21. Και να μη σκεφτεί κανείς ότι οι μεγάλοι (πατέρες) εννοούν εδώ (στην παράγραφο 20) την άνοδο μέσω τών αποφάσεων (αφαιρέσεων). Γιατί εκείνη βρίσκεται στη διάθεση καθενός που το επιθυμεί, δεν μεταθέτει την ψυχή προς την αξία των αγγέλων, και χωρίζει βέβαια την διάνοια από τα άλλα, δεν μπορεί όμως μόνη να επιτύχει ένωση προς τα επέκεινα. Η δε καθαρότητα του παθητικού μέρους της ψυχής, χωρίζοντας με την απάθεια ενεργώς το νου από όλα, τον ενώνει μέσω της προσευχής με τη χάρη τού Πνεύματος, με την οποία φθάνει στην απόλαυση των θείων ακτινοβολιών, από τις οποίες καθίσταται αγγελοειδής και θεοειδής. Γι’ αυτό οι μετά τον μέγα Διονύσιο πατέρες αποκάλεσαν αυτήν πνευματική αίσθηση, όρος και αυτός κατάλληλος και πιο εκφραστικός (εμφαντικότερος) κατά κάποιο τρόπο της μυστικής εκείνης και απορρήτου θεωρίας. Γιατί τότε αληθώς ο άνθρωπος βλέπει με το πνεύμα, αλλ’ όχι με το νου ούτε με το σώμα. Και ότι βέβαια βλέπει κατά τρόπο υπερφυσικό φως πάνω από φως, το γνωρίζει με ακρίβεια· με τί όμως το βλέπει, δεν το γνωρίζει τότε, αλλ’ ούτε δύναται να εξετάζει τη φύση αυτού, εξαιτίας του ανεξιχνίαστου του πνεύματος μέσω του οποίου βλέπει. Και αυτό σημαίνει εκείνο που είπε και ο Παύλος, όταν άκουε τα άρρητα και έβλεπε τα αόρατα· γιατί λέγει· «έβλεπα, αν χωρίς το σώμα (εκτός του σώματος), δεν γνωρίζω, αν με το σώμα (εντός του σώματος), δεν γνωρίζω»· δηλαδή, δεν γνώριζε αν ήταν νους ή σώμα εκείνο που έβλεπε. Βλέπει βέβαια, όχι όμως με αίσθηση, αλλ’ όπως η αίσθηση βλέπει τα αισθητά με σαφήνεια, και μάλιστα με μεγαλύτερη σαφήνεια από αυτήν. Βλέπει τον εαυτό του -εξαιτίας της ανείπωτης γλυκύτητας εκείνου που βλέπει- να κυριεύεται από έκσταση και να αρπάζεται όχι μόνο από κάθε πράγμα και νόημα πραγμάτων, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του. Από την έκσταση μάλιστα λησμονεί και την παράκλησή του προς τον Θεό και αυτό σημαίνει εκείνο που είπε ο άγιος Ισαάκ, έχοντας συνεπιμαρτυρούντα των λόγων του τον μέγα και θείο Γρηγόριο, ότι «προσευχή είναι καθαρότης του νου, η οποία μετ’ εκπλήξεως τέμνεται μόνο από το φώς της αγίας Τριάδος»· και πάλι· «καθαρότης του νου είναι η κατάσταση του εκείνη, επάνω στην οποία ακτινοβολεί κατά τον καιρό της προσευχής το φώς της αγίας Τριάδος, και τότε ο νους γίνεται υπεράνω της προσευχής, και δεν πρέπει να καλείται αυτή προσευχή, αλλά τοκετός της καθαρής προσευχής, που στέλνεται κάτω μέσω του Πνεύματος· ούτε προσεύχεται τότε ο νους με προσευχή, αλλά κυριεύεται από έκσταση με τα ακατανόητα πράγματα· και αυτή είναι η άγνοια η υπέρτερη από τη γνώση». Βλέπει δηλαδή εκείνο το ποθητό από την ψυχή πράγμα, που άρπαξε και απομάκρυνε το νου από όλα και τον έστρεψε ολόκληρον προς τον εαυτό του, σαν φώς κατά κάποιο τρόπο, αποκαλυπτικό βέβαια, αλλ’ όχι αισθητών σωμάτων, το οποίο όμως δεν τελειώνει ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα επάνω ούτε προς τα πλάγια, και γενικά δεν βλέπει τέλος του φωτός που βλέπει και τον περιβάλλει με τη λάμψη του, αλλά σαν να ήταν ήλιος απειροπλάσια λαμπρότερος και μεγαλύτερος του παντός· και αυτός στέκεται στο μέσον, όντας ολόκληρος οφθαλμός· κάτι τέτοιο είναι εκείνο.
22. Γι’ αυτό o μέγας Μακάριος καλεί το φως αυτό άπειρο και υπερουράνιo. Κάποιος άλλος πάλι από τους τελειότερους αγίους είδε όλα τα όντα να περιέχονται σαν μέσα σε μια ακτίνα του νοητού αυτού ήλιου, αν και βέβαια και εκείνος δεν είδε ποιο και πόσο είναι εκείνο το φως, αλλ’ όσον έκανε τον εαυτό του δεκτικόν εκείνου, και έμαθε από αύτη τη θεωρία και την πάνω από το νου ένωση με αυτό, όχι αυτό που είναι αυτό ως προς τη φύση, αλλ’ αυτό που είναι αληθινά, και υπερφυσικό δηλαδή και υπερούσιο, κάτι άλλο από όλα τα όντα, το οποίο είναι κύριο και μοναδικό και συμπεριλαμβάνει μέσα στον εαυτό του κάθε όν. Το άπειρο όμως αυτό δεν βλέπεται πάντοτε από ένα ή από όλους. Εκείνος που δεν βλέπει αντιλαμβάνεται ότι αυτός αδυνατεί, επειδή δεν συνδέθηκε αρμονικά και τελείως με το Πνεύμα με πληρέστερη καθαρότητα, αλλ’ όμως δεν λαμβάνει πέρας το ορώμενο. Όταν λοιπόν ελαττώνεται η θεωρία από την προερχόμενη όμοια απαθή ευχαρίστηση (θυμηδία), τη νοερή γαλήνη και την ανακαιόμενη φλόγα της αγάπης προς τον Θεό εκείνου που βλέπει, γνωρίζει με ακρίβεια αυτός που βλέπει, ότι αυτό είναι εκείνο το φως, αν και το βλέπει αμυδρότερα· και προχωρώντας πάντοτε προς τα εμπρός κατ’ αναλογία προς τη θεάρεστη πράξη, την αποχή από όλα τα άλλα, την προσοχή κατά την προσευχή και την ολοκληρωτική στροφή προς τον Θεό με όλη την ψυχή, και επιδιώκοντας καθαρότερη θεωρία, από εδώ αντιλαμβάνεται το άπειρο του ορωμένου ότι είναι άπειρο, και της μεν λαμπρότητας εκείνου δεν βλέπει τέλος, βλέπει όμως περισσότερο την αδυναμία της δικής του ικανότητας (την αδράνεια του εαυτού του) προς φωτοληψία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου