Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (37)

 Συνέχεια από Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου 2020

43. Ότι αυτό είναι το φως τού μέλλοντος αιώνος και ότι είναι αυτό το φως εκείνο που περιάστραψε τους μαθητές κατά τη μεταμόρφωση του Χριστού και τώρα καταφωτίζει τον αρτίως καθαρισμένο νου με την αρετή και την προσευχή, θα το μάθεις αν ακούσεις με σύνεση. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης είπε με σαφήνεια, ότι με το φως του Χριστού που φανερώθηκε στο Θαβώρ κοσμούνται και περιαστράπτονται τα σώματα των αγίων κατά τον μέλλοντα αιώνα. Ο μέγας πάλι Μακάριος λέγει· «η ψυχή που ενώθηκε με το φως της επουράνιας εικόνας και τώρα βέβαια μυείται υποστατικά στη γνώση των μυστηρίων, κατά τη μεγάλη ημέρα όμως της αναστάσεως θα καταλαμπρυνθεί και το σώμα αυτής με την ίδια επουράνια εικόνα της δόξας»· είπε «υποστατικά», για να μη νομίσει κανείς ότι ο φωτισμός αυτός γίνεται μέσω της γνώσεως και των νοημάτων. Άλλωστε και ο πνευματικός άνθρωπος συνίσταται από τρία· από τη χάρη του επουράνιου Πνεύματος, από τη λογική ψυχή, και από το γήινο σώμα. Άκουε πάλι τον ίδιο· «η θεοειδής εικόνα του Πνεύματος, αφού εντυπώθηκε τώρα μέσα μας, τότε θα μεταποιήσει και το έξω σώμα θεοειδές και ουράνιο». Και πάλι· «ο Θεός, αφού συμφιλιώθηκε με την ανθρωπότητα, αποκαθιστά την ψυχή που πίστεψε αληθινά, ενώ βρίσκεται ακόμη στη σάρκα, στην απόλαυση των ουράνιων φώτων και ανοίγει πάλι και φωτίζει με το θείο φως της χάριτος τα νοερά αισθητήριά της, έπειτα δε και το ίδιο το σώμα θα περιβάλει με δόξα». Και πάλι· «το ποια αγαθά και μυστήρια οι ψυχές των χριστιανών δύνανται να κοινωνούν εδώ, γίνεται φανερό με σαφήνεια μόνο σε εκείνον που παρέλαβε αυτά μέσω πείρας με τους οφθαλμούς της ψυχής· κατά την ανάσταση όμως θα είναι δυνατόν και στο ίδιο το σώμα να επιτύχει, τέτοια αγαθά, να τα βλέπει και κατά κάποιο τρόπο να τα κρατεί, όταν και αυτό θα γίνει πνεύμα». Άρα δεν έγινε ολοφάνερο ότι είναι ένα και το αυτό το θείο φως, τόσο εκείνο που είδαν οι απόστολοι στο Θαβώρ, όσο και αυτό που βλέπουν τώρα οι καθαρές ψυχές, καθώς και η υπόστασις των μελλοντικών αιώνιων αγαθών; Γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος χαρακτήρισε το φως που έλαμψε στο Θαβώριο όρος κατά τη μεταμόρφωση του Κυρίου προοίμιο της δόξας του Χριστού κατά τη δευτέρα παρουσία, ο οποίος αλλού λέγει με σαφήνεια, ότι «φαινόταν σαν κάποιο θείο φως μέσω γυάλινων υμένων, δηλαδή μέσω της δικής μας σάρκας του Κυρίου, η θεία δύναμις αυτού καταλαμπρύνοντας εκείνους που έχουν καθαρούς τους οφθαλμούς της καρδίας». Επομένως αυτό δεν είναι εκείνο, το οποίο ακτινοβόλησε λαμπρότερα στο όρος Θαβώρ, ώστε να γίνει αντιληπτό και με σωματικούς οφθαλμούς, όπως θέλησε, το οποίο βλεπόταν τότε και από όλους εκείνους που έχουν την καρδία καθαρή και μέσω αυτής, εξαστράπτοντας κατά τρόπο φρικτό από το προσκυνητό σώμα σαν από κάποιον δίσκο και περιαστράπτοντας την καρδία αυτών; «Είθε να βρεθούμε και εμείς μαζί με αυτούς, κατοπτριζόμενοι τη δόξα του Κυρίου με ακάλυπτο πρόσωπο». Και είναι καλό, εκείνο που ευχήθηκε εκεί ο μέγας αυτός, αυτό να συνευχηθούμε και εμείς οι πιστοί.

44. Αλλά τότε βέβαια το μέγα φως, αφού ήρθε σε μας σαρκικά, βλεπόταν από τους κεκαθαρμένους έτσι, λάμποντας από την σάρκα εκείνη· τώρα όμως πως βλέπεται από αυτούς και πως είναι δυνατόν να το δουν αυτό, πήγαινε, εάν επιθυμείς, να το μάθεις από εκείνους που το βλέπουν· από τους οποίους το έμαθα και εγώ και πίστεψα, για να πω εκείνο που είπε ο Δαβίδ, γι’ αυτό και μίλησα· πρέπει όμως να προσθέσω και εκείνο που είπε ο απόστολος· «και εμείς πιστεύουμε, γι’ αυτό και μιλούμε». Εκείνος που απαρνήθηκε την απόκτηση των χρημάτων και τη δόξα των ανθρώπων και την ηδονή των σωμάτων για την ευαγγελική ζωή και βεβαίωσε την απάρνηση αυτή με υποταγή στους προχωρημένους στην κατά Χριστόν ηλικία, βλέπει τον απαθή και ιερό και θείο έρωτα να ανακαίεται μέσα του σφοδρότερος και ποθεί τον Θεό υπερφυσικά και την υπερκόσμια προς αυτόν ένωση. Έχοντας κυριευθεί λοιπόν από αυτόν τον έρωτα, πείθεται να διερευνά και να παρατηρεί με προσοχή τις σωματικές ενέργειες και τις ψυχικές δυνάμεις οπουδήποτε τύχει, ώστε να επιτύχει συναναστροφή με τον Θεό. Και βρίσκει λοιπόν ή μυείται (διδάσκεται), πληροφορούμενος από τους έμπειρους, άλλες πράξεις να είναι τελείως άλογες, και άλλες, αν και τελούνται με λόγο, να υψώνονται από τις αισθητές πολύ λίγο, τη δόξα όμως και την διάνοια, αν και λογικές δυνάμεις, να μην είναι αποχωρισμένες από την αποθήκη των αισθήσεων, δηλαδή τη φαντασία, αλλά να τελούνται ακόμα με το ψυχικό πνεύμα ως όργανο, κατανοώντας με νουνεχή τρόπο εκείνο που είπε ο απόστολος· «ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του πνεύματος». Γι’ αυτό ζητεί την πάνω από αυτά και πραγματικά νοερή και άμικτη από τα κάτω ζωή, ακούοντας και τον σοφό στα θεία Νείλο να λέγει· «και αν ο νους φθάσει πάνω από τη σωματική θεωρία, δεν είδε τελείως τον τόπο του Θεού· γιατί μπορεί να βρίσκεται στην γνώση των νοημάτων και να διαφέρει αυτής»· και πάλι· «και όταν βρίσκεται ο νους σε απλά νοήματα, πολύ απέχει από τον Θεό».

Αρχαίο κείμενο

43. Ὅτι δέ τοῦτό ἐστι τό τοῦ μέλλοντος αἰῶνος φῶς καί ὡς αὐτό τό τούς μαθητάς περιαστράψαν ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώσει φῶς καί τόν δι᾿ ἀρετῆς καί προσευχῆς κεκαθαρμένον ἀρτίως καταυγάζει νοῦν, συνετῶς ἀκούων εἴσῃ. Διονυσίῳ μέν γάρ τῷ Ἀρεοπαγίτῃ τῷ ἐν Θαβωρίῳ φανέντι τοῦ Χριστοῦ φωτί τά σώματα τῶν ἁγίων ἐπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος κοσμεῖσθαί τε καί περιαστράπτεσθαι σαφῶς εἴρηται. Μακάριος δέ ὁ μέγας «ἡ τῷ τῆς ἐπουρανίου», φησίν, «εἰκόνος ἑνωθεῖσα φωτί ψυχή, καί νῦν μέν μυστηρίων γνῶσιν ἐν ὑποστάσει μυεῖται, ἐν δέ τῇ μεγάλῃ τῆς ἀναστάσεως ἡμέρᾳ τῇ αὐτῇ ἐπουρανίῳ τῆς δόξης εἰκόνι καί τό σῶμα ταύτης καταυγασθήσεται»˙ «ἐν ὑποστάσει» δέ εἶπεν, ὡς ἄν μή τις νομίςῃ διά γνώσεως καί νοημάτων εἶναι τοῦτον τόν φωτισμόν. Ἄλλως τε καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἐκ τριῶν ὑφέστηκε˙ χάριτος Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καί γηΐνου σώματος. Ἄκουε δή πάλιν τοῦ αὐτοῦ˙ «ἡ θεοειδής τοῦ Πνεύματος εἰκών νῦν ἔνδον ὥσπερ ἐντυπωθεῖσα, καί τό σῶμα θεοειδής ἔξω τότε καί οὐράνιον ἀπεργάσεται». Καί πάλιν˙ «τῇ ἀνθρωπότητι καταλλαγείς ὁ Θεός, ἀποκαθίστησι τήν πιστεύσασαν ἐν ἀληθείᾳ ψυχήν, ἐν σαρκί οὖσαν ἔτι, εἰς τήν τῶν οὐρανίων φώτων ἀπόλαυσιν καί τά νοερά αὐτῆς αἰσθητήρια τῷ θείῳ πάλιν φωτί τῆς χάριτος ὀμματοῖ, ὕστερον δέ καί αὐτῷ σώματι περιβαλεῖ τῇ δόξῃ». Καί πάλιν˙ «οἵων ἀγαθῶν καί μυστηρίων ψυχαί χριστιανῶν ἐνταῦθα κοινωνεῖν δύνανται, τῷ πείρᾳ παραλαβόντι μόνῳ τοῖς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμοῖς καταφανές γίνεται˙ ἐν δέ τῇ ἀναστάσει καί αὐτῷ τῷ σώματι τοιούτων πάρεστι τυχεῖν, βλέπειν τε αὐτά καί οἱονεί κρατεῖν, ὁπόταν καί αὐτό πνεῦμα γένηται». Ἆρ᾿ οὐ γέγονε καταφανές ὡς ἕν καί τό αὐτό ἐστι τό θεῖον φῶς, τό τε τοῖς ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ ἑωραμένον καί ταῖς κεκαθαρμέναις νῦν ἐνορώμενον ψυχαῖς καί ἡ τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν ὑπόστασις; Διό καί ὁ μέγας Βασίλειος προοίμιον εἶπε τῆς ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ τοῦ Χριστοῦ δόξης τό ἐν Θαβωρίῳ λάμψαν ἐν τῇ μεταμορφώσει τοῦ Κυρίου φῶς, ὅς ἀλλαχοῦ φησι σαφῶς ὅτι «διαφαίνετο οἷόν τι φῶς θεῖον διά ὑελίνων ὑμένων, τουτέστι διά τῆς ἐξ ἡμῶν σαρκός τοῦ Κυρίου, ἡ θεία δύναμις αὐτοῦ διαυγάζουσα τοῖς ἔχουσι τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας κεκαθαρμένους». Ἆρ᾿ οὐ τοῦτό ἐστιν ἐκεῖνο, τό φανότερον ἐν Θαβωρίῳ διαυγάσαν, ὡς καί ὀφθαλμοῖς σώματος ληπτόν γενέσθαι, ὡς ἠθέλησεν, ὅ καί τοῖς τήν καρδίαν ἔχουσι τότε κεκαθαρμένην πᾶσι δι᾿ αὐτῆς ἐβλέπετο, τοῦ προσκυνητοῦ σώματος ὡς ἀπό δίσκου τινός φρικτῶς ἐξαστράπτον καί τήν καρδίαν αὐτῶν περιαστράπτον; Μετά τούτων εἴθε καί ἡμεῖς εὑρθείημεν, ἀνακεκαλυμένῳ προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι». Καλόν γάρ, ἐπευξαμένῳ τοῦτο ἐκεῖ τῷ μεγάλῳ, καί ἡμᾶς συνεύξασθαι τούς πιστεύοντας.

44. Ἀλλά τότε μέν ἐν σαρκί τό μέγα φῶς ἐπιδημῆσαν πρός ἡμᾶς, οὕτω φαῖνον ἀπό τῆς σαρκός ἐκείνης τοῖς κεκαθαρμένοις ἑωρᾶτο˙ νῦν δέ πῶς αὐτοῖς ὁρᾶται καί πῶς ἔνεστιν ἰδεῖν αὐτό, πορευθείς, εἰ ποθεῖς, μάθε παρά τῶν ὁρώντων˙ ὧν κἀγώ πυθόμενος ἐπίστευσα, τό τοῦ Δαβίδ εἰπεῖν, διό ἐλάλησα˙ δεῖ δέ καί προσθεῖναι τό τοῦ ἀποστόλου˙ «καί ἡμεῖς πιστεύομεν, διό καί λαλοῦμεν». Ὁ τῇ τῶν χρημάτων κτήσει καί τῇ τῶν ἀνθρώπων δόξῃ καί τῇ τῶν σωμάτων ἡδονῇ διά τήν εὐαγγελικήν ἀποταξάμενος ζωήν καί δι᾿ ὑποταγῆς τῶν ἐν τῇ κατά Χριστόν ἡλικίᾳ προηκόντων τήν ἀποταγήν ταύτην βεβαιώσας, ὁρᾷ ἐν ἑαυτῷ σφοδρότερον ἀνακαιόμενον τόν ἀπαθῆ καί ἱερόν καί θεῖον ἔρωτα καί Θεόν ὑπερφυῶς ποθεῖ καί τήν ὑπερκόσμιον πρός τοῦτο ἕνωσιν. Κατ᾿ ἄκρας τοίνυν τούτῳ τῷ ἔρωτι ἁλούς, διερευνᾶσθαι καί περισκοπεῖν ἀναπείθεται τάς σωματικάς ἐνεργείας καί τάς ψυχικάς δυνάμεις, εἴ που περιτύχοι, δι᾿ οὗ συνουσίας ἐπιτύχοι Θεοῦ˙ ὡς οὖν τάς μέν ἀλόγους παντάπασιν εὑρίσκει ἤ μυεῖται τῶν ἐμπείρων πυνθανόμενος, τάς δ᾿ εἰ καί σύν λόγῳ πράξεις, ἀλλά πρός ὀλίγον τῶν αἰσθητῶν ἀνανευούσας, δόξαν δέ καί τήν διάνοιαν, εἰ καί λογικάς δυνάμεις, ἀλλ᾿ οὐχί τοῦ ταμιείου τῶν αἰσθήσεων ἀπεζευγμένας, δηλαδή τῆς φαντασίας, ἔτι δέ καί διά τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος ὡς ὀργάνου τελουμένας, νουνεχῶς συνιείς, ὅ καί ὁ ἀπόστολος ἐξεῖπεν, ὡς «ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος», τήν ὑπέρ ταῦτα καί ὄντως νοεράν ζητεῖ καί τῶν κάτω ἀμιγῆ ζωήν, ἀκούων καί τοῦ σοφοῦ τά θεῖα Νείλου λέγοντος˙ «κἄν ὑπέρ τήν σωματικήν θεωρίαν ὁ νοῦς γένηται, οὔπω τέλεον τόν τοῦ Θεοῦ τόπον ἐθεάσατο˙ δύναται γάρ ἐν τῇ τῶν νοημάτων εἶναι γνώσει καί ποικίλλεσθαι πρός αὐτήν»˙ καί πάλιν, «καί ἐν ψιλοῖς νοήμασιν ὁ νοῦς ὤν μακράν ἀπέχει ἀπό τοῦ Θεοῦ».

 «Είθε να βρεθούμε και εμείς μαζί με αυτούς, κατοπτριζόμενοι τη δόξα του Κυρίου με ακάλυπτο πρόσωπο»

ΑΥΤΗ ΕΙΝAΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΕΙ ΣΗΜΕΡΑ  
ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΜΑΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΝ: AKOMH «και όταν βρίσκεται ο νους σε απλά νοήματα, πολύ απέχει από τον Θεό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου