Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (57)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 20 Οκτωβρίου  2020

                           Jacob Burckhard

                                ΤΟΜΟΣ 2

                   

IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ - 1  

        Όταν λαοί που καλλιέργησαν τον πολυθεϊσμό εισέρχονταν σε περίοδο πνευματικής κρίσης, οι πολυθεϊσμοί αυτοί υποβάλλονταν σε ένα είδος συστηματοποίησης, σε μια θεολογική απλοποίηση. Ένα ισχυρό και οργανωμένο ιερατείο, τέτοιο που δεν γνώρισαν ποτέ οι Έλληνες (όπως δεν γνώρισαν και κανένα κοινοτικό Κράτος), αναδυόταν και υπέτασσε κατά κάποιον τρόπο τη θρησκεία σε αφηρημένες ιδέες και θεωρίες. Η επικράτηση αυτής τής ισχύος καταργούσε τη μυθική παράδοση και τοποθετούσε στην κεφαλή τής θρησκείας ένα ζεύγος θεών, με έναν υιό θεού που πεθαίνει νέος και μετενσαρκώνεται, ή μια Τριμούρτι (τριπρόσωπη ινδική θεότητα), ή δύο κοσμικές αρχές με μιαν ακολουθία δαιμόνων κ.ο.κ.· ενώ  εξακολουθούσαν να υπάρχουν τοπικοί θεοί, επιμέρους δαιμόνια και κάποιες μυθικές μορφές. Ο ελληνικός πολυθεϊσμός απέφυγε αυτή τη σχηματοποίηση και διατήρησε την παλαιά και προγενέστερη από την επικράτηση αφηρημένων θεωριών μορφή του· η θεογονία ήταν ελεύθερη να θεσπίσει ένα είδος συνοχής στην πολύμορφη ζωή τών θεών· αλλά κι αυτό ακόμα δεν υπήρξε έργο θεολογούντων, αλλά λαϊκών ραψωδών, και δεν επενέβη στη φύση τών θεών. Οι θρησκευτικές θεωρίες τών Ορφικών και του Πυθαγόρα επενέβησαν πολύ αργότερα, ενώ οι αντιδράσεις τους κατά τού Ομήρου και του Ησιόδου δεν εξέφραζαν παρά ένα ανίσχυρο μίσος. Αλλά και οι μετέπειτα φιλόσοφοι δεν κατόρθωσαν, παρ’ όλα όσα υποστήριξαν για τους θεούς και τη θεϊκή φύση – ξεκινώντας από τον μονοθεϊσμό και φτάνοντας ως την απόλυτη αρνησιθεΐα –, να αμφισβητήσουν τη θέση ούτε ενός ελαχίστου θεού ή ήρωα της λαϊκής λατρείας.

     Θα πρέπει κατ’ αρχάς να παραδεχτούμε, ότι οι ελληνικές θρησκευτικές αντιλήψεις τοποθετούνται, σε γενικές γραμμές, στο ευρύτερο υπόστρωμα της πίστης τών Αρίων λαών. Σε αρκετές χώρες έχουν εντοπισθεί, όχι μόνο θεοί που αναφέρονται στις Βέδες ως παλαιοί συγγενείς τών ελληνικών θεών, αλλά και μια ολόκληρη εξέλιξη των συγγενικών ονομάτων· ενώ οι Έλληνες μοιράζονται με τους Αρίους ένα πλήθος από θρύλους και μυθικές παραδόσεις. Γεγονός που μας παραπέμπει, όσον αφορά στην καταγωγή τών ελληνικών θεών, στο μακρινό παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, θα αποφύγουμε να εκφράσουμε γνώμη γι’ αυτά τα επίμαχα ερωτήματα.

     Οι αρχαίες φυλές, από τις οποίες και προήλθαν οι Έλληνες, διέθεταν τόσο πλούσια δημιουργική φαντασία, ώστε ήταν σε θέση να μεταλλάσσουν και να αναδημιουργούν ολόκληρο τον κόσμο τών θεών και των θείων δυνάμεων, τόσο στο έδαφος της κυρίως Ελλάδας όσο και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Δύο είδη παραδόσεων συνδέθηκαν έτσι με την έδρα τού Μαντείου τής Δωδώνης, και έχουν κάθε λόγο να διεκδικούν την αρχαιότατη και αρχέγονη προέλευσή τους.

     Η πρώτη παράδοση, υποστηριζόμενη από τον Ηρόδοτο, αναφέρει ότι οι Πελασγοί, που θεωρούνται και πρόγονοι των Ελλήνων, λάτρευαν θεούς τών οποίων δεν γνώριζαν τα ονόματα, τα οποία και δανείστηκαν αργότερα από τούς Αιγυπτίους.

      Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, εξαιτίας και μόνο τής ύπαρξης ονομάτων συγγενικών προς τους Έλληνες θεούς στις Βέδες, ενώ λέγεται  ότι ορισμένα απ’ αυτά συμπίπτουν, μάλιστα, ακριβώς με τα ελληνικά. Δεδομένου, επιπλέον, του πλήθους τών θεών, θα έπρεπε να υπάρχουν οπωσδήποτε ονόματα, ώστε να διακρίνεται η κάθε θεότητα · και αν ακόμα δεν τους επικαλούνταν ονομαστικά οι Πελασγοί, θα ήταν πάντως υποχρεωμένοι να αναφέρουν τα ονόματά τους στις μεταξύ τους συζητήσεις. Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη την εξαιρετική επινοητικότητα των Ελλήνων, την οποία και χρησιμοποίησαν για να δημιουργήσουν ορισμένες ιδιαίτερες θεϊκές μορφές, αποδίδοντας στην καθεμιά και ένα όνομα. Η υιοθέτηση, τέλος, αιγυπτιακών ονομάτων από τούς Έλληνες συνιστά ένα σφάλμα, το οποίο κανείς δεν προσφέρθηκε να το ανατρέψει μέχρι σήμερα.

     Η δεύτερη διδαχή τού Μαντείου τής Δωδώνης διακρίνει, όπως μάς παραδόθηκε μέσα από το άσμα τών ιερειών, των επονομαζόμενων Πηλειάδων, τις δυό μεγάλες δυνάμεις, του θείου και του γήινου στοιχείου:

       «Ο Ζεύς ήταν, ο Ζεύς είναι, ο Ζεύς θα είναι, ώ κραταιέ Ζεύ!

        Η Γη γεννά τους καρπούς, να αποκαλείτε τη Γη μητέρα όλων μας!»

     Πρόκειται πιθανότατα για μια δύναμη που γεννά και για μια δύναμη που αποδέχεται· ο Παυσανίας αναφέρεται εξάλλου σ’ ένα γλυπτό, που παριστά τη Γαία να ικετεύει τον Δία να στείλει βροχή. Ο Δίας πιθανόν να εξουσιάζει, με μιαν ευρεία έννοια, τον αιθέρα, τους μεγάλους και μικρούς αστερισμούς τού στερεώματος και ό,τι αναφέρεται σε μετεωρολογικά φαινόμενα, και η Γαία ίσως να κυβερνά τις υπόγειες δυνάμεις, τους ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν μέσα στα μνήματα, και τα μαντεία. Πρόκειται πιθανόν για μιαν εξαιρετικά αρχαία, αφαιρετική παράδοση, που δεν παραπέμπει ωστόσο σε κάτι το αρχέγονο. Μπορεί να επηρέασε εντούτοις σημαντικά τον λαό, χωρίς να μεταβάλει ωστόσο ουσιαστικά την πίστη του. Και η πίστη τών Ελλήνων ήταν προσανατολισμένη (στον βαθμό που μας επιτρέπεται να το μαντέψουμε) στον πολυθεϊσμό· οι εμπνευσμένες από τη φύση θρησκείες, όπως είναι αυτές τών Αρίων, ξεκίνησαν με τον ήλιο και τη σελήνη, τους τρομακτικούς ή βοηθητικούς δαίμονες, τις θεότητες του πολέμου και του τοκετού, με τη λατρεία τών πηγών και των ποταμών, και με τη λατρεία θαλάσσιων μορφών, όπου υπήρχε η θάλασσα. Ίσως όλα αυτά να προϋπήρξαν μάλιστα, ή και να συνυπήρξαν με τη διαίρεση του σύμπαντος ανάμεσα στον Δία και τη Γαία.

     Η νεώτερη εν τούτοις έρευνα επιχείρησε να ενσωματώσει τουλάχιστον τη μαρτυρία τού Ηροδότου: «Ο Ζεύς δεν ήταν μόνον ο υπέρτατος θεός, αλλά και ο μόνος επώνυμος θεός εκείνη την εποχή». Διότι οι ανώνυμοι θεοί, στους οποίους αναφέρεται ο Ηρόδοτος, δεν μπορεί παρά να αποτελούσαν ένα πλήθος πανδαιμονικών αναπαραστάσεων κατωτέρας τάξεως. Και όταν απέκτησαν αργότερα ονόματα, έγιναν ο Ερμής, ο Ποσειδών και οι Διόσκουροι, ή Ήρα, η Εστία και η Θέμιδα, οι Χάριτες και οι Νηρηίδες, στοιχειακές μορφές και συλλογικά όντα. Αλλά δεν μπορούμε να αποδεχτούμε, όπως είπαμε, την ύπαρξη, σε καμία εποχή, ανώνυμων, ανώτερων, ιδιαιτέρων δυνάμεων, γιατί ακόμα κι αν αυτές οι ιδιαίτερες δυνάμεις, που ονομάστηκαν αργότερα Ερμής, Ποσειδών κ.ο.κ., δεν είχαν ονόματα, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι άνθρωποι δεν τους αντιμετώπιζαν με σεβασμό ή δέος ; Ποιος θα μπορούσε δηλ. να τους αρνηθεί την ιδιότητα του θεού και να διακρίνει ακόμη και «επίπεδα» θεοτήτων. Αδίκως όμως κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία οι Χάριτες και οι Νηρηίδες, διότι αυτές ανήκαν, μαζί με ένα πλήθος άλλες οντότητες στοιχειώδους γενικά σημασίας, τόσο στην ελληνική όσο και σε άλλες θρησκείες, σε ιδιαίτερες κατηγορίες, και αποδιδόταν σ’ αυτά ακριβώς τα συλλογικά όντα το γενικό όνομα «δαίμονες». Ιδιαίτερα πάντως ονόματα, δηλαδή ατομικότητα, δεν απέκτησαν ποτέ αυτά τα όντα, ή τα απέκτησαν σε πολύ μεταγενέστερη εποχή, και όχι μάλιστα μέσα από την πίστη, αλλά μέσα απ’ την ποίηση και την τέχνη, καθώς έφτασαν οι ζωγράφοι τών αγγείων να ονοματίζουν ξεχωριστά ακόμα και τον κάθε Σάτυρο!

     Είναι πολύ πιθανό να συνυπήρξαν, εκείνα τα προϊστορικά χρόνια, κατά τα οποία η ελληνική ταυτότητα δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί,  διάφορες μορφές πίστης και λατρείας, ανάλογα με τις γεωγραφικές περιοχές και τις κοινωνικές τάξεις, κάτι που θα πρέπει να το έχουμε μάλιστα, συνεχώς κατά νου. Όπως πρέπει επίσης να αποδεχτούμε, ότι είχε τότε αναγνωριστεί μια εντελώς διαφορετική προτεραιότητα στον Δία. Ίσως να προσέλαβε μάλιστα αυτή η πίστη μια, κατ’ αρχήν αφηρημένη θεολογική μορφή στη Δωδώνη, και να δημιούργησε έτσι την εικόνα ενός ζεύγους μεγάλων θεών, και να υπήρχαν ενδεχομένως  διαφορετικές δοξασίες σε άλλες περιοχές. Η υπεροχή όμως αυτή τού Δία δεν στοιχειοθετεί σε καμία περίπτωση την ύπαρξη μιας καθαρά αρχέγονης θρησκείας, την οποία κάποιοι θέλησαν να αποδώσουν τιμητικά στους αρχαιότερους των Ελλήνων. Μια ανταγωνιστική μορφή ενδέχεται να μας παραπλανήσει εδώ, παράλληλα με όλες τις άλλες αβεβαιότητες. Ο Ζευς, του οποίου η γέννηση και η νεότητα (από το σπήλαιο της Κρήτης μέχρι και τα θαύματά του) αναφέρονται και τοποθετούνται σε διάφορες τοποθεσίες, είναι πράγματι ένα εντελώς διαφορετικό ον από τον θεό τού ουρανού και των αιθέρων. Παρέμεινε δε αργότερα σαν μια ασαφής ενθύμηση, και λεγόταν ότι ο κρητικός Ζευς υπήρξε απλώς ο μεγάλος θείος τού παντοκράτορα Δία.

     Η αρχαιότερη συγκροτημένη παράδοση της ελληνικής θρησκευτικότητας που κατέχουμε, αναγνωρίζει σημαντική θέση τόσο στον Δία, όσο και στην πίστη σε ένα σύνολο δαιμονικών υπάρξεων. Δεν είναι εξ άλλου απαραίτητο, όλα όσα μαθαίνουμε εδώ να αποτελούσαν και τη γενική αντίληψη μιας εποχής· βέβαιο είναι μόνο, ότι αυτή ήταν η αντίληψη των Βοιωτών χωρικών στα αρχαία χρόνια, και ότι την ασπάστηκε και ο Ησίοδος στο έργο του Έργα και Ημέραι.

      Υπάρχουν ασφαλώς και άλλοι μεγάλοι θεοί στον Ησίοδο: ο οίνος είναι το δώρο τού χαρούμενου Διόνυσου, και ο σιδηρουργός τού χωριού αποκαλείται υπηρέτης τής Αθηνάς· στον Ποσειδώνα αποδίδεται η δυνατότητα να καταστρέφει τα πλοία· αναφέρεται επίσης για το σύνολο των θεών, ότι «κατοικούσαν στον Όλυμπο». Αλλά ο Δίας παραμένει ο μέγας και καθολικός θεός, αυτός που εξουσιάζει τον χρόνο, ρυθμίζει τη βροχή, κυριαρχεί στην ζωή τών ανθρώπων, ελέγχει τις περιπέτειες και τις οδύνες τους, παρότι μερικές φορές οι Αθάνατοι, οι Μακάριοι και οι Αιώνιοι αποκαλούνται συνολικά άρχοντες της ζωής. Πλάι στον Δία τοποθετείται η Γη, άλλοτε Γαία, της οποίας τη θέση κατέχει η Δήμητρα, και σ’ αυτές τις δύο απευθύνονται οι ευχές για καλή συγκομιδή· η Δήμητρα, η καλοστεφανωμένη, γεμίζει τις αποθήκες τού ευσυνείδητου χωρικού. Ο Δίας δεν κατέχει όμως την απόλυτη εξουσία, αλλά χρειάζεται και τη θυγατέρα του τη Δίκη, η οποία κάθεται δίπλα του, όποτε υπάρχει παράπτωμα, και τον συμβουλεύει. Ασφαλώς η εποπτεία που ασκεί ο Δίας και οι άλλοι Αθάνατοι είναι πολύ εκτενέστερη και το δέος που αποπνέουν κατά πολύ εντονότερο στο Έργα και Ημέρες, απ’ ό,τι στους μεταγενέστερους Έλληνες.

     Το έργο όμως αυτό εμπνέεται και από έναν ιδιάζοντα «πολυδαιμονισμό», μια πίστη στην πανταχού παρουσία αναριθμήτων υπερανθρώπων υπάρξεων, οι οποίες δεν παραμερίζονται μάλιστα, στο επίπεδο της ανθρώπινης συνείδησης, από τούς Αθανάτους και τους Μακάριους. Όπως είναι, για παράδειγμα, οι τριάντα χιλιάδες φύλακες των θνητών, με τους οποίους τρομοκρατεί ο Ησίοδος τους επίορκους ιδίως δικαστές· τυλιγμένοι στην πάχνη, διασχίζουν τη γη και ελέγχουν το δίκαιο και το άδικο· είναι ίσως οι ίδιοι με κείνους που αποκάλεσε προηγουμένως νεκρούς τής χρυσής εποχής, «ιερούς δαίμονες επί τής γης, ευγενέστατους φύλακες των θνητών, που αποτρέπουν το κακό»· είναι ίδιοι άλλωστε, κατά τα λοιπά, με κείνους, εκτός απ’ το ότι οι πρώτοι ονομάζονται, χάρη σε μια φιλική αποστροφή, πλουτοδότες, ένα προνόμιο που το κατείχαν απ’ αυτήν ήδη την ζωή. Ο ποιητής συμβουλεύει γενικά το δέος απέναντι στις αόρατες, αλλά υπαρκτές δυνάμεις, αναφέροντας σε κάθε βήμα, στις όχθες ενός ποταμού ή μιας πηγής, με κάθε ευκαιρία την παρουσία τους· «ανήκουν» όμως, προπάντων «οι νύχτες στους Μακάριους». Η αλήθεια είναι ότι η πίστη σε δαίμονες εμπλουτίστηκε αργότερα με νέες μορφές στους Έλληνες, χωρίς να υπάρχει όμως πια ούτε ένα ίχνος αυτής τής μόνιμης εποπτείας τών αοράτων δυνάμεων, που έχουν ακόμα και σήμερα έναν καθοριστικό ρόλο στις θρησκείες άλλων λαών. Μπορούμε να προσθέσουμε μιαν ακόμα υπόθεση εδώ: το γεγονός ότι ο πανθεϊσμός δεν κατόρθωσε να επικρατήσει αργότερα στους Έλληνες, παρά τις προσπάθειες αρκετών φιλοσόφων, ίσως να οφείλεται και σ’ αυτήν την αρχαιότερη κυριαρχία τού πολυδαιμονισμού, που υπήρξε το απόλυτο αντίπαλο δέος . Δεν ήταν δυνατόν να είναι τα πάντα πλήρη Θεού, διότι ήταν τα πάντα πλήρη θεϊκών υπάρξεων, για τις οποίες ο κόσμος δεν αποτελούσε μόνο την έκφραση, αλλά και την κατοικία. Και όταν οι επιμέρους λατρείες συνδέθηκαν αργότερα με το πολιτικό σύστημα της κάθε πόλης, ο πανθεϊσμός έχασε κάθε δυνατότητα επικράτησης. Οι ναοί και τα πάνθεα όλων τών θεών, που βρίσκονται παντού εγκατεσπαρμένα, δεν έχουν καμία σχέση με πανθεϊσμό· δημιουργήθηκαν (και μάλιστα ορισμένα πολύ νωρίς) στην προσπάθεια των κατοίκων μιας πόλης ή μιας περιοχής να προστατέψουν, να μη λησμονήσουν, ή να μην παραβλέψουν κάποιον από τούς θεούς, επειδή δεν τους γνώριζαν άλλωστε όλους· ή και προκειμένου να τιμήσουν ακόμα και τους δώδεκα θεούς.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου