Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (28)

 Συνέχεια από Τετάρτη, 18 Νοεμβρίου 2020

26. Επειδή όμως είπες ότι εκείνοι που απορρίπτουν το θείο φως της χάριτος λέγουν αισθητό φως το φως που φανερώθηκε στο όρος Θαβώρ, πρώτα θα τους ερωτήσουμε εάν θεωρούν θείο το φως που περιάστραψε τότε τους διακεκριμένους μαθητές στο όρος Θαβώρ. Γιατί, εάν δεν το θεωρούν θείο, θα τους ελέγξει ο Πέτρος, τόσο με το ότι έμεινε σε εγρήγορση στο όρος, σύμφωνα με τον Μάρκο, και είδε τη δόξα του Χριστού, όσο και με αυτό που γράφει στη δεύτερη επιστολή του, ότι παρακολούθησε την μεγαλειότητα αυτού, όταν ήταν μαζί του στο όρος. Θα τους αποστομώσει επίσης περίτρανα εκείνος που ερμηνεύει με χρυσή γλώσσα τα ευαγγελικά κηρύγματα· γιατί λέγει· «ο Κύριος φαινόταν λαμπρότερος από τον εαυτό του, και ενώ το σώμα έμεινε με τη μορφή του (το σχήμα του), η θεότητα φανέρωσε τις ακτίνες της»· θα τους φράξει όμως τελείως τα στόματα ο μέγας Διονύσιος, αποκαλώντας αυτό με σαφήνεια θεοφάνεια και θεοπτία, και ακόμα και ο Γρηγόριος, ο επώνυμος της θεολογίας, λέγοντας, «φως ήταν η θεότης που φανερώθηκε στους μαθητές πάνω στο όρος», και μαζί με πολλούς άλλους και ο Συμεών, ο οποίος κόσμησε με καλλιέπεια όλων σχεδόν των αγίων τους βίους, γράφοντας ότι ο κατ’ εξοχήν αγαπημένος από τον Χριστό θεολόγος «είδε επάνω στο όρος την ίδια τη θεότητα του Λόγου γυμνωθείσα». Εάν λοιπόν πραγματικά ονομάζουν το φως εκείνο που φανερώθηκε φως θείο και φως Θεού σύμφωνα με τους ερμηνευτές της αλήθειας, θα ομολογήσουν κατ’ ανάγκη ότι η τελειότατη θέα του Θεού είναι ως φως. Γι’ αυτό και ο Μωυσής έτσι είδε αυτό, και σχεδόν καθένας από το χωρό των προφητών, και μάλιστα εκείνοι στους οποίους φανερώθηκε όραμα και όχι όνειρο. Ας είναι όμως συμβολικά όλα τα ιερά θεάματα εκείνων και ας είναι τέτοια όπως τα θέλουν εκείνοι που αντιλέγουν σε εμάς· αλλά η θέα που αποκαλύφθηκε στους αποστόλους στο Θαβώρ δεν ήταν τέτοιο συμβολικό φως, ώστε να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται· γιατί έχει την αξία (το αξίωμα) της μέλλουσας δεύτερης παρουσίας του Χριστού και αυτό (το φως) θα περιλάμπει αιώνια τους άξιους κατά τον άληκτο (χωρίς τέλος) αιώνα, όπως είπε ο θεσπέσιος Διονύσιος, γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος την ονόμασε προοίμιο εκείνης, ενώ ο Κύριος στα ευαγγέλια ονομάζει αυτήν βασιλεία του Θεού.

27. Γιατί λοιπόν εγκαλούν (κατηγορούν) εκείνους που λέγουν, ότι οι άγιοι βλέπουν τον Θεό ως φως κατά τρόπο ανείπωτο (απορρήτως), αν η θέα αυτού και τώρα και στον μέλλοντα αιώνα είναι ως φως; Άραγε επειδή το λέγουν όχι αισθητό, αλλά νοερό, όπως ονομάζει το άγιο Πνεύμα και ο Σολομών; Και όμως αυτοί είναι ακριβώς που συκοφαντούν, ότι οι άγιοι λέγουν πως κατά την προσευχή βλέπουν αισθητό φως και κατηγορούν όλους εκείνους που λέγουν αισθητό κάποιο από τα θεία χαρίσματα. Πώς λοιπόν, λησμονώντας τον εαυτό τους, θεωρούν άξιους να κατηγορούνται αυτούς που δεν λέγουν αισθητό το θείο φως; Βλέπεις πόσον αβέβαιοι είναι και πώς περιπλέκουν τα πράγματα; Όπως φαίνεται λοιπόν είναι δεινοί στο να κακολογούν, αλλ’ όχι να αντιλαμβάνονται κάτι το καλό. Αλλ’ όμως ας πουν και αυτό οι ακριβείς εξηγητές της παλαιάς και της νέας (καινής) φωτοφάνειας, αν τύχαινε να βρεθεί τότε επάνω στο όρος ζώον άλογο, άραγε θα αισθανόταν το φως εκείνο το οποίο υπερέλαμψε τον ήλιο; Εγώ βέβαια δεν το νομίζω· διότι δεν έχει γράφει ότι τα ποίμνια αισθάνθηκαν τη λαμπρότητα (δόξα) του Κυρίου η οποία περιέλαμψε τους ποιμένες κατά τη γέννηση του Χριστού. Πώς λοιπόν είναι αισθητό το φως εκείνο το οποίο δεν βλέπεται με τα μάτια των αλόγων ζώων, τα οποία βλέπουν τα αισθητά, όταν αυτό λάμπει και είναι αυτά παρόντα και τα μάτια τους ανοιχτά; Αν όμως έγινε ορατό όχι με τα ανθρώπινα αισθητά μάτια, κατά τούτο λοιπόν είδαν αυτό, κατά το ότι διαφέρουν από τα άλογα μάτια. Τί λοιπόν σημαίνει αυτό; Τί άλλο, παρά ότι βλέπει ο νους με τα ανθρώπινα μάτια; Αν όμως όχι με την αισθητική δύναμη, γιατί τότε θα το έβλεπαν και τα άλογα, αλλά με τη νοητική δύναμη η οποία αντιλαμβάνεται με την αίσθηση, ή καλύτερα ούτε με αυτή, γιατί κάθε οφθαλμός θα το έβλεπε, και μάλιστα οι πλησιόχωροι, αφού έλαμψε περισσότερο από τον ήλιο. Αν λοιπόν δεν είδαν εκείνο το φως ούτε με τη νοητική δύναμη, άρα ούτε το φως αυτό είναι κυριολεκτικά αισθητό. Και φυσικά κανένα αισθητό δεν είναι αιώνιο· το φως όμως της θεότητας, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις καλείται και δόξα του Θεού, είναι προαιώνιο και ατελεύτητο (χωρίς τέλος). Άρα δεν είναι αισθητό.

Αρχαίο κείμενο

26. Ἐπεί δέ αἰσθητόν ἔφης λέγειν φῶς τό φανέν ἐν Θαβωρίῳ τούς τό θεῖον τῆς χάριτος ἀπωθουμένους φῶς, πρῶτον μέν ἐρωτήσομεν αὐτούς εἰ θεολογοῦσι τό περιαστράψαν τηνικαῦτα φῶς ἐν Θαβορίῳ τούς τῶν μαθητῶν ἐκκρίτους. Εἰ γάρ μή θεολογοῦσιν, ἐλέγξει μέν αὐτούς ὁ Πέτρος, ἐν μέν τῷ ὄρει κατά Μάρκον διαγρηγορήσας καί ἰδών τήν δόξαν Χριστοῦ, ἐν δέ τῇ δευτέρᾳ τῶν ἐπιστολῶν αὐτός γράφων ἐποπτεῦσαι τήν μεγαλειότητα αὐτοῦ, σύν αὐτῷ ὤν ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ˙ ἐπιστομίσει δέ αὐτούς λαμπρῶς ὁ χρυσῇ γλώττῃ τά εὐαγγελικά κηρύγματα διασαφῶν˙ φησί γάρ, «λαμπρότερος ἑαυτοῦ ἐφαίνετο ὁ Κύριος, Τοῦ μέν σώματος μένοντος ἐπί τοῦ σχήματος, τῆς δέ θεότητος παραδειξάσης τάς ἀκτῖνας αὐτῆς»˙ ἐμφράξει δέ αὐτῶν τελέως τά στόματα Διονύσιος ὁ μέγας, θεοφάνειαν αὐτό καί θεοπτίαν σαφῶς ἀποκαλῶν, πρός δέ καί Γρηγόριος ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος, «φῶς» λέγων «ἡ παραδειχθεῖσα θεότης ἐπί τοῦ ὄρους τοῖς μαθηταῖς», σύν πολλοῖς δέ ἑτέροις καί Συμεών, ὁ τάς πολιτείας πάντως σχεδόν ἁγίων καλλιπείᾳ κοσμήσας, γράφων τόν διαφερόντως ἠγαπημένον τῷ Χριστῷ θεολόγον «αὐτήν τήν τοῦ λόγου θεότητα παραγυμνωθεῖσαν» ἐπ᾿ ὄρους «ἰδεῖν». Εἰ δέ τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς τῆς ἀληθείας ὑποφήταις συνῳδά θεῖον καί Θεοῦ φῶς προσαγορεύουσι τό ὀφθέν ἐκεῖνο φῶς, συνομολογήσουσιν ἐξ ἀνάγκης ὡς φῶς εἶναι τήν τοῦ Θεοῦ τελεωτάτην θέαν. Διό καί Μωϋσῆς οὕτως ἑώρακεν αὐτόν καί μικροῦ τῶν προφητῶν ἁπάντων ἕκαστος, καί μάλιστα οἷς ὕπαρ ἀλλ᾿ οὐκ ὄναρ ὤφθη. Συμβολικά δ᾿ ὅμως ἅπαντ᾿ ἔστω τά ἱερά θεάματα ἐκείνων καί τοιαῦτα οἷά περ βούλοιντ᾿ ἄν οἱ ἀντιλέγοντες ἡμῖν˙ ἀλλ᾿ οὐχί καί ἡ τοῖς ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ ἀποκαλυφθεῖσα ὄψις τοιοῦτο συμβολικόν ὑπῆρχε φῶς, ὡς γίνεσθαι καί ἀπογίνεσθαι˙ τῆς γάρ μελλούσης δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας ἔχει τό ἀξίωμα καί τοῦτ᾿ αὐτό περιαυγάζον διηνεκῶς ἔσται τούς ἀξίους κατά τόν ἄληκτον αἰῶνα, ὡς ὁ θεσπέσιος ἔφη Διονύσιος, διό καί προοίμιον ἐκείνης ταύτην ὁ μέγας εἴρηκε Βασίλειος, ὁ δέ Κύριος βασιλείαν ταύτην ἐν εὐαγγελίοις ὀνομάζει τοῦ Θεοῦ.

27.Τί τοίνυν ἐγκαλοῦσι τοῖς λέγουσιν ὅτι ὡς φῶς ἀπορρήτως ὁρῶσι τόν Θεόν οἱ ἅγιοι, εἰ ὡς φῶς ἡ θέα αὐτοῦ καί νῦν κἄν τῷ μέλλοντι αἰῶνι; Ἆρ᾿ ὅτι μή αἰσθητόν τοῦτο λέγουσιν, ἀλλά νοερόν, ὡς καί Σολομών τό ἅγιον ὀνομάζει Πνεῦμα; Καί μήν αὐτοί εἰσιν οἱ συκοφαντοῦντες λέγειν τούς τοιούτους αἰσθητόν φῶς κατά τήν προσευχήν θεᾶσθαι καί κατηγοροῦντες πάντων τῶν αἰσθητῶν τι τῶν θείων λεγόντων χαρισμάτων. Πῶς οὖν, ἑαυτῶν ἐπιλαθόμενοι, τούς μή αἰσθητόν τό φῶς τό θεῖον λέγοντας κατηγορεῖσθαι οἴονται ἀξίους; Ὁρᾷς τό ἀβέβαιον καί εὐπερίστατον αὐτῶν; Δεινοί γάρ εἰσιν ὡς ἔοικε κακῶς λέγειν, ἀλλ᾿ οὐχί καλόν τι συνορᾶν. Οὐ μήν ἀλλά τοῦτ᾿ εἰπόντων οἱ τῆς παλαιᾶς καί κοινῆς φωτοφανείας ἀκριβεῖς ἐξηγηταί, εἰ ζῶον ἄλογον ἐτύγχανε τότε παρόν ἐπί τοῦ ὄρους, ἆρ᾿ ἄν ἤσθετο τοῦ τόν ἥλιον ὑπερλάμψαντος ἐκείνου φέγγους; Οὐκ ἔγωγε οἶμαι˙ καί γάρ οὐδέ τῆς περιλαμψάσης δόξης Κυρίου τούς ποιμένας ἐπί τῇ τοῦ Χριστοῦ γεννήσει αἰσθέσθαι γέγραπται τά ποίμνια. Πῶς τοίνυν αἰσθητόν φῶς ὅ τοῖς τά αἰσθητά ὁρῶσι τῶν ἀλόγων ζώων οὐχ ὁρᾶται ὄμμασι, παροῦσι καί ἀνεῳγμένους ἐπιλάμπον; Εἰ δέ τοῖς ἀνθρωπίνοις αἰσθητοῖς ὄμμασιν ὡράθη, κατά τοῦτ᾿ ἄρ᾿ ἑωράκασιν αὐτό, καθ᾿ ὅ τῶν ἀλόγων ὄψεων διενηνόχασι. Τί δή τοῦτό ἐστι; Τί γε ἄλλο ἤ τό δι᾿ ἀνθρωπίνων ὄψεων τον νοῦν ὁρᾶν; Εἰ δέ μή τῇ αἰσθητικῇ δυνάμει, τάχα γάρ ἄν καί τά ἄλογα ἑώρων, ἀλλά τῇ διά τῆς αἰσθήσεως  ἀντιλαμβανομένῃ νοητικῇ δυνάμει, μᾶλλον δέ οὐδέ ταύτῃ, πᾶς γάρ ἄν εἶδεν ὀφθαλμός, μάλιστα οἱ πλησιόχωροι, λάμψαν ὑπέρ ἥλιον. Εἰ τοίνυν μηδέ ταύτῃ κυρίως τό φῶς ἐκεῖνο εἶδον, οὐκ ἄρ᾿ οὐδέ τό φῶς τοῦτο κυρίως αἰσθητόν. Καί μήν οὐδέν αἰσθητόν ἀΐδιον˙ τό δέ τῆς θεότητος φῶς, ὅ καί δόξα τοῦ Θεοῦ καλεῖται πολλαχοῦ, προαιώνιόν τε καί ἀτελεύτητόν ἐστιν. Οὐκ ἄρα αἰσθητόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: