Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (60)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου 2020

                                                          Jacob Burckhard

                                                            ΤΟΜΟΣ 2ος 

                                               

IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ - 4 

Οι αοιδοί δεν ήταν σε καμία περίπτωση ταυτόχρονα μάντεις και θεραπευτές, ή ιερείς, όπως πίστευαν κάποτε. Ο Όμηρος διαχωρίζει σαφώς τα επαγγέλματα όταν αναφέρει ανάμεσα σ’ αυτούς που προσκαλεί κανείς στο σπίτι του τον μάντη, τον γιατρό, τον ξυλουργό και τον ραψωδό. Οι Ορφικοί ήταν αυτοί που πρώτοι, από τον 6ον αιώνα, απέδωσαν στους ήρωές τους μυήσεις, εξαγνισμούς, θεραπείες, καθάρσεις κ.ο.κ, προκαλώντας τη γενική συναίνεση, με αποτέλεσμα ο Αριστοφάνης, για παράδειγμα, να αποδώσει στον Ορφέα και τον Μουσαίο, σαν κάτι το αυτονόητο, θρησκευτικές μυήσεις, τα μυστικά θεραπείας ασθενειών, και χρησμούς. Σε αντίθεση με όλα αυτά, οι ραψωδοί υπήρξαν χωρίς αμφιβολία οι πρώτοι μεγάλοι εξερευνητές και διδάσκαλοι της ελληνικής γλώσσας και ασφαλώς τού επικού ιδιώματος, που ήταν καταληπτό στους Έλληνες όλων τών διαλέκτων. Το ύφος και την εξωτερική μορφή τού έργου τους, το εξάμετρο, τα γνωρίζουμε μόνο από το κορυφαίο τους πρότυπο, το ομηρικό έργο. Αλλά το δύσκολο έργο τού ραψωδού απαιτούσε την αφιέρωση μιας ολόκληρης ζωής, και ασφαλώς θα ήταν αδύνατον να ασχοληθούν  επιπλέον με τη μαντική, ή τη θεραπευτική, και ακόμη λιγότερο, να αναλάβουν ιερατικά καθήκοντα.

     Και τα άσματά τους, παρότι περιελάμβαναν όλους τούς θεούς και όλες τις λατρείας, δεν χρειάζονταν καμιά ιερατική μεσολάβηση για να γίνουν αποδεκτά. Η ψυχή τού άσματος, οι Μούσες, είναι αυτές που αναλαμβάνουν να μυήσουν και να καθιερώσουν τον νεαρό ποιμένα Ησίοδο, η αφήγηση τού οποίου για το συγκεκριμένο περιστατικό αναδύει όλη την αρχαϊκή απλότητα. Η μουσική και η ποίηση έχουν εδώ πολύ ανώτερους καθοδηγητές από οποιονδήποτε ιερέα, τους ίδιους τους θεούς, όπως τον Απόλλωνα, τον Ερμή, και τις Μούσες που προαναφέραμε· τα πάντα στον Όλυμπο είναι ύμνοι και μουσική. Πέρα από τούς θεούς, οι πρόγονοι επί τής γης καθίστανται επίσης μορφές έμπνευσης για τους αοιδούς, έχοντας τους δικούς του ο καθένας, συνήθως τραγικούς μύθους

     Αν όμως επιθυμούμε να γνωρίσουμε με ακρίβεια τη σχέση τού ραψωδού με τους ακροατές του, θα πρέπει να απαλλαγούμε από όλα όσα μάς περιβάλουν σήμερα. Τίποτε πιο παράξενο δεν υπάρχει σήμερα για μάς από έναν λαό, που αντί να ενδιαφέρεται για την επικαιρότητα, ζητά με επιμονή και ζήλο να ενημερωθεί για τους θεούς και τους ήρωες που ο ίδιος δημιούργησε, των οποίων όμως οι μορφές παρέμεναν ανολοκλήρωτες και πάντως τρομακτικές, ενώ τώρα τού προσφέρονται πλήρεις κάλλους και ζωτικότητας. Αποτελούν την ίδια του η ύπαρξη, πού όμως εκφράζεται σε μιαν εξιδανικευμένη μορφή, αποτελώντας επιπλέον μιαν εικόνα τού σύμπαντος κόσμου: ο Όλυμπος, η Γη και ο Κάτω Κόσμος, σε έναν πανίσχυρο συνδυασμό. Ουδέποτε η ποίηση δεν κατέστη έκτοτε μια τόσο επιτακτική ανάγκη επί τής γης· γιατί μόνον οι ραψωδοί κατείχαν τη γνώση όλων αυτών τών πραγμάτων, τελειοποιώντας την από γενιά σε γενιά.

     Η απόλυτη κυριαρχία τους επί τής φαντασίας τού έθνους συνδέεται άμεσα με την απλοϊκή συνήθειά του να εμπιστεύεται τις διαδόσεις του, που σε τελική ανάλυση αποτελούν δικό του δημιούργημα και είναι δυνατόν να παρουσιάζουν έντονες αποκλίσεις. Ο λαός πίστευε απολύτως όλα όσα άκουγε, και επιθυμούσε να ακούσει περισσότερα. Μέσα απ’ αυτή τη μεγαλειώδη, ιδανική εικόνα τής προσωπικής και διαρκούς υπάρξεώς του, μετείχε κατά κάποιον τρόπο μόνο στις αιώνιες πραγματικότητες, ενώ εμείς σήμερα μετέχουμε στην πραγματικότητα των εφημερίδων.

     Δεν συνέβη σε όλους τούς λαούς που γνώρισαν το έπος, οι αοιδοί και οι ακροατές να απορροφηθούν σε τόσο μεγάλο βαθμό από το περιεχόμενό του. Και στους Γερμανούς οι σχετικές με τους θεούς παραδόσεις ανήκαν στη δημώδη ποίηση, όπως και στους Έλληνες, με την εξής ωστόσο, ουσιώδη διαφορά: «Το πνεύμα που εμπνέεται τον γερμανικό μύθο δεν αφήνεται να παρασυρθεί από την ψευδαίσθηση. Όσο θαυμαστά κι αν είναι τα όνειρά του, κατά βάθος ο ποιητής διατηρεί τη συναίσθηση ότι  πρόκειται για δικό του δημιούργημα, το οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό σαν απτή πραγματικότητα, αλλά μόνο σαν μια συμβολική απεικόνιση φυσικών αλληλουχιών και ηθικών επιταγών, κι ότι δεν πρόκειται, παρ’ όλο το βάθος και τη σοβαρότητα απέναντι στους θεούς του, παρά για ένα ευχάριστο και χαρούμενο μόνο παιχνίδι» (W. Jordan). Αντίθετα στους Έλληνες επιβίωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα η έντονη επιθυμία να λησμονήσουν κάθε πιθανό αρχέγονο νόημα των μύθων τους, και να αποδώσουν στα πάντα επική διάσταση, οδηγώντας τους έτσι στην κατάκτηση αυτού τού κορυφαίου επικού κάλλους. Με εξαίρεση τη Θεογονία, απουσιάζει παντελώς η ιδέα ότι ο μύθος θα μπορούσε να αποτελέσει μόνο το περίβλημα, ή απλώς τη συμβολική έκφραση μιας πραγματικότητας τού επέκεινα· μορφή και νόημα μοιάζουν να συμπίπτουν απολύτως, επειδή η συγχώνευσή τους πηγάζει από μιαν υψηλή ακριβώς τέχνη· όλες οι απόπειρες συλλογικού μετασχηματισμού τής θρησκείας, όλες οι τάσεις μιας αφηρημένης σύλληψης του θείου παρέμειναν αδρανείς επί πολλούς αιώνες, απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο τών ωραίων μορφών τού κάλλους.

     Αν θελήσουμε τώρα να αξιολογήσουμε μια θρησκεία σύμφωνα με την ικανότητά της να τοποθετεί τα θεμέλια του ηθικού βίου, εδώ θα υστερούσε ασφαλώς ακόμη και ο τελειότερος πολυθεϊσμός, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού. Διότι οι θεοί του εξακολουθούν να εκπροσωπούν, παρότι έχουν απαλλαγεί από την πρώιμη, ζοφερή και δαιμονική τους μορφή, τις φυσικές δυνάμεις,  καθώς είναι δε απειράριθμοι, η εμπιστοσύνη στη δύναμη της κάθε θεότητας περιορίζεται – εφ’ όσον και η γενικώς αναγνωρισμένη,  καθολικής ισχύος μοίρα, υπερβαίνει τον έλεγχο των θεών –, όπως και η εμπιστοσύνη στην αγαθότητα των θεών. Ο απερίγραπτος πλούτος τής λατρείας τών θεών δεν πρέπει να μας προκαλεί σύγχυση. Το αρχικό μας ερώτημα: τί ζητούσαν οι Έλληνες από τούς θεούς τους; προοιωνίζει κάπως και την απάντηση: πολύ περισσότερα ευνοϊκά πράγματα απ’ όσα μπορούμε να φανταστούμε    καθότι οι θεοί τους προήλθαν από τις αντιλήψεις ολόκληρου του λαού, διαμορφώθηκαν από τις κορυφαίες πνευματικές του δυνάμεις, διαπλάστηκαν κατ’ εικόνα τών ανθρώπων, συνιστώντας μιαν εξιδανικευμένη μορφή τού έθνους – αλλά ευνοϊκά με μια σχετική και μόνο σημασία, από τη στιγμή που επρόκειτο για ηθικά και παρηγορητικά σύμβολα συμπαράστασης.

     Πιστεύουμε συνήθως ότι η κοσμογονία και η θεογονία δημιουργήθηκαν όταν οι σημαντικότεροι θεοί είχαν αποκτήσει την οριστική μορφή τους. Η προέλευσή τους ανάγεται όμως σε προγενέστερους ίσως μάλλον χρόνους.      

     Κοσμογονίες, οι οποίες ανάλογα με τη θρησκεία μπορούν να αποτελέσουν ταυτόχρονα και θεογονίες, υπήρχαν σε πολλούς, ίσως μάλιστα και σε όλους τούς αρχαίους λαούς, ως αποτέλεσμα μιας βαθειάς ανάγκης τής ανθρώπινης φύσης να αιτιολογήσει συνολικά την προέλευση των πραγμάτων. Δεν αποτελούν καθόλου επινοήσεις σοφών, ή μοναχικών στοχαστών, αλλά ανήκουν στις λαϊκές δοξασίες, ενώ όπως εμφανίζονται μέσα από την παράδοση έχουν μάλλον αρχέγονη και αυθεντική μορφή. Η φοινικική π.χ. κοσμογονία, η οποία πιστεύεται ότι μπορεί να επηρέασε την ελληνική, μας παραδόθηκε σημαντικά αλλοιωμένη.

     Αποφεύγοντας ασφαλώς να αποτολμήσουμε έναν παραλληλισμό ανάμεσα σ’ αυτές τις σε άλλες θεογονίες και την ελληνική, δεν παύουμε να υποστηρίζουμε ότι η θεογονική και κοσμογονική ανάγκη και δυνατότητα ήταν εντούτοις ιδιαιτέρως σημαντική για τους Έλληνες. Εκτός από το επικό ποίημα που αποδίδεται στον Ησίοδο, μας έχουν παραδοθεί πράγματι πολλές ακόμη θεογονίες ή σχετικά σχεδιάσματα (κυρίως από τα νησιά, όπου αυτές οι παραδόσεις διατηρούνται καλύτερα), ενώ πολλές περισσότερες θα πρέπει να υπήρξαν και να έχουν απολεσθεί· είναι μάλιστα πιθανόν, οι θεογονίες αυτές να δυσχέραναν και να καθυστέρησαν την ευρύτερη απήχηση του έργου τού Ησιόδου.

     Η Κρήτη διέθετε π.χ. μια πλήρη θεογονία· εδώ γεννήθηκαν σχεδόν όλοι οι θεοί, αρχίζοντας από τούς Τιτάνες, αλλά και ο Δίας και όλη η γενιά του· από την Κρήτη αναχώρησαν όλοι οι θεοί για τον υπόλοιπο κόσμο· ημίθεοι από διάφορα φύλα και γενάρχες πολιτισμού τούς ακολούθησαν· οι Δάκτυλοι της Ίδης, και μετά απ’ αυτούς οι Κουρήτες· το δε νησί διατηρούσε έντονες μνήμες απ’ όλα αυτά τα συμβάντα, καθώς εδώ βρισκόταν επίσης η τοποθεσία όπου ο Δίας νίκησε τους Γίγαντες· σε όλους αυτούς προστίθεται και μια ολόκληρη κατηγορία ηρώων, με πρώτο τον Μίνωα. Όπως οι θεοί, έτσι και οι θυσίες και τα μυστήρια λέγεται ότι προήλθαν από την Κρήτη, και διαδόθηκαν στους υπόλοιπους λαούς· λέγεται επίσης ότι οι ίδιες τελετές που στην Ελευσίνα και τη Σαμοθράκη τελούνταν μεταξύ τών μυημένων, προϋπήρξαν εδώ, και τελούνταν μάλιστα δημόσια. Η Ρόδος διέθετε επίσης έναν αρχαίο θρύλο, ο οποίος αντικαθιστούσε, αν και ατελής,   μιαν ολόκληρη σχεδόν θεογονία, ή καθιστούσε περιττή εκείνην που ήταν γνωστή σε όλους τους υπόλοιπους  Έλληνες. Πρώτοι κυρίαρχοι του νησιού υπήρξαν εκείνοι οι μυστηριώδεις δαίμονες, οι Τελχίνες, ρυθμιστές τών καιρικών φαινομένων, που μπορούσαν επίσης να μεταμορφώνονται· σ’ αυτούς τούς γιούς τής Θάλασσας εμπιστεύθηκε η Ρέα τον μικρό Ποσειδώνα· οι Τελχίνες υπήρξαν επίσης εμπνευστές τού πολιτισμού και κάτοχοι της τέχνης τού μεταλλουργού, κρατώντας όμως μυστική, από φθόνο, τη γνώση τους. Στη συνέχεια ο Ποσειδώνας αποκτά εξουσία ως σύζυγος μιας από τις αδελφές τους, και οι φοβεροί γιοί του απ’ αυτόν τον γάμο υποχρεώνονται από τον πατέρα τους να κρυφτούν κάτω από τη γη, ως «δαίμονες της Ανατολής». Ένα τμήμα τού νησιού κατοικείται από τούς Γίγαντες. Ο καθολικός κατακλυσμός έδιωξε τους Τελχίνες από τη χώρα· από αγάπη για τη θυγατέρα τού Ποσειδώνα, τη Ρόδο, ο Ήλιος στεγνώνει με τις ακτίνες του το νησί. Κυρίαρχοι του νησιού γίνονται οι γιοί του, οι Ηλιάδες, «και οι λοιποί αυτόχθονες λαοί», καθώς και η νήσος Ρόδος, αφιερώνονται στον Ήλιο, που θεωρείται ο προπάτορας της φυλής. Η Σάμος ήταν ακατοίκητη στους αρχαιότατους χρόνους, σύμφωνα με τον Ευφορίωνα· για να εμφανιστούν τότε τα τεράστια και τρομερά εκείνα τέρατα, οι Νεάδες ή Νείδες, που η φωνή τους και μόνο προκάλεσε μιαν έκρηξη στη γη, για να ξεκινήσει απ’ αυτήν τη γεωλογική ανακατάταξη μια ολόκληρη κοσμογονία, από την οποία δεν διατηρήθηκε όμως κανένα ίχνος.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: