Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (30)

 Συνέχεια από Παρασκευή, 27 Νοεμβρίου 2020

30. Ο Στέφανος πάλι, ο μετά Χριστόν πρώτος που μαρτύρησε υπέρ του Χριστού, αφού σήκωσε προς τα πάνω τα μάτια του είδε τους ουρανούς ανοιγμένους και δόξα (λαμπρότητα) Θεού σ’ αυτούς και τον Χρίστον που στεκόταν στα δεξιά του Θεού. Είναι λοιπόν δυνατόν αισθητική δύναμη να φθάνει μέχρι τα επουράνια (υπερουράνια); Αλλ’ όμως αυτός έβλεπε προς τα εκεί από κάτω από τη γη, και το σπουδαιότερο είναι, ότι δεν έβλεπε μόνο τον Χριστό, αλλά και τον Πατέρα του. 

Πώς δηλαδή θα έβλεπε στα δεξιά του τον Υιό, αν δεν έβλεπε και εκείνον τον ίδιο; 

Βλέπεις ότι βλέπεται ο αόρατος από εκείνους που έχουν κεκαθαρμένη την καρδία, αλλ’ όχι αισθητά, ούτε νοητά, ούτε με αφαιρετικό τρόπο, αλλά με κάποια άρρητη δύναμη; 

Γιατί το υπερβολικό ύψος και η δόξα του Πατρός είναι τελείως απλησίαστα στην αίσθηση. Η στάση ήταν συμβολική, όχι η θέα. Αλλά και αυτή η στάση στα δεξιά, αν και είναι σύμβολο του σταθερού και αναλλοίωτου και της μονιμώτατης ιδρύσεως (καθέδρας) της θείας φύσεως, ό,τι ήταν εκείνη, αυτό και βλεπόταν κατά τρόπο άρρητο. Δεν υποκρινόταν δηλαδή ο μονογενής τη στάση του στα δεξιά, για να δείξει με αυτό κάτι άλλο, αλλά βρισκόμενος πάντοτε (αεί ων) στα δεξιά του Πατέρα του, ευδόκησε να αποκαλύψει τη δόξα του, όταν ακόμα ζούσε με τη σάρκα, σ’ όποιον παραδίδει και τη ζωή του (την ψυχή του) για χάρη της δόξας εκείνου. Κατά αφαιρετικό πάλι τρόπο δεν είναι δυνατόν να δει κανείς κάτι ούτε να νοήσει· εκείνος όμως έβλεπε δόξαν Θεού. 

Αν όμως η όραση εκείνη ήταν νοητή, ή κατ’ αιτία ή κατ’ αναλογία, και εμείς λοιπόν βλέπουμε ομοίως μ’ εκείνον, γιατί και εμείς αναλογιζόμαστε τη στάση στα δεξιά της μεγαλειότητας στους ουρανούς και την καθέδρα του ενανθρωπήσαντος Θεού. 

Και πώς ο μαθητής του Ευαγγελίου δεν το διανοούνταν αυτό πάντοτε και προηγουμένως, αλλά το εννόησε τότε μόνο; 

Γι’ αυτό λέγει· «να, βλέπω τους ουρανούς ανοιγμένους και τον Υιό του ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού». 

Και ποιά ανάγκη υπήρχε να ατενίσει αυτός προς τον ουρανό και οι ουρανοί να ανοίξουν, αν η όραση ήταν απλή γνώση, που αποκτάται νοητά;

Πώς λοιπόν είδε αυτά ο πρωτομάρτυρας εκείνος, αν δεν τα είδε ούτε νοητά, ούτε αισθητά, ούτε αποφατικά (κατ’ αφαίρεση) ούτε διανοούμενος τα θεία κατ’ αιτία ή αναλογία; 

Θα σου το πω εγώ με παρρησία· πνευματικά, όπως είπα και για εκείνους που βλέπουν το ακήρατο φως μέσω αποκαλύψεως, πράγμα το οποίο είπαν και πολλοί πατέρες προηγουμένως. Και αυτό δίδαξε και ο ίδιος ο θείος Λουκάς, λέγοντας· «όντας (υπάρχων) πλήρης πίστεως και Πνεύματος αγίου ο Στέφανος, αφού σήκωσε τα μάτια του προς τους ουρανούς, είδε δόξαν Θεού». Και συ λοιπόν, αν καταστείς πλήρης από πίστη και άγιο Πνεύμα, θα δεις πνευματικά εκείνα που είναι και στο νου αόρατα· εάν όμως είσαι τελείως κενός (άδειος) από πίστη, δεν θα πιστέψεις ούτε σε εκείνους που βεβαιώνουν ό,τι είδαν. Γιατί, αν έχεις και μέτρια κάπως πίστη, θ’ ακούσεις με ευλάβεια εκείνους που διηγούνται το κατά δύναμιν από την πείρα τους τα απόρρητα, ούτε καταβιβάζοντας αυτά προς τα αισθητά ή τα νοητά, έστω και αν λέγονται με το ίδιο όνομα, και έτσι αγωνιζόμενος εναντίον της αλήθειας ως πλάνης, ούτε αθετώντας (απορρίπτοντας) τη δοσμένη σε εμάς απόρρητη χάριν του Θεού.

31. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι και η όλως ιδιαίτερα (εξαίρετως) αληθής ονομαζομένη από τους πατέρες θεωρία και η εγκάρδια ενέργεια της ευχής, η πνευματική θέρμη και ηδονή που προέρχεται από αυτήν και το ευάρεστο δάκρυ που πηγάζει από τη χάρη. Γιατί τα αίτια αυτών καταλαμβάνονται κυρίως με τη νοερή αίσθηση. Και λέγω με την αίσθηση, για το τρανόν και εναργές και τελείως απλανές και αφάνταστον της καταλήψεως, και εκτός από αυτά επειδή και το σώμα μεταλαμβάνει κάπως της χάριτος που ενεργεί μέσα στο νου και μεταρρυθμίζεται μαζί με αυτόν προς αυτήν και λαμβάνει κάποια συναίσθηση του απόρρητου μυστηρίου που ενεργείται μέσα στην ψυχή, και σε εκείνους που βλέπουν από έξω αισθητά αυτούς που κατέχουν αυτά κατά τον καιρόν εκείνον παρέχει κάποια αίσθηση αυτών που ενεργούνται σ’ αυτούς. Έτσι έλαμψε το πρόσωπο του Μωυσή, καθώς η εντός (έσω) λαμπρότητα του νου περιχυνόταν και στο σώμα, και τόσο έλαμψε, ώστε να μη μπορούν να ατενίζουν προς την αφθονία της ακτινοβολίας εκείνης ούτε εκείνοι που έβλεπαν προς αυτόν αισθητά. Έτσι έγινε το αισθητό πρόσωπο του Στέφανου, σαν πρόσωπο αγγέλου· γιατί ο νους του, ερχόμενος ένδοθεν (εσωτερικά), κατά τρόπο αγγελομίμητο και αγγελοπρεπή, σε ένωση με το εγκαθιδρυμένο του παντός (πάνω από όλα) φως κατά απόρρητη μέθεξη, είτε κατ’ επιβολή είτε κατά συγκατάθεση (παραδοχή), έγινε αγγελόμορφος (αγγελοειδής). Έτσι η Αιγυπτία, ή καλύτερα η ουρανία, Μαρία υψώθηκε στα ουράνια προσευχόμενη και κατά το σώμα τοπικά και αισθητά, γιατί, καθώς υψωνόταν ο νους, ανυψώθηκε μαζί και το σώμα, και έχοντας υψωθεί από τη γη, θεάθηκε εναέριο.

Αρχαίο κείμενο


30. Στέφανος δέ ὁ μετά Χριστόν ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρήσας ἀτενίσας εἶδε τούς οὐρανούς ἀνεῳγμένους καί δόξαν ἐν αὐτοῖς Θεοῦ καί τόν Χριστόν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔστι τοίνυν αἰσθητικήν δύναμιν μέχρις αὐτῶν φθάνειν τῶν ὑπερουρανίων; Ἀλλά μήν οὗτος κάτωθεν ἐκεῖσε ἀπό γῆς ἑώρα, καί τό μεῖζον ὡς οὐ τόν Χριστόν μόνον, ἀλλά καί τόν αὐτοῦ Πατέρα. Πῶς γάρ ἄν ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ἑώρα τόν υἱόν, εἰ μή καί αὐτόν ἐκεῖνον ἔβλεπεν; Ὁρᾷς ὅτι ὁρᾶται ὁ ἀόρατος ὑπό τῶν κεκαθαρμένων τήν καρδίαν, ἀλλ᾿ οὐκ αἰσθητῶς, οὐδέ νοητῶς, οὐδέ ἀφαιρεματικῶς, ἀλλ᾿ ἀρρήτῳ τινί δυνάμει; Τό μέν γάρ τοῦ ὕψους ὑπερβάλλον καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός οὐδαμῶς προσίεται τήν αἴσθησιν. Συμβολική δ᾿ ἡ στάσις ἦν, ἀλλ᾿ οὐχ ἡ ὅρασις. Ἀλλά καί αὐτή ἡ ἐκ δεξιῶν στάσις, καίτοι σύμβολον οὖσα τοῦ παγίου καί ἀναλλοιώτου καί τῆς μονιμωτάτης τῆς θείας φύσεως ἱδρύσεως, ὅ ἦν ἐκείνη, τοῦτο καί ἀρρήτως ἑωρᾶτο. Οὐ γάρ ὑπεκρίνετο τήν ἐκ δεξιῶν στάσιν ὁ μονογενής, ἵνα τι δείξῃ διά τούτου ἕτερον, ἀλλ᾿ ἀεί ὤν τοῦ πατρός ἐκ δεξιῶν, τήν οἰκείαν δόξαν εὐδόκησεν, ἔτι ὄντι ἐν σαρκί, τῷ καί τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῆς ἐκείνου δόξης προεμένῳ. Ἀφαιρεματικῶς δέ οὐκ ἔνι τι ὁρᾶν, οὐδέ νοεῖν˙ ἐκεῖνος δέ ἑώρα δόξαν Θεοῦ. Νοητή δ᾿ εἴπερ ἦν ἡ ὅρασις ἐκείνη, ἤ κατ᾿ αἰτίαν ἤ κατά ἀναλογίαν, καί ἡμεῖς λοιπόν ὁμοίως βλέπομεν ἐκείνῳ, καί γάρ καί ἡμεῖς ἀναλογιζόμεθα τήν ἐν οὐρανοῖς ἐκ δεξιῶν τῆς μεγαλειότητος στάσιν καί καθέδραν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Πῶς δέ καί μή πρότερον καί ἀεί διενοεῖτο τοῦτο ὁ τοῦ εὐαγγελίου μαθητής, ἀλλά τότ᾿ ἐνόησεν αὐτό; «Ἰδού φάρ, φησί, «βλέπω τούς οὐρανούς ἀνεῳγότας καί τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν ἑστῶτα τοῦ Θεοῦ». Τίς δέ καί χρεία ἦν αὐτόν τε ἀτενίσαι εἰς τόν οὐρανόν καί τούς οὐρανούς διανοιγῆναι, εἰ γνῶσις ἦν ἡ ὅρασις μόνη, νοητῶς προσγινομένη;

Πῶς οὖν ἑώρακε τοῦθ᾿ ὁ πρωτομάρτυς ἐκεῖνος, εἰ μήτε νοητῶς εἶδε, μήτε αἰσθητῶς, μήτ᾿ ἐξ ἀποφάσεως, μήτε κατ᾿ αἰτίαν ἤ ἀναλογίαν διανοούμενος τά θεῖα; Ἐγώ σοι παρρησίᾳ ἐρῶ˙ πνευματικῶς, ὡς καί τούς τό ἀκήρατον φῶς δι᾿ ἀποκαλύψεως ὁρῶντας εἶπον, ὅ καί πολλοί τῶν πατέρων πρότερον ἐξεῖπον. Τοῦτο γοῦν καί αὐτός ὁ θεῖος ἐδίδαξε Λουκᾶς εἰπών˙ «ὑπάρχων δέ Στέφανος πλήρης πίστεως καί Πνεύματος ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τούς οὐρανούς εἶδε δόξαν Θεοῦ». Καί σύ τοίνυν, ἄν πλήρης πίστεως καί Πνεύματος ἁγίου καταστῇς, τά καί νῷ ἀόρατα πνευματικῶς θεάσῃ˙ εἰ δέ κενός εἰ παντάπασι τῆς πίστεως, οὐδέ τοῖς μαρτυροῦσιν ὅ ἑωράκασι πιστεύσεις. Πίστιν γάρ ἔχων μετρίαν γοῦν, εὐλαβῶς ἀκούσῃ τῶν διηγουμένων κατά τό ἐκχωροῦν ἐκ τῆς πείρας τά ἀπόρρητα, μήτε πρός τά αἰσθητά ταῦτα κατασπῶν ἤ τά νοητά, εἰ καί ὁμωνύμως λέγονται, καί οὕτω κατά τῆς ἀληθείας ἀγωνιζόμενος ὡς πλάνης, μήτε τήν ἡμῖν δεδομένην ἀθετῶν ἀπόρρητον χάριν τοῦ Θεοῦ.

31. Tοιούτον γάρ τί ἐστι καί ἡ ἐξαιρέτως ἀληθής ὑπό τῶν πατέρων ὀνομαζομένη θεωρία καί ἡ τῆς εὐχῆς ἐγκάρδιος ἐνέργεια καί ἡ ἐξ αὐτῆς πνευματική θέρμη τε καί ἡδονή κάι τό ἐκ τῆς χάριτος θυμῆρες δάκρυον. Τά γάρ τούτων αἴτια νοερᾷ κυρίως καταλαμβάνεται αἰσθήσει. Λέγω δέ αἰσθήσει, διά τό τρανόν καί ἐναργές καί ἀπλανές πάντῃ καί ἀφάνταστον τῆς καταλήψεως, καί πρός τούτοις ὅτι καί τό σῶμα μεταλαμβάνει πως τῆς κατά νοῦν ἐνεργουμένης χάριτος καί μεταρρυθμίζεται πρός ταύτην καί λαμβάνει τινά συναίσθησιν αὐτό τοῦ κατά ψυχήν ἀπορρήτου μυστηρίου, καί τοῖς ἔξωθεν αἰσθητῶς κατά τόν καιρόν ἐκεῖνον βλέπουσι τους κεκτημένους αἴσθησίν τινα παρέχει τῶν ἐν αὐτοῖς ἐνεργουμένων. Οὕτως Μωσέως ἔλαμψε τό πρόσωπον, τῆς ἐντός λαμπρότητος τοῦ νοῦ κἀπί τό σῶμα περικεχυμένης, καί τοσοῦτον ἔλαμψεν ὡς μηδέ τούς αἰσθητῶς προσβλέποντας αὐτῷ πρός τήν περιουσίαν τῆς αὐγῆς ἐκείνης ἀτενίζειν ἔχειν. Οὕτως ὤφθη τό αἰσθητόν πρόσωπον Στεφάνου ὡσεί πρόσωπον ἀγγέλου˙ καί γάρ ἔνδοθεν αὐτῷ ὁ νοῦς ἀγγελομιμήτως καί ἀγγελοπρεπῶς, εἴτε κατ᾿ ἐπιβολήν εἴτε κατά παραδοχήν, ἑνούμενος τῷ ὑπερανῳκισμένῳ τοῦ παντός φωτί κατά μέθεξιν ἀπόρρητον, ἀγγελοειδής ἐγίγνετο. Οὕτως ἡ αἰγυπτία, μᾶλλον δ᾿ οὐρανία, Μαρία μετέωρος γέγονε καί τό σῶμα εὐχομένη τοπικῶς καί αἰσθητῶς, καί γάρ, ὑψουμένου τοῦ νοῦ, συνανυψώθη καί τό σῶμα καί τῆς γῆς ἀπαναστάν ὤφθην ἐναέριον.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αχ βρε Αμεθυστε...κάτι τετοιες αναρτήσεις κανεις και ερχόμαστε ξανά και ξανά στο ιστολόγιο...Καλημέρα!.ΑΠ.