Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (24)

 Συνέχεια από Πέμπτη, 5 Νοεμβρίου 2020

19. Εκείνοι όμως (οι άγιοι) από φιλανθρωπία κατά το δυνατόν, όπως είπα, μιλούν για τα άρρητα, αφαιρώντας την πλάνη εκείνων, οι οποίοι μετά την αφαίρεση των όντων, σαν αμύητοι που είναι, νομίζουν ότι είναι τελείως αργία, αλλ’ όχι αργία πάνω από κάθε ενέργεια. Αλλ’ εκείνα παραμένουν πάλι άρρητα ως προ τη φύση τους. Γι’ αυτό ο μέγας Διονύσιος λέγει, ότι μετά την αφαίρεση των όντων δεν υπάρχει λόγος, αλλά αλογία, και μετά την όλη άνοδο θα ενωθούμε, λέγει, με το άφθεγκτο. Επειδή όμως είναι ανέκφραστα, αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο με απόφαση (αφαίρεση) πετυχαίνει ο νους τα πάνω από το νου· γιατί και η άνοδος αυτή είναι μια κάποια νόηση εκείνων που δεν αρμόζουν στον Θεό, και φέρει βέβαια εικόνα εκείνης της χωρίς μορφή θεωρίας και της κατά νουν θεωρητικής αποπληρώσεως, αλλά δεν είναι αυτή η ίδια. Με αυτή την αφαίρεση όλων υμνούν εκείνο το φως όσοι ενώθηκαν με αυτό κατά τρόπο αγγελομίμητο, μυημένοι από τη μυστική ένωση προς αυτό, γιατί βρίσκεται πάνω από όλα υπερουσίως εξηρημένο (κατά τρόπο απρόσιτο στη γνώση). Και όσοι από αυτούς αξιωθούν να δεχθούν το μυστήριο με πίστη και ευγνώμονα ακοή, μπορούν βέβαια και αυτοί να υμνούν το θείο και ακατανόητο εκείνο φως που προκύπτει από την αφαίρεση των πάντων, δεν μπορούν όμως να ενωθούν με αυτό και να το βλέπουν, αν δεν δεχθούν την υπερ-φυσική δύναμη της θεωρίας, αφού καθαρίσουν τον εαυτό τους με τη φύλαξη των εντολών και απασχολήσουν το νου τους με τη γνήσια και άυλη προσευχή.

20. Πώς λοιπόν θα ονομάσουμε εμείς αυτήν, η οποία δεν είναι ούτε αίσθηση ούτε νόηση καθόλου; Οπωσδήποτε όχι αλλιώς, παρά έτσι όπως την ονομάζει ο πάνω από όλους τους προγενέστερούς του σοφούς Σολομών, δηλαδή αίσθηση νοερή και θεία. Γιατί με τη συζυγία των δύο πείθει τον ακροατή να μη τη θεωρήσει τίποτε από τα δύο, ούτε αίσθηση ούτε νόηση· καθόσον ούτε η νόηση θα ήταν ποτέ αίσθηση ούτε η αίσθηση νόηση· επομένως η νοερή αίσθηση είναι διάφορη από το καθένα από αυτά. Η λοιπόν θα την ονομάσομε έτσι ή, όπως ο μέγας Διονύσιος, ένωση, αλλ’ όχι γνώση. Γιατί λέγει· «Πρέπει να γνωρίζομε, ότι ο νους μας μεν έχει τη δύναμη για να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά, και την ένωση δε που υπερβαίνει τη φύση του νου, με την οποία συνάπτεται προς τα επέκεινα εαυτού». Και πάλι· «περιττές είναι, μαζί με τις αισθήσεις και οι νοερές δυνάμεις, όταν η ψυχή, αφού γίνει θεοειδής με άγνωστη ένωση, φέρεται με τις ακτίνες του απρόσιτου φωτός, τις αόρατες επιβολές (φωτοβολίες)». Κατά την ένωση αυτή, σύμφωνα και με τον πολύ στα θεία Μάξιμο, «το φως της αφανούς και υπεραρρήτου δόξης εποπτεύοντες οι άγιοι, γίνονται και αυτοί μαζί με τις άνω δυνάμεις δεκτικοί της μακάριας καθαρότητας».

Αρχαίο κείμενο
19. Ἐκεῖνοι δ᾿ ὅμως ὑπό φιλανθρωπίας κατά τό ἐγχωροῦν, ὡς ἔφην, λέγουσι τά ἄρρητα, τήν πλάνην ἀφαιροῦντες τῶν μετά τήν ἀφαίρεσιν τῶν ὄντων ἀργίαν εἶναι τελείαν ἀμυήτως οἰομένων, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέρ ἐνέργειαν ἀργίαν. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνα πάλιν ἄρρητα τῇ ἑαυτῶν φύσει διαμένει. Διά τοῦτο ὁ μέγας Διονύσιος μετά τήν ἀφαίρεσιν τῶν ὄντων οὐκ εἶναί φησι λόγον ἀλλά ἀλογίαν καί μετά πᾶσαν ἄνοδον ἑνωθησόμεθα, φησί, τῷ ἀφθέγκτῳ. Ἀλλ᾿ οὐχ, ὅτι ἄφθεγκτα, δι᾿ ἀποφάσεως μόνης ἐπιτεύξεται ὁ νοῦς τῶν ὑπέρ νοῦν˙ καί ἡ τοιαύτη γάρ ἄνοδος νόησίς τίς ἐστι τῶν ἀπεμφαινόντων τῷ Θεῷ καί εἰκόνα μέν φέρει τῆς ἀνειδέου ἐκείνης θεωρίας καί τῆς κατά νοῦν θεωρητικῆς ἀποπληρώσεως, ἀλλ᾿ οὐκ αὐτή ἐστιν ἐκείνη. Δι᾿ αὐτῆς δέ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως ὑμνοῦσιν ἐκεῖνο τό φῶς οἱ τούτῳ ἀγγελομιμήτως ἑνωθέντες, ἀπό τῆς πρός αὐτό μυστικῆς ἑνώσεως μεμυημένοι, ὅτι πάντων ἐστίν ὑπερουσίως ἐξῃρημένον. Καί ὅσοι περ ἄν ἀπό τῶν τοιούτων δι᾿ ἀκοῆς πιστῆς καί εὐγνώμονος παραδέξασθαι καταξιωθῶσι τό μυστήριον, δύνανται μέν καί οὗτοι ἐκ τῆς τῶν πάντων ἀφαιρέσεως ὑμνεῖν τό θεῖον καί ἀπερινόητον ἐκεῖνο φῶς˙ ἑνοῦσθαι δέ αὐτῷ καί ὁρᾶν οὐ δύνανται, ἄν μή, διά τῆς τῶν ἐντολῶν φυλακῆς ἑαυτούς καθάραντες, τῇ ἀπειλικρινημένῃ καί ἀΰλῳ προσευχῇ τόν νοῦν ἀπασχολήσαντες, τήν ὑπερφυᾶ δύναμιν τῆς θεωρίας δέξωνται.

20. Πῶς οὖν ταύτην, ἥ μήτ᾿ αἴσθησίς ἐστι μηδ᾿ ὅλως νόησις, ἡμεῖς καλέσομεν; Πάντως οὐκ ἄλλως ἤ ὡς ὁ ὑπέρ πάντας τούς πρό αὐτού σεσοφισμένος Σολομών, αἴσθησιν δηλονότι νοεράν καί θείαν. Τῇ γάρ ἀμφοτέρων συζυγίᾳ πείθει τόν ἀκούοντα μηδέτερον νομίσαι ταύτην, μήτ᾿ αἴσθησιν, μήτε νόησιν˙ οὔτε γάρ ἡ νόησις αἴσθησίς ποτε, οὔθ᾿ ἡ αἴσθησις νόησις˙ οὐκοῦν ἡ νοερά αἴσθησις ἄλλο παρ᾿ ἑκάτερον ἀυτῶν. Ἤ οὖν οὕτω προσρητέον ταύτην, ἤ, ὡς ὁ μέγας Διονύσιος, ἕνωσιν ἀλλ᾿ οὐχί γνῶσιν. «Δέον» γάρ, φησίν, «εἰδέναι τόν καθ᾿ ἡμᾶς νοῦν, τήν μέν ἔχειν δύναμιν εἰς τό νοεῖν, δι᾿ ἧς τά νοητά βλέπει, τήν δέ ἕνωσιν ὑπεραίρουσαν τήν τοῦ νοῦ φύσιν, δι᾿ ἧς συνάπτεται πρός τά ἐπέκεινα ἑαυτοῦ»˙ καί πάλιν, «περιτταί μετά τῶν αἰσθήσεων καί αἱ νοεραί δυνάμεις, ὅταν ἡ ψυχή θεοειδής γενομένη δι᾿ ἑνώσεως ἀγνώστου ταῖς τοῦ ἀπροσίτου φωτός ἀκτῖσιν ἐπιβάλλῃ ταῖς ἀνομμάτοις ἐπιβολαῖς», καθ᾿ ἥν καί, κατά τόν πολύν τά θεῖα Μάξιμον, «τό φῶς τῆς ἀφανοῦς καί ὑπεραρρήτου δόξης οἱ ἅγιοι ἐποπτεύοντες, τῆς μακαρίας μετά τῶν ἄνω δυνάμεων καί αὐτοί δεκτικοί γίνονται καθαρότητος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: