Συνέχεια από Πέμπτη, 5 Νοεμβρίου 2020
19. Εκείνοι όμως (οι άγιοι) από φιλανθρωπία κατά το δυνατόν, όπως είπα, μιλούν για τα άρρητα, αφαιρώντας την πλάνη εκείνων, οι οποίοι μετά την αφαίρεση των όντων, σαν αμύητοι που είναι, νομίζουν ότι είναι τελείως αργία, αλλ’ όχι αργία πάνω από κάθε ενέργεια. Αλλ’ εκείνα παραμένουν πάλι άρρητα ως προ τη φύση τους. Γι’ αυτό ο μέγας Διονύσιος λέγει, ότι μετά την αφαίρεση των όντων δεν υπάρχει λόγος, αλλά αλογία, και μετά την όλη άνοδο θα ενωθούμε, λέγει, με το άφθεγκτο. Επειδή όμως είναι ανέκφραστα, αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο με απόφαση (αφαίρεση) πετυχαίνει ο νους τα πάνω από το νου· γιατί και η άνοδος αυτή είναι μια κάποια νόηση εκείνων που δεν αρμόζουν στον Θεό, και φέρει βέβαια εικόνα εκείνης της χωρίς μορφή θεωρίας και της κατά νουν θεωρητικής αποπληρώσεως, αλλά δεν είναι αυτή η ίδια. Με αυτή την αφαίρεση όλων υμνούν εκείνο το φως όσοι ενώθηκαν με αυτό κατά τρόπο αγγελομίμητο, μυημένοι από τη μυστική ένωση προς αυτό, γιατί βρίσκεται πάνω από όλα υπερουσίως εξηρημένο (κατά τρόπο απρόσιτο στη γνώση). Και όσοι από αυτούς αξιωθούν να δεχθούν το μυστήριο με πίστη και ευγνώμονα ακοή, μπορούν βέβαια και αυτοί να υμνούν το θείο και ακατανόητο εκείνο φως που προκύπτει από την αφαίρεση των πάντων, δεν μπορούν όμως να ενωθούν με αυτό και να το βλέπουν, αν δεν δεχθούν την υπερ-φυσική δύναμη της θεωρίας, αφού καθαρίσουν τον εαυτό τους με τη φύλαξη των εντολών και απασχολήσουν το νου τους με τη γνήσια και άυλη προσευχή.
20. Πώς λοιπόν θα ονομάσουμε εμείς αυτήν, η οποία δεν είναι ούτε αίσθηση ούτε νόηση καθόλου; Οπωσδήποτε όχι αλλιώς, παρά έτσι όπως την ονομάζει ο πάνω από όλους τους προγενέστερούς του σοφούς Σολομών, δηλαδή αίσθηση νοερή και θεία. Γιατί με τη συζυγία των δύο πείθει τον ακροατή να μη τη θεωρήσει τίποτε από τα δύο, ούτε αίσθηση ούτε νόηση· καθόσον ούτε η νόηση θα ήταν ποτέ αίσθηση ούτε η αίσθηση νόηση· επομένως η νοερή αίσθηση είναι διάφορη από το καθένα από αυτά. Η λοιπόν θα την ονομάσομε έτσι ή, όπως ο μέγας Διονύσιος, ένωση, αλλ’ όχι γνώση. Γιατί λέγει· «Πρέπει να γνωρίζομε, ότι ο νους μας μεν έχει τη δύναμη για να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά, και την ένωση δε που υπερβαίνει τη φύση του νου, με την οποία συνάπτεται προς τα επέκεινα εαυτού». Και πάλι· «περιττές είναι, μαζί με τις αισθήσεις και οι νοερές δυνάμεις, όταν η ψυχή, αφού γίνει θεοειδής με άγνωστη ένωση, φέρεται με τις ακτίνες του απρόσιτου φωτός, τις αόρατες επιβολές (φωτοβολίες)». Κατά την ένωση αυτή, σύμφωνα και με τον πολύ στα θεία Μάξιμο, «το φως της αφανούς και υπεραρρήτου δόξης εποπτεύοντες οι άγιοι, γίνονται και αυτοί μαζί με τις άνω δυνάμεις δεκτικοί της μακάριας καθαρότητας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου