32. Έτσι, όταν η ψυχή είναι κυριευμένη από ενθουσιασμό και κατά κάποιο τρόπο συγκινείται με τον ασυγκράτητο (ακατάσχετο) έρωτα του μόνου επιθυμητού, συγκινείται και η καρδία, δείχνοντας με πνευματικά σκιρτήματα την κοινωνία της χάριτος και κατά κάποιο τρόπο ορμώμενη από εδώ προς τη συνάντηση του Κυρίου μαζί με το σώμα μέσα στα σύννεφα, σύμφωνα με την υπόσχεσή του. Έτσι κατά την επίμονη προσευχή, όταν εμφανιστεί το νοητό πυρ και ανάψει η νοητή λαμπάδα και ο νους διεγείρει τον πόθο με την πνευματική θεωρία σε υψηλή φλόγα, τότε κατά παράδοξο τρόπο γίνεται ανάλαφρο και το σώμα και υπερθερμαίνεται, ώστε σε εκείνους που βλέπουν να φαίνεται ότι εξέρχεται από τη φωτιά αισθητής καμίνου, σύμφωνα με τον συγγραφέα της πνευματικής αναβάσεως. Για εμένα και ο κατά την προσευχή ιδρώτας του Χριστού διδάσκει την προκαλούμενη στο σώμα αισθητή θέρμη από μόνη την εκτενή προς τον Θεό δέηση. Τί λοιπόν θα πουν προς αυτήν εκείνοι που χαρακτηρίζουν ως δαιμονιώδη την προερχόμενη από την προσευχή θέρμη; Ή θα διδάξουν και αυτό, να μην προσευχόμαστε εναγωνίως (γεμάτοι με αγωνία) ούτε με επιμονή (εκτενώς), για να μην δεχθεί και το σώμα, εξαιτίας του αγώνος της ψυχής, την απαγορευμένη από αυτούς θέρμη; Αλλ’ αυτοί βέβαια ας είναι διδάσκαλοι της προσευχής που δεν οδηγεί προς τον Θεό ή τον θεομίμητο, ούτε μεταποιεί (μετασκευάζει) τον άνθρωπο προς το καλύτερο. Εμείς όμως γνωρίζουμε ότι, απορρίπτοντας την ηδονή (προς την οποία, αλλοίμονο, αυτομολήσαμε μη δείχνοντας υπακοή στην εντολή), με την εκούσια οδύνη κατά την εγκράτεια, κατά την προσευχή με νοερή αίσθηση γευόμαστε τη θεία και απαλλαγμένη από την οδύνη αμιγή ηδονή. Αυτός που έχει δοκιμάσει εκ πείρας αυτή την ηδονή, η οποία θαυμασίως και το σώμα μεταποιεί (μετασκευάζει) προς τον απαθή και θείο έρωτα, βοά (φωνάζει) προς τον Θεό· «πόσο γλυκά είναι τα λόγια σου στον λάρυγγά μου· είναι γλυκύτερα από το μέλι στο στόμα μου», και «θα χορταίνει και θα ευφραίνεται η ψυχή μου (με την χαρά και την ευφροσύνη της προσευχής, όπως θα ευφραινόταν το σώμα) με λιπαρά και νόστιμα φαγητά, και με χείλη γεμάτα αγαλλίαση θα σε υμνήσει το στόμα μου». Όσοι μετά από αυτή την προσευχή και με αυτήν διευθετούν έτσι την καρδία τους, έρχονται σ’ αυτήν οι αναβάσεις προς μέθεξη της θεoειδούς ραστώνης (θεόμορφης αναπαύσεως) και της αγγελικής ευπάθειας, «σύμφωνα με τις θεουργές επιφοιτήσεις των θείων ελλάμψεων», όπως είπε ο μέγας Διονύσιος.
33. Εάν όμως και το καθάρσιο κατά Θεόν πένθος δεν τελείται μόνο στην ψυχή των αγωνιζομένων, αλλ’ από αυτήν προχωρεί και στο σώμα και στη σωματική αίσθηση (και σαφής απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεμάτο οδύνη δάκρυ εκείνων που πενθούν για αμαρτήματά τους), γιατί να μην παραδεχθούμε με ευλάβεια και τις αποδείξεις τής κατά πνεύμα (πνευματικής) θείας ηδονής, που σημαίνονται (εκδηλώνονται) με τις αισθήσεις του σώματος οι οποίες δέχονται αυτήν; Τί κάνει επίσης και ο Κύριος; Δεν μακαρίζει γι’ αυτό εκείνους που πενθούν, επειδή θα παρηγορηθούν, δηλαδή θα λάβουν στους εαυτούς τους τη χαρά, τον καρπό του Πνεύματος; Αλλ’ αυτής της παρηγοριάς (παρακλήσεως) μετέχει κατά πολλούς τρόπους και το σώμα. Από τους καρπούς αυτούς άλλους τους γνωρίζουν όσοι τους δοκίμασαν εκ πείρας, και άλλοι είναι φανεροί και σε εκείνους που τους βλέπουν από έξω, το προσηνές (πράο) ήθος, το γλυκύ δάκρυ, η γεμάτη από χάρη συνομιλία με εκείνους που τους πλησιάζουν, σύμφωνα με εκείνον που είπε στα Άσματα· «από το στόμα σου, νύμφη, στάζουν κηρήθρες μέλιτος». Γιατί δεν λαμβάνει μόνο η ψυχή τον αρραβώνα των μελλοντικών αγαθών, αλλά και το σώμα που διανύει μαζί τον δρόμο του ευαγγελίου προς αυτά. Εκείνος όμως, που δεν δέχεται τούτο, απορρίπτει και τη διαβίωση στον μέλλοντα αιώνα μαζί με το σώμα. Και αν και το σώμα θα συμμεθέξει τότε των απορρήτων εκείνων αγαθών, και τώρα με κατάλληλο για τον εαυτό του τρόπο θα συμμεθέξει της χάριτος που δίδεται από τον Θεό στο νου. Γι’ αυτό λοιπόν λέμε ότι αυτά γίνονται κατανοητά με αίσθηση, αλλά προσθέτουμε το «με νοερή», και γιατί αυτά είναι πάνω από τη φυσική αίσθηση, και επειδή κατά πρώτον ο νους δέχεται αυτά, αλλά και επειδή ο νους μας υψώνεται προς τον πρώτο Νου, τον οποίο μετέχοντας τό κατά δύναμιν και κατά τρόπο θείο, μετασκευάζεται (μεταμορφώνεται, μετασχηματίζεται) και αυτός προς το θειότερο, και μέσω αυτού και το ενωμένο μαζί του σώμα, δείχνοντας με αυτό και κάνοντας αρχή (προοιμιαζόμενος) της κατάποσης της σάρκας από το πνεύμα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Γιατί δεν λαμβάνουν οι οφθαλμοί του σώματος τη δύναμη του πνεύματος που βλέπει αυτά, αλλά οι οφθαλμοί της ψυχής· γι’ αυτό την ονομάζομε νοερή, αν και είναι υπερνοερή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου