Ο “ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ”
ΣΤΟΝ
ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ.
Τού Enrico Berti.
Ι. Ο
Πρόλογος.
Ο Λόγος τού Παύλου στους Αθηναίους
υπήρξε πάντοτε αντικείμενο μεγάλης προσοχής, σαν βασικό κείμενο όσον αφορά το
πρόβλημα τών σχέσεων ανάμεσα στην Χριστιανική πίστη και την Ελληνική φιλοσοφία.
Η σπουδαιότητά του σε σχέση μ’αυτό το θέμα σήμερα πιά είναι επικυρωμένη, ας
πούμε, ακόμη και επισήμως από τις συνεχόμενες αναφορές που γίνονται στις
εγκυκλίους τού Ιωάννη Παύλου ΙΙ περί πίστεως και νοήσεως. Σύμφωνα μ’αυτό το
κείμενο, πάνω απ’όλα τα άλλα, ο λόγος τού Παύλου αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή
Λουκά, κάτι που προφανώς εξασφαλίζει την ιστορικότητά του! (Fides et ratio, 1998). Αυτή η ιστορικότης όπως είναι γνωστό, αντιμετώπισε
αντιρρήσεις από μερικούς κριτικούς όπως ο Norden, o Jaeger και ο
Pohlenz, διότι
υποστήριξαν ότι ο Λόγος ήταν καθαρά εμπνευσμένος για να είναι αληθινός, έχοντας
πρόθεση την συμφιλίωση με την ελληνική φιλοσοφία. Αλλά η απόδοση τών πράξεων
τών Αποστόλων στον Λουκά εδραιώθηκε τελευταίως με έναν καθοριστικό πλέον τρόπο.
Αυτό προσδίδει στον λόγο μία εκπληκτική αξία, για την αρχαιότητά του και την
αυθεντία του : αυτή είναι λοιπόν η πιο αρχαία προσπάθεια από την πρώτη
Χριστιανική κοινότητα συσχετισμού με την ελληνική φιλοσοφία και είναι έργο του
ίδιου του Αποστόλου των εθνών, αυτού δηλαδή ο οποίος ανακοίνωσε πρώτος το νέο
μήνυμα του Ευαγγελίου στους Εθνικούς.
Στην εγκύκλιο, δε, ο λόγος τού Παύλου αναφέρεται σαν ένα παραδειγματικό κείμενο για την κατανόηση τής σχέσεως ανάμεσα στην Χριστιανική πίστη και στην φιλοσοφία, διότι η αναζητηση του Θεού για την οποία μιλά ταυτίζεται καθαρά “με χαρακτηριστικό τρόπο”, με την φιλοσοφία, διότι υπολογίζεται σαν μία “αντιπαράθεση” ανάμεσα στην Χριστιανική αναγγελία και τα φιλοσοφικά ρεύματα τής εποχής και διότι δεν γίνεται καμμία αναφορά τής κατάληξής του, κάτι που μερικοί το ερμηνεύουν σαν σημείο μίας υποτιθέμενης αποτυχίας. Μάλιστα δε η εγκύκλιος κρίνει την προσπάθεια τού Παύλου να συνδέσει τον λόγο του στην σκέψη τών φιλοσόφων “πιο σοφή” από τού να παραπέμψει μόνον στον “Προφήτη Μωυσή”, διότι ο σκοπός του ήταν να γίνει κατανοητός από τους εθνικούς και έπρεπε λοιπόν να στηριχθεί στην “φυσική γνώση τού Θεού”. Αυτή, σύμφωνα με την εγκύκλιο, στην “εθνική θρησκεία είχε περιέλθει σε ειδωλολατρεία”, ενώ οι φιλόσοφοι, “απ’αρχής είχαν αντιπαραθέσει στους μύθους και στις μυστηριακές λατρείες τίς πολύ πιο σεβαστές έννοιες για την Θεία υπερβατικότητα”!
Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί πιο καθαρά
ότι ο απόστολος, υποχρεωμένος να επικαλεστεί μία ιδέα τού Θεού ικανής να
δρομολογήσει ακόμη και στους μη-Εβραίους το ευαγγελικό μήνυμα, υποχρεωμένος
δηλαδή να “εκπολιτίσει την πίστη”, ανάμεσα στην βιβλική ιδέα, εκείνη τής
εθνικής θρησκείας και εκείνη της ελληνικής φιλοσοφίας διάλεξε αυτή την
τελευταία, διάλεξε δηλαδή εκείνο που θα ονόμαζε ο Πασκάλ, σε εντελώς
διαφορετικό πλαίσιο και εντελώς άλλους φιλοσόφους σαν πολεμικό του στόχο, τον
“Θεό των φιλοσόφων”. Όπως καταγράφει λοιπόν ο πρόλογος τού Λόγου, ο Παύλος ο
οποίος εξεγείρετο “παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν αυτώ θεωρούντι κατείδωλον ούσαν
την πόλιν”, απευθυνόμενος και σε “μερικούς φιλοσόφους στωικούς και
επικούρειους”, επιβράβευσε τούς Αθηναίους καθότι “πολύ θεοσεβείς τών Θεών” και
αναφέροντας τον βωμό που ήταν αφιερωμένος στον άγνωστο Θεό, είπε: “Αγνώστω Θεό,
όν ούν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλω υμίν”. (Πράξεις 17, 16-23).
Σύμφωνα με τήν παραδοσιακή εξήγηση,
την οποία επικαλείται και η εγκύκλιος, ο λόγος τού Παύλου στους Αθηναίους
περιέχει “επαναλαμβανόμενες αναφορές και υπαινιγμούς σε λαϊκές πεποιθήσεις
στωικής προελεύσεως”. Αυτό είναι αλήθεια, όπως θα δούμε, αλλά με την σημερινή
μου ανακοίνωση θα ήθελα να δείξω ότι η φιλοσοφία, από την οποία προέρχεται η
ιδέα του Θεού την οποία χρησιμοποίησε ο Παύλος, δεν είναι μόνον στωική, αλλά
είναι και της μεγάλης παραδόσεως τής κλασσικής φιλοσοφικής σκέψης, η οποία
αντιπροσωπεύεται από τον Πλάτωνα και ιδιαιτέρως από τον Αριστοτέλη. Ξεκινώντας
από τον Πλάτωνα, δηλαδή από τον Τίμαιο και με την ενίσχυση ενός διαλόγου τού Αριστοτέλη, χαμένον για μας σήμερα αλλά διαδεδομένο στην αρχαιότητα, τον “Περί
φιλοσοφίας", είχε συσταθεί μιά παράδοση θεολογικής φιλοσοφίας, στην οποία είχε προτεθεί ο στωικισμός τού Άραθου και τού Κλεάνθη
και η οποία ανεπτύχθη στην συνέχεια πιθανώς με την πραγματεία De Mundo, η οποία
απεδόθη στον Αριστοτέλη αλλά είναι αβέβαιης προέλευσης! Σ’αυτή είχαν ψαρέψει
κατ’αρχάς οι εβραίοι φιλόσοφοι, δηλαδή ο Αριστοτελικός Αριστόβουλος και ο
Πλατωνικός Φίλων, και τέλος οι Χριστιανοί συγγραφείς, πρώτος ανάμεσα τους ο
Παύλος, όπως προκύπτει ακριβώς από τον λόγο του στούς Αθηναίους!
Συνεχίζεται
ΑΥΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕ ΝΑ ΔΙΑΣΩΣΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΝΟΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ( ΤΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝΔΟΜΥΧΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΩΠΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ).
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑΛΗΞΑΜΕ ΝΑ ΜΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΤΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΛΟΓΩ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΡΟΦΗΣ ΑΔΥΝΑΤΟΥΜΕ ΣΑΝ ΓΕΝΟΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΝΑ ΣΚΕΦΘΟΥΜΕ.
Αμέθυστος
!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή