Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (31)

Συνέχεια από: Σάββατο, 28 Νοεμβρίου 2020

32. Έτσι, όταν η ψυχή είναι κυριευμένη από ενθουσιασμό και κατά κάποιο τρόπο συγκινείται με τον ασυγκράτητο (ακατάσχετο) έρωτα του μόνου επιθυμητού, συγκινείται και η καρδία, δείχνοντας με πνευματικά σκιρτήματα την κοινωνία της χάριτος και κατά κάποιο τρόπο ορμώμενη από εδώ προς τη συνάντηση του Κυρίου μαζί με το σώμα μέσα στα σύννεφα, σύμφωνα με την υπόσχεσή του. Έτσι κατά την επίμονη προσευχή, όταν εμφανιστεί το νοητό πυρ και ανάψει η νοητή λαμπάδα και ο νους διεγείρει τον πόθο με την πνευματική θεωρία σε υψηλή φλόγα, τότε κατά παράδοξο τρόπο γίνεται ανάλαφρο και το σώμα και υπερθερμαίνεται, ώστε σε εκείνους που βλέπουν να φαίνεται ότι εξέρχεται από τη φωτιά αισθητής καμίνου, σύμφωνα με τον συγγραφέα της πνευματικής αναβάσεως. Για εμένα και ο κατά την προσευχή ιδρώτας του Χριστού διδάσκει την προκαλούμενη στο σώμα αισθητή θέρμη από μόνη την εκτενή προς τον Θεό δέηση. Τί λοιπόν θα πουν προς αυτήν εκείνοι που χαρακτηρίζουν ως δαιμονιώδη την προερχόμενη από την προσευχή θέρμη; Ή θα διδάξουν και αυτό, να μην προσευχόμαστε εναγωνίως (γεμάτοι με αγωνία) ούτε με επιμονή (εκτενώς), για να μην δεχθεί και το σώμα, εξαιτίας του αγώνος της ψυχής, την απαγορευμένη από αυτούς θέρμη; Αλλ’ αυτοί βέβαια ας είναι διδάσκαλοι της προσευχής που δεν οδηγεί προς τον Θεό ή τον θεομίμητο, ούτε μεταποιεί (μετασκευάζει) τον άνθρωπο προς το καλύτερο. Εμείς όμως γνωρίζουμε ότι, απορρίπτοντας την ηδονή (προς την οποία, αλλοίμονο, αυτομολήσαμε μη δείχνοντας υπακοή στην εντολή), με την εκούσια οδύνη κατά την εγκράτεια, κατά την προσευχή με νοερή αίσθηση γευόμαστε τη θεία και απαλλαγμένη από την οδύνη αμιγή ηδονή. Αυτός που έχει δοκιμάσει εκ πείρας αυτή την ηδονή, η οποία θαυμασίως και το σώμα μεταποιεί (μετασκευάζει) προς τον απαθή και θείο έρωτα, βοά (φωνάζει) προς τον Θεό· «πόσο γλυκά είναι τα λόγια σου στον λάρυγγά μου· είναι γλυκύτερα από το μέλι στο στόμα μου», και «θα χορταίνει και θα ευφραίνεται η ψυχή μου (με την χαρά και την ευφροσύνη της προσευχής, όπως θα ευφραινόταν το σώμα) με λιπαρά και νόστιμα φαγητά, και με χείλη γεμάτα αγαλλίαση θα σε υμνήσει το στόμα μου». Όσοι μετά από αυτή την προσευχή και με αυτήν διευθετούν έτσι την καρδία τους, έρχονται σ’ αυτήν οι αναβάσεις προς μέθεξη της θεoειδούς ραστώνης (θεόμορφης αναπαύσεως) και της αγγελικής ευπάθειας, «σύμφωνα με τις θεουργές επιφοιτήσεις των θείων ελλάμψεων», όπως είπε ο μέγας Διονύσιος.

33. Εάν όμως και το καθάρσιο κατά Θεόν πένθος δεν τελείται μόνο στην ψυχή των αγωνιζομένων, αλλ’ από αυτήν προχωρεί και στο σώμα και στη σωματική αίσθηση (και σαφής απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεμάτο οδύνη δάκρυ εκείνων που πενθούν για αμαρτήματά τους), γιατί να μην παραδεχθούμε με ευλάβεια και τις αποδείξεις τής κατά πνεύμα (πνευματικής) θείας ηδονής, που σημαίνονται (εκδηλώνονται) με τις αισθήσεις του σώματος οι οποίες δέχονται αυτήν; Τί κάνει επίσης και ο Κύριος; Δεν μακαρίζει γι’ αυτό εκείνους που πενθούν, επειδή θα παρηγορηθούν, δηλαδή θα λάβουν στους εαυτούς τους τη χαρά, τον καρπό του Πνεύματος; Αλλ’ αυτής της παρηγοριάς (παρακλήσεως) μετέχει κατά πολλούς τρόπους και το σώμα. Από τους καρπούς αυτούς άλλους τους γνωρίζουν όσοι τους δοκίμασαν εκ πείρας, και άλλοι είναι φανεροί και σε εκείνους που τους βλέπουν από έξω, το προσηνές (πράο) ήθος, το γλυκύ δάκρυ, η γεμάτη από χάρη συνομιλία με εκείνους που τους πλησιάζουν, σύμφωνα με εκείνον που είπε στα Άσματα· «από το στόμα σου, νύμφη, στάζουν κηρήθρες μέλιτος». Γιατί δεν λαμβάνει μόνο η ψυχή τον αρραβώνα των μελλοντικών αγαθών, αλλά και το σώμα που διανύει μαζί τον δρόμο του ευαγγελίου προς αυτά. Εκείνος όμως, που δεν δέχεται τούτο, απορρίπτει και τη διαβίωση στον μέλλοντα αιώνα μαζί με το σώμα. Και αν και το σώμα θα συμμεθέξει τότε των απορρήτων εκείνων αγαθών, και τώρα με κατάλληλο για τον εαυτό του τρόπο θα συμμεθέξει της χάριτος που δίδεται από τον Θεό στο νου. Γι’ αυτό λοιπόν λέμε ότι αυτά γίνονται κατανοητά με αίσθηση, αλλά προσθέτουμε το «με νοερή», και γιατί αυτά είναι πάνω από τη φυσική αίσθηση, και επειδή κατά πρώτον ο νους δέχεται αυτά, αλλά και επειδή ο νους μας υψώνεται προς τον πρώτο Νου, τον οποίο μετέχοντας τό κατά δύναμιν και κατά τρόπο θείο, μετασκευάζεται (μεταμορφώνεται, μετασχηματίζεται) και αυτός προς το θειότερο, και μέσω αυτού και το ενωμένο μαζί του σώμα, δείχνοντας με αυτό και κάνοντας αρχή (προοιμιαζόμενος) της κατάποσης της σάρκας από το πνεύμα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Γιατί δεν λαμβάνουν οι οφθαλμοί του σώματος τη δύναμη του πνεύματος που βλέπει αυτά, αλλά οι οφθαλμοί της ψυχής· γι’ αυτό την ονομάζομε νοερή, αν και είναι υπερνοερή.

Αρχαίο κείμενο

32. Οὕτω τῆς ψυχῆς ἐνθουσιώσης καί οἱονεί συγκινουμένης τῷ ἀσχέτῳ ἔρωτι τοῦ μόνου ἐφετοῦ, καί ἡ καρδία συγκινεῖται, σκιρτήμασι πνευματικοῖς τήν κοινωνίαν τῆς χάριτος ἐνδεικνυμένη καί ὥσπερ ἐνθένδε ὁρμωμένη πρός τήν μετά σώματος ἐν νεφέλαις κατά τό ἐπηγγελμένον τοῦ Κυρίου ὑπαντήν. Οὕτως ἐν τῇ συντόνῳ προσευχῇ, τοῦ νοητοῦ πυρός ἀναφανέντος καί τῆς νοητῆς λαμπάδος ἀναφθείσης καί εἰς μετέωρον φλόγα διά πνευματικῆς θεωρίας τοῦ νοῦ τόν πόθον ἀνεγείραντος, καί τό σῶμα παραδόξως κουφίζεταί τε καί διαθερμαίνεται, ὡς ἀπό πυρός αἰσθητῆς καμίνου τοῖς ὁρῶσιν ἐξειέναι δοκεῖν, κατά τόν συγγραφέα τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως. Ἐμέ δέ καί ὁ κατά τήν προσευχήν ἱδρώς Χριστοῦ τήν ἐγγινομένην αἰσθητήν τῷ σώματι διδάσκει θέρμην ἐκ μόνης τῆς ἐκτενοῦς πρός τόν Θεόν δεήσεως. Τί δή πρός ταύτην φήσουσιν οἱ δαιμονιώδη τήν ἐκ προσευχῆς ἀποφαινόμενοι θέρμην; Ἤ καί τοῦτο διδάξουσι, μή ἐναγωνίως, μηδ᾿ ἐκτενῶς προσεύχεσθαι, ἵνα μή, κατά λόγον τοῦ κατά ψυχήν ἀγῶνος, καί τό σῶμα τήν ἀπηγορευμένην αὐτοῖς ἐπιδέξηται θέρμην; Ἀλλ᾿ οὕτοι μέν ἔστωσαν διδάσκαλοι τῆς μή πρός Θεόν ἤ τό θεομίμητον φερούσης, μηδέ μετασκευαζούσης πρός τό κρεῖττον τόν ἄνθρωπον εὐχῆς. Ἡμεῖς δ᾿ ἴσμεν ὡς καί τήν ἡδονήν, πρός ἥν φεῦ ηὐτομολήσαμεν τῆς ἐντολῆς ἀφηνιάσαντες διά τῆς ἑκουσίου κατά τήν ἐγκράτειαν ὀδύνης ἀπωθούμενοι, κατά τήν προσευχήν αἰσθήσει νοερᾷ γευόμεθα τῆς θείας καί ἀμιγοῦς ὀδύνης ἡδονῆς, ἧς θαυμασίως καί τό σῶμα πρός τόν ἀπαθῆ καί θεῖον ἔρωτα μετασκευασαμένης ὁ ἐν πείρᾳ γεγονώς βοᾷ πρός τόν Θεόν «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τά λόγιά σου, ὑπέρ μέλι τῷ στόματί μου» καί «ὡς ἐκ στέατος καί πιότητος ἐμπλησθείῃ ἡ ψυχή μου καί χείλει ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τό στόμα μου». Μεθ᾿ ἥν καί δι᾿ ἧς οἱ ἀναβάσεις ἐν καρδίᾳ διατιθέμενοι τῆς θεοειδοῦς ρᾳστώνης καί ἀγγελικῆς εὐπαθείας ἐν μεθέξει γίνονται, «κατά τάς θεουργούς τῶν θείων ἐλλάμψεων ἐποφοιτήσεις» ὡς Διονύσιος ὁ μέγας εἶπεν.

33. Εἰ δέ καί τό κατά Θεόν καθάρσιον πένθος οὐκ ἐπί τήν ψυχήν μόνον τελεῖται τῶν ἀγωνιζομένων, ἀλλ᾿ ἀπό ταύτης καί ἐπί τό σῶμα καί τήν κατά σῶμα διαβαίνει αἴσθησιν (καί δεῖγμα τούτου ἐναργές τό κατώδυνον τοῖς ἐφ᾿ ἁμαρτήσασι πενθοῦσι δάκρυον), διατί μή καί τά γῆς κατά πνεῦμα θείας ἡδονῆς τεκμήρια, ταῖς χωρούσαις τοῦ σώματος αἰσθήσεσιν ἐνσημαινόμενα, εὐλαβῶς παραδεξαίμεθα; Τί δέ καί ὁ Κύριος, οὐ διά τοῦτο μακαρίζει τούς πενθοῦντας, ἐπειδή παρακληθήσονται, τουτέστι τήν χαράν, τόν καρπόν ἐν ἑαυτοῖς ἕξουσι τοῦ πνεύματος; Ἀλλά τῆς παρακλήσεως ταύτης καί τό σῶμα μεταλαγχάνει πολυτρόπως. Ὧν τούς μέν ἴσασιν οἱ ἐν πείρᾳ γεγονότες, οἱ δέ καί τοῖς ἔξωθεν ὁρῶσι δῆλοι, τό προσηνές ἦθος, τό γλυκύ δάκρυον, ἡ χαρίτων γέμουσα τοῖς προσιοῦσιν ἔντευξις, κατά τόν ἐν Ἆσμασιν εἰπόντα,
«κηρία μέλιτος ἀπό στόματός σου στάζουσι, νύμφη». Λαμβάνει γάρ οὐχ ἡ ψυχή μόνον τόν ἀρραβῶνα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀλλά καί τό σῶμα τό συνδιανύον τόν πρός ταῦτα τοῦ εὐαγγελίου δρόμον. Ὁ δέ μή τοῦτο λέγων, καί τήν ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι συμμεθέξει τότε τῶν ἀπορρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν, καί νῦν δήπου συμμεθέξει καταλλήλως ἑαυτῷ τῆς ἐνδιδομένης πρός Θεοῦ χάριτος τῷ νῷ. Διά ταῦτα γοῦν αἰσθήσει καταλαμβάνεσθαι φαμέν αὐτά, προστίθεμεν δέ «τό νοερᾷ» διά τε τό ὑπέρ αἴσθησιν εἶναι ταῦτα φυσικήν καί διά τό πρώτως τόν νοῦν εἶναι τούτων δεκτικόν καί διά τήν πρός τόν πρῶτον νοῦν ἀνάτασιν τοῦ ἡμετέρου νοῦ, οὐ κατά τό ἐγχωροῦν μεταλαγχάνων θείως, αὐτός τε καί δι᾿ αὐτοῦ τό συνημμένον σῶμα πρός τό θειότερον μετασκευάζεται, δεικνύς ἐντεῦθεν καί προοιμιαζόμενος τήν ὑπό τοῦ πνεύματος ἐπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τῆς σαρκός κατάποσιν. Οὐ γάρ οἱ ὀφθαλμοί τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ οἱ τῆς ψυχῆς τήν ὁρῶσαν ταῦτα δύναμιν τοῦ πνεύματος λαμβάνουσι˙ διά ταῦτα νοεράν αὐτήν καλοῦμεν, ὑπέρ νοεράν οὖσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: