Συνέχεια από Παρασκευή, 20 Νοεμβρίου 2020
28. Αν όμως δεν είναι αισθητό, μολονότι οι απόστολοι αξιώθηκαν να το συλλάβουν με τους οφθαλμούς τους, αυτό συνέβη με κάποια άλλη δύναμη και όχι με την αισθητική· γι’ αυτό και όλοι οι θεολόγοι θεωρούν άρρητη και απρόσιτη και άχρονη τη λαμπρότητα τού προσώπου τού Ιησού, σαν κάτι το απόρρητο που είναι, αλλ’ όχι κυρίως αισθητή, όπως και το φως, το οποίο και των αγίων είναι τόπος μετά την από εδώ εκδημία κατά τις λήξεις (μεταστάσεις) στον ουρανό, όπου (υπάρχει) το φως, του οποίου προοίμιο ήταν αυτή η λαμπρότητα και δόθηκε εδώ στους αγίους σαν αρραβώνας. Γιατί, αν και όλα αυτά καλούνται με το όνομα τού φωτός και φαίνονται παραδόξως πολλές φορές ότι υποπίπτουν στην αίσθηση, αλλά όμως και είναι υψηλότερα του νου και έχουν τις ονομασίες κατώτερες από την καθ’ εαυτή τους αλήθεια, πώς λοιπόν είναι κυριολεκτικά αισθητά; Και ακόμα, όταν εκτελούμε ευχές για εκείνους που έχουν κοιμηθεί φωνάζουμε εκτενώς (δυνατά και επίμονα) προς τη θεαρχική αγαθότητα, «κατάταξε τις ψυχές τους σε τόπο φωτεινό».
Τι χρειάζονται λοιπόν οι ψυχές το αισθητό φως;
Και ποιά στενοχώρια θα υπάρξει σ’ αυτές από το αντίθετο βέβαια, αισθητό όμως σκότος;
Βλέπεις ότι τίποτε από αυτά δεν είναι κυριολεκτικά (κυρίως) αισθητό;
Και ότι αυτά δεν είναι απλώς άγνοια ή γνώση, το δείξαμε προηγουμένως, όταν μιλήσαμε υπενθυμίζοντας το σκοτεινό εκείνο πυρ που έχει ετοιμασθεί για το δαιμονικό φύλο.
Έπρεπε λοιπόν και για την απόρρητη φωτοφάνεια τού Ιησού πάνω στο Θαβώρ να μην αποφαινόμαστε με λογισμούς δειλούς, ανθρώπινους δηλαδή, και επισφαλείς σκέψεις, αλλά να πειθαρχούμε στους πατερικούς λόγους και να αναμένουμε με καθαρότητα καρδιάς την ακριβή είδηση μέσω της πείρας. Γιατί αυτή, ιερουργώντας την ένωση προς το φως εκείνο, μυστικώς εκδιδάσκει αυτούς που έχουν την καλή αυτή τύχη (να μετέχουν αυτό), ότι το φως αυτό δεν είναι τίποτε από τα όντα, γιατί υπερέχει όλα τα όντα. Πώς λοιπόν είναι αισθητό αυτό που βρίσκεται πάνω όλα τα όντα; Και τι από τα αισθητά δεν είναι κτίσμα; Και πώς το κτίσμα είναι η λαμπρότης του Θεού; Δεν είναι λοιπόν αισθητή κυρίως (πραγματικά) η φωτοφάνεια του Κυρίου.
29. Ο μέγας Μακάριος λέγει· «όταν η ψυχή επιστρέψει με φόβο και αγάπη και ντροπή, όπως ο άσωτος υιός, προς τον δεσπότη και Πατέρα και Θεόν της, προσδέχεται αυτήν (ο Θεός), χωρίς να λογίζεται τα παραπτώματά της, και της δίνει στολή δόξας, του φωτός του Χριστού». Και ποιά άλλη δόξα και φως Χριστού υπάρχει, παρά εκείνη την οποία είδε ο Πέτρος επαγρυπνώντας «όταν ήταν μαζί του στο όρος το άγιο»; Πώς λοιπόν θα μπορούσε αυτό να γίνει στολή της ψυχής, αν ήταν αισθητό; Αλλού επίσης ο ίδιος θεολόγος ονόμαζε «επουράνιο το φως αυτό». Ποιο από τα αισθητά λοιπόν είναι επουράνιο; Και άλλου πάλι λέγει· «το φύραμα της ανθρώπινης φύσεως, που προσέλαβε ο Κύριος, εκάθησε στα δεξιά της μεγαλωσύνης ψηλά στους ουρανούς», γεμάτο δόξα, όχι μόνο στο πρόσωπο, όπως ο Μωυσής, αλλά σ’ όλο το σώμα. Άραγε λοιπόν μάταια φέγγει εκεί, χωρίς να αντιλαμβάνεται κανείς το φως εκείνο; Μάταια βέβαια θα έφεγγε, εάν ήταν αισθητό. Ή αυτό είναι αληθινά η τροφή των πνευμάτων, τόσο των αγγέλων, όσο και των δικαίων; Γι’ αυτό και προσευχόμενοι στον Χριστό υπέρ των κεκοιμημένων, λέμε να κατατάξει τις ψυχές τους εκεί όπου εποπτεύει το φως του προσώπου αυτού. Πώς λοιπόν θα απολαύσουν οι ψυχές, και πώς γενικά θα κατασκηνώσουμε σε φως που λάμπει αισθητά; Ο μέγας Βασίλειος πάλι λέγει ότι οι καθαροί στην καρδιά τότε, κατά την ένσαρκο δεσποτική επιφάνεια (παρουσία) του Κυρίου, βλέπουν αυτή τη δύναμη διαρκώς να ακτινοβολεί από το προσκυνητό σώμα. Πώς λοιπόν είναι αισθητό φως, το φως που βλέπεται με την καθαρότητα της καρδίας; «Ο Χριστός ήρθε στην κορυφή με άπλετο φως στο πρόσωπο», κατά τον θείο μελωδό Κοσμά. Πώς λοιπόν είναι άπλετο, αν είναι αισθητό;
Αρχαίο κείμενο
28. Εἰ δέ μή αἰσθητόν, εἰ καί ὀφθαλμός λαβεῖν αὐτό οἱ ἀπόστολοι κατηξιώθησαν, ἀλλ᾿ ἑτέρᾳ τινί δυνάμει, καί οὐχί τῇ αἰσθητικῇ˙ διό καί τήν λαμπρότητα τοῦ προσώπου Ἰησοῦ ἄρρητον καί ἀπρόσιτον καί ἄχρονον οἱ θεολόγοι πάντες λέγουσιν, ὡς ἀπόρρητόν τι οὖσαν, ἀλλ᾿ οὐκ αἰσθητήν κυρίως, ὥσπερ καί τό φῶς, ὁ καί τῶν ἁγίων ἐστί τόπος μετά τήν ἐνθένδε ἐκδημίαν κατά τάς ἐν οὐρανῷ λήξεις, ὅπου τό φῶς, οὗ καί προοίμιον αὕτη ἡ λαμπρότης ἦν καί ἐν ἀρραβῶνος μέρει τοῖς ἁγίοις δέδοται ἐνταῦθα. Εἰ γάρ καί φωτωνυμικῶς καλεῖται ταῦτα πάντα καί δοκεῖ αἰσθήσει ὑποπίπτειν παραδόξως ἔστιν ὅτε, ἀλλά καί νοῦ ὑψηλότερά ἐστι καί τῆς καθ᾿ ἑαυτά ἀληθείας ἀποδεούσας ἔχει τάς ἐπωνυμίας, πῶς οὖν αἰσθητά κυρίως; Καί μή, ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων εὐχάς ἱεράς ποιούμενοι, «κατάταξον αὐτῶν τάς ψυχάς» πρός τήν θεαρχικήν ἐκτενῶς βοῶμεν ἀγαθότητα «ἐν τόπῳ φωτεινῷ». Τίς οὖν χρεία ταῖς ψυχαῖς τοῦ αἰσθητοῦ φωτός; Τίς δ᾿ ἆρ᾿ ἀνία ταύταις κἀκ τοῦ ἐναντίου μέν, αἰσθητοῦ δ᾿ ὁμοίως σκότους; Ὁρᾷς ὡς οὐδέν τῶν τοιούτων κυρίως αἰσθητόν; Ὅτι δ᾿ οὐδέ ἁπλῶς ἄγνοια ἡ γνῶσις ταῦτα, πρότερον ἐδείξαμεν, ἡνίκα καί περί τοῦ ἡτοιμασμένου σκοτεινοῦ πυρός τῷ δαιμονίῳ φύλῳ ὑπεμνήσαμεν. Ἐχρῆν οὖν καί περί τῆς ἐν Θαβώρ ἀπορρήτου Ἰησοῦ φωτοφανείας, μή λογισμοῖς δειλοῖς, ἀνθρωπίνοις δηλονότι, καί ἐπισφαλέσιν ἐπινοίαις ἀποφαίνεσθαι, ἀλλά πειθαρχεῖν ταῖς πατερικαῖς φωναῖς καί τήν ἐν καθαρότητι καρδίας ἀκριβῆ διά τῆς πείρας ἀναμένειν εἴδησιν. Αὕτη γάρ τήν πρός τό φῶς ἐκεῖνον ἕνωσιν ἱερουργοῦσα, μυστικῶς ἐκδιδάσκει τούς εὐμοιρηκότας ὅτι τό φῶς τοῦτο τῶν ὄντων ἐστίν οὐδέν, ὡς τά ὄντα πάντα ὑπερέχον. Πῶς οὖν τό ὑπέρ τά ὄντα πάντα αἰσθητόν; Τί δέ τῶν αἰσθητῶν οὐ κτίσμα; Πῶς δέ τό κτίσμα ἡ λαμπρότης τοῦ Θεοῦ; Οὐκ ἄρα αἰσθητή κυρίως.
29. Ὁ μέγας Μακάριος, «ὅταν ἡ ψυχή», φησί, «φόβῳ καί ἀγάπῃ καί αἰσχύνῃ, ὡς καί ὁ ἄσωτος υἱός, ἐπιστρέψῃ πρός τόν ἴδιον δεσπότην καί Πατέρα καί Θεόν, προσδέχεται αὐτήν, μή λογιζόμενος τά παραπτώματα αὐτῆς, καί δίδωσιν αὐτῇ σχολήν δόξης, τοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ». Τίς δ᾿ ἄλλη δόξα καί φῶς ἐστι Χριστοῦ ἤ ἥνπερ διαγρηγορήσας εἶδεν ὁ Πέτρος «σύν αὐτῷ ὤν ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ»; Πῶς οὖν στολή ψυχῆς τοῦτο γένοιτ᾿ ἄν, εἴπερ αἰσθητόν; Ἀλλαχοῦ δ᾿ ὁ αὐτός θεολόγος «ἐπουράνιόν» φησι «τουτί τό φῶς». Τί τοίνυν ἐπουράνιον τῶν αἰσθητῶν; Ἀλλαχοῦ δ᾿ αὖ «τό φύραμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅπερ ὁ Κύριος ἀνέλαβεν, ἐκάθησε», φησίν, «ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν οὐρανοῖς, πλῆρες δόξης, οὐκέτι μόνῳ τῷ προσώπῳ, ὡς ὁ Μωϋσῆς, ἀλλ᾿ ὅλῳ τό σώματι». Ἆρ᾿ οὖν ἐκεῖ μάτην φαίνει, μηδενός ἀντιλαμβανομένου τοῦ φωτός ἐκείνου; Μάτην γάρ, εἴπερ αἰσθητόν. Ἤ τοῦτό ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἡ τῶν πνευμάτων τροφή, τῶν τε ἀγγέλων καί τῶν δικαίων; Διό καί προσευχόμενοί φαμεν ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων πρός Χριστόν κατατάξαι τάς ψυχάς αὐτῶν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Πῶς οὖν ἀπολαύσονται ψυχαί, πῶς δέ καί ὅλως ἐνσκηνώσουσιν αἰσθητῶς ἐπιλάμποντι φωτεῖ; Ὁ δέ μέγας Βασίλειος τούς τηνικαῦτα καθαρούς τήν καρδίαν, κατά τήν διά σαρκός δεσποτικήν ἐπιφάνειαν, ὁρᾶν φησι διηνεκῶς τήν δύναμιν ταύτην ἐκ τοῦ προσκυνητοῦ διαυγάζουσαν σώματος. Πῶς οὖν αἰσθητόν φῶς, τό διά καθαρότητος τῆς καρδίας ὁρώμενον; «Χριστός δ᾿ ἑνί σκοπιῇ σέλας ἄπλετον εἴδεος ἧκεν», κατά τόν θεῖον ὠδικόν Κοσμᾶν. Πῶς οὖν ἄπλετον εἴπερ αἰσθητόν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου