Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (26)

 Συνέχεια από: Τρίτη, 10 Νοεμβρίου 2020

22. Γι’ αυτό o μέγας Μακάριος καλεί το φως αυτό άπειρο και υπερουράνιo. Κάποιος άλλος πάλι από τους τελειότερους αγίους είδε όλα τα όντα να περιέχονται σαν μέσα σε μια ακτίνα του νοητού αυτού ήλιου, αν και βέβαια και εκείνος δεν είδε ποιο και πόσο είναι εκείνο το φως, αλλ’ όσον έκανε τον εαυτό του δεκτικόν εκείνου, και έμαθε από αύτη τη θεωρία και την πάνω από το νου ένωση με αυτό, όχι αυτό που είναι αυτό ως προς τη φύση, αλλ’ αυτό που είναι αληθινά, και υπερφυσικό δηλαδή και υπερούσιο, κάτι άλλο από όλα τα όντα, το οποίο είναι κύριο και μοναδικό και συμπεριλαμβάνει μέσα στον εαυτό του κάθε όν.

Το άπειρο όμως αυτό δεν βλέπεται πάντοτε από ένα ή από όλους. Εκείνος που δεν βλέπει αντιλαμβάνεται ότι αυτός αδυνατεί, επειδή δεν συνδέθηκε αρμονικά και τελείως με το Πνεύμα με πληρέστερη καθαρότητα, αλλ’ όμως δεν λαμβάνει πέρας το ορώμενο. Όταν λοιπόν ελαττώνεται η θεωρία από την προερχόμενη όμοια απαθή ευχαρίστηση (θυμηδία), τη νοερή γαλήνη και την ανακαιόμενη φλόγα της αγάπης προς τον Θεό εκείνου που βλέπει, γνωρίζει με ακρίβεια αυτός που βλέπει, ότι αυτό είναι εκείνο το φως, αν και το βλέπει αμυδρότερα· και προχωρώντας πάντοτε προς τα εμπρός κατ’ αναλογία προς τη θεάρεστη πράξη, την αποχή από όλα τα άλλα, την προσοχή κατά την προσευχή και την ολοκληρωτική στροφή προς τον Θεό με όλη την ψυχή, και επιδιώκοντας καθαρότερη θεωρία, από εδώ αντιλαμβάνεται το άπειρο του ορωμένου ότι είναι άπειρο, και της μεν λαμπρότητας εκείνου δεν βλέπει τέλος, βλέπει όμως περισσότερο την αδυναμία της δικής του ικανότητας (την αδράνεια του εαυτού του) προς φωτοληψία.

23. Όμως ούτε αυτό νομίζει ότι είναι απλώς η φύση του Θεού, αυτό το οποίο καταξιώθηκε να δει, αλλά, όπως η ζωή μεταδίδεται από την ψυχή στο έμψυχο σώμα, και λέμε και την ίδια τη ζωή ψυχή, αλλά γνωρίζουμε ότι η μέσα μας ευρισκόμενη ψυχή που παρέχει τη ζωή είναι διαφορετική από αυτήν, έτσι και στη θεοφόρο ψυχή παρέχεται το φως από τον Θεό που κατοικεί μέσα της. Αλλά η ένωση του παναίτιου Θεού με τους άξιους είναι και πάνω από αυτό, αφού αυτός με δύναμιν υπερούσιον και ολόκληρος μένει στον εαυτό του, και ολόκληρος κατοικεί μέσα μας και μεταδίδει σε εμάς, όχι από τη φύση του, αλλά από τη δόξα και τη λαμπρότητά του. Είναι θείο λοιπόν αυτό το φως, και δίκαια ονομάζεται θεότης από τους αγίους, γιατί θεοποιεί. Επομένως δεν είναι μόνον αυτό, αλλά και αυτοθέωση και θεαρχία, και «φαίνεται βέβαια ότι είναι του ενός Θεού διάκριση και πολλαπλασιασμός, δεν είναι όμως λιγότερο ο αρχίθεος και υπέρθεος και υπεράρχιος», ένας μέσα σε μια θεότητα, και γι’ αυτό είναι αρχίθεος και υπέρθεος και υπαράρχιος, επειδή είναι δημιουργός της ίδιας της θεότητας, όπως αποφάνθηκαν οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας κατά τον μέγα Διονύσιο Αρεοπαγίτη, αποκαλώντας θεότητα την θεοποιό δωρεά που έχει προέλθει από τον Θεό. Γράφοντας λοιπόν ο ίδιος στον Γάϊο, ο οποίος ρώτησε, “Πώς ο Θεός βρίσκεται πάνω από την θεαρχία”, λέγει· «αν ως θεότητα θεωρήσεις το πράγμα του θεοποιού δώρου με το οποίον θεούμεθα, και αν αυτό γίνεται αρχή της θεώσεως, τότε ο υπαράρχιος κάθε αρχής βρίσκεται από τη θεότητα που λέγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο επέκεινα». Θεολογείται λοιπόν από τους πατέρες η θεία χάρη του υπέρ αίσθησιν φωτός, αλλά ο Θεός δεν είναι αυτό απλώς ως προς τη φύση, έχοντας τη δύναμη όχι μόνο να φωτίζει και να θεώνει τον νου, αλλά και να φέρνει στην ύπαρξη από την ανυπαρξία (εκ μη όντων) κάθε νοερή ουσία.

Αρχαίο κείμενο

22. Διό ἄπειρον μέν ὁ μέγας Μακάριος καί ὑπερουράνιον τουτί φησι τό φῶς. Πάντα δέ τά ὄντα, ὥσπερ ὑπό μίαν τινά περιεχόμενα ἀκτῖνα τοῦ νοητοῦ ἡλίου τούτου, τῶν τελεωτέρων τις ἕτερος ἑώρακε ἁγίων, καίτοι κἀκεῖνος, οὐχ ὅπερ καί ὅσον ἐστίν ἐκεῖνο, ἀλλ᾿ ὅσον ἑαυτόν ἐκείνου δεκτικόν ἐποίησεν ἰδών, καί μαθών ἀπό τῆς θεωρίας ταύτης καί τῆς πρός αὐτό ὑπέρ νοῦν ἑνώσεως, οὐχ ὅπερ ἐστίν αὐτό τήν φύσιν, ἀλλ᾿ ὅ,τι ἐστίν ὡς ἀληθῶς, καί ὑπερφυές καί ὑπερούσιόν ἐστιν, ἄλλο τι παρά τά ὄντα πάντα ὄν, ὄν δέ κυρίως τε καί μόνον καί πᾶν ὄν ἀπορρήτως ἐν ἑαυτῷ συνειληφός. 

Πάντοτε δ᾿ ἑνί ἤ πᾶσι τό ἄπειρον τοῦτο οὐχ ὁρᾶται. Ὁ δέ μή ὁρῶν συνίησιν ὡς αὐτός ὁρᾶν ἀδυνατεῖ μή τελείως δι᾿ ἐντελεστέρας καθαρότητος ἐναρμοσθείς τῷ πνεύματι, ἀλλ᾿ οὐχί τό ὁρώμενον λαμβάνει πέρας. Ὅτε τοίνυν τά τῆς θεωρίας ὑποβέβηκεν, ἐκ τῆς πηγαζομένης ὁμοίας ἀπαθοῦς τῷ ὁρῶντι θυμηδίας καί γαλήνης νοερᾶς καί τοῦ ἀνακαιομένου πυρός τῆς πρός τόν Θεόν ἀγάπης, ἀκριβῶς οἶδεν ὁ ὁρῶν ὅτι τοῦτό ἐστιν ἐκεῖνο τό φῶς, εἰ καί ἀμυδρότερον ὁρᾷ˙ καί κατ᾿ ἀναλογίαν δέ τῆς θεαρέστου πράξεως, τῆς τε τῶν ἄλλων πάντων ἀποχῆς καί τῆς προσοχῆς τῆς προσευχῆς καί τῆς πρός τόν Θεόν ἐκ ψυχῆς ὅλης ἀνανεύσεως ἐπί τά πρόσω φερόμενος ἀεί καί διαυγεστέρας πειρώμενος τῆς θεωρίας, κἀντεῦθεν τό ἄπειρον συνίησι τοῦ ὁρωμένου ὅτι ἄπειρον καί τῆς μέν λαμπρότητος ἐκείνου πέρας οὐχ ὁρᾷ, τῆς δ᾿ ἑαυτοῦ πρός φωτοληψίαν ἐπιτηδειότητος ἐπί μᾶλλον ὁρᾷ τό ἀδρανές.

23. Ἀλλ᾿ οὐδέ αὐτό οἴεται εἶναι ἁπλῶς τήν φύσιν τοῦ Θεοῦ, ὅ κατηξιώθη βλέπειν, ἀλλ᾿ ὥσπερ ὑπό τῆς ψυχῆς ἡ ζωή ἐγγίνεται τῷ ἐμψύχῳ σώματι, λέγομεν δέ καί τήν ζωήν αὐτήν ψυχήν, ἀλλ᾿ ἴσμεν ἄλλο τι παρά ταύτην οὖσαν τήν ἐν ἡμεῖν οὖσαν καί παρεκτικήν ζωῆς ψυχήν, οὕτω καί τῇ θεοφόρῳ ψυχῇ ὑπό τοῦ ἐνοικοῦντος Θεοῦ ἐγγίνεται τό φῶς. Ἀλλά καί ὑπέρ τοῦτό ἐστιν ἡ τοῦ παναιτίου Θεοῦ πρός τούς ἠξιωμένους ἕνωσις, καθ᾿ ὑπερούσιον δύναμιν καί ὅλου μένοντος ἐν ἑαυτῷ καί ὁλικῶς οἰκοῦντος ἐν ἡμῖν καί μεταδιδόντος ἡμῖν οὐ τῆς οἰκείας φύσεως, ἀλλά τῆς οἰκείας δόξης τε καί λαμπρότητος. Θεῖον οὖν ἐστι τουτί τό φῶς καί θεότης ὑπό τῶν ἁγίων ὀνομάζεται δικαίως, θεοποιεῖ γάρ˙ οὐκοῦν οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλά καί αὐτοθέωσις καί θεαρχία, καί «δοκεῖ μέν εἶναι τοῦ ἑνός Θεοῦ διάκρισις καί πολυπλασιασμός, ἔστι δέ οὐδέν ἧττον ὁ ἀρχίθεος καί ὑπέρθεος καί ὑπεράρχιος», εἷς ἐν μιᾷ Θεότητι, καί διά τοῦτο ἀρχίθεος καί ὑπέρθεος καί ὑπεράρχιος, ἐπειδή ταύτης τῆς θεότητός ἐστιν ὑποστάτης, ὡς οἱ τῆς ἐκκλησίας διδάσκαλοι κατά τόν ἀρεοπαγίτην μέγαν Διονύσιον ἔφασαν, θεότητα λέγοντες τήν θεοποιόν ἐκ Θεοῦ προεληλυθυῖαν δωρεάν. Καί τοίνυν ὁ αὐτός Γαΐῳ γράφων, πῶς ὑπέρ θεαρχίαν ὁ Θεός ἐστιν ἐρωτήσαντι, «εἰ θεότητα», φησί, «νοήσας τό χρῆμα τοῦ θεοποιοῦ δώρου καθ᾿ ὅ θεούμεθα καί εἰ τοῦτο γίνεται ἀρχή τοῦ θεοῦσθαι, τῆς οὕτω λεγομένης θεότητος ὁ πάσης ἀρχῆς ὑπεράρχιός ἐστιν ἐπέκεινα». Θεολογεῖται τοιγαροῦν ὑπό τῶν πατέρων ἡ θεία χάρις τοῦ ὑπέρ αἴσθησιν φωτός, ἀλλ᾿ οὐ τοῦθ᾿ ἁπλῶς ἐστι τήν φύσιν ὁ Θεός, οὐ φωτίζειν μόνον καί θεοῦν δυνάμενος τόν νοῦν, ἀλλά καί παράγειν ἐκ μή ὄντων πᾶσαν νοεράν οὐσίαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: