Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (16)

  Συνέχεια από Τρίτη, 13 Οκτωβρίου 2020

ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΡΙΤΗ

Τώρα, πάτερ, γνώρισα ακριβέστερα, ότι εκείνοι που γράφουν εναντίον των ησυχαστών, όχι μόνο δεν έχουν ιδέα από τα (πνευματικά) έργα και δεν έχουν γνώση της πείρας του βίου, η οποία είναι η μόνη σίγουρη και ασφαλής, αλλά και είναι τελείως αμαθείς στους πατερικούς λόγους. Φυσιούμενοι (αλαζονικοί) χωρίς λόγο (επιπόλαια), σύμφωνα με τον απόστολο, και εισχωρώντας με το σαρκικό νου τους σε πράγματα πού δεν τα έχουν δει, εκτράπηκαν τόσο πολύ από την ευθεία οδό, ώστε εκείνους βέβαια να τους συκοφαντούν φανερά, προς τον εαυτό τους όμως να μη συμφωνούν καθόλου· γι’ αυτό, επιχειρώντας να μιλήσουν για φωτισμό, απορρίπτουν βέβαια ως πλάνη κάθε φωτισμό που προσλαμβάνεται με τις αισθήσεις, οι ίδιοι όμως θεωρούν κάθε θείο φωτισμό προσληπτό με τις αισθήσεις. Τους φωτισμούς που συνέβηκαν στον παλαιό νόμο προ της παρουσίας του Χριστού μεταξύ των Ιουδαίων και των προφητών αυτών τους θεωρούν συμβολικούς, ενώ εκείνον που πραγματοποιήθηκε στο όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρα και τον άλλο κατά την κάθοδο του αγίου Πνεύματος την Πεντηκοστή, όπως και τους άλλους της ίδιας κατηγορίας τους θεωρούν αισθητούς. Πάνω από την αίσθηση (Ὑπέρ αἴσθησιν) φωτισμό θεωρούν μόνο τη γνώση, γι’ αυτό και αυτήν ανακηρύττουν ανώτερη του φωτός και τέλος κάθε θεωρίας. Όσα ισχυρίζονται ότι άκουσαν από κάποιους, θα σου τα διηγηθώ τώρα με συντομία. Παρακαλώ όμως να με ανεχθείς και να σκέπτεσαι ότι εγώ, επειδή δεν άκουσα ποτέ τέτοια πράγματα από κανένα ησυχαστή, δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνοι έχουν ακούσει κάτι παρόμοιο από κάποιον δικό μας. Λέγουν ότι υποκρίθηκαν τους μαθητές, αλλ’ επειδή δεν ήταν ευμαθείς, τους παρακάλεσαν και τους έπεισαν να τους δοθούν γραπτώς από τους διδασκάλους τα λεγόμενα προς αυτούς. Γράφουν λοιπόν οι διδάσκαλοί τους, λέγουν, ότι πρέπει να αφήνουν κατά μέρος κάθε ιερή Γραφή ως πονηρή, και να αφοσιώνονται μόνο στην ευχή, με την οποία απομακρύνονται μεν τα πονηρά πνεύματα, που βρίσκονται ενωμένα ουσιωδώς με τους ανθρώπους, ενώ αυτοί εκπυρώνονται (κατακαίονται) αισθητά και σκιρτούν από χαρά και γεμίζουν από ευφροσύνη, χωρίς να αλλοιώνεται καθόλου η ψυχή, και βλέπουν φώτα αισθητά• και να θεωρούν ως σημάδι των θείων την επιχρωσμένη λευκότητα, ενώ των πονηρών το πυρώδες και ξανθό χρώμα. Γράφουν λοιπόν ότι οι διδάσκαλοί τους βέβαια λέγουν αυτά, αυτοί όμως αποφαίνονται ότι όλα αυτά είναι δαιμονιώδη. Και αν αντιλέγει κάποιος προς αυτούς σε κάτι από τα λεχθέντα, θεωρούν ότι αυτό είναι σημάδι της εμπάθειας, και την εμπάθεια πάλι τη θεωρούν δείγμα της πλάνης. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι επιτίθενται εναντίον αυτών που κατηγορούν με πολλούς τρόπους, μιμούμενοι στα γράμματά τους σε μεγάλο βαθμό τους ποικίλους ελιγμούς και τη δολιότητα του φιδιού, ενεργώντας με μεγάλη πολυστροφία, ξετυλίγοντας πολλές πλοκές και εξηγώντας τα λεγόμενά τους κάθε φορά διαφορετικά και αντιφατικά. Γιατί, μη έχοντας τη βεβαιότητα και την απλότητα της αλήθειας, εύκολα στρέφονται στα αντίθετα, και νιώθοντας ντροπή (αισχυνόμενοι) από τον έλεγχο της συνειδήσεώς τους, προσπαθούν, όπως ο Αδάμ, να κρυφθούν κάτω από την ποικιλία και το γριφοειδές και το αμφίρροπο των λόγων τους προς διάφορα νοήματα.

Συ όμως, πάτερ, αποσαφήνισε ποιά γνώμη έχουμε εμείς για τα λεγόμενα από εκείνους.

1.3

ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΡΙΤΗ 

ΛΟΓΟΣ 

ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ 

ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ Ο ΤΡΙΤΟΣ 

ΠΕΡΙ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ

1. Δεν έχουν λοιπόν τοποθετηθεί μόνον οι κακίες δίπλα στις αρετές, αλλά και στους ευσεβείς λόγους φαίνονται να είναι τόσο γειτονικοί οι δυσσεβείς, ώστε με μία πολύ μικρή προσθήκη ή αφαίρεση να μεταβάλλονται εύκολα ο ένας προς τον άλλο και να μετατρέπεται στο εντελώς αντίθετο η έννοια των λέξεων· γι’ αυτό σχεδόν κάθε ψευδοδοξία φέρει προσωπείο της αλήθειας για όσους δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τη μικρή έλλειψη ή προσθήκη. Είναι βέβαια και αυτό τέχνη δεινή του ευμήχανου προς απάτη πονηρού δαίμονα. Γιατί αυτός, έχοντας τοποθετήσει το ψευδός όχι μακριά από την αλήθεια, κατασκεύασε διπλή απάτη· επειδή δηλαδή διαφεύγει αυτή της προσοχής των πολλών εξαιτίας της ελάχιστης διαφοράς της, ή το ψευδός θα θεωρήσει κανείς αλήθεια, ή και την αλήθεια, ως παραπλήσια με το ψεύδος, ψευδός· και στις δύο περιπτώσεις θα εκπέσει οπωσδήποτε από την αλήθεια. Αυτή την τέχνη έχοντας μυηθεί οι οπαδοί του Αρείου, πρόβαλλαν την ομολογία της πόλεως Νίκης αντί της Νίκαιας, κακοποιώντας τον ορθά διδασκόμενο λόγο της αληθείας. Αυτή την απάτη χρησιμοποιώντας ο ίδιος ο Άρειος, παρά λίγο θα αποκτούσε συλλειτουργούς του εκείνους που αποκήρυξαν αυτόν από την Εκκλησία, εάν ο μεγάλος Αλέξανδρος, ο οποίος μπόρεσε βέβαια να τον αντιληφθεί, αλλ’ όχι και να τον φανερώσει με σαφήνεια, δεν προσέφευγε στον Θεό με προσευχή και δεν προκαλούσε με αυτήν δίκαια σιχαμερό θάνατο σε εκείνον τον βδελυρό και φερώνυμο της μανίας.

2. Την απάτη, αδελφέ, μου φαίνεται ότι χρησιμοποιούν και τώρα με όλα τα μέσα εκείνοι που λέγουν όσα διηγήθηκες. Πράγματι το να αφήνονται οι αρχάριοι να ησυχάζουν μετά από μακρά ανάγνωση και να αφοσιώνονται στη μονολόγιστη ευχή, μέχρι που ν’ αποκτήσουν τη συνήθεια ν’ ασχολούνται με αυτήν αδιάλειπτα κατά διάνοια, και αν ακόμη το σώμα πράττει κάτι άλλο, το εισηγούνται και ο άγιος Διάδοχος, και Φιλήμων ο μέγας, και ο πολύς στα θεία Νείλος, και ο Ιωάννης της Κλίμακος, καθώς και πολλοί από τους πατέρες που ζουν ακόμα, αλλ’ όχι ως ανωφελή και πονηρή· προσθέτοντας όμως αυτοί το «πονηρή», κατέστησαν πονηρές τις αγαθές εισηγήσεις. Γνωρίζουμε όμως ότι όλοι σχεδόν οι άγιοι έδειξαν και με έργα και με λόγους ότι η προσευχή είναι διώκτρια των πονηρών πνευμάτων και παθημάτων, και κάθε συνετός άνθρωπος αυτό δέχεται και διδάσκει, κανένας όμως δεν μάς λέγει ότι αυτά είναι ενωμένα ουσιωδώς με εμάς· αφού όμως αυτοί που αναφέρεις πρόσθεσαν αυτό μόνοι τους, κατέστησαν αποφευκτό το επιδιωκτό. Και ο μέγας Βασίλειος είπε ότι η καρδία σκιρτά σαν να πηδά από τον ενθουσιασμό της αγάπης του αγαθού, και ο μέγας Αθανάσιος θεωρεί αυτό σαν σημείο (σημάδι) της χάριτος. Ότι βέβαια βγαίνει κανείς σαν πυρωμένος από την ευχή, όταν κάνει με αθόλωτο νου την έντευξιν (παράκληση, μεσιτεία, συνομιλία, συνάντηση) προς τον Θεό, το διδάσκει σαφώς και η πείρα και ο Ιωάννης της Κλίμακος, και χωρίς αυτό και την έλευση του φωτός κατά την ευχή και την πραότητα που γεννιέται από αυτήν στην ψυχή, θεωρεί σωματική και ιουδαϊκή την προσευχή. Ότι πάλι στο στόμα των προσευχομένων προκαλείται αίσθημα ηδονής όχι μόνον από την προσευχή, αλλά και από την ψαλμωδία που γίνεται με σύνεση, το δείχνουν με σαφήνεια και πολλοί άλλοι και ο άγιος Ισαάκ. Αλλ’ όλα αυτά έχουν αρχή τη βελτίωση της λογικής ψυχής. Έχοντας όμως αφαιρέσει αυτό τώρα οι συκοφάντες των αγίων τους οποίους αναφέρεις, κατέστησαν τα αξιέπαινα αξιόμεμπτα, και αφού από τον ιερό και θείο φωτισμό περιέκοψαν τα άλλα, όσα είναι ασφαλείς αποδείξεις, και πρόσθεσαν κάτι μικρό και που όμως χωρεί τις διαβολές τους, επιχειρούν, αλλοίμονο, να πείσουν τους άπειρους να θεωρούν δαιμονιώδες το θείο. Το μεγαλύτερο όμως είναι ότι πείθονται βέβαια ότι εκείνος που διατηρείται μέσα στο αιώνιο σκότος (ο διάβολος) φωτίζει, αν και απατηλά, δεν πιστεύουν όμως ότι ο υπέρφωτος και αρχίφωτος Θεός, ο οποίος γεμίζει με νοερό φώς κάθε λογική φύση πρόσφορο για κατάλληλη φωτοληψία, φωτίζει νοητώς.

(Συνεχίζεται)

Αρχαίο Κείμενο


ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΤΡΙΤΗ
Ἄρτι, πάτερ, ἀκριβέστερον ἔγνων μή μόνον τήν ἀπό τῶν ἔργων οὐκ ἔχοντας εἴδησιν, μηδέ τῆς ἀπό τοῦ βίου πείρας, ἥ καί μόνη βεβαία καί ἀνεξέλεγκτος ἀνεπιγνώμονας ὄντας τούς κατά τῶν ἡσυχαζόντων γράφοντας, ἀλλά καί τῶν πατερικῶν λόγων ἀνηκόους παντάπασιν. Εἰκῇ δή φυσιούμενοι, κατά τόν ἀπόστολον, καί ἅ μή ἑωράκασιν ἐμβατεύοντες, ὑπό τοῦ νοός τῆς σαρκός αὐτῶν, εἰς τοσοῦτον ἐξετράπησαν τῆς εὐθείας, ὡς ἐκείνους μέν συκοφαντεῖν φανερῶς, ἑαυτοῖς δέ μηδ᾿ ὁπωσοῦν συμφωνεῖν˙ διό καί περί φωτισμοῦ λέγειν ἐπιχειροῦντες ἀπαγορεύουσι μέν ὡς πλάνην πάντα φωτισμόν αἰσθήσει ληπτόν, οἱ αὐτοί δέ καί πάντα φωτισμόν θεῖον αἰσθήσει λέγουσι ληπτόν, συμβολικούς μέν φάσκοντες τούς ἐν τῷ πάλαι νόμῳ πρό τῆς Χριστοῦ παρουσίας ἐν Ἰουδαίοις καί τοῖς ἐξ αὐτῶν προφήταις γενομένους, αἰσθητόν δέ σαφῶς τόν ἐν Θαβωρίῳ ἐπί τῇ μεταμορφώσει τοῦ Σωτῆρος καί τόν ἐπί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος καθόδου καί ὅσοι κατ᾿ αὐτούς. Ὑπέρ αἴσθησιν δέ φωτισμόν τήν γνῶσιν μόνην λέγουσι, διό καί ταύτην κρείττω τοῦ φωτός καί τέλος πάσης ἀποφαίνονται θεωρίας. Ἅ δέ φασι παρά τινων ἀκοῦσαι, νῦν ὡς ἐν βραχεῖ σοι διηγήσομαι. Παρακαλῶ δ᾿ ἀνέχεσθαί μου καί διανοεῖσθαι ὡς, παρ᾿ οὐδενός ἐγώ ποτε τοιαῦτ᾿ ἀκούσας τῶν ἡσυχαζόντων, οὐ δύναμαι πείθειν ἐμαυτόν ὡς ἐκεῖνοι τοιοῦτό τι παρά τινος ἀκηκόασιν τῶν ἡμετέρων. Λέγουσι δ᾿ ὅμως ὑποκριθῆναι μέν μαθητιῶντας, ἀλλ᾿ οὐκ εὐμαθεῖς, διό γραφῇ διδόναι τά παρά τῶν διδασκάλων πρός αὐτούς λεγόμενα λιπαρῆσαί τε καί πεῖσαι. Γράφουσιν τοίνυν φάναι τούς διδάσκοντας αὐτούς πάσης μέν Γραφῆς ἱερᾶς ὡς πονηρᾶς ἀφεῖσθαι, προσανέχειν δέ μόνῃ τῇ εὐχῇ, δι᾿ ἧς ἀπελαύνεσθαι μέν τά πονηρά πνεύματα, συνουσιωμένα ὄντα τοῖς ἀνθρώποις, ἐκπυροῦσθαι δέ τούς αὐτούς αἰσθητῶς καί σκιρτᾶν καί ἥδεσθαι, μηδέν ἀλλοιουμένης τῆς ψυχῆς, βλέπειν δέ φῶτα τούτους αἰσθητά σημεῖον δ᾿ ἡγεῖσθαι τῶν μέν θείων τήν ἐπικεχρωσμένην λευκότητα, τῶν δέ πονηρῶν τό οἷον πυρῶδες καί ξανθόν. Τούς μέν οὖν διδάσκοντας αὐτούς φάναι ταῦτα γράφουσιν, αὐτοί δέ δαιμονιώδη τοῦτ᾿ εἶναι πάντα ἀποφαίνονται˙ κἄν τις ἐπί τινος τῶν εἰρημένων ἀντιλέγῃ τούτοις, σημεῖον μέ τοῦτο τίθενται τῆς ἐμπαθείας, τήν δ᾿ αὖθις δεῖγμα τίθενται τῆς πλάνης˙ καί διά πολλῶν ἄν τις ἐπισκέψαιτο περιπίπτονας οἷς κατηγοροῦσι καί μάλιστα τό πολυέλικτον καί δολερόν τοῦ ὄφεως ἐν τοῖς ἑαυτῶν μιμουμένους γράμμασι, πολλάς τε στροφάς στρεφομένους καί πολλάς ἐξελίττοντας πλοκάς καί ἄλλοτε ἄλλως καί ἐναντίως τά σφῶν αὐτῶν ἐξηγουμένους. Τό γάρ ἑδραῖον καί ἁπλοῦν οὐκ ἔχοντες τῆς ἀληθείας εὐεπίτρεπτοί εἰσιν εἰς τἀναντία, καί τῷ ἐλέγχῳ τοῦ οἰκείου συνειδότος αἰσχυνόμενοι κρύπτειν ἑαυτούς ὡς καί ὁ Ἀδάμ ἐπιχειροῦσι τῷ ποικίλῳ καί γραφοειδεῖ καί ἀμφιρρεπεῖ πρός διάφορα νοήματα τῶν λόγων. Σέ δ᾿ ὅπως ἡμεῖς ἔχομεν δόξης περί τῶν ὑπ᾿ἐκείνων εἰρημένων ἀξιῶ, πάτερ, σαφηνίσαι.

ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΛΟΓΟΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ Ο ΤΡΙΤΟΣ ΠΕΡΙ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ
1. Οὐκ ἄρα μόνον ταῖς ἀρεταῖς αἱ κακίαι παραπεπήγασιν, ἀλλά καί τοῖς εὐσεβέσι λόγοις ἐπί τοσοῦτον οἱ δυσσεβεῖς ἐν γειτόνων εἶναι δοκοῦσιν, ὡς διά μικρᾶς πάνυ προσθήκης ἤ ἀφαιρέσεως μεταβάλλειν εἰς ἀλλήλους ρᾳδίως καί πρός πᾶν τοὐναντίον μεταχωρεῖν τήν τῶν ρημάτων διάνοιαν˙ ἐντεῦθεν ψευδοδοξία σχεδόν πᾶσα προσωπεῖον φέρει τῆς ἀληθείας τοῖς μή τήν μικράν ἔλλειψιν ἤ προσθήκην συνορᾶν δυναμένοις. Τέχνη δέ καί τοῦτο δεινή τοῦ πρός ἀπάτην εὐμηχάνου πονηροῦ δαίμονος. Μή μακράν γάρ ἀποστήσας τό ψεῦδος τῆς ἀληθείας διπλῆν συνεσκεάσατο τήν ἀπάτην˙ τῇ γάρ βραχύτητι τῆς διαφορᾶς τούς πολλούς λανθανούσης, ἤ τό ψεῦδος ἡγήσεταί τις ἀλήθειαν ἤ καί τήν ἀλήθειαν, ὡς παραπλησίαν τῷ ψεύδει, ψεῦδος˙ ἑκατέρωθεν δέ πάντως ἐκπεσεῖται τῆς ἀληθείας. Ταύτην μυηθέντας τήν τέχνην οἱ τά Ἀρείου πρεσβεύοντες, τήν ἐν Νίκῃ τῇ πόλει πίστιν ἀντί τῆς ἐν Νικαίᾳ προὐβάλλοντο, τόν ὀρθοτομοῦντα τῆς ἀληθείας λυμαινόμενοι λόγον. Ταύτῃ κεχρημένος αὐτός Ἅρειος τῇ ἀπάτῃ, μικροῦ κοινωνούς ἄν ἔσχε καί συλλειτουργούς τούς αὐτόν ἐπ᾿ ἐκκλησίας ἀποκηρύξαντας, εἰ μή, τόν δόλιον φωρᾶσαι μέν δυνηθείς, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξελέγξαι σαφῶς ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, Θεῷ δι᾿ εὐχῆς προσέδραμε καί δι᾿ αὐτῆς μυσαρῷ θανάτῳ δικαίως τόν μυσαρόν ἐκεῖνον καί φερωνύμως μεμηνότα παρέπεμψε.

2. Ταύτῃ καί νῦν, ἀδελφέ, χρῆσθαι διά πάντων μοι δοκοῦσιν οἱ λέγοντες ἅ διήγησαι. Ἀφεῖσθαι μέν γάρ τούς ἀρχομένους ἡσυχάζειν μακρᾶς ἀναγνώσεως καί προσανέχειν τῇ μονολογίστῳ προσευχῇ, μέχρις ἄν ἕξιν τινά σχοῖεν τοῦ ταύτης ἀδιαλείπτως ἔχεσθαι κατά διάνοιαν, κἄν ἄλλο τι τό σῶμα πράττῃ, ὅ τε ἅγιος Διάδοχος καί Φιλήμων ὁ μέγας καί ὁ πολύς τά θεῖα Νεῖλος καί ὁ τῆς Κλίμακος Ἰωάννης καί πολλοί τῶν ζώντων εἰσηγοῦνται πατέρων, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ἀνονήτου καί πονηρᾶς˙ προστιθέντες δ᾿ οὗτοι τό «πονηρᾶς», πονηράς ἐποίησαν τάς ἀγαθάς εἰσηγήσεις. Καί τῶν πονηρῶν δέ πνευμάτων καί παθημάτων εἶναι τήν προσευχήν ἐλάτειραν τούς ἁγίους πάντας σχεδόν ἔργῳ τε καί λόγῳ δείξαντας γινώσκομεν, καί πᾶς τις εὖ φρονῶν οὕτω καί δοξάζει καί διδάσκει˙ συνουσιωμένα δέ ταῦθ᾿ ἡμῖν οὐδείς˙ τοῦτο δέ προσθέντες οὕς φῄς παρ᾿ ἑαυτῶν, φευκτόν ἐποίησαν τό διωκτόν. Σκιρτᾶν δέ τήν καρδίαν οἱονεί πηδῶσαν τῷ ἐνθουσιασμῷ τῆς ἀγάπης τοῦ ἀγαθοῦ καί ὁ μέγας εἴρηκε Βασίλειος, καί ὁ μέγας Ἀθανάσιος σημεῖον τοῦτο τίθεται τῆς χάριτος˙ ἐξέρχεσθαί τε ἀπό τῆς εὐχῆς οἱονεί πεπυρωμένον, ὅταν ἀνεπιθολότῳ νῷ τήν πρός τόν Θεόν ἔντευξιν ποιήσεταί τις, ἥ τε πεῖρα καί ὁ τῆς Κλίμακος σαφῶς διδάσκει, τούτου τε χωρίς καί τῆς κατά τήν εὐχήν ἐπιδημίας τοῦ φωτός καί τῆς ἐξ αὐτῆς ἐγγινομένης τῇ ψυχῇ πρᾳότητος, σωματικήν ἤ καί ἰουδαϊκήν τήν προσευχήν ἡγεῖται˙ ἡδονῆς τε ἔμφασιν ἐγγίνεσθαι τῷ τῶν εὐχομένων στόματι οὐκ ἀπό τῆς προσευχῆς μόνον, ἀλλά καί τῆς ἐν συνέσει ψαλμῳδίας, πολλοί τε ἄλλοι καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ δείκνυσι σαφῶς. Ἀλλά ταῦτα πάντα τήν τῆς λογικῆς ψυχῆς βελτίωσιν ἔχουσιν ἀρχήν. Τοῦτο δέ νῦν οἱ συκοφάνται τῶν ἁγίων οὕς λέγεις ἀφελόντες, τά ἀξιέπαινα μεμπτέα πεποιήκεσαν καί τοῦ ἱεροῦ καί θείου φωτισμοῦ τἄλλα μέν περικόψαντες ὅσαπερ ἀσφαλῆ τεκμήρια, μικρόν δέ τι καί τοῦτο τό χωροῦν τάς διαβολάς αὐτῶν προσθέντες, δαιμονιῶδες φεῦ τό θεῖον ἡγεῖσθαι πείθειν ἐπιχειροῦσι τούς ἀπείρους. Τό δέ τό μεῖζον ὅτι τόν μέν ὑπό ζόφον αἰώνιον τετηρημένον φωτίζειν πείθονται, εἰ καί ἀπατηλῶς, τόν δ᾿ ὑπερφαῆ καί ἀρχίφωτον καί πᾶσαν λογικήν φύσιν ἐπιτηδείως πρός κατάλληλον φωτοληψίαν ἔχουσαν ἐμπιπλῶντα νοεροῦ φωτός Θεόν φωτίζειν νοητῶς οὐκ οἴονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου