού τεχνολογικού είναι και του τρόπου σκέψης που σχετίζεται με την μεταφυσική, για να εκθέσουμε περαιτέρω την κριτική τού Heidegger στην μεταφυσική, θα μας βοηθούσε στην συζήτηση περί του μετανθρωπισμού, μια σύντομη έκθεση των βασικών πτυχών τής κριτικής του Heidegger στον ανθρωποκεντρισμό και ο αναστοχασμός του ανθρώπινου είναι από την προοπτική τού Είναι, που η κριτική αυτή συνεπάγεται. Όπως αναφέραμε, το μεγάλο πρόβλημα του Heidegger με τον ανθρωποκεντρισμό, είναι το γεγονός πως αυτός ξεχνά/αγνοεί το περί του Είναι ερώτημα. Αντί να υπερβεί την μεταφυσική με περισσότερη μεταφυσική, ο Heidegger κάνει ένα βήμα πίσω, για να στοχαστεί το ανθρώπινο Είναι μέσω του περί του Είναι ερωτήματος (1977a: 234). Ως συνέπεια αυτού, καταλήγει σε μια μερική αποκάλυψη: αντί να ορίζεται δια της διαφοράς του προς τα άλλα όντα, το ανθρώπινο Είναι ορίζεται δια της σχέσης του προς το Είναι, καθώς το ανθρώπινο Είναι έχει μια μοναδική σχέση προς το Είναι, καθώς αυτό, και μόνο αυτό από όλα τα όντα υπάρχει στο ξέφωτο του Είναι. Για να δούμε τι σημαίνει αυτό, ο ευκολότερος ίσως τρόπος είναι να ασχοληθούμε με την κριτική τού Heidegger στις δυαδικές αντιθέσεις, που για τον Heidegger είναι προβληματικές, καθώς βάσει αυτών, το Είναι δεν καταπιάνεται με κάθε πτυχή της αντίθεσης. Αποδεχόμενοι την δυαδική αντίθεση ανθρώπου-ζώου, η σκέψη εγκλωβίζεται σε μια αντίθεση, στην οποία ακόμα και η αντιστροφή τού προτιμώμενου όρου αποτυγχάνει στο να κατανοήσει αληθινά το «μεταξύ», που τα φέρνει σε σχέση. Με δεδομένο πως ο άνθρωπος και το ζώο είναι διαφορετικές μορφές του Είναι, ο Heidegger ισχυρίζεται, πως παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται το κοινό τού Είναι ή της ύπαρξης. Έχουν απλώς διαφορετικές μορφές ή τύπους ύπαρξης (1991: 192-3). Αφού το έχει αναγνωρίσει αυτό, ο Heidegger θεωρεί πως το ερώτημα-κλειδί για την κατανόηση τόσο του ανθρώπου όσο και του ζώου, είναι η ενασχόληση με την κοινή τους πτυχή: το Είναι. Είναι σημαντικό να επισημανθεί, πως η κατανόηση της σχέσης αυτής δεν προκύπτει από την «ενδοσκόπηση» μέσα στο ον ή από την σύγκριση των όντων. Προέρχεται από την παρατήρηση του τύπου του Είναι που το κάθε όν «έχει».

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου