Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (61)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή, 27 Νοεμβρίου 2020

                                                                                                    Jacob Burckhard

                                                                                                        ΤΟΜΟΣ 2ος


IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ - 5 

    Απέναντι σε κάθε είδους δοξασίες που γεννήθηκαν στα νησιά, καθώς και σε πολυάριθμες αντίστοιχες αλλά αποτυχημένες απόπειρες γενίκευσής τους, το έθνος είχε απόλυτη ανάγκη δημιουργίας ενός θεογονικού έργου αποδεκτού από όλους τούς Έλληνες. Κι αυτή ακριβώς η δημιουργία αποδόθηκε στον Ησίοδο, παρότι σήμερα αμφισβητείται η πατρότητά του της στον συγγραφέα τού Έργα και Ημέρες. Ό,τι μάς παραδόθηκε είναι αποσπασματικό· οι λεπτομερείς περιγραφές, όπως τα δώρα τής Εκάτης, ο μύθος τής Πανδώρας, η Τιτανομαχία, η άνοδος και η πτώση τού Τυφώνα, θα πρέπει να ήταν αρχικά περισσότερες και να περιορίστηκαν. Δεν θα επεκταθούμε εδώ περισσότερο σε υποθέσεις σχετικά με ένα μνημειώδες έργο, του οποίου η μελέτη δημιουργεί στον αναγνώστη τών μεταγενέστερων εποχών έναν ολόκληρο κόσμο ερωτημάτων, ερμηνειών και συστηματοποιήσεων, και μάλιστα διαφορετικό ύστερα από κάθε ανάγνωση. Η δύναμη, το απαράμιλλο κάλλος τής ποίησης του αρχαίου ραψωδού, καθώς απογειώνεται, η προσωπικότητά του, η εποχή στην οποία υποθέτουμε ότι έζησε, και η γνώση που προσπαθούμε να αποκτήσουμε για μια παράδοση που υπήρξε για καιρό προφορική, όλα αυτά θα μπορούσαμε και να τα παραβλέψουμε μπροστά στο κορυφαίο ζήτημα της λαϊκής αποδοχής αυτής τής θεογονίας.

     Θα πρέπει κατ’ αρχάς να λάβουμε υπόψη μας ότι ο λαός, του οποίου τις απαιτήσεις καλείται να ικανοποιήσει ο ποιητής, διαθέτει ορισμένες εντελώς ιδιαίτερες ικανότητες: μια γλώσσα που απολαμβάνει τον πλούτο της και επιδεικνύει μιαν ακόρεστη σπουδή στη δημιουργία νέων ονομάτων, διατηρώντας έναν μυστικό και ακλόνητο δεσμό με μια φαντασία που γεννά συνεχώς μορφές, και της οποίας τα πλάσματα εμφανίζονται ταυτόχρονα με το πλήρες νοήματος όνομά τους· και επιπλέον μια δύναμη αντιμετώπισης των αφηρημένων πραγματικοτήτων ως προσωπικών υπάρξεων, οι οποίες και παρεμβαίνουν ανάμεσα στους θεούς. Για να έρθη έτσι στην επιφάνεια ένα τεράστιο δυναμικό, που δημιουργεί μιαν εντελώς διαφορετική εντύπωση από ό,τι οι Απορροές και οι Αιώνες τών Γνωστικών, που θα μπορούσαν να είναι απλώς επινοήσεις μέσα από βιβλία. Αυτός ο λαός είχε πιθανότατα διαισθανθεί, από αρχαιοτάτων χρόνων, συγγένειες ανάμεσα στις υπερανθρώπινες υπάρξεις, είχε ίσως διακρίνει αιτίες και αποτελέσματα, είχε αναγνωρίσει τις αντιθέσεις και είχε συμπεράνει απ’ αυτές την καταγωγή και τις συγκρούσεις τους. Ο Ησίοδος δεν είναι ο πρώτος που «καθιέρωσε προγόνους για τους επερχόμενους θεούς», όπως πίστευε ο Πλούταρχος. Βαθμιαία αυτές οι αντιλήψεις εδραιώθηκαν και έκαναν να βλαστήσει σποραδικά ένα είδος θεογονίας, ένα εμβρυακό απόθεμα ιδεών σχετικά με την ιεραρχία και τις επιπτώσεις τών καθολικών δυνάμεων· αλλά όλες αυτές οι αντιλήψεις θα πρέπει να διέφεραν σημαντικά κατά περιοχή και κατά φυλή. Το μεγαλείο τού Ησιόδου συνίσταται στο ότι διέκρινε τα κυρίαρχα και ζωτικά στοιχεία και τα ενέταξε σε ένα ζωντανό ποιητικό ρεύμα. «Οι αντιλήψεις για τους θεούς, τις ιεραρχίες και τις συγγένειές τους, που διαμορφώθηκαν στις διάφορες περιοχές τής Ελλάδας με πολύ μεγαλύτερη ποικιλία από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα τού αρχαίου κόσμου, συνάντησαν στη Θεογονία τη «λυδία λίθο» της ανάδειξης του καθολικού τους κύρους· οι μύθοι που δεν συμπεριλήφθηκαν, υποχώρησαν στο σκοτάδι κάποιας εντελώς τοπικής παράδοσης» (O. Müller). Και εδώ είναι ίσως η πρώτη φορά, που η ποίηση των αοιδών ανέλαβε, αφού εξέθρεψε πρώτα το έπος, να υμνήσει το σύνολο των θεών· ο Ησίοδος (ή ο όποιος δημιουργός τής Θεογονίας) κατέστη, με την υπέρτατη έννοια του όρου, ένας δάσκαλος του λαού του, παραμένοντας ποιητής. Δεν είναι τυχαίο που η Θεογονία ξεκινά μ’  αυτόν τον θεσπέσιο ύμνο στις Μούσες, όπου αφηγείται τον τρόπο με τον οποίον τον μύησαν στο έργο του.

     Το έργο αυτό βρίσκεται ήδη στο επίκεντρο μιας ιδέας για μια πολύ εξελιγμένη φύση τών θεών, και μια θεία κοινότητα που υπάρχει ήδη στον Όμηρο. Ο Ζευς και η γενιά του εξουσιάζουν τον Όλυμπο, κι ό,τι έχει προϋπάρξει φωτίζεται από αυτή την πραγματικότητα, ως προϊστορία. Οι δυναστείες τού Ουρανού και του Κρόνου δεν είναι θεοί που λατρεύτηκαν σε μια προηγούμενη εποχή, αλλά υποθέσεις μιας φαντασίας που εμπνέεται από τη θεολογία και την πολιτική, για την οποία το θέαμα δυναστικών επαναστάσεων δεν είναι ασυνήθιστο, καθώς ο Ζεύς εμφανίζεται μάλιστα με τη μορφή ενός επίγειου σφετεριστή, που υπόσχεται προνόμια σε όσους τον βοηθήσουν να πολεμήσει τούς Τιτάνες και λέει πως θα αποκαταστήσει ο ίδιος, όπως είναι και δίκαιο, όσους ο Κρόνος αφήνει χωρίς τίτλους ή προνόμια.

     Ο σύγχρονος αναγνώστης θα επιδιώξει να αποδώσει, όπως είπαμε, ένα πιθανό θεωρητικό περιεχόμενο σ’ αυτήν την αποκάλυψη.  Αρκετά σημεία είναι ωστόσο σαφή για τον καθένα. Οι θεοί δεν είναι αιώνιοι· όχι μόνο δεν δημιούργησαν το σύμπαν, αλλά και οι ίδιοι προήλθαν από τούς κόλπους τών σκοτεινών δυνάμεων της φύσης· η κοσμογονία γεννά τη θεογονία· το στοιχείο μαρτυρεί τον θεό, όπως ο Πόντος τον Νηρέα. Ούτε οι άνθρωποι είναι δημιουργήματα των θεών, αλλά εμφανίζονται ξαφνικά στην πορεία τού ποιήματος. Και όχι, μάλιστα, για να ευτυχίσουν, καθώς εκφράζεται και εδώ η απαισιοδοξία που διατρέχει τον ελληνικό μύθο. Η δυστυχία και οι αντιξοότητες στη ζωή των ανθρώπων ξεκινούν από το μεγάλο έγκλημα που διαπράχθηκε στον κόσμο των θεών, τον ευνουχισμό του Ουρανού από τον Κρόνο· αμέσως μετά η Νύχτα γεννά, μεταξύ άλλων, εκείνα τα φόβητρα του ανθρώπινου γένους: τον Μόρο (μοιραίο θάνατο), την Κήρα (δαίμονα του βίαιου θανάτου), τον Μώμο (ψόγο), την Οιζύν (θρήνο), τις τρείς Μοίρες, τη Νέμεση, την Απάτη, το καταραμένο Γήρας, την Έριδα και τέλος τη Διχόνοια, η οποία με τη σειρά της γίνεται μητέρα μιας επόμενης γενιάς, γεμάτης Θλίψεις και Πόνους. Η αναφορά στον Προμηθέα φανερώνει επίσης ότι οι άνθρωποι είναι κακοπροαίρετοι, διότι εξαπατούν τούς θεούς όταν προσφέρουν θυσίες, και γι’ αυτό ο Ζευς θέλησε να στερήσει τη φωτιά από «τούς δυστυχείς θνητούς». Εξ άλλου η μοίρα τών ανθρώπων δεν είναι, κυρίως μετά τον θάνατο,  υπόθεση της θεογονίας· στα Τάρταρα του Ησιόδου εμφανίζονται μόνον όντα πέρα απ’ την ανθρώπινη φύση.

      Με εξαίρεση το τελευταίο μέρος, στο οποίο ο Ζευς και οι απόγονοί του βασιλεύουν ειρηνικά, συνάπτοντας μάλιστα σχέσεις με τους θνητούς, το ποίημα αποπνέει γενικά τον τρόμο, σπανίως δε η ποίηση  σκιαγράφησε, σε όλες τις εποχές, συγκρούσεις όπως αυτές με τους Τιτάνες και τον Τυφώνα· υπάρχει επίσης πληθώρα τρομακτικών εικόνων πάσης φύσεως, δαιμονικά και ζωώδη τέρατα, που θυμίζουν ίσως τις μορφές που αναπαρίστανται σε πανάρχαιες σκαλισμένες πέτρες. Ιδιαίτερα μεγαλειώδη αλλά και μυστηριώδη για τη δική μας αντίληψη φαντάζουν, όπως συμβαίνει με κάθε αρχαϊκή ποίηση, όλα όσα ανήκουν σε μια λεγόμενη μυθική γεωγραφία· μια σειρά από απίθανες και ακαθόριστες εικόνες, των οποίων η  αναπαράσταση (ανάλογη με εκείνη που επιχειρούν οι εκδότες τού Δάντη για τους τρείς κόσμους τού επέκεινα) θα ήταν απολύτως ανέφικτη. Η ταρταρογραφία τού Ησιόδου αρχίζει ως εξής: πάνω από τον ζοφερό χώρο φυτρώνουν οι ρίζες τής γης και της θάλασσας· στη συνέχεια αναφέρεται πάλι και προφανώς ο ίδιος εκείνος χώρος: εκεί βρίσκονται «οι πηγές και τα πέρατα» της γης, του Ταρτάρου, της θάλασσας και του ουρανού, απαίσιοι και μουχλιασμένοι τόποι, που προκαλούν τη φρίκη ακόμη και στους θεούς· μια τεράστια άβυσσος, παραδομένη σε οργισμένες καταιγίδες. «Στην είσοδο αυτού τού τόπου» στέκεται όρθιος ο Άτλας, στηρίζοντας τον ουρανό με το κεφάλι και τα μπράτσα του, στο σημείο ακριβώς που η Ημέρα και η Νύχτα συναντώνται συνήθως και χαιρετιούνται· στη συνέχεια υπάρχει αναφορά στον Ύπνο και τον Θάνατο, στον περίφημο οίκο τού Άδη και της Περσεφόνης, το παλάτι τής Στυγός, που το στεφανώνουν υψηλοί βράχοι και το κοσμούν ασημένιοι κίονες μέχρι τον ουρανό·  και στις μαρμάρινες, τέλος, πύλες και το ακλόνητο ορειχάλκινο κατώφλι, στερεωμένο πάνω σε ατελεύτητες ρίζες που χάραξε η φύση. Οποιοσδήποτε χώρος θα μπορούσε να υποτεθή σταθερός, μοιάζει εδώ να κινείται, και οποιοσδήποτε προσανατολισμός αποβαίνει φαντασιώδης· τί να σημαίνει άραγες, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι Τιτάνες κατοικούν «πέρα από το ζοφερό χάος»; Ακόμη και ο Ωκεανός είναι εντελώς απροσδιόριστος, όταν εμφανίζεται στο ποίημα· διότι τί σημαίνουν «τα θεμέλια του Ωκεανού», όπου κατοικούν οι εκατόγχειροι Γίγαντες ; Και ύστερα απ’ όλα αυτά, ο Τάρταρος γίνεται και πάλι πρόσωπο και γεννά με τη Γαία τον αποτρόπαιο Τυφωέα (τον δαίμονα των τυφώνων).

     Ολόκληρη  αυτή η θεογονία, με τον χθόνιο κόσμο της, θα πρέπει να ανταποκρινόταν στις αρχέγονες πεποιθήσεις τού ελληνικού κόσμου· Θα πρέπει επίσης να υποθέσουμε, ότι η μεγάλη πλειονότητα των ελληνικών φύλων ασπαζόταν έναν εντελώς αρχαϊκό, ίσως όμως όχι τόσο πλούσιο ακόμη, πολυθεϊσμό, καθώς και εμβρυακά στοιχεία γενεαλογιών· ο Ζευς δεν ήταν ακόμη σ’ αυτές κάποιος αποκλειστικός θεός, πριν αναγνωριστεί ως ο βασιλεύς τών θεών από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, που υποχρεώνεται ωστόσο να πολεμήσει με άλλες δυνάμεις, για να κυριαρχήσει. Στον οποίον αναγνωρίζεται πάντως, σύμφωνα με την προσφώνηση ενός Γίγαντα, υπέρτερο πνεύμα και  νόηση.

     Η θεογονία αγνοεί τελείως μιαν εξαφάνιση των θεών και του κόσμου, διότι οι θεοί τών Ελλήνων είναι αιώνιοι, και δεν υπάρχουν στην προοπτική ενός ύστατου αγώνα, όπως οι γερμανικοί. Οι Στωικοί είναι οι πρώτοι που συνέλαβαν, όπως γνωρίζουμε, την ιδέα ενός – περιοδικού μάλιστα – καθολικού ολοκαυτώματος, ακολουθούμενου από μιαν αποκατάσταση των πάντων, σύμφωνα  με μιαν εντελώς καινούργια αντίληψη περί τής θείας υπάρξεως.

      Η επιλογή και η συναρμολόγηση του υλικού εμφανίζονται από μιαν άποψη, καθαρά υποκειμενικές στον έναν ή τον άλλον βαθμό. Οι Νηρηίδες και οι Ωκεανίδες ταυτίζονται πιθανότατα, κατά την αρχαϊκή αντίληψη: ο Ησίοδος τις απαριθμεί αμφότερες. Η σημασία τών Τιτάνων είναι εξαιρετικά άνιση, και ίσως ο ποιητής να τους δανείστηκε «από διαφορετικές παραδόσεις και τοπικές λατρείες» (Preller). Κάτι ανάλογο μπορεί να συνέβη και με το γένος τού Φόρκυ και της Κητώς.

    Αρκετές από τις μορφές τού Ησιόδου αναφέρονται σπάνια ή και καθόλου σε μεταγενέστερα κείμενα, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε, είτε ότι οι περιγραφές τού ποιητή είχαν καλύψει οριστικά το κοινό αίσθημα, είτε ότι ο λαός τιμούσε μεν το ποίημα, αθετώντας όμως σιωπηλά ορισμένα τμήματα από το περιεχόμενό του.

(συνεχίζεται)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...


«Τίποτα στον κόσμο δεν ταιριάζει καλύτερα στην τεμπελιά από την ορθοδοξία. Εάν χτυπήσετε το στόμα σας, σταματήστε τα αυτιά σας και βάλτε ένα μπλέντερ στα μάτια σας, μπορείτε να κοιμηθείτε ήρεμα. "
- Jacob Burckhardt

!! το κειμενο (βεβαιως - βεβαιως) και οχι η "Αληθεια". Ισως και τα δυο...?

amethystos είπε...

Οπωσδήποτε όμως είναι απόσταγμα ιστορικής σκέψης. Πολύτιμο γιά τούς νεοέλληνες αλλά άγνωστο. Σήμερα η ιστορική μας ταυτότητα ξεκινά από τό 21. Καί γι αυτό δέν μπορούμε νά παρακολουθήσουμε τόν Κολοκοτρώνη ο οποίος μίλησε γιά τήν επαναπόκτηση τού σθένους τού λαού μας όσο μάθαινε τό μεγαλείο τών προγόνων του. Σήμερα ο γλαφυρός Νατσιός δέν κατανοεί τήν συμμετοχή τής δημιουργικής φαντασίας στήν περιπέτεια τής ελευθερίας καί τήν πηγή της.Οπως καί ο Γιανναράς μετατόπισε τήν ηθικίστική δεοντολογία τού οργανωσιακού πνεύματος στήν γλώσσα. Καί παραμένουμε σκλαβωμένοι στόν ενδόμυχο λόγο.