Συνέχεια από Τετάρτη, 18 Νοεμβρίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ - 3
Η λεπτομερής περιγραφή του τρόπου με τον οποίο παγιώθηκε η εθνική θρησκεία των Ελλήνων θα βασίζεται διαρκώς σε υποθέσεις, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν και σήμερα αντικείμενο διαμάχης. Ακόμη και οι πληροφορίες για τους σύγχρονους πρωτόγονους ή ημι-πρωτόγονους λαούς και τους θεούς τους δεν μπορούν να μας κατατοπίσουν ως προς την εξέλιξη που συντελέστηκε σ’ αυτόν τον μοναδικά προικισμένο λαό τών Ελλήνων, ο οποίος αφιερώθηκε ολοκληρωτικά επί αιώνες σ’ αυτό το δημιουργικό κατόρθωμα. Ό,τι μπορούμε να μαντέψουμε φανερώνει μια διττή διαδικασία: ενώ μεμονωμένα φύλα λάτρευαν ενδεχομένως ορισμένους θεούς και ζεύγη θεών, αλληλοσυμπληρούμενα στη συνέχεια, από μιαν άλλη πλευρά, κάποιες αρχικά πρωτόγονες, διαφορετικές μορφές συγχωνεύτηκαν σε μια θεϊκή μορφή, επί της οποίας συσσωρεύτηκαν διάφοροι θρύλοι. Αρκούσε να είναι τα πάντα εθνικά, και οι θεοί, ανεξαρτήτως καταγωγής να θεωρούνται αυτόχθονες και να μπορούν να εξελληνίζονται, όπως και ο ίδιος ο λαός. Οι μύθοι τους εντοπίζονται σε πολλές διαφορετικές τοποθεσίες, για μερικούς μάλιστα αναφέρονται και πολυάριθμοί γενέθλιοι τόποι. Η θρησκεία αυτή δεν υπαγορεύτηκε, όπως είπαμε, από καμιά ξένη δύναμη, ούτε επιβλήθηκε μέσα από κάποιους ιερούς κανόνες, αλλά είναι αποτέλεσμα της εξαιρετικής δημιουργικής φαντασίας τού ίδιου του λαού.
Η θρησκεία του δεν διαμορφώθηκε από ιερείς. Υπήρξαν ασφαλώς πάντοτε ιερείς, από τις απαρχές ως την ύστερη ιστορία τών Ελλήνων, αλλά δεν υπήρξε ποτέ κλήρος, και ασφαλώς ούτε ιερατείο, το οποίο και μόνο είναι σε θέση να συγκροτεί θεολογία, μια πνευματική καθολική γνώση, ένα ιερό δίκαιο και μια γραπτή Αποκάλυψη. Η ελληνική θρησκεία θα είχε εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά, αν είχε γνωρίσει την επιβολή ενός ιερατείου. Θα παγιώνονταν οι πλέον αρχέγονες, και συχνά αποτρόπαιες και τρομακτικές αντιλήψεις για την προσωπικότητα και τον μύθο τών θεών, καθώς και το δέος, όχι τόσο εξ αιτίας τής πρακτικής και του αυταρχισμού τών κληρικών, αλλά επειδή αυτοί συνήθως δεσμεύονται από τούς αρχαιότερους προκατόχους τους· δεν θα υπήρχε ίχνος επικής ποίησης. Σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, ή σε εποχή μεγάλης κρίσεως, το ιερατείο, όπως ήδη αναφέραμε, θα τη μετέβαλε, θα την ανανοηματοδοτούσε, θα την απλοποιούσε, και θα υπέβαλε μια θρησκεία με καθορισμένα πλαίσια· αλλά κυρίως θα έπρεπε να εξοβελιστεί, ως ασύμβατη με οποιαδήποτε θεολογία, η ιδέα τού πεπρωμένου. Αυτή η μοναδική και ισχυρή αντίληψη της αναγκαιότητας, στην οποία τα πάντα υποτάσσονται, ακόμη και οι θεοί, ήταν αποτέλεσμα του στοχασμού και τις προδιάθεσης των Ελλήνων, οι οποίοι δεν την αποχωρίστηκαν ποτέ. Παραδομένη στον κλήρο η λατρεία θα είχε τυποποιηθεί, και θα είχε αποτραπεί αυτή η αέναη ανθοφορία, της οποίας η παράδοση μάς μεταφέρει ακόμη το εξαίσιο και μεθυστικό άρωμα. Σε περίπτωση επικίνδυνης συσσώρευσης θρησκειών, οι ιερείς θα ανελάμβαναν την κατάσταση ως άλλοι νουνεχείς συμβουλάτορες· η πόλη τών Αθηνών, για παράδειγμα, δεν θα ήταν αναγκασμένη να καλέσει από την Κρήτη τον μάντη Επιμενίδη, και ο Απόλλων τών Δελφών δεν θα είχε αναχθεί σε ολόκληρο τον κόσμο στον ύπατο θεσμό, αρμόδιο για αναρίθμητα ερωτήματα λατρείας. Τέλος, ένας ορισμένος αριθμός συγκεκριμένων ιερών τόπων θα κατείχε πιθανότατα το προβάδισμα, απλώς και μόνον επειδή σ’ αυτούς θα υπηρετούσε το πλέον υψηλόβαθμο προσωπικό. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο: ορισμένοι ναοί, επειδή απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία ως μαντεία ή ιερά αφιερωμένα στα μυστήρια, άρχισαν να συγκεντρώνουν έναν περιορισμένο στην αρχή αριθμό ιερέων, οι οποίοι ασφαλώς περιστοιχίζονταν από πολυάριθμους υφιστάμενους λειτουργούς.
Από τον ελληνικό μύθο, και κυρίως από τη θεογονία, δεν απουσιάζουν στοιχεία που είναι προϊόντα στοχασμού και μιας ηθελημένα αλληγορικής προθέσεως, τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν θεολογικά, αλλά όπως θα δούμε, δεν πρόκειται για την θεολογία τών κληρικών.
Το σύνολο της ελληνικής θρησκείας, όλες οι μορφές και οι μύθοι της, μας δίνουν την εντύπωση ότι γεννήθηκαν και διαδόθηκαν από τον λαό. Διακρίνονται, με σχετική σαφήνεια, δύο βαθμίδες: στην πρώτη βαθμίδα, η λαϊκή συνείδηση υιοθετεί τις αρχέγονες εικόνες, όταν οι μορφές και οι μύθοι ήταν ακόμα συνδεδεμένοι με τη φυσική τους προέλευση (ποταμοί, όρη, θάλασσες, αστερισμοί, καταιγίδες, βροχές, σύννεφα, θύελλες, βλάστηση, οικιακή εστία κ.ο.κ.), και αντιστοιχούσαν μάλιστα με ακρίβεια σ’ αυτήν· στη μεταγενέστερη βαθμίδα, δημιουργείται απ’ όλα αυτά ένας προσωπικός κόσμος, που μεταβάλλει το αρχέγονο νόημά του και εκφράζεται από την επική παράδοση.
Το πρώτο αυτό στάδιο μόνο διαισθητικά μπορούμε να το προσεγγίσουμε. Οι Έλληνες ένοιωθαν να περιστοιχίζονται από ισχυρές στοιχειακές δυνάμεις, που είχαν ήδη εν μέρει μια συγκεκριμένη μορφή, συχνά τρομακτική, αποτελούμενη από ανθρώπινα και ζωικά στοιχεία, των οποίων η δράση είχε ως αφετηρία της τον μύθο, και ο οποίος ανήκε κατά ένα μέρος στο κοινό υπόβαθρο της αρίας παραδόσεως, και κατά ένα άλλο στην πρωτόγονη φαντασία του ελληνικού λαού, διαφοροποιούμενος στη συνέχεια με την προσθήκη τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Τις φοβερές εικόνες παρείχαν ασφαλώς τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα, όπου οι φυσικές δυνάμεις διεξήγαν αδυσώπητους πολέμους: τα σύννεφα της καταιγίδας τού νότου, σαν φτερωτά τέρατα, η αστραπή, που ως αποτρόπαιος δαίμων τα διασχίζει και προβάλλει ανάμεσά τους ! Δίπλα σ’ αυτά κυριαρχούσαν ασφαλώς επίσης οι αγαθοεργές θεότητες, ενώ η φωτιά, κυρίως αυτή τής εστίας, λατρεύτηκε από την αρχή. Οι θαλάσσιες μορφές, οι οποίες αργότερα αποτέλεσαν μια τόσο πλούσια και όμορφη πηγή έμπνευσης, αναδύονται βαθμιαία σ’ αυτή την αρχαία λαϊκή αντίληψη, εμπνέοντας αρχικά μεγάλο φόβο· ίσως σε πρώιμες εποχές το ελληνικό έθνος να κατοικούσε στην ενδοχώρα και η θάλασσα να ήταν γι αυτό ένα νέο, εντυπωσιακό θέαμα. Σε γενικές γραμμές η λατρεία θα πρέπει αρχικά να αφορούσε στον αρχηγό τής οικογένειας, ως προστάτη τής εστίας του, τον βοσκό και τη γη του, τον θαλασσοπόρο, τον πολέμαρχο και το στράτευμά του. Υπήρχαν όμως ασφαλώς παράλληλα και αρκετοί ιεροί τόποι αφιερωμένοι είτε σ’ αυτά τα θεία και δαιμονικά όντα, είτε στον χθόνιο κόσμο, ενώ υπήρχαν επίσης και πρωτόγονα μαντεία.
Οι αλλαγές που ακολούθησαν περιγράφονται από τον Ηρόδοτο ως εξής: «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, που έζησαν το πολύ τετρακόσια χρόνια πριν από μένα, πρόσφεραν με τα ποιήματά τους στους Έλληνες τη γενεαλογία τών θεών και τις ονομασίες τους, διέκριναν τις λειτουργίες και τις τιμές που τους αναλογούν, και περιέγραψαν τις μορφές τους». Δεν είναι παράξενο που στους αρχαίους χρόνους, σημαντικά γεγονότα, ακόμη κι αυτά που καλύπτουν ολόκληρους αιώνες, συνδέονται με ένα ή δύο ονόματα· μας αρκεί που κατονομάζονται εδώ ραψωδοί, ως πρωταίτιοι μιας μεγάλης αλλαγής στη θρησκευτική παράδοση. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν υπήρξαν οι αρχαιότεροι, αλλά ασφαλώς εξαιρετικοί επικοί ποιητές· και επιπλέον εδώ τονίζεται ότι η ποίηση κυριαρχεί επί όλων τών αντιλήψεων περί τών θεών.
Η ιερή ποίηση είχε βεβαίως καλλιεργηθεί πολύ νωρίτερα, διότι η ψυχή αναζητούσε ανέκαθεν τον τρόπο να δαμάσει τον φόβο που της προκαλούσε το υπερφυσικό στοιχείο, ενισχύοντας τη μορφή και την επισημότητα των επικλήσεων, κάτι που δικαιολογεί και την καθιέρωση των ύμνων στους ιερούς τόπους. Ο λαός είχε ασφαλώς χρησιμοποιήσει αυτούς τούς ύμνους, τους οποίους διατήρησε και σε μεταγενέστερη εποχή, σε σχέση με συγκεκριμένες στιγμές της ζωής του, και ιδιαίτερα με τις εποχές τού έτους: ο ύμνος τού Λίνου και οι παραλλαγές του, όπου στη μορφή ενός βασιλικού τέκνου που απεβίωσε πρόωρα, θρηνούσαν την απώλεια της ακμής ενός έτους· επίσης οι εύθυμοι παιάνες, οι ύμνοι στην άνοιξη, οι θρήνοι, οι υμέναιοι κ.τ.λ. Κατά τους ιστορικούς χρόνους υπήρχαν ακόμη πανάρχαια υπολείμματα αυτού τού είδους· ο Ηρόδοτος, για παράδειγμα, αναφέρεται στον ύμνο που έψαλαν οι γυναίκες τής Δήλου κατά τούς εράνους, καθώς «και στους άλλους αρχαίους ύμνους που έψαλαν στο νησί», δημιουργίες τού μυθικού ποιητή Ωλήνος τού Λυκίου.
Κάποια στιγμή αργότερα ανέτειλε το επικό άσμα, ανατρέποντας ξαφνικά και απροσδόκητα όλα τα εμπόδια. Εξαιρετικά προικισμένοι άνθρωποι, κάτοχοι της λαϊκής φαντασίας και γνώστες τής θρησκευτικής παράδοσης, αντιλήφθηκαν ότι ήταν σε θέση να συνθέσουν αυτά τα δύο σε ένα μεγαλειώδες σύνολο, που θα απηχούσε την οπτική τού λαού. Αυτοί ακριβώς μεταμόρφωσαν τους θεούς σε ανθρωπόμορφες, εντυπωσιακές υπάρξεις, αφαιρώντας τους τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά και απαλλάσσοντας παράλληλα το ακροατήριό τους από το δέος· χάρη σ’ αυτούς τούς ποιητές η εμφάνιση των θεών τόσο στην ιδιωτική τους ζωή όσο και σ’ αυτή τών υπολοίπων ανθρώπων, απέκτησε τη μορφή ενός ολόκληρου κόσμου από εντυπωσιακές εικόνες, στον οποίον εντάχθηκαν οι θρύλοι τών πολέμων και των μεταναστεύσεων του έθνους, παίρνοντας τη μορφή ηρωικών μύθων. Και όλα αυτά σύμφωνα με το πνεύμα και τις μύχιες επιθυμίες τού λαού, ανταποκρινόμενα όμως αποκλειστικά στις ύψιστες και πλέον εκλεπτυσμένες ιδιότητές του. Αρκεί να παρακολουθήσουμε μια μοναδική θεία μορφή, όπως ο Ήλιος, στην πλούσια παράδοση της θαυμαστής του ύπαρξης και εμφάνισης, για να αναγνωρίσουμε παντού την παρουσία τού ραψωδού, ο οποίος κατόρθωσε με τις δικές του δυνάμεις να αντλήσει μέσα από τη λαϊκή πίστη αυτόν τον θαυμαστό αλληγορικό κόσμο. Ίσως το έπος να εμφανίστηκε ταυτόχρονα σε πολλές τοποθεσίες· τα υπόλοιπα τα ανέλαβε αυτή η ιδιαίτερη στον ελληνικό βίο μορφή άμιλλας, ο αγών, ο οποίος αργότερα αναδείχθηκε σε όλους τούς τομείς ως η ισχυρότερη δημιουργική δύναμη. Αλλά οι πληθυσμοί που αποτελούσαν το ακροατήριο των αοιδών ήσαν ήδη καθαρά αστικής προέλευσης και καλλιεργημένοι, υιοθετούσαν δε τα άσματα με περισσότερο ζήλο απ’ ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου.
Οι αοιδοί είναι εξ άλλου αυτοί που περιπλανώμενοι προώθησαν ή και συνέστησαν την ενότητα της ελληνικής σκέψης και αντίληψης· διότι το έθνος αυτό απαρτιζόταν από ένα πλήθος μικρών φυλών και μικρών Κρατών, των οποίων οι ως τότε πνευματικές συναλλαγές ήσαν ασφαλώς πολύ περιορισμένες. Και μόνοι πλανόβιοι εκείνη την εποχή δεν ήταν άλλοι από τούς αοιδούς, που έρχονταν σε επαφή με τον λαό στους διάφορους τόπους.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου