Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (21)

 Συνέχεια από Σάββατο, 17 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 21: Χρηστικὴ ἑρμηνεία (δηλαδὴ νομικὴ ἀποτίμηση) τοῦ κακοῦ

Μὲ τὴ λογικὴ λοιπὸν (καὶ τὴν ἐλευθερία) προ-συνοδικῆς προετοιμασίας, ἐντοπίζουμε δύο πεδία προβληματισμοῦ ποὺ ἀφοροῦν στὴν «πτώση» καὶ στὸ «κακό»:

Πρῶτος προβληματισμός, ἡ καταγωγὴ (ἀφετηρία) τοῦ «κακοῦ». Οἱ ἐκδοχὲς εἶναι δύο: Ἢ τὸ «κακὸ» ἀποτελεῖ τὴ συνέπεια μιᾶς ἀρχέγονης «πτώσης» τοῦ ἀνθρώπου (ἀνυπακοῆς, παράβασης, ἀνταρσίας ἑνὸς πρωτόπλαστου ζεύγους ἀπέναντι σὲ νομοθέτημα τοῦ Θεοῦ) ἢ ὅ,τι ἐμεῖς ὀνομάζουμε «κακὸ» εἶναι τὰ ὁριστικὰ (ὁρισμοῦ) ὑπαρκτικὰ ἰδιώματα τῆς κτιστότητας — τὰ δεδομένα τῆς διαφορᾶς τοῦ αἰτιατοῦ ἀπὸ τὸ ἀναίτιο, τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο. Ἐνδιαφέρει νὰ μελετήσουμε ποιά ἀπὸ τὶς δυὸ ἐκδοχὲς λύνει περισσότερα προβλήματα (ἀπαντάει σὲ περισσότερα ἐρωτήματά μας) σχετικὰ μὲ τὴν αἰτιολόγηση τοῦ «κακοῦ».[Καθαρόαιμος Γνωστικισμός]

Δεύτερος προβληματισμός, ἡ τιμωρία (συνέπεια καὶ κατάληξη) τοῦ «κακοῦ». Οἱ ἐκδοχὲς εἶναι καὶ πάλι δύο: Ἢ μέσα στὴν «καλὴ λίαν» δημιουργία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει «τόπος» ὅπου ἀποδίδεται δικαιοσύνη (τιμωρεῖται ἀναδρομικὰ τὸ «κακὸ» καὶ κολάζονται σὲ ἀτέρμονα χρόνο ὅσοι τὸ διέπραξαν) ἢ τὸ «κακὸ» δὲν εἶναι παράβαση νόμου, ἀπείθεια σὲ ἐντολές, ἀνταρσία ἀπέναντι σὲ ἐξουσιαστικὴ αὐθεντία (παρεκτροπὲς ὑποκείμενες σὲ τιμωρία), ἀλλὰ τὸ «κακὸ» εἶναι μόνο ἄρνηση τοῦ «καλοῦ». Καὶ ἂν τὸ «καλὸ» εἶναι ἡ ὕπαρξη ἐλεύθερη ἀπὸ περιορισμοὺς καὶ ἀναγκαιότητες, ἡ ὕπαρξη ὡς ἐλευθερία ἀγάπης-αὐτοπροσφορᾶς, τότε «κακὸ» εἶναι, σαφέστατα, ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἀτομοκεντρικῆς αὐτάρκειας, τῆς μὴ-σχέσης, τῆς μὴ-ζωῆς, ἐπιλογὴ τῆς ἀνυπαρξίας. Ἐνδιαφέρει νὰ μελετήσουμε ποιά ἀπὸ τὶς δύο ἐκδοχὲς λύνει περισσότερα προβλήματα (ἀπαντάει σὲ περισσότερα ἐρωτήματά μας) σχετικὰ μὲ τὴν κατάληξη-ἔκβαση τοῦ «κακοῦ».

Καὶ στὶς δύο παραπάνω περιπτώσεις προβληματισμοῦ τὸ δίλημμα ποὺ τίθεται (τὰ δυὸ ἐνδεχόμενα ἐπιλογῆς) εἶναι νομικὴ-δικανικὴ ἐκδοχὴ τοῦ «κακοῦ» καὶ ἡ ὑπαρκτικὴ-ὀντολογικὴ ἐκδοχή. Ἢ τὸ «κακὸ» εἶναι παράβαση νόμου, ἀπείθεια σὲ ἐντολές, ἀνταρσία ἀπέναντι σὲ αὐθεντία ἢ τὸ «κακὸ» ἔχει ὀντολογικὸ χαρακτήρα, ἀφορᾶ στὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης. Ὁπωσδήποτε, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, τὸ «κακὸ» ἀφορᾶ σὲ τρόπο, ὄχι σὲ ὀντότητα. Ἢ σὲ τρόπο συμπεριφορᾶς ἢ σὲ τρόπο τοῦ εἶναι, τῆς ὕπαρξης. Ἂν διολισθήσουμε στὴν ἐκδοχὴ τοῦ «κακοῦ» ὡς αὐτόνομης ὑπαρκτικὰ ὀντότητας, δεσμευόμαστε στὶς ἀφιλοσόφητες, ἀφελεῖς σχηματουργίες τοῦ Γνωστικισμοῦ, μὲ τὶς πολλὲς ψυχοπαθολογικές τους ἐπιπτώσεις.[Τού Μανιχαισμού γιά τήν ακρίβεια]

Ἡ νομικὴ-δικανικὴ ἐκδοχὴ τοῦ «κακοῦ» μοιάζει νὰ ἔχει περισσότερες προτιμήσεις — ἐντοπίζεται τὸ «κακό», σχεδὸν ἀποκλειστικά, στὶς πράξεις (ἐνεργήματα) τοῦ ἀτόμου, ὅπως καὶ στὰ ἀτομικὰ κίνητρα τῶν πράξεων: προθέσεις, ἐνορμήσεις, αἰσθήματα καθοριστικὰ τῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ προτίμηση τῆς συμπεριφορικῆς-νομικῆς ἐκδοχῆς ἐπιτρέπει τὴν εὔχρηστη ἀντικειμενοποίησή του: ποσοτικὲς μετρήσεις καὶ ἐκτιμήσεις τοῦ «κακοῦ», ταξινομήσεις καὶ διαβαθμίσεις (τὴν ἀξιολογικὴ κλιμάκωση) τῆς ἀρνητικῆς του δυναμικῆς, τῶν ἐπιπτώσεών του. Κάθε θεσμοποιημένο στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες σύστημα ἀπονομῆς δικαίου λειτουργεῖ μὲ τὴν ἀντικειμενοποιημένη, νομικὴ-συμπεριφορικὴ ἐκδοχὴ τοῦ «κακοῦ». Ὄχι βέβαια μὲ τὴν ὑπαρκτικὴ-ὀντολογική.

Οἱ χρηστικοὶ λόγοι δικαιολογοῦν τὴν ἀντικειμενοποιημένη νομικὴ-συμπεριφορικὴ ἐκδοχὴ τοῦ «κακοῦ», ἀλλὰ ἀφήνουν ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν καταγωγὴ-προέλευση τοῦ «κακοῦ». Ἔτσι κυριαρχεῖ ὡς αὐτονόητο ἑρμηνευτικὸ στερεότυπο ἡ ἰδέα τῆς «πτώσης»: τὸ ἀλληγορικὸ ἀφήγημα τῆς Γένεσης ἐκλαμβανόμενο σὰν ἱστορικὸ συμβάν. Ἡ ἀπανθρωπία καὶ τὰ ἐφιαλτικὰ ἀπότοκα αὐτῆς τῆς ἐκδοχῆς ἔχουν πάρει τὴ θέση τους σὲ προηγούμενες σελίδες.

Ἴσως ἡ λογικὴ ἀναγωγὴ ἀπὸ τὸ ἐλλειμματικὸ στὸ πληρωματικό, ἀπὸ τὸ φθειρόμενο στὸ ἄφθαρτο, ἀπὸ τὸ ὀδυνηρὸ στὸ ἀνώδυνο, μόνη αὐτή, νὰ γεννάει στὸν ἀνθρώπινο ψυχισμὸ τὴν ἐπιθυμητὴ ὑπόθεση γιὰ προΰπαρξη ἑνὸς «παραδείσιου» τρόπου καὶ χρόνου ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ ἀνθρώπινο εἶδος ἐξέπεσε — εἴτε μὲ δική του ὑπαιτιότητα, εἴτε ἐπειδὴ ἐξαπατήθηκε ἀπὸ συγκεκριμένο ὑπαρκτικὸ φορέα τοῦ «κακοῦ», εἴτε ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ αὐτῶν τῶν ἐνδεχομένων.

Λογικὴ εἶναι καὶ ἡ ἐκδοχὴ πὼς ὅ,τι οἱ ἄνθρωποι βιώνουμε ὡς «κακὸ» (οἱ ἀναγκαιότητες τοῦ χρονικοῦ καὶ διαστατοῦ χαρακτήρα τῆς ὕπαρξής μας, ἡ φθορά, ἡ ἀρρώστια, ἡ ὀδύνη, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐγωισμός, τὸ μίσος, ἡ διαβολή, ἡ ἀδικία, ὁ σαδισμὸς — τελικὰ ὁ θάνατος) εἶναι τὰ ὁριστικὰ (ὁρισμοῦ) ὑπαρκτικὰ ἰδιώματα τῆς κτιστότητας — τὰ δεδομένα τῆς διαφορᾶς τοῦ αἰτιατοῦ ἀπὸ τὸ ἀναίτιο, τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο. Βέβαια ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ μόνη ἔλλογη ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ὑπάρξεις: ἔχει αὐτοσυνειδησία καὶ λόγο, τὶς προϋποθετικὲς δυνατότητες γιὰ τὴ συγκρότηση σχέσεων, γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς αὐθυπερβατικῆς ἐλευθερίας. Κατὰ τοῦτο ἡ ὕπαρξή του ἔχει ἀπόλυτη μοναδικότητα, ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα ὡς πρὸς ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ὑπαρκτὰ τοῦ αἰσθητοῦ σύμπαντος. Ἂν ἦταν καὶ ἄχρονος, ἀδιάστατος, ἄφθαρτος, ἄλυπος, ἀγαθός, ὅλος αὐτοπροσφορά (ἂν δὲν εἶχε τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐμεῖς τὰ ἀποδίδουμε σὲ «πτώση»), δὲν θὰ ἐμφάνιζε καμία διαφορὰ τρόπου τῆς ὕπαρξης ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Αὐτοαιτία τοῦ ὑπάρχειν, τὴν Αἰτιώδη Ἀρχὴ τῶν ὑπαρκτῶν.

Κατανοοῦμε ὡς τρόπο τοῦ αἰτιατοῦ τὴν ἀναγκαιότητα, τὴ μὴ-ἐλευθερία, ἀφοῦ ἡ ὕπαρξή του δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θέλησής του, ἀλλὰ δεδομένη ὑποχρεωτικὰ «ἄλλοθεν» (ἀπὸ τὴν ὅποια αἰτία του). Ὑπάρχει τὸ αἰτιατό, χωρὶς νὰ ἔχει ἐπιλέξει νὰ ὑπάρχει — ἡ σημαντικὴ τῶν λέξεων αἰτιατὸ (ἀποτέλεσμα αἰτίας) καὶ κτιστὸ (ἀποτέλεσμα θελημένης δημιουργίας) δηλώνουν ὕπαρξη «κατ’ ἀναγκαιότητα», ἐνῶ οἱ λέξεις αὐτοαιτία καὶ ἄκτιστο δηλώνουν τὴν ὕπαρξη ὡς αὐτοπροαίρετη ἐπιλογή, ὡς ἐλευθερία.

Ὕπαρξη κατ’ ἀναγκαιότητα σημαίνει, ὄχι μόνο καταγωγικὴ ἀνελευθερία τοῦ ὑπαρκτοῦ (κτιστότητα), ἀλλὰ καὶ πραγματοποίηση τῆς ὕπαρξης ὑπὸ ὅρους: Ὑπάρχει τὸ κτιστό, ἐπειδὴ (καὶ στὸ ποσοστὸ ποὺ) οἱ φυσικὲς ἀτομικές του ἐνορμήσεις (αὐτοσυντήρησης, κυριαρχίας-ἐπιβολῆς, ἡδονῆς) ἐπιδιώκουν καὶ ἐπιβάλλουν νὰ ὑπάρχει.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φυσικὴ ἐνορμητικὴ ἀναγκαιότητα, αὐτονομημένη ἀπὸ τὴ λογικὴ θέληση, ἀπαιτεῖ καὶ ἐπιδιώκει τὴν ὕπαρξη, σημαίνει ὅτι τὸ ἔμβιο κτιστό, γενικά, καὶ ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, σὲ σημαντικὸ ποσοστό, ὑφίσταται τὴν ὕπαρξη, πάσχει τὴν ὕπαρξη. Ποὺ θὰ πεῖ: ἡ ὕπαρξή του πραγματώνεται ὑποταγμένη σὲ ἀθέλητες ἐνορμητικὲς ἀναγκαιότητες, ποὺ τὶς βιώνει ὡς πάθη (ὡς «πάθη» ὁρίζουμε τὰ ὅσα πάσχει-ὑφίσταται τὸ ἔλλογο ὑπαρκτὸ γιὰ νὰ ὑπάρχει).

Τὰ «πάθη» —ὑπαρκτικὲς ἀναγκαιότητες, ὑπαρκτικοὶ περιορισμοὶ ποὺ δεσμεύουν τὴν ὕπαρξή μας— συνιστοῦν καὶ τὴν εἰδοποιὸ ὑπαρκτικὴ διαφορά μας ἀπὸ τὸ Ἄκτιστο, τὸ Ἀναίτιο, τὴν Αὐτοαιτία καὶ Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν. Εἶναι εἰδοποιὸ στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής μας τὰ πάθη, ποιοῦν εἶδος τὴν κτιστότητα, μᾶς καθορίζουν ὡς κτιστὰ ὄντα, μᾶς διαφοροποιοῦν ἀπὸ τὴν ἄκτιστη ὑπαρκτική μας Αἰτία. Ἂν ἡ ἔλλογη, αὐτοσυνείδητη ὕπαρξή μας πραγματωνόταν ἐλεύθερη ἀπὸ ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς-ἀναγκαιότητες-πάθη, θὰ εἴχαμε ἄλλο εἶδος ὕπαρξης, διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ τῶν δημιουργημένων ὄντων: Δὲν θὰ εἴχαμε «δημιουργηθεῖ», θὰ εἴχαμε «γεννηθεῖ» ἢ «ἐκπορευθεῖ» ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὴν ἄκτιστη αὐθυπαρξία, ἄκτιστοι καὶ ἐμεῖς.

Τώρα, ὡς ἔλλογα ὄντα, μὲ αὐτοσυνειδησία καὶ βούληση, προσωπικὲς ὑποστάσεις τοῦ ὑπάρχειν, δηλαδὴ δημιουργημένες «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, ποὺ θὰ πεῖ: μὲ τὴν ἱκανότητα γνωστικῆς ἢ καὶ ἀγαπητικῆς-αὐθυπερβατικῆς σχέσης, ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ὑπάρξουμε καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη «ὁδὸ» ποὺ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ-Λόγου τὴν ἐνσάρκωσε (τὴν ἔκανε «βατὴ» καὶ ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο): Τὴν ὁδὸ τοῦ σταυροῦ, τῆς ὑπαρκτικῆς αὐτοπαραίτησης γιὰ τὴν ἀγαπητικὴ αὐτοπροσφορὰ — τῆς μεταποίησης τοῦ φυσικοῦ θανάτου τῆς ἀτομικότητας σὲ αὐτεγκατάλειψη στὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ-νυμφίου τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Τὸ δίλημμα καὶ ἡ «λήψη θέσης» δὲν εἶναι προϊόντα νοητικῶν ἁπλῶς καὶ βουλητικῶν παραδοχῶν ἢ ἀποφάσεων. Ὅταν πρόκειται γιὰ κατάφαση τῆς «ὁδοῦ τοῦ σταυροῦ», εἶναι ἔμπρακτη μετοχὴ σὲ ἕνα καθημερινὸ ἄθλημα, μὲ συνεχεῖς καὶ ἐπίπονες ἀποτυχίες καὶ ἀπογοητεύσεις, τὸ ὁποῖο ὅμως, «ἀνεπαισθήτως», διαμορφώνει στάση ζωῆς ἤ, κατὰ τὴν ἔκφραση Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, «ποιότητα διαθέσεως»(Κεφάλαια θεολογικά, Migne P.G. 90, 1312C.). Αὐτὴ ἡ ποιότητα, συμπεριληπτικὴ κυρίως συνειδητῶν ταπεινώσεων καὶ ὄχι κατορθωμάτων, βεβαιώνει ὑπαρκτικὰ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου νὰ πεῖ ναὶ στὴν ἐρωτικὴ κλήση-σὲ-σχέση ποὺ τοῦ ἀπευθύνει ὁ τῶν πάντων αἴτιος Θεὸς καλώντας τον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. «Ἀρχή μοι καὶ ὑπόστασις τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία ἐκ στόματος τοῦ ἐκδημήσαντος πιστοῦ στὴν «ἐξόδιο ἀκολουθία».

Ἡ κατάφαση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ναὶ στὴν ἐρωτικὴ κλήση ποὺ τοῦ ἀπευθύνει ἡ δημιουργός του Τριαδικὴ Θεαρχία, ἔχει μιὰ δυναμικὴ ὑπαρκτικῶν διαβαθμίσεων ἀπεριόριστης κλίμακας — ἀπὸ τὸ «μνήσθητί μου» τῆς ὕστατης στιγμῆς τοῦ ληστῆ πάνω στὸν σταυρό, μέχρι τὴν πολύχρονη, ἰσόβια ἀγαθοεργία καὶ θυσιαστικὴ αὐταπάρνηση τῶν ἀσκητῶν καὶ ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀντίστοιχη δυναμικὴ διαβαθμίσεων ἔχει καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὄχι ποὺ ἀντιτάσσει στὴ θεία ἀγάπη. Ἡ δυναμικὴ τῆς ἄρνησης εἶναι ἡ ὑπαρκτικὴ δυναμικὴ τῶν παθῶν, τῆς φυσικὰ δεδομένης στὸ κτιστὸ ὑπαρκτικῆς φορᾶς πρὸς τὸν ἀτομοκεντρισμό. Ὁ ἀτομοκεντρισμὸς εἶναι τὸ φυσικὸ ὁριστικὸ (ὁρισμοῦ) δεδομένο ποὺ διαφοροποιεῖ, ὡς ὑπαρκτικὸς τρόπος, τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ Ἄκτιστο. Δεδομένο ποὺ ἐνεργοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐλεύθερη βούληση μὲ μιὰ δυναμικὴ διαβαθμίσεων ἀπεριόριστης κλίμακας — ἀπὸ τὶς ἐγωιστικὲς μικροδιενέξεις καὶ συγκρούσεις στὴν καθημερινὴ συμπεριφορὰ ὣς τὰ φρικώδη μεθοδευμένα ἐγκλήματα βασανισμῶν καὶ σαδιστικῶν ἐπινοήσεων ἢ ὣς τὶς ἐφιαλτικὲς γενοκτονίες ποὺ γνώρισε ἡ ἀνθρώπινη Ἱστορία.

ΜΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΚΑΙ ΛΕΓΑΜΕ ΤΟΝ ΖΟΥΡΑΡΙ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΛΕΞΙΛΑΓΝΟ.

4 σχόλια:

  1. Ανώνυμος18/10/20 5:20 μ.μ.

    Ο αγαπητικός γνωστικισμός: οι σπινθήρες αγάπης που εγκλωβίστηκαν μέσα στην κτιστότητα και που, με την συνειδητή επιλογή του 'τρόπου του ακτίστου' , θα απελευθερωθούν επιστρέφοντας στο Πλήρωμα, του οποίου αποτελούν μέρος, όπως εξάλλου είχε γράψει σε προηγούμενο κείμενο.
    Και μετά, πως να το κάνουμε, ο όρος 'αγαπητικός' έχει μία συμβατότητα με τον συγγραφέα του κειμένου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος19/10/20 6:44 π.μ.

    Το "αγαπητικός" είναι και κάπως σαν τον αγαπητικό της Βοσκοπούλας ή πάλι κατάλαβα λάθος; ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ξεσήκωνε γιά χρόνια τόν γυναικείο θρησκευόμενο πληθυσμό καί τούς έφηβους πού ήταν υποταγμένοι στούς παπάδες υποσχόμενος ελευθερία ή θάνατο. Κανένας δέν έδινε σημασία σ' αυτά πού έλεγε καί στό νόημά τους παρά μόνον στήν γοητεία τής φωνής του καί τής ασυνήθιστης γλώσσας του. Βοήθησε τούς νεαρούς τής εποχής νά μήν ντρέπονται πού είναι χριστιανοι. Υπήρξε ένα μοναδικό φαινόμενο στήν πνευματική μας ζωή, εν πολλοίς ανεπανάληπτο.Ο νέος θεολόγος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος19/10/20 1:27 μ.μ.

    Όπως τα λες, φίλε, όπως τα λες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή