Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (27)

 Συνέχεια από Σάββατο, 14 Νοεμβρίου 2020

24. Είδες πως και εκείνοι που βλέπουν αυτόν (οι άγιοι), τον θεωρούν αόρατο περισσότερο αυτοί, παρά οι πλούσιοι στην έξω σοφία; Γνωρίζουν λοιπόν, όσοι έχουν ανεβεί σ’ αυτό το σημείο της θεωρίας, ότι βλέπουν φως με νοερή αίσθηση και ότι το φως αυτό είναι ο Θεός, λαμπρύνοντας με τη χάρη του απορρήτως την ένωσή του με τους μετέχοντες. Αν όμως ρωτήσεις αυτούς, πώς βλέπεται ο αόρατος, θα σου αποκριθούν· «όχι με λόγους διδαγμένους από ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγους που τους δίδαξε το άγιο Πνεύμα». Γιατί είναι ανενδεείς (αυτάρκεις) και δεν χρειάζονται την ανθρώπινη σοφία, κατέχοντας τη διδασκαλία του Πνεύματος και έχοντας μαζί, με τον απόστολο αυτή την καύχηση· «συναναστράφηκαν μέσα στον κόσμο με απλότητα και ειλικρίνεια και χάρη του Θεού, αλλ’ όχι με σαρκική σοφία». Θα σου αποκριθούν λοιπόν με ευλάβεια, ότι «τα θεία δεν περιορίζονται, άνθρωπέ μου, στην δική μας γνώση, αλλά πολλά από αυτά που εμείς αγνοούμε έχουν θεοπρεπείς αιτίες· συγκρίνοντας λοιπόν τα πνευματικά με τα πνευματικά, σύμφωνα με τον απόστολο, θα επιβεβαιώσουμε από την Παλαιά Διαθήκη τις χάριτες της Καινής». Γι’ αυτό ο απόστολος την απόδειξη από τα παλαιά τήν ονόμασε σύγκριση, επειδή μαζί με την από εκεί επιβεβαίωση δείχνει ανώτερα τα δόματα της χάριτος από τα νομικά. Θα πουν λοιπόν, αυτοί που ζουν και βλέπουν πνευματικά, προς εκείνους που ερωτούν, πως βλέπετε το αόρατο φως· «όπως το είδε και εκείνος ο θεόπτης Ηλίας· ότι βέβαια εκείνος δεν το είδε αισθητά, το έδειξε η μηλωτή (ένδυμα από δέρμα προβάτου) με την οποία κάλυψε το πρόσωπό του· ότι πάλι είδε τον Θεό και κάλυψε τους αισθητούς οφθαλμούς με τη μηλωτή, μάρτυρας και κήρυκας αξιόλογος είναι το γνώρισμα της επωνυμίας αυτού σε όλους· γιατί από όλους ονομάζεται θεόπτης, ή καλύτερα και σε υπερθετικό βαθμό, θεοπτικότατος».

25. Και αν πάλι ερωτήσει κανείς αυτούς (τους αγίους), «τί είναι αυτό που λέγετε ότι ενηχεί μέσα στα έγκατά σας την ευχή και τί αυτό που συγκινεί την καρδία», θα προβάλουν πάλι τον συσσεισμό του Ηλία, ο οποίος είναι προοίμιο της φανερής νοερής παρουσίας του Θεού, και την ηχούσα κοιλιά του Ησαΐα. Σε εκείνον πού ερωτά πάλι, «ποιά είναι και η θέρμη που προκαλείται από την ευχή», θα υποδείξουν το πυρ, το οποίο αυτός πάλι ο Ηλίας ονομάζει σημείο του Θεού, που εμφανίζεται μετά από λίγο, αλλά χρειάζεται ακόμη την μεταποίησή του σε λεπτή αύρα, εφόσον πρόκειται να δεχθεί μέσα του (εν εαυτώ) τη θεία ακτίνα και σε εκείνον που ατενίζει προς αυτό να δείξει τον αόρατον· θα υποδείξουν και τον ίδιο τον Ηλία να είναι και να φαίνεται σαν πυρ, και να ανεβαίνει πύρινο άρμα μετά του σώματος, αλλά επίσης και τον άλλο προφήτη (Ιερεμία), που καίγονταν τα σπλάγχνα του σαν από φωτιά, και μάλιστα τον λόγο του Θεού που έγινε σαν φωτιά μέσα του. Και αν εξετάζεις κάτι άλλο από αυτά που ενεργούνται μυστικά μέσα σ’ αυτούς, εκείνοι, συγκρίνοντας, όπως είπαμε, με τα όμοια πνευματικά, θα σου δείξουν τα παραπλήσια και θα πουν όλοι τους προς τον καθένα· Δεν βλέπεις, άνθρωπε, ότι «ο άνθρωπος έφαγε άρτο αγγέλων»; Δεν ακούς τον Κύριο που λέγει, ότι θα δώσει άγιο Πνεύμα σε εκείνους πού τον παρακαλούν μέρα και νύχτα; Ποιος είναι λοιπόν ο άρτος των αγγέλων; Δεν είναι το θείο και υπερουράνιο φως με το οποίο, σύμφωνα με τον μέγα Διονύσιο, ενώνονται, με τρόπο που ξεπερνά το νου (υπέρ νουν), οι νόες (νοερές δυνάμεις) είτε με προσήλωση (κατ’ επιβολήν) προς αυτό, είτε με συγκατάθεση (κατά παραδοχήν) προς αυτό; Αυτού λοιπόν του φωτός την έλλαμψη στους ανθρώπους την προεικόνισε ο Θεός ρίχνοντας από τον ουρανό το μάννα επί σαράντα χρόνια, και το πραγματοποίησε ο Χριστός, στέλνοντας τον φωτισμό του Πνεύματος σε εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν με βεβαιότητα και δείχνουν με έργα την πίστη τους, και προσφέροντάς τους το φωτιστικό σώμα του για τροφή τους· γιατί κι αυτό είναι αρραβώνας της απόρρητης κοινωνίας του Ιησού κατά το μέλλον. Εάν όμως εκείνα προεικόνισαν και κάτι άλλο από τα όσα δωρήθηκαν σε εμάς από τον Χριστό, δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστο. Αλλά βλέπεις ότι και από τους συμβολικούς εκείνους φωτισμούς αναφαίνεται κάποιος νοερός φωτισμός και άλλα ασύλληπτα από τη γνώση μυστήρια;


Αρχαίο κείμενο
24. Εἶδες πῶς καί ὁρῶντες αὐτόν ἀόρατον ἡγοῦνται κρεῖττον ἤ κατά τούς τήν ἔξω σοφίαν περιττούς; Ἴσασι μέν οὖν οἱ πρός τοῦτο θεωρίας ἀναβεβηκότες ὅτι φῶς ὁρῶσιν αἰσθήσει νοερᾷ καί ὅτι τό φῶς τοῦτο ὁ Θεός ἐστι, τῇ ἑνώσει χάριτι λαμπρύνων ἀπορρήτως τούς μετέχοντας. Ἄν δ᾿ ἐρωτᾷς αὐτούς πῶς ὁ ἀόρατος ὁρᾶται, ἀποκριθήσονταί σοι˙ «οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος ἁγίου». Ἀνενδεεῖς γάρ εἰσι καί τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας οὐ δέονται, τήν διδασκαλίαν ἔχοντες τοῦ Πνεύματος καί μετά τοῦ ἀποστόλου ταύτην ἔχοντες τήν καύχησιν «ὅτι ἐν ἁπλότητι καί εἰλικρινείᾳ καί χάριτι Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ ἀνεστράφησαν ἐν τῷ κόσμῳ». Ἀποκριθήσονταί σοι τοίνυν εὐλαβῶς ὡς «οὐκ ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς γνώσει περιγράφεται τά θεῖα, ὦ ἄνθρωπε, πολλά δέ τῶν ὑφ᾿ ἡμῶν ἀγνοουμένων αἰτίας ἔχει θεοπρεπεῖς˙ πνευματικοῖς οὖν πνευματικά συγκρίνοντες, κατά τόν αὐτόν ἀπόστολον, ἐκ τῆς παλαιᾶς διαθήκης τάς τῆς καινῆς βεβαιωσόμεθα χάριτας». Διά τοῦτο δέ σύγκρισιν τήν ἐκ τῶν παλαιῶν ἀπόδειξιν ὁ ἀπόστολος ὠνόμασεν, ἐπεί μετά τῆς ἐκεῖθεν βεβαιώσεως καί μείζω δείκνυται τῶν νομικῶν τά τῆς χάριτος δόματα. Καί τοίνυν ἐροῦσιν οἱ πνεύματι καί ζῶντες καί ὁρῶντες πρός τούς ἐρωτῶντας πῶς ὁρᾶται τό ἀόρατον φῶς˙ «ὡς καί ὁ θεόπτης ἐκεῖνος ἑώρακεν Ἠλίας˙ ὅτι γάρ οὐκ αἰσθητῶς ἐκεῖνος εἶδεν ἔδειξεν ἡ ἐπιτεθειμένη τῷ προσώπῳ μηλωτή˙ ὅτι δέ τόν Θεόν ἑώρακε, τῇ μηλωτῇ τούς αἰσθητούς ἐπηλυγάσας ὀφθαλμούς, μάρτυς τε καί κῆρυξ ἀξιόλογος τό παρά πᾶσι τούτου τῆς ἐπωνυμίας γνώρισμα˙ θεόπτης γάρ, μᾶλλον δέ καί μεθ᾿ ὑπερβολῆς θεοπτικώτατος, ἀκούει παρά πάντων».

25. Κἄν αὖθις ἔρηταί τις τούς τοιούτους, «τί δ᾿ ὅ φατε μυστικῶς ἐνηχεῖν ἡμῖν τήν εὐχήν ἐν τοῖς ἐγκάτοις καί τί τό τήν καρδίαν συγκινοῦν», τόν αὐτοῦ πάλιν τοῦ Ἠλιού προβαλοῦνται συσσεισμόν, προοίμιον ὄντα τῆς ἐμφανοῦς νοερᾶς Θεοῦ ἐπιφανείας, καί τήν ἠχοῦσαν κοιλίαν Ἠσΐου. Τῷ δέ προσερομένῳ, «τίς δέ καί ἡ ἀπό τῆς εὐχῆς ἐγγινομένη θέρμη», τό πῦρ ὑποδείξουσιν, ὅ φησιν αὐτός αὖθις ὁ Ἠλίας, σημεῖον μέν Θεοῦ, ὅσον οὔπω ἐμφανιζομένου, δεόμενον δ᾿ ἔτι τῆς πρός αὔραν λεπτήν μεταποιήσεως, εἰ μέλλει ἐν ἑαυτῷ τήν θείαν δεξάμενον ἀκτῖνα τῷ προσορῶντι δείξειν τόν ἀόρατον, καί αὐτόν δέ τόν Ἠλίαν ὡς πῦρ τε ὄντα καί φαινόμενον καί πύρινον ἀναβαίνοντα ἅρμα μετά σώματος, ἀλλά καί τόν ὡς ὑπό πυρός καιόμενον τά σπλάγχνα ἕτερον προφήτην, καί ταῦτα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ γενομένου ἐν αὐτῷ. Κἄν ἄλλο τι τῶν ἐν αὐτοῖς μυστικῶς ἐνεργουμένων ἐξετάζῃς, ἐκεῖνοι τοῖς ὁμοίοις πνευματικοῖς συγκρίνοντες, ὡς ἔφημεν, τά παραπλήσιά σοι δείξουσι καί κοινῇ πρός πάντα φήσουσι˙ οὐκ ἀκούεις, ἄνθρωπε, ὅτι «ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος»; Οὐκ ἀκούεις τοῦ Κυρίου λέγοντος ὅτι δώσει Πνεῦμα ἅγιον τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν ἡμέρας καί νυκτός; Τίς οὖν ὁ τῶν ἀγγέλων ἄρτος; Οὐ τό θεῖον καί ὑπερουράνιον φῶς ᾧ εἴτε κατ᾿ ἐπιβολήν εἴτε κατά παραδοχήν ὑπέρ νοῦν οἱ νόες ἑνοῦνται, κατά τόν μέγαν Διονύσιον; Τούτου τοίνυν τοῦ φωτός τήν εἰς ἀνθρώπους ἔλλαμψιν προϋπέγραψεν μέν ὁ Θεός ἐπί τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἄνωθεν τό μάννα καθιείς, ἐπλήρωσε δέ ὁ Χριστός, τοῖς βεβαίως εἰς αὐτόν πιστεύουσι καί δι᾿ ἔργων τήν πίστιν ἐπιδεικνυμένοις ἐνιείς τόν φωτισμόν τοῦ Πνεύματος καί τό φωτιστικόν αὐτοῦ σῶμα προτιθέμενος εἰς βρῶσιν˙ καί τοῦτο γάρ ἀρραβών ἐστι τῆς ἀπορρήτου κατά τό μέλλον Ἰησοῦ κοινωνίας. Εἰ δέ καί ἄλλο τι τῶν ἡμῖν ἀπό Χριστοῦ δεδωρημένων προϋπέγραψαν ἐκεῖνα, θαυμαστόν οὐδέν. Ἀλλ᾿ ὁρᾷς ὅτι καί ἀπό τῶν συμβολικῶν ἐκείνων φωτισμῶν ἀναφαίνεται φωτισμός τις νοερός καί μυστήρια ἕτερα παρά τήν γνῶσιν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου