Συνέχεια από Πέμπτη, 12 Νοεμβρίου 2020
HANS JONAS
- TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
5. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΛΟ
(2η συνέχεια)
Όσο ειλικρινής κι αν είναι συχνά αυτός ο προσωπικός σεβασμός προς την «ουδέτερη γνώση», θα ήταν απλώς ανειλικρινές να μην παραδεχτούμε, ότι το βασικό επιχείρημα υπέρ τής επιστήμης αφορά πια, από κοινωνικής πλευράς, στις πρακτικές της «ευεργεσίες». Απ’ τα μέσα περίπου τού προηγούμενου αιώνα (του 19ου) και με αυξανόμενη συνεχώς «ταχύτητα» στον δικό μας (τον 20ο), ζούμε μιαν ολοένα πιο ακαταμάχητη «πλημμυρίδα» θεωρίας, όσο «καθαρή» και «γνήσια» κι αν είναι, με τη μορφή τής επιστημονικής τεχνικής ή τεχνολογίας στο καθημερινό, πρακτικό πεδίο . Η πρώιμη «εντολή» τού Francis Bacon (1561 – 1626) στη φυσική έρευνα, να προσπαθήση να καθυποτάξη τη φύση, ώστε να ανυψωθή έτσι η υλική κατάσταση της ανθρωπότητας, κατέστη όψιμα, και σχεδόν «αναπάντεχα», η επικρατέστερη και «σχεδόν απρόβλεπτη αλήθεια» . Και παρ’ όλο που οι πολλαπλασιαζόμενοι επιστημονικοί κλάδοι «εσωτερικεύουν» όλο και περισσότερο τη γνώση – μέχρι να καταστή απρόσιτη, αν είναι δυνατόν, σε όλους, εκτός απ’ τους μυημένους (τής κάθε ειδικότητας) -, η επίδραση και των πιο «απομακρυσμένων» θεωρητικών επιτευγμάτων της είναι, παρ’ όλ’ αυτά, τεράστια: όχι όμως στη σκέψη και στη φρόνηση, όπως συνέβαινε, σε εξαιρετικές έστω περιπτώσεις, προηγουμένως, αλλά στις προϋποθέσεις, τους όρους και τις μορφές τής «πρακτικής» ζωής. Κι εδώ προκύπτει σοβαρά πλέον το θέμα «επιστήμη και ηθική». Εφ’ όσον, όποτε μια ανθρώπινη πράξη επηρεάζει τον πραγματικό κόσμο, αφορώντας δυνητικά στην ευημερία τών άλλων, το γεγονός αυτό υπόκειται σε ηθική κρίση και σε νόμιμους, εν ανάγκη, περιορισμούς. Όταν πρόκειται για δύναμη και για χρήση δυνάμεως, τότε μπορεί να παρέμβη το ήθος και η ηθική. Όταν εγκωμιάζουμε λοιπόν την επιστήμη για τις «ευεργεσίες» της, θέτουμε αναπόφευκτα και το ερώτημα: είναι άραγες όλα τα έργα της ευεργετικά; Και δεν πρόκειται πια για το ερώτημα της «καλής ή κακής επιστήμης», αλλά για το ερώτημα των καλών ή δυσάρεστων επιπτώσεών της (έστω κι αν μόνον η «καλή επιστήμη» έχει πραγματικά τη δύναμη να επιδρά). Είναι άραγες υπεύθυνη γι’ αυτές τις επιπτώσεις; Υπεύθυνη και για τις καλές και για τις δυσάρεστες, ή για το ένα μόνον είδος; Όταν όμως υπολογίζης ως «κέρδος» τις ευεργεσίες, δεν μπορεί να μην αναλαμβάνης και το «χρέος» για τις βλάβες. Θα προτιμούσε ίσως η επιστήμη να τα απέφευγε και τα δυό, μένοντας «ουδέτερη», αλλ’ αυτός ο δρόμος τής έχει πια «απαγορευθή». Το να επαινούμε και να μεμφόμαστε δεν είναι βέβαια παρά ένα άσκοπο ίσως, τις περισσότερες φορές, «παιχνίδι», κάτι που δεν ισχύει ωστόσο, όταν αμφισβητείται ένα κοινωνικό προνόμιο – και η ελευθερία τής έρευνας είναι ένα τέτοιο προνόμιο. Δεν τίθεται άρα άσκοπα και το ερώτημα: Αν υπάρχουν στην τεχνική – στην κόρη – τόσες σκοτεινές πλευρές, μπορεί άραγες να καταγγελθή γι’ αυτό και η επιστήμη, που τη «γεννά»;
Η απλοϊκή εδώ απάντηση είναι, ότι ο ερευνητής δεν είναι υπεύθυνος για την κατάχρηση των ανακαλύψεών του, εφ’ όσον δεν έχει καμμιάν εξουσία στο πώς θα χρησιμοποιηθούν. Το δικό του «προϊόν» είναι μόνον η γνώση, και τίποτα άλλο: η ωφέλιμη δυναμική αυτού τού προϊόντος, ένα παράπλευρο «προϊόν» γι’ αυτόν τον ίδιον, δεν αποτελεί παρά ένα «αδέσποτο» αγαθό για τους άλλους, που μπορούν είτε να το σφετεριστούν είτε να το αφήσουν ως έχει, και να το χρησιμοποιήσουν για καλούς ή κακούς, απερίσκεπτους ή και σοβαρούς σκοπούς στην πρώτη περίπτωση. Η επιστήμη καθεαυτή, αλλά και εκπροσωπούμενη απ’ όσους την υπηρετούν, είναι «αθώα», πέρα τρόπον τινά απ’ το καλό και το κακό. Εύλογο κατά κάποιον τρόπο, αλλά και υπερβολικά απλό. Οι «συνειδησιακοί αγώνες» τών ατομικών φυσικών μετά τη Χιροσίμα μάς εφιστούν εδώ την προσοχή. Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε λεπτομερέστερα τις διασυνδέσεις θεωρίας και πράξης στην πραγματική εξέλιξη τής έρευνας, όπως είναι, και όπως δεν θα μπορούσε παρά να είναι, σήμερα. Και θα δούμε τότε, ότι όχι μόνο τα όρια μεταξύ θεωρίας και πράξης έχουν καταστή πραγματικά ασαφή, αλλά και ότι θεωρία και πράξη έχουν «συγχωνευθή» τελικά στο εσώτατο πεδίο τής έρευνας έτσι, ώστε να μην υφίσταται πια το σεβαστό παλαιότερα άλλοθι της «καθαρής θεωρίας», έχοντας μαζί του απωλεσθή και η ηθική ασυλία που το παρείχε.
Η πρώτη και πασιφανής παρατήρηση είναι, πως δεν υπάρχει πια κανένας κλάδος τής φυσικής επιστήμης, που τα ευρήματά του να μην επιδέχονται μιαν οποιαδήποτε τεχνική χρήση. Η μοναδική εξαίρεση που μπορώ να σκεφτώ είναι η κοσμολογία: Το διαστελλόμενο σύμπαν, η προέλευση και ο προορισμός του, η εξέλιξη των γαλαξιών, τα άστρα super-nova και οι μαύρες τρύπες – αποτελούν όλα αντικείμενα «σκέψης» και μόνο, χωρίς οποιαδήποτε δυνατότητα πράξης εκ μέρους μας. Είναι μάλιστα αξιοπρόσεχτο και καθόλου τυχαίο, ότι η πρώτη απ’ όλες τις επιστήμες, η αστρονομία – η «παρατήρηση» του ουρανού – είναι και η τελευταία που μένει «καθαρή», μια εντελώς «θεωρητική» δηλ. φυσική επιστήμη. Κάθε άλλη «αποκρυπτογράφηση» της φύσης μέσω τής επιστήμης «προσκαλεί» σήμερα σε μιαν οποιαδήποτε μεταφορά τών ευρημάτων της στη μια ή την άλλη τεχνική δυνατότητα, ξεκινώντας μάλιστα αρκετά συχνά μιαν εντελώς καινούργια τεχνολογία, που δεν την είχαμε σκεφτή ποτέ προηγουμένως. Αν επρόκειτο ωστόσο μόνο γι’ αυτό, ο θεωρητικός (επιστήμων) θα μπορούσε να αξιώνη ακόμα το «άσυλό» του πριν από την πράξη: «Αυτό το κατώφλι υπερβαίνεται (θα μπορούσε να πη) μετά το τέλος τής δικής μου εργασίας, και θα μπορούσε, όσον εξαρτάται από μένα, να μην υπερβαθή». Θα είχε ωστόσο άδικο, εφ’ όσον πρέπει να του θυμίσουμε, ότι το πρώτο και «καθαρό» μέρος όλης τής διαδρομής κατέστη δυνατό μόνο μέσα από «συμπαγώς συγκροτημένες», εξωτερικές συμφωνίες, κατά τις οποίες ο ρόλος του κατέστη κι αυτός μέρος μιας συμφωνημένης κατανομής εργασίας. Πώς «σχετίζεται» λοιπόν στην πραγματικότητα ο «θεωρητικός» επιστήμων με μια τέτοια «συμφωνία»;
Η επιστήμη «ζη» κατ’ αρχάς σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, «επανατροφοδοτούμενη διανοητικά» (feed back) απ’ τα τεχνολογικά της «επιτεύγματα». Παίρνοντας από εκεί τις «εντολές» για την κατεύθυνση των αναζητήσεών της, και για το ποια προβλήματα καλείται να λύση. Και χρησιμοποιώντας την πιο εξελιγμένη τεχνολογία για τη λύση αυτών τών προβλημάτων, καθώς και για τη γενική, περαιτέρω ανάπτυξή της: τα επιστημονικά, «φυσικά» της εργαλεία καθίστανται ολοένα και πιο «απαιτητικά». Ακόμα και η γνησιώτερη επιστήμη συμμετέχει, μ’ αυτήν την έννοια, στα «κέρδη» τής τεχνολογίας, όπως και η τεχνολογία στα «κέρδη» τής επιστήμης. Οι δε δαπάνες τού επιστημονικο- φυσικού εξοπλισμού, αλλά και της εξυπηρέτησής του, χρειάζονται απαραιτήτως μιαν «εξωτερική» ενίσχυση: απαιτείται δηλ. ξεκάθαρα η σύμπραξη του δημοσίου ταμείου ή κάποιου άλλου χρηματοδοτικού «αναδόχου», και η εγκαθίδρυση ενός «εγκεκριμένου» ερευνητικού σχεδίου συνοδεύεται πάντοτε, ακόμα κι αν δεν υφίσταται οποιαδήποτε τυπική δέσμευση μελλοντικής ανταπόδοσης, από την αναμονή ενός οιουδήποτε μελλοντικού κέρδους στο πρακτικό πεδίο. Υφίσταται πραγματικά εδώ μια «αμοιβαία συνεννόηση»: Η προσδοκόμενη χρηστική αξία παρουσιάζεται, εντελώς απροκάλυπτα, ως η «συστεινόμενη βάση» σε κάθε εισήγηση επιδότησης, ή και εξειδικεύεται, χωρίς περιστροφές, ακόμα και ως ο σκοπός αυτής τής «προσφοράς»! Έχουμε φτάσει, με δυό λόγια, στο σημείο, τα έργα τής επιστήμης να προσδιορίζονται ολοένα και περισσότερο από εξωτερικά συμφέροντα, και να μην τα ορίζη πια η λογική τής ίδιας της επιστήμης, ή και η ελεύθερη περιέργεια του ερευνητή. Χωρίς να θέλουμε να υποβιβάσουμε βέβαια καθεαυτά τα εξωτερικά συμφέροντα, ή να υποτιμήσουμε τη συμμετοχή τής επιστήμης στη δημόσια «ζωή και δράση» καθώς τα εξυπηρετεί. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε, ότι αναλαμβάνοντας αυτόν τον ρόλο (χωρίς τον οποίον δεν θα υπήρχε εξάλλου καμμιά «εξελιγμένη» φυσική επιστήμη, ούτε μια κοινωνία που να ζη απ’ τους «καρπούς» της), το άλλοθι της καθαρής και «αδιάφορης» θεωρίας αίρεται απ’ την επιστήμη, που «μετακινείται» πια στο κέντρο τής κοινωνικής δράσης, όπου ο καθένας καλείται ασφαλώς να εγγυηθή για τις πράξεις του. Ενώ χρειάζεται να προσθέσουμε και την «κοινή» εμπειρία, ότι οι «δυνητικές χρήσεις» τών επιστημονικών ανακαλύψεων αποδεικνύονται ακαταμάχητες στην «αγορά» τού κέρδους και της ισχύος – εφ’ όσον επιτυγχάνουν, μετά ή άνευ προηγουμένης «συνεννοήσεως», αυτό που παρουσίασαν ως «εφικτό» -, ώστε να καθίσταται απολύτως σαφές, ότι καμμιά απομονωμένη «νησίδα ασφαλούς θεωρίας» δεν προστατεύει πια τον θεωρητικό (επιστήμονα) απ’ το να είναι (συν)αυτουργός τεραστίων και καταλογιστέων συνεπειών. Κι ενώ ισχύει τυπικά («τεχνικά») ακόμα, ότι μπορεί να είναι κανείς καλός επιστήμων, χωρίς να είναι (απαραιτήτως και) καλός άνθρωπος, έχει παύσει ωστόσο να ισχύη ότι το «να είναι καλός άνθρωπος» ξεκινά γι’ αυτόν πέρα κατ’ αρχάς απ’ την επιστημονική του δραστηριότητα: εφ’ όσον η ίδια πια η επιστημονική δραστηριότητα «γεννά» ηθικά ερωτήματα, μέσα στην «ιερή» (κάποτε) περιοχή.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου