Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (32)

 Συνέχεια από: Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2020

34. Μαζί με oλα αυτά, πρέπει κατά το δυνατόν να εμποδίσουμε και τη διάνοια των ακροατών, να μη θεωρούν προσκολλημένες στην ύλη και σωματικές αυτές τις πνευματικές και απόρρητες ενέργειες, πράγμα που έπαθαν και αυτοί τελευταία, οι οποίοι με βέβηλα και ανίερα αυτιά και με διάνοια που δεν γνωρίζει να πιστεύει και να ακολουθεί τις πατερικές φωνές εξέλαβαν κατά τρόπο ανόσιο τα των οσίων, καταπάτησαν αυτά και διέρρηξαν εκείνους που έδειξαν αυτά προηγουμένως σ’ αυτούς, μη δείχνοντας ευπείθεια στον μέγα Μακάριο, και ίσως ούτε έμαθαν ότι αυτός λέγει, «τα πνευματικά είναι άψαυστα (ανέγγιχτα) από τους άπειρους· η κοινωνία του αγίου Πνεύματος έρχεται προς κατάληψη σε ψυχή αγία και πιστή και οι επουράνιοι θησαυροί του Πνεύματος μόνο με πείρα γίνονται φανεροί σε εκείνον που τους παραλαμβάνει, ενώ o αμύητος δεν είναι δυνατόν να εννοήσει καθόλου». Με ευλάβεια λοιπόν ομιλεί γι’ αυτά· άκουε, μέχρι που να συμβεί να καταξιωθείς και συ, αφού πιστέψεις, να επιτύχεις αυτά· γιατί τότε θα γνωρίσεις με την πείρα των οφθαλμών της ψυχής ποιά αγαθά και μυστήρια μπορούν οι ψυχές των Χριστιανών να κοινωνούν και εδώ. Ακούοντας όμως ότι οι οφθαλμοί της ψυχής με την πείρα τους γνωρίζουν τους επουράνιους θησαυρούς, μη νομίσεις ότι πρόκειται για τη διάνοια. Γιατί αύτη καθιστά μόνη της εξίσου διανοητά και τα αισθητά και τα νοερά. Όπως αν σκέπτεσαι (διανοείσαι) για μια πόλη την οποία δεν είδες ακόμη, με το να σκέπτεσαι αυτήν δεν απέκτησες πείρα για αυτήν, έτσι και σχετικά με τον Θεό και τα θεία, δεν αποκτάς πείρα αυτών με το να σκέπτεσαι (διανοείσαι) αυτά και να θεολογείς γι’ αυτά. Και όπως τον χρυσό, εάν δεν τον αποκτήσεις αισθητά και δεν τον έχεις αισθητά στα χέρια και δεν τον βλέπεις αισθητά, ακόμη και αν συλλάβεις στη διάνοιά σου μύριες φορές την έννοια του χρυσού, καθόλου δεν κατέχεις ή βλέπεις ή έχεις αποκτήσει χρυσό, έτσι και αν μύριες φορές φέρεις στη διάνοια σου τους θείους θησαυρούς, αλλά δεν πάθεις τα θεία και δεν δεις με τούς νοερούς και υπεράνω διανοίας οφθαλμούς, ούτε βλέπεις ούτε έχεις αποκτήσει κάτι από τα θεία αληθινά. Είπα με νοερούς οφθαλμούς, καθόσον παρέχεται γι’ αυτούς η δύναμη του Πνεύματος, με την οποία βλέπονται αυτά, επειδή το πανίερο εκείνο θέαμα του θειοτάτου και υπερφυσικού φωτός βρίσκεται πάνω από τους νοερούς οφθαλμούς.

35.  Γι’ αυτό ο Κύριος δεν κάλεσε όλους πλησίον του για την πνευματική εκείνη θέα που έλαβε χώρα στο Θαβώρ, την άρρητη και αόρατη με αισθητική δύναμη, αλλά μόνο τους διακεκριμένους μαθητές. Γιατί, αν και o μέγας Διονύσιος o Αρεοπαγίτης λέγει, ότι στον μέλλοντα αιώνα «με την ορατή θεοφάνεια του Χριστού θα ακτινοβολούμε όπως οι μαθητές κατά τη Μεταμόρφωση, και με τη νοητή φωτοδοσία θα μετέχουμε με απαθή και άυλο νου και την πάνω από το νου ένωση με θειότερη μίμηση των υπερουράνιων νοερών δυνάμεων», αλλ’ ούτε έτσι θα θεωρήσουμε τόσο αισθητή την απαστράπτουσα από το προσκυνητό εκείνο σώμα ακτινοβολία, ώστε να είναι αντιληπτή με αισθητήρια τα οποία δεν αντιλαμβάνονται με τη δύναμη της λογικής ψυχής, η οποία είναι η μόνη δεκτική δύναμη της δυνάμεως του Πνεύματος, με την οποία βλέπεται το φως της χάριτος. Και η ακτινοβολία που δεν είναι αισθητή με τέτοια αισθητήρια, δεν είναι αισθητή στην πραγματικότητα. Και αυτός ο άγιος υπέδειξε εκεί αυτό σε εκείνους που έχουν νου. Επειδή δηλαδή λέγει, ότι θα περιβαλλόμαστε με την ακτινοβολία αυτού του φωτός στον μέλλοντα αιώνα, όπου δεν χρειάζονται ούτε το φως ούτε ο αέρας ούτε κάποιο άλλο από τα στοιχεία του κόσμου αυτού, όπως διδασκόμαστε από τις θείες Γραφές, γιατί τότε, σύμφωνα με τον απόστολο, «ο Θεός θα είναι τα πάντα ως προς όλα», τότε δεν θα χρειαστούμε φυσικά ούτε αισθητό φως· αν πράγματι τότε τα πάντα για εμάς θα είναι ο Θεός, άρα θείο θα είναι και το φως εκείνο. Πώς λοιπόν θα είναι πραγματικά αισθητό; Αλλά και εκείνο που πρόσκειται στη θειότερη μίμηση των αγγέλων και μπορεί να λέγεται σύμφωνα με τους τρεις τρόπους, δείχνει και τους αγγέλους να αντιλαμβάνονται εκείνο το φως. Πώς λοιπόν συμβαίνει αυτό, εάν είναι αισθητό; Και όμως, αν είναι αισθητό, θα είναι ορατό μέσω του αέρα· επομένως θα δουν το φως λαμπρότερο ή αμυδρότερο ο καθένας όχι ανάλογα με το μέτρο της αρετής του και της καθαρότητάς του εξαιτίας αυτής, αλλά ανάλογα με το βαθμό της καθαρότητας της ατμόσφαιρας. Και αν και «οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως ο ήλιος», και ο καθένας από αυτούς θα φανεί λαμπρότερος ή αμαυρότερος, αυτό θα γίνει όχι ανάλογα με τις αγαθοεργίες του, αλλά ανάλογα με την καθαρότητα της ατμόσφαιρας. Επιπλέον θα είναι τώρα και στο εξής με αισθητούς οφθαλμούς κατανοητά και τα αγαθά του μέλλοντος αιώνος, τα οποία όχι μόνο «οφθαλμός ανθρώπου δεν είδε ούτε αυτί άκουσε», αλλ’ ούτε «ανέβηκαν σε καρδιά ανθρώπου», εισχωρώντας στα ακατάληπτα με εφόδους λογισμών. Και πως θα είναι αόρατο και στους αμαρτωλούς, αν είναι αισθητό; Ή θα υπάρχουν τότε και διάφραγμα και σκιές και κώνοι, και κατ’ ακολουθία αυτών εκλειπτικοί σύνδεσμοι και κύκλοι φωτισμών πολύσχημοι, ώστε να χρειάζεται τότε και η πολυάσχολη ματαιότητα των αστρολόγων κατά τη ζωή εκείνη πού θα επεκτείνεται στον ατελείωτο αιώνα;

Αρχαίο κείμενο


34. Πρός δέ τούτοις, ὡς ἄν καί τῶν ἀκουόντων τήν διάνοιαν ἀπείρξωμεν τοῦ μή προσύλους καί σωματικάς οἴεσθαι τάς πνευματικάς καί ἀπορρήτους ἐνεργείας ταύτας, ὅπερ καί οὗτοι πεπόνθασιν ἀρτίως, οἵ βεβήλοις καί ἀντέροις ἀκοαῖς καί διανοίᾳ πιστεύειν οὐκ εἰδυίᾳ καί στοιχεῖν ταῖς πατερικαῖς φωναῖς ἀνοσίως τά τῶν ὁσίων ἐκλαβόμενοι, κατεπάτησάν τε ταῦτα καί τούς ταῦτα τούτοις προδείξαντας διέρρηξαν, οὐ πειθόμενοι τῷ μεγάλῳ Μακαρίῳ, ἴσως δέ μηδέ πυθόμενοι αὐτοῦ λέγοντος˙ «ἄψαυστά ἐστι τοῖς ἀπείροις τά πνευματικά˙ ψυχῇ δέ ἁγίᾳ καί πιστῇ πρός κατάληψιν ἔρχεται ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος κοινωνία, καί οἱ ἐπουράνιοι τοῦ Πνεύματος θησαυροί τῷ πείρᾳ παραλαβόντι μόνῳ γίνονται καταφανεῖς, ἀμυήτῳ δέ οὐδέ ἐννοῆσαι δυνατόν τό παράπαν». Εὐλαβῶς τοίνυν περί αὐτῶν˙ ἄκουε, μέχρις ἄν καί σοί γένοιτο πιστεύοντι καταξιωθῆναι τούτων τυχεῖν˙ τότε γάρ εἴσῃ αὐτῇ πείρᾳ τῶν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμῶν οἵων ἀγαθῶν καί μυστηρίων ψυχαί χριστιανῶν κἀνταῦθα κοινωνεῖν δύνανται. Ὀφαλμούς δέ ψυχῆς ἀκούων αὐτῇ πείρᾳ γινώσκοντας τούς ἐπουρανίους θησαυρούς, μή τήν διάνοιαν νομίσῃς. Αὕτη γάρ καί τά αἰσθητά καί τά νοερά ἐπίσης διανοητά δι᾿ ἑαυτῆς ποιεῖ. Καθάπερ δέ ἥν οὔπω εἶδες πόλιν, εἰ διανοῇ περί αὐτῆς, οὐ τῷ διανοεῖσθαι ταύτην ἐν πείρᾳ γέγονας αὐτῆς, οὕτω καί περί Θεοῦ καί τῶν θείων, οὐ τῷ διανοεῖσθαι ταῦτα καί θεολογεῖν ἐν πείρᾳ τούτων γίνῃ. Καί καθάπερ χρυσόν, εἰ μή αἰσθητῶς κτήσῃ καί αἰσθητῶς ἔχεις ταῖς χεροῖν καί αἰσθητῶς ὁρᾷς, κἄν μυριάκις νόημα χρυσοῦ ἐν διανοίᾳ λάβῃς, ἥκιστα κατέχεις ἤ ὁρᾷς ἤ κέκτησαι χρυσόν, οὕτω κἄν μυριάκις περί τῶν θείων θησαυρῶν διανοήσῃ, μή πάθης δέ τά θεῖα, μηδέ ἴδῃς τοῖς νοεροῖς καί ὑπεράνω τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς, οὔτε ὁρᾷς, οὔτε ἔχεις οὔτε κέκτησαί τι τῶν θείων ἀληθῶς. Νοεροῖς δέ εἶπον ὀφθαλμοῖς, ὡς αὐτοῖς ἐγγινομένης τῆς τοῦ Πνεύματος δυνάμεως, δι᾿ ἧς ὁρᾶται ταῦτα, ἐπεί καί ὑπέρ τούς νοερούς ὀφθαλμούς ἐστι τό πανίερον ἐκεῖνο θέαμα τοῦ θειοτάτου καί ὑπερφαοῦς φωτός.

35. Διό καί ὁ Κύριος οὐ πάντας, ἀλλά τούς ἐκκρίτους πρός τήν ἐν Θαβώρ γεγεννημένην ἄρρητον καί ἀόρατον αἰσθητικῇ δυνάμει πνευματικήν ἐκείνην συνεκάλεσεν ὄψιν. Εἰ γάρ καί ὁ ἐξ Ἀρείου Πάγου Διονύσιος ὁ μέγας ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι «τῇ μέν ὁρατῇ» φησι «Χριστοῦ θεοφανείᾳ» περιαυγάζεσθαι ἡμᾶς, «ὡς τούς μαθητάς ἐν τῇ μεταμορφώσει, τῆς δέ νοητῆς φωτοδοσίας ἐν ἀπαθεῖ καί ἀΰλῳ τῷ νῷ μετέχειν, καί τῆς ὑπέρ νοῦν ἑνώσεως ἐν θειοτέρᾳ μιμήσει τῶν ὑπερουρανίων νόων», ἀλλ᾿ οὐδ᾿ οὕτως ἡμεῖς οὕτως αἰσθητήν ὑποληψόμεθα τήν ἐκ τοῦ προσκυνητοῦ ἐκείνου σώματος ἀπαστράπτουσαν αὐγήν ὡς αἰσθητηρίοις ἀντιληπτήν εἶναι μή δυνάμει λογικῆς ψυχῆς ἀντιλαμβανομένοις, ἥ μόνη δύναμις δεκτική ἐστι τῆς τοῦ Πνεύματος δυνάμεως, δι᾿ ἧς τό φῶς τῆς χάριτος ὁρᾶται. Ἡ δέ μή διά τοιούτων αἰσθητηρίων αἰσθητή, οὐδέ αἰσθητή κυρίως˙ καί αὐτός δέ ὁ ἅγιος τοῦτ᾿ ἐκεῖ τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑπέδειξεν. Ἐπεί γάρ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι περιαυγάζεσθαί φησιν ἡμᾶς τούτῳ τῷ φωτί, ὅπου μήτε φωτός μήτ᾿ ἀέρος μήτε τινός ἑτέρου χρεία τῶν κατά τόν παρόντα βίον, ὡς ἐκ τῶν θεοπνεύστων διδασκόμεθα Γραφῶν, «ἔσται γάρ τότε ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσι» κατά τόν ἀπόστολον, οὐδέ γοῦν αἰσθητοῦ τότ᾿ ἄρα δεησόμεθα φωτός˙ εἰ γάρ πάνθ᾿ ἡμῖν ἔσται τότε ὁ Θεός, θεῖον ἄρα καί τό φῶς ἐκεῖνο. Πῶς οὖν αἰσθητόν κυρίως; Ἀλλά καί τό κατά τήν τῶν ἀγγέλων θειοτέραν μίμησιν προσκείμενον καί κατά τῶν τριῶν τρόπων λέγεσθαι δυνάμενον, καί τούς ἀγγέλους δείκνυσιν ἐκείνου τοῦ φωτός ἀντιλαμβανομένους. Πῶς οὖν, εἴπερ αἰσθητόν; Καί μήν, εἴπερ αἰσθητόν, δι᾿ἀέρος ὁρατόν˙ οὐκοῦν οὐ κατά τό μέτρον ἕκαστος τῆς οἰκείας ἀρετῆς καί τῆς ἀπό ταύτης καθαρότητος, ἀλλά κατά τό μέτρον τῆς περί τόν ἀέρα καθαρότητος, τηλαυγέστερον ἤ ἀμυδρότερον ὄψονται τό φῶς. Εἰ δέ καί «οἱ δίκαιοι λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος», ἀναλόγως καί τούτων ἕκαστος, ταῖς μέν ἀγαθοεργίαις οὔ, τῇ δέ τοῦ περιέχοντος ἀέρος καθαρότητι, λαμπρότερος ἤ ἀμαυρότερος φανεῖται. Πρός δέ καί ὀφθαλμοῖς αἰσθητοῖς ἔσται ληπτά νῦν καί εἰς ἔπειτα τά τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἅ μή μόνον «ὀφθαλμός οὐκ εἶδεν οὐδέ οὖς ἤκουσεν», ἀλλ᾿ οὐδ᾿ «ἐπί καρδίαν ἀναβέβηκεν ἀνθρώπου», λογισμῶν ἐφόδοις τοῖς ἀκαταλήπτοις ἐμβατεύοντος. Πῶς δέ καί τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἀόρατον, εἴπερ αἰσθητόν; Ἤ καί τό διαφράττον ἔσται τότε καί σκιαί καί κῶνοι, τούτοις ἑπομένως ἐκλειπτικοί τε σύνδεσμοι καί φωτισμῶν κύκλοι πολυσχήμονες, ὡς καί τῆς πολυασχόλου δεῖν τῶν ἀστρολόγων καταιότητος κατά τήν ἐνθεωρουμένην τῷ ἀκαταλήκτῳ τῶν αἰώνων ζωήν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου