Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (113)

Συνέχεια από Δευτέρα,16 Νοεμβρίου 2020

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                   ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                         ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                                    ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                          ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                                   21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ

                                                    (14η συνέχεια)

                              

                                           Η τελευταία άνοδος

      «Ο Θεός αγαπάει τον Καλό (και Αγαθό). Γι’ αυτό και όλα αποβαίνουν  καλά γι’ αυτόν στην ζωή, ακόμα και στον θάνατο. Εφ’ όσον οι θεοί δεν παραμελούν όποιον προσπάθησε, κατά το ανθρωπίνως δυνατό, να τους μοιάση». Πρόκειται για λόγια του Σωκράτη, στα οποία ο συνομιλητής του απαντά: «Ναι, είναι φανερό, πως όποιος “φτιάχτηκε” κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα παραμεληθή απ’ τον Όμοιό του (θεό)». Φράσεις, που προέρχονται σχεδόν κατά λέξη απ’ την Απολογία (41 D). Μόνο που θεμελιώνονται τώρα βαθύτερα, παραπέμποντάς μας στην άνοδο προς το ύψιστο Αγαθό τού VII Bιβλίου, και προαναγγέλλοντας το «Επεισόδιο» (“Episode”) του Θεαίτητου (176 Β). Δεν είναι ωστόσο εξαιρετικά «ειρωνικό» το να μιλά για μιαν «εξωτερική ανταμοιβή» ο πλατωνικός Σωκράτης, τη στιγμή που εναποθέτει ξανά, αναφερόμενος στη δική του, προσωπική μοίρα, στα ίδια τελικά τα χέρια του ανθρώπου το έπαθλο της νίκης που «δίνουν» οι θεοί;   ((Σημ. τ. μετ.: Το εκούσιο… Ο Σωκράτης θα πιη με τη θέλησή του το κώνειο… ))

     Τί συμβαίνει ωστόσο με την ανθρώπινη ανταμοιβή (613 Β); Η οποία εμφανίζεται να είναι «απλώς επαρκής». Όλα συμβαίνουν, πράγματι, «ωραία και καλά»  στην πόλη. Οι δίκαιοι απολαμβάνουν μετά το τέλος κάθε έργου τους, αλλά και μετά το τέλος τής ζωής τους, τιμή και δόξα απ’ τους συνανθρώπους τους.  Αποκτούν τα αξιώματα που επιθυμούν στην πολιτεία τους όταν γερνάνε, και συμπεθεριάζουν με τις καλύτερες οικογένειες, αν το επιθυμούν. Όσον αφορά δε στον άδικο άνθρωπο, σ’ αυτόν συμβαίνουν ακριβώς τα αντίθετα! Βρισκόμαστε σ’ ένα σημείο τού διαλόγου,  με το οποίο θα μπορούσαμε να «αντιπαθήσουμε» εξ ολοκλήρου τον Πλάτωνα· αν είμασταν βέβαια υποχρεωμένοι, να τα εκλάβουμε εντελώς σοβαρά όλα αυτά. Υπάρχει ωστόσο μια εξαιρετική «ειρωνία» εδώ, καθώς προστίθεται αμέσως, ότι ναι μεν, συμβαίνουν πράγματι τα καλύτερα σ’ αυτόν που αγαπά ο Θεός, υπό την προϋπόθεση όμως να μη χρωστά τίποτα από μιαν προηγούμενη ζωή (613 Α)! Έρχεται ο «απόηχος» απ’ τη σωκρατική Απολογία στ’ αυτιά μας, καθώς ακούμε πως οι θεοί δεν θα παραμελήσουν, σίγουρα, αυτόν που είναι Αγαθός! Γιατί μάς διδάσκει η ίδια η μοίρα τού Σωκράτη, το πώς απολαμβάνουν επίγεια τιμή και δόξα οι δίκαιοι! Μια «παράδοξη» ασφαλώς δόξα, που την «απήλαυσε» κι ο ίδιος ο Σωκράτης από τούς συμπολίτες του Αθηναίους!  Όσον αφορά δε στο ότι οι δίκαιοι μπορούν να έχουν οποιοδήποτε αξίωμα επιθυμούν στα γηρατειά τους, αυτό ακούγεται σχεδόν «διασκεδαστικό», τη στιγμή που μόλις ακούσαμε (ΙΧ 592), ότι ο σοφός άνδρας δεν συμμετέχει παντελώς στη δημόσια ζωή τού τόπου του. Ούτε μπορούμε να πάρουμε άλλωστε στα σοβαρά, χωρίς να χάσουμε την «ψυχραιμία» μας, τα όσα λέει ο ίδιος ο Σωκράτης για τη δυνατότητα να συμπεθεριάση ο «καλός» άνθρωπος με τις καλύτερες οικογένειες της πόλης του.  Δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ, ότι ο ισχυρισμός για μιαν τελική αποτυχία τών αδίκων δεν αποτελεί παρά την οξύτατη απάντηση στα όσα «απειλητικά» υποστήριξε προηγουμένως (για την επιτυχία τού άδικου ανθρώπου) ο  Γλαύκων (362 Β). Ο Σωκράτης «κατεβαίνει» στο επίπεδο τών πολλών, και επιστρέφει τη δική τους γνώμη αντεστραμμένη. Ώστε να «προσγειωθή» πλέον αποφασιστικά, ύστερα από τόσες πολλές επιφυλάξεις, ο διάλογος, και να μας οδηγήση πιο πέρα, στον μύθο τού Επέκεινα, με την εξής φράση: «Όλα είναι πραγματικά ένα τίποτα, είτε ως ποσότητα είτε ως σημασία, συγκρίνοντάς τα μ’ αυτά που περιμένουν τον άνθρωπο μετά τον θάνατο». Μπροστά στην «αιώνια οδύνη» (eterno dolore), που ανέμενε μετά θάνατον τον τύραννο Αρδιαίο, δεν είχε  καμμιάν απολύτως σημασία το αν είχε «κυριαρχήσει υπό το πρόσχημα της δικαιοσύνης σ’ αυτήν τη γη, αν είχε συμπεθεριάσει με όποιους επιθυμούσε, ακόμα κι αν είχε “απολαύσει”, πολύ περισσότερο, το οποιοδήποτε προνόμιο ή πλεονέκτημα» (ΙΙ 362 Β)· ή αν του είχαν συμβή όλα τα δεινά, που «προέβλεψε» ο Γλαύκων για τον δίκαιο, και τα προβλέπει τώρα για τον άδικο άνθρωπο ο Σωκράτης.

     Υπάρχει ανάμεσα στις «δυό όψεις τής ψυχής» ένα τμήμα τού διαλόγου, που το παρήλθαμε μέχρι τώρα: ο αγώνας ενάντια στον Όμηρο και στην τραγική ποίηση, που καθορίστηκε απ’ τον  Όμηρο (Χ 595 Α – 608 Β). Στο τμήμα αυτό ταιριάζει η έννοια Επεισόδιο (Episode) με μεγάλην ακρίβεια, στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο του διαλόγου που απαρτίζεται φαινομενικά εξ ολοκλήρου από Επεισόδια, το καθένα απ’ τα οποία αποδείχτηκε ωστόσο ένα απαραίτητο βήμα προς το τέλος και τον σκοπό. Όποιος πιστεύει πως αυτό το Επεισόδιο δικαιολογείται μόνον «πολεμικά», έχει άδικο, όπως συμβαίνει πάντοτε με τον Πλάτωνα, αλλά αντιλαμβάνεται πιο σωστά το παράδοξο του πράγματος από όποιον θα πίστευε, ότι ένα τόσο «αυθαίρετο δρομολόγιο» θα μπορούσε να εξαρτάται αποκλειστικά από ένα και μόνον Επεισόδιο.

      Αυτό το τμήμα τού διαλόγου έχει προετοιμαστή στην πραγματικότητα από μακρού. Τον αγώνα ενάντια στους ποιητές, με κορυφαίο ανάμεσά τους τον Όμηρο, ως θεμελιωτή τής ψευδούς θεολογίας, τον ανακίνησε ο λόγος τού Αδείμαντου στο ΙΙ Βιβλίο. Η παιδαγωγική διδασκαλία τού ΙΙ και ΙΙΙ Βιβλίου αποσκοπούσε, σε μεγάλο βαθμό, στο να θεμελιώση κατόπιν σ’ αυτόν τον αγώνα ενάντια στους μύθους τού Ομήρου αλλά και των «διαδόχων» του, και κυρίως τών τραγικών (ποιητών), την καινούργια φανέρωση του θεϊκού στοιχείου και την καινούργια ηθική διδασκαλία (380 C κ.ε.). Απέναντι σε κείνες τις ιστορίες για τους θεούς, που φιλονεικούν μεταξύ τους και αλλάζουν μορφές, τους θεούς ως αιτία τού Κακού όσο και του Καλού, «ανοίγεται» στο μέσον τής Πολιτείας η θέα  προς τις αμετάβλητες μορφές και προς την Ιδέα τού «Τελείου (Εντελούς) Καλού». Καθώς έχει ήδη θεμελιωθή η «εσωτερική Πολιτεία» (ΙΧ 591 D), δηλώνεται ευθαρσώς, ότι η αρμονία τού σώματος θα έπρεπε να έχη ως σκοπό την αρμονία τής ψυχής, αν ο άνθρωπος «θέλη να είναι πραγματικά ένας “μουσικός” άνθρωπος». Λόγια που μάς υπενθυμίζουν βέβαια την παιδαγωγική διδασκαλία στα Βιβλία ΙΙ και ΙΙΙ, προετοιμάζοντάς μας ταυτόχρονα για τα περαιτέρω. Αναλογιζόμενοι την αρχή τού Φαίδωνα, και πώς ο Σωκράτης μετατρέπει εκεί ειρωνικά τον υπαινιγμό τής εντολής: «Εξάσκησε το μουσικό σου έργο!», βλέπουμε να προετοιμάζεται κι εδώ με τους «πραγματικά μουσικούς ανθρώπους» εκείνος ακριβώς ο αγώνας, που θα διεξαχθή κατόπιν στο πρώτο μισό τού Χ Βιβλίου. Όπου και θα φανή το πώς παρεμποδίζει η τραγική ποίηση την ισορροπία τής «εσωτερικής πολιτείας» (605 Β. 608 Β), και θα τοποθετηθή μάλιστα, στο τέλος τού κεφαλαίου, η ποιητική τέχνη, με όλη τη σημασία της και τους κινδύνους που διατρέχει, στην ίδια ακριβώς «σειρά» με το χρήμα, τη δόξα και την εξουσία, με κείνες άρα ακριβώς τις δυνάμεις, που απειλούσαν προηγουμένως (ΙΧ 591 ε Κ.Ε..) την ίδια τη δομή τής «εσωτερικής πολιτείας»!  (( Σημ. τ. μετ.: Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πλάτων, φέρελπις τραγικός ποιητής ανάμεσα στα άλλα, «έσκισε» όλα όσα είχε μέχρι τότε «συγγράψει», όταν γνώρισε τον Σωκράτη! Για να αφιερώση την ζωή του στον δάσκαλό του και στην αληθινή φιλοσοφία… ))

     Ο αγώνας ενάντια στους ποιητές ως καταστροφείς τής γνήσιας, και θεμελιωτές τής ψευδούς θεολογίας χρειαζόταν βέβαια, από τότε που τον είχε ανακινήσει ο λόγος τού Αδείμαντου στο ΙΙ Βιβλίο, μια τελευταία και συστηματική διασάφηση, που θα μπορούσε να την έχη κατ’ αρχάς προσφέρει η διδασκαλία τού Είναι στο VΙΙ Βιβλίο. Χωρίς να προκύπτη ωστόσο απ’ τη γενική δομή τού διαλόγου, ότι αυτή η διασάφηση έπρεπε να συντελεσθή εδώ ακριβώς, ανάμεσα στις «δυό όψεις τής ψυχής» και λίγο πριν το μυθικό τέλος τού συνόλου. Υπάρχουν ζωγραφιές, στις οποίες κάποια μορφή κοιτάει προς τη μεριά τού θεατή. Ανήκει άραγες κι αυτή η μορφή στην «εικόνα»; Δεν μπορούμε να το εξακριβώσουμε. Γιατί το σύνολο θα κατέρρεε, αν την αποσπούσαμε απ’ τη ζωγραφιά. Ενώ «απομακρύνεται», τρόπον τινά, ταυτόχρονα απ’ αυτήν, κοιτάζοντας  προς τα «έξω». Μια παρόμοια λοιπόν, διπλή τοποθέτηση αξιώνουμε κι εμείς για το πλατωνικό Επεισόδιο περί ποιητών. Ο «παλαιός διχασμός μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης» (607 Β), που «παλεύει» να ισορροπήση στον ίδιον τον Πλάτωνα, εκφραζόμενος για πρώτη φορά στον ‘Ιωνα, βρίσκει εδώ, στο τέλος σχεδόν τού μεγαλύτερου, φιλοσοφικού και ποιητικού ταυτόχρονα έργου του, την πιο δυναμική του έκφραση.

     Προσπαθήσαμε να δείξουμε εδώ, ότι ο Πλάτων απαιτεί για τον εαυτό του και για τη φιλοσοφική του ποίηση τη θέση, απ’ την οποία και υποχρεώνει τούς τραγικούς ποιητές και τον «προπάτορά» τους Όμηρο να «αναχωρήσουν».

      ( συνεχίζεται με το επόμενο υπο-κεφάλαιο: «Η μυθική γραμμή τού έργου» )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου