Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (15)

 Συνέχεια από: Τετάρτη, 17 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

81. Θα ρωτήσει, λοιπόν, κάποιος: πότε και πώς γεννιέται η ψυχή; Αλλά το θέμα για το πώς έγινε το καθένα, πρέπει ν’ αποκλειστεί τελείως από τη συζήτησή μας. Διότι ακόμη και τα θέματα που είναι εύκολα στην κατανόησή τους και τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, δεν θα μπορούσε αυτός που τα ερευνά με τη λογική να κατανοήσει πώς δημιουργήθηκε το φαινόμενο (της ψυχής). Άλλωστε θεωρούμε ότι αυτό δεν το κατανόησαν ούτε οι θεοφόροι και άγιοι Πατέρες.
Με την πίστη κατανοούμε, λέει ο Απόστολος, "ότι έχουν δημιουργηθεί οι αιώνες με το λόγο του Θεού, ώστε να έχουν γίνει αυτά που βλέπονται από εκείνα που δε φαίνονται"· και δεν νομίζω ότι θα το έλεγε αυτό (ο Απόστολος), εάν θεωρούσε ότι το ζήτημα είναι κατανοητό με τη λογική. Ο Απόστολος λέει, ότι πιστεύει απόλυτα ότι αυτός ο κόσμος και όσα Εκείνος έκαμε –οτιδήποτε κι αν είναι αυτός ο κόσμος, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται κάθε ορατό και αόρατο κτίσμα–, όλα έχουν δημιουργηθεί από το θέλημα του Θεού· το πώς δημιουργήθηκαν, δεν το ερευνά.

Και δεν νομίζω ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο στους ερευνητές, καθώς αυτό το θέμα παρουσιάζει μπροστά μας πολλές δυσκολίες. Πώς προήλθε, για παράδειγμα, από την ακίνητη φύση το κινούμενο, από την απλή και αδιάστατη το διαστηματικό και σύνθετο; Μήπως από την ίδια την ανώτερη (θεία) ουσία; Αλλά δεν συμφωνεί μ’ αυτό το γεγονός ότι τα όντα έχουν άλλη φύση μ’ εκείνη. Και από πού αλλού; Και όμως η λογική δεν βλέπει τίποτε έξω από τη θεία φύση. Πράγματι θα διαιρεθεί σε πολλές θεωρίες το ζήτημα, εάν θεωρήσουμε κάτι έξω από τη δημιουργική αιτία (του Θεού), από το οποίο η σοφία της τέχνης λαμβάνει τις μεθόδους της δημιουργίας.
Το αίτιο, λοιπόν, των όντων είναι ένα, αλλά δεν έχουν την ίδια με τη θεϊκή φύση τα όντα που δημιουργούνται απ’ αυτήν. Εξίσου απορριπτέες είναι και οι δύο θεωρίες, τόσο ότι η κτίση προέρχεται από τη φύση του Θεού, όσο και το ότι όλα έχουν δημιουργηθεί από κάποια άλλη φύση. Δηλαδή, ή θα νοηθεί το θείο με τις ιδιότητες της κτίσεως, εφόσον τα δημιουργήματα έχουν την ίδια φύση με το Θεό· ή κάποια άλλη υλική φύση θα εισαχθεί απέξω στη θέση του Θεού και θα εξισωθεί μ’ Αυτόν στην ιδιότητα του αγεννήτου μέσω της αιωνιότητας των κτισμάτων. Κάτι τέτοιο φαντάσθηκαν και οι Μανιχαίοι, το αποδέχθηκαν και ορισμένοι Έλληνες φιλόσοφοι και έκαναν δόγμα πίστεως τη φαντασιώδη αυτή θεωρία.

82. Για ν’ αποφύγουμε, λοιπόν, κατά το δυνατόν, το αβάσιμο καθεμιάς απ’ αυτές τις θεωρίες για τη δημιουργία των όντων, δεν θα εξετάσουμε το ζήτημα, το τί και το πώς της γενέσεως, σύμφωνα με το παράδειγμα του Αποστόλου· τόσο μόνο θα σημειώσουμε, ότι η ορμή της θείας βουλήσεως, όταν θέλει, πραγματώνεται, και η θέληση γίνεται ουσία και αμέσως σχηματίζει φύση. Καθόσον η παντοδύναμη εξουσία (του Θεού), οτιδήποτε σχεδιάσει με σοφία και καλλιτεχνία, δεν αφήνει το θέλημά της ανυπόστατο. Διότι η ύπαρξη του θελήματος είναι ουσία.
Και καθώς τα όντα διαιρούνται σε δύο είδη, στα νοερά και τα σωματικά, η δημιουργία των νοερών δεν φαίνεται εντελώς ασύμφωνη με τη δημιουργία της ασώματης φύσεως· αλλά δείχνει από κοντά τις ιδιότητες του αΐδιου, άϋλου και αδιάστατου. Αυτές, δεν θα κάνει λάθος κάποιος, να τις αποδώσει και στην ανώτερη (θεϊκή) φύση. Η σωματική πάλι φύση θεωρείται ότι έχει ιδιότητες ακοινώνητες (ξένες) προς το Θείο· και μάλιστα προκαλεί μεγάλη αδυναμία στη λογική, διότι δεν μπορεί να καταλάβει πώς προέρχεται από το αόρατο το ορατό, από το άϋλο το στερεό και σκληρό, από το αόριστο το συγκεκριμένο, από το αμέτρητο και αχώρητο (πώς προέρχεται) αυτό που χωρεί μέσα σε μέτρα και ποσά.
Και το καθένα απ’ αυτά που κατατάσσονται στη φύση των σωμάτων, για τα οποία τόσο πολύ ισχυριζόμαστε ότι κανένα απ’ αυτά που αποδίδονται στις ιδιότητες του σώματος δεν είναι σώμα, ούτε σχήμα, ούτε χρώμα, ούτε βάρος, ούτε διάστημα, ούτε μέγεθος, ούτε κάτι άλλο απ’ όσα ανήκουν στην ποιότητα, αλλά το καθένα απ’ αυτά είναι λόγος· μόνον η συνδρομή και η ένωση όλων αυτών μεταξύ τους αποτελεί το σώμα. Επειδή, λοιπόν, οι ιδιότητες που συναπαρτίζουν το σώμα, κατανοούνται με το νου και όχι με τις αισθήσεις, και νοερός είναι ο Θεός, ποιά δυσκολία έχει ο νοητός να κατασκευάσει τα νοητά, των οποίων η συνένωση συγκρότησε τη φύση του σώματός μας;

83. Αλλά αυτά βέβαια εξετάστηκαν, ενώ είναι έξω από το θέμα μας. Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν, εάν προϋπάρχουν οι ψυχές από τα σώματα, πότε και πώς γίνονται. Η συζήτησή μας πάντως άφησε ανεξέταστο το θέμα πώς γεννιούνται οι ψυχές, επειδή είναι απλησίαστο. Μένει για συζήτηση το θέμα, που έχει σχέση με τα προλεχθέντα, πότε οι ψυχές έχουν την αρχή τους.
84. Εάν πράγματι γίνει δεκτό ότι η ψυχή ζει σε ιδιαίτερη κατάσταση πριν από τη γένεση του σώματος, υποχρεωτικά θα δεχθούμε ότι είναι έγκυρες εκείνες οι απαράδεκτες θεωρίες οι οποίες εισάγουν τις ψυχές μέσα στα σώματα εξαιτίας της κακίας τους. Αλλά, βέβαια, κανένας από τους λογικούς ανθρώπους δεν πιστεύει ότι οι ψυχές είναι υστερόχρονες στη δημιουργία και νεότερες στη γέννηση από τα σώματα· διότι είναι σ’ όλους φανερό ότι κανένα άψυχο δεν έχει από τον εαυτό του δύναμη να κινηθεί και αυξηθεί. Και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ακόμη και τα νήπια και μεγαλώνουν και κινούνται τοπικά.
Μένει, λοιπόν, να δεχθούμε την ταυτόχρονη αρχή της συστάσεως της ψυχής και του σώματος. Και όπως η γη, αφού δέχθηκε τη ρίζα του φυτού από τους γεωργούς, την έκανε δένδρο, χωρίς να βάζει μέσα στο τρεφόμενο (φυτό) τη δύναμη της αυξήσεως, αλλά παρείχε στο φύτευμα μόνο τις αφορμές για αύξηση· έτσι παρόμοια ισχυριζόμαστε ότι και αυτό που αποσπάται από τον άνθρωπο για να γεννηθεί άλλος άνθρωπος, είναι κι αυτό, κατά κάποιο τρόπο, έμψυχο ον που προέρχεται από άλλο έμψυχο, και τρέφεται από κάποιο που και εκείνο τρέφεται.

85. Δεν είναι καθόλου παράξενο, εάν ένα τόσο μικρό κομμάτι περιέχει όλες τις ενέργειες και κινήσεις της ψυχής. Διότι ούτε ο σπόρος του σταριού από την αρχή δεν φαίνεται σαν στάχυς –διότι πώς είναι δυνατόν ένα τόσο μεγάλο να χωρέσει σε τόσο μικρό; Καθώς η γη τον τρέφει με τις κατάλληλες τροφές, ο σπόρος του σταριού γίνεται στάχυς, χωρίς να μεταβάλλει μέσα στο χώμα τη φύση του, αλλά αναπτύσσει τον εαυτό του και τον τελειοποιεί με την ενέργεια της τροφής.
Όπως ακριβώς, λοιπόν, στους σπόρους των φυτών η αύξηση προχωρεί λίγο λίγο προς την τελείωση, με τον ίδιο τρόπο και στη σύσταση του ανθρώπου, η δύναμη της ψυχής σχηματίζεται αναλογικά με την σωματική ποσότητα. Πρώτα εμφανίζεται (η ψυχή) να ενεργεί με την θρεπτική και αυξητική ιδιότητα στα έμβρυα, που πλάθονται μέσα στην κοιλιά· έπειτα, προσφέρει τη δωρεά των αισθήσεων σε όσους έλθουν στο φως (γεννηθούν)· τέλος παρουσιάζει, σαν καρπό ενός φυτού που μεγάλωσε, τη δύναμη της λογικής, όχι ολοκληρωμένη αμέσως, αλλά βαθμιαία, να αυξάνεται σε αναλογία με το μεγάλωμα του φυτού.

86. Επειδή, λοιπόν, αυτό που αποσπάται από έμψυχο (στοιχείο) για να συστήσει ένα έμψυχο ον, δεν μπορεί να είναι νεκρό –διότι η νεκρότητα προέρχεται από την απουσία ψυχής· και η απουσία ψυχής δεν παίρνει μορφή–, απ’ αυτά καταλαβαίνουμε ότι η σύσταση του ανθρώπου γίνεται από την κοινή συνύπαρξη και των δύο (ψυχής και σώματος)· ούτε το ένα προηγείται ούτε το άλλο ακολουθεί.

87. Υποχρεωτικά το δόγμα μας προβλέπει ότι κάποτε θα σταματήσει η αύξηση ψυχών, για να μην αυξάνεται διαρκώς η ανθρώπινη φύση· καθώς με τα νεογέννητα θα κινείται προς τα εμπρός και ποτέ δεν θα σταματά. Νομίζουμε πως η αιτία ότι πρέπει να σταματήσει κάποτε την κίνησή της και η δική μας φύση είναι η εξής, ότι όπως κάθε νοητή φύση βρίσκεται στο πλήρωμά της, είναι φυσιολογικό και η ανθρώπινη φύση να φτάσει στο τέρμα της –διότι ούτε αυτό είναι ξένο προς τη νοητή φύση–, ώστε να μη θεωρείται ότι πάντοτε ζει με έλλειψη. Διότι, η συνεχής προσθήκη των νεογέννητων αποτελεί κατηγορία, ότι η φύση είναι ελλιπής.
Όταν, λοιπόν, το ανθρώπινο γένος έρθει στο πλήρωμά του, θα σταματήσει οπωσδήποτε αυτή η ρευστή κίνηση της φύσεώς μας, αφού έφθασε στο αναγκαίο τέρμα. Και κάποια άλλη κατάσταση θα διαδεχθεί αυτή τη ζωή, διαφορετική από την παρούσα, που βρίσκεται στη γένεση και τη φθορά. Διότι, αν δεν υπάρχει γένεση, υποχρεωτικά δεν θα γίνει ούτε αυτό που θα φθαρεί. Εάν η σύνθεση αρχίζει πριν από τη διάλυση –και σύνθεση εννοούμε την
εμφάνιση με τη γέννηση–, είναι επόμενο, εάν δεν προηγηθεί η σύνθεση, δεν θ’ ακολουθήσει ούτε η διάλυση. Επομένως, η ζωή μετά την παρούσα προμηνύεται οπωσδήποτε σταθερή και αδιάλυτη, χωρίς να αλλοιώνεται ούτε από τη γένεση ούτε από τη φθορά.

Το πρωτότυπο κείμενο


81. Πότε οὖν ἐρεῖ τις γινομένην, καὶ πῶς; Ἀλλὰ τὴν μὲν ζήτησιν τὴν περὶ τοῦ πῶς τὰ καθ᾿ ἕκαστον γέγονεν, ἐξαιρετέον πάντη τοῦ λόγου. Οὔτε γὰρ περὶ τῶν προχείρων ἡμῖν εἰς κατανόησιν, ὧν τὴν ἀντίληψιν δι᾿ αἰσθήσεως ἔχομεν, δυνατὸν ἂν γένοιτο τῷ διερευνωμένῳ λόγῳ, τὸ πῶς ὑπέστη τὸ φαινόμενον κατανοῆσαι, ὡς μήτε τοῖς θεοφορουμένοις καὶ ἁγίοις ἀνδράσι τὸ τοιοῦτον ληπτὸν νομισθῆναι.
"Πίστει γὰρ νοοῦμεν", φησὶν ὁ Ἀπόστολος, "κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐμφαινομένων τὰ ὁρώμενα γεγονέναι"· οὐκ ἂν, ὡς οἴομαι, τοῦτο εἰπὼν, εἴπερ ᾤετο γνωστὸν εἶναι διὰ τῶν λογισμῶν τὸ ζητούμενον. Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν θελήματι θείῳ κατήρτισται αὐτός τε ὁ αἰὼν, καὶ πάντα τα ἐξ ἐκείνου γενόμενα (ὅ,τί ποτε καί ἔστιν οὗτος ὁ αἰὼν, ᾧ παραθεωρεῖται πᾶσα ὁρατή τε καὶ ἀόρατος κτίσις), τοῦτο πεπιστευκέναι φησὶν ὁ Ἀπόστολος, τὸ δὲ πῶς ἀφῆκεν ἀδιερεύνητον.
Οὐδὲ γὰρ ἐφικτὸν τὸ τοιοῦτον οἶμαι τοῖς ἀναζητοῦσιν εἶναι, πολλὰς ἀμηχανίας τοῦ περὶ τούτων ζητήματος ἡμῖν προδεικνύντος, πῶς ἐκ τῆς ἑστώσης φύσεως τὸ κινούμενον ἐκ τῆς ἁπλῆς τε καὶ ἀδιαστάτου τὸ διαστηματικόν τε καὶ σύνθετον; Ἄρα ἐξ αὐτῆς τῆς ὑπερκειμένης οὐσίας; Ἀλλ᾿ οὐχ ὁμολογεῖ τὸ ἑτερογενὲς ἔχειν πρὸς ἐκείνην τὰ ὄντα. Ἀλλ᾿ ἑτέρωθεν πόθεν; Καὶ μὴν οὐδὲν ἔξωθεν τῆς θείας φύσεως ὁ λόγος βλέπει. Ἦ γὰρ ἂν διασχισθείη πρὸς διαφόρους ἀρχὰς ἡ ὑπόληψις, εἴ τι τῆς ποιητικῆς αἰτίας ἔξω νομισθείη, παρ᾿ οὗ ἡ τεχνικὴ σοφία, τὰς πρὸς τὴν κτίσιν παρασκευὰς ἐρανίζεται.
Ἐπεὶ οὖν ἓν μὲν τῶν ὄντων τὸ αἴτιον, οὐχ ὁμογενῆ δὲ τῇ ὑπερκειμένῃ φύσει τὰ δι᾿ ἐκείνης παραχθέντα εἰς γένεσιν· ἴση δὲ καθ᾿ ἑκάτερον ἐν τοῖς ὑπονοουμένοις ἡ ἀτοπία, τό τε ἐκ τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ τὴν κτίσιν οἴεσθαι, καὶ τὸ ἐξ ἑτέρας τινὸς οὐσίας ὑποστῆναι τὰ πάντα· ἢ γὰρ καὶ τὸ Θεῖον ἐν τοῖς τῆς κτίσεως ἰδιώμασιν εἶναι ὑπονοηθήσεται, εἴπερ ὁμογενῶς πρὸς τὸν Θεὸν ἔχοι τὰ γεγονότα· ἤ τις ὑλικὴ φύσις ἔξω τῆς θείας οὐσίας ἀντεισαχθήσεται τῷ Θεῷ κατὰ τὸ ἀγέννητον τῇ ἀϊδιότητι τοῦ ὄντος παρισουμένη· ὅπερ δὴ καὶ Μανιχαῖοι φαντασθέντες, καί τινες τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ταῖς ἴσαις ὑπονοίαις συνενεχθέντες, δόγμα τὴν φαντασίαν ταύτην πεποίηνται.

82. Ὡς ἂν μάλιστα οὖν ἐκφύγοιμεν τὴν ἀφ᾿ ἑκατέρου ἀτοπίαν ἐν τῇ ζητήσει τῶν ὄντων, κατὰ τὸ τοῦ Ἀποστόλου ὑπόδειγμα, ἀπολυπραγμόνητον τὸν λόγον τὸν περὶ τοῦ, πῶς ἕκαστόν ἐστιν, καταλείψομεν, τοσοῦτον παρασημαινόμενοι μόνον, ὅτι ἡ ὁρμὴ τῆς θείας προαιρέσεως, ὅταν ἐθέλει, πρᾶγμα γίνεται, καὶ οὐσιοῦται τὸ βούλευμα εὐθὺς ἡ φύσις γινόμενον, τῆς παντοδυνάμου ἐξουσίας, ὅπερ ἂν σοφῶς τε καὶ τεχνικῶς ἐθέλῃ, μὴ ἀνυπόστατον ποιούσης τὸ θέλημα. Ἡ δὲ τοῦ θελήματος ὕπαρξις οὐσία ἐστί.
Διχῆ δὲ διακρινομένων τῶν ὄντων, εἰς τὸ νοερόν τε καὶ σωματικόν, ἡ μὲν τῶν νοερῶν κτίσις οὐ δοκεῖ πως ἀπᾴδειν τῆς τοῦ ἀσωμάτου φύσεως, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ σύνεγγυς εἶναι τὸ ἀειδές τε καὶ ἀναφὲς καὶ ἀδιάστατον δεικνύουσα. Ὅπερ δὴ καὶ περὶ τὴν ὑπερκειμένην φύσιν ὑπονοῶν τις οὐχ ἁμαρτήσεται. Τῆς δὲ σωματικῆς κτίσεως ἐν ἀκοινωνήτοις ὡς πρὸς τὸ Θεῖον τοῖς ἰδιώμασι θεωρουμένης καὶ ταύτην μάλιστα τὴν πολλὴν ἀμηχανίαν ἐμποιούσης τῷ λόγῳ, μὴ δυναμένου κατιδεῖν, πῶς ἐκ τοῦ ἀοράτου τὸ ὁρώμενον, ἐκ τοῦ ἀναφοῦς τὸ στεῤῥὸν καὶ ἀντίτυπον, ἐκ τοῦ ἀορίστου τὸ ὡρισμένον, ἐκ τοῦ ἀπόσου τε καὶ ἀμεγέθου τὸ πάντως μέτροις τισὶ τοῖς κατὰ τὸ ποσὸν θεωρουμένοις περιειργόμενον;
Καὶ τὰ καθ᾿ ἕκαστον ὅσα περὶ τὴν σωματικὴν καταλαμβάνεται φύσιν, περὶ ὧν τοσοῦτόν φαμεν, ὅτι οὐδὲν ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τῶν περὶ τὸ σῶμα θεωρουμένων σῶμά ἐστιν, οὐ σχῆμα, οὐ χρῶμα, οὐ βάρος, οὐ διάστημα, οὐ πηλικότης, οὐκ ἄλλο τι τῶν ἐν ποιότητι θεωρουμένων
οὐδὲν, ἀλλὰ τούτων ἕκαστον λόγος ἐστίν· ἡ δὲ πρὸς ἄλληλα συνδρομὴ τούτων καὶ ἕνωσις σῶμα γίνεται. Ἐπεὶ οὖν αἱ συμπληρωματικαὶ τοῦ σώματος ποιότητες νῷ καταλαμβάνονται καὶ οὐκ αἰσθήσει, νοερὸν δὲ τὸ Θεῖον, τίς πόνος τῷ νοητῷ τὰ νοήματα κατεργάσασθαι, ὧν ἡ πρὸς ἄλληλα συνδρομὴ τὴν τοῦ σώματος ἡμῖν ἀπεγέννησε φύσιν.

83. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἔξω τοῦ προκειμένου παρεξητάσθη. Τὸ δὲ ζητούμενον ἦν, εἰ προϋφεστήκασιν αἱ ψυχαὶ τῶν σωμάτων, πότε ἢ πῶς γίνονται. Καὶ τούτου χάριν ἡμῖν περὶ τοῦ πῶς ζήτησιν ὡς ἀνέφικτον οὖσαν ἀπολυπραγμόνητον ἀφῆκεν ὁ λόγος. Περὶ τοῦ πότε τὰς ἀρχὰς αἱ ψυχαὶ τῆς ὑπάρξεως ἔχουσιν, ὡς ἀκόλουθον ὂν τοῖς προεξητασμένοις, ζητεῖν καταλείπεται.

84. Εἰ γὰρ δοθείη τὸ πρὸ τοῦ σώματος ἐν ἰδιαζούσῃ τινὶ καταστάσει τὴν ψυχὴν βιοτεύειν, ἀνάγκη πᾶσα τὰς ἀτόπους ἐκείνας δογματοποιίας ἰσχὺν ἔχειν νομίζειν τῶν διὰ κακίας τὰς ψυχὰς εἰσοικιζόντων τοῖς σώμασιν. Ἀλλὰ μὴν ἐφυστερίζειν τὰς ψυχὰς τὴν γένεσιν, καὶ νεωτέρας τῆς τῶν σωμάτων εἶναι συμπλάσεως, οὐδεὶς ἂν τῶν εὖ φρονούντων ὑπονοήσειεν, φανεροῦ πᾶσιν ὄντος ὅτι οὐδὲν τῶν ἀψύχων κινητικήν τε καὶ αὐξητικὴν ἐν ἑαυτῷ δύναμιν ἔχει. Τῶν δ᾿ ἐν νηδύϊ ἐντρεφομένων, οὔτε ἡ αὔξησις, οὔτε ἡ τοπικὴ κίνησίς ἐστιν ἀμφίβολος.
Λείπεται οὖν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ψυχῆς τε καὶ σώματος ἀρχὴν τῆς συστάσεως οἴεσθαι. Καὶ ὥσπερ τῆς ῥίζης τὴν ἀποσπάδα λαβοῦσα παρὰ τῶν γεηπόνων ἡ γῆ δένδρον ἐποίησεν, οὐκ αὐτὴ τὴν αὐξητικὴν ἐνθεῖσα τῷ τρεφομένῳ δύναμιν, ἀλλὰ μόνον τὰς πρὸς τὴν αὔξησιν ἀφορμὰς ἐνιεῖσα τῷ ἐκκειμένῳ, οὕτω φαμὲν, καὶ τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἀποσπώμενον πρὸς ἀνθρώπου φυτείαν, καὶ αὐτὸ τρόπον τινὰ ζῶον εἶναι ἐξ ἐμψύχου ἔμψυχον, ἐκ τρεφομένου τρεφόμενον.

85. Εἰ δὲ μὴ πάσας τὰς τῆς ψυχῆς ἐνεργείας καὶ κινήσεις ἡ βραχύτης τῆς ἀποσπάδος ἐχώρησε, θαυμαστὸν οὐδέν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τῷ σπέρματι σῖτος εὐθὺς κατὰ τὸ φαινόμενον στάχυς ἐστὶ (πῶς γὰρ τοσοῦτον ἐν τοσούτῳ χωρήσειεν;), ἀλλὰ τῆς γῆς αὐτὸν ταῖς καταλλήλοις τιθηνουμένης τροφαῖς, στάχυς ὁ σῖτος γίνεται, οὐκ ἐξαλλάσσων ἐν τῇ βώλῳ τὴν φύσιν, ἀλλ᾿ ἐκφαίνων ἑαυτὸν καὶ τελειοῦν τῇ τῆς τροφῆς ἐνεργείᾳ.
Ὥσπερ οὖν ἐπὶ τῶν φυομένων σπερμάτων κατ᾿ ὀλίγον ἡ αὔξησις ἐπὶ τὸ τέλειον πρόεισι, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης συστάσεως, πρὸς λόγον τῆς σωματικῆς ποσότητος, καὶ ἡ τῆς ψυχῆς διαφαίνεται δύναμις· πρῶτον μὲν διὰ τοῦ θρεπτικοῦ καὶ αὐξητικοῦ τοῖς ἔνδοθεν πλασσομένοις ἐγγινομένη, μετὰ ταῦτα δὲ τὴν αἰσθητικὴν χάριν τοῖς εἰς φῶς προελθοῦσιν ἐπάγουσα, εἶθ᾿ οὕτω, καθάπερ τινὰ καρπόν, αὐξηθέντος ἤδη τοῦ φυτοῦ, μετρίως τὴν λογικὴν ἐμφαίνουσα δύναμιν, οὐ πᾶσαν κατὰ τὸ ἀθρόον, ἀλλὰ τῇ ἀναδρομῇ τοῦ φυτοῦ δι᾿ ἀκολούθου προκοπῆς συναυξανομένην.

86. Ἐπειδὴ τοίνυν τὸ ἐκ τῶν ἐμψύχων εἰς ἀφορμὴν ἐμψύχου συστάσεως ἀποσπώμενον, νεκρὸν εἶναι οὐ δύναται (ἡ γὰρ νεκρότης κατὰ ψυχῆς στέρησιν γίνεται· οὐκ ἂν δὴ προσλάβῃ τὴν ἕξιν ἡ στέρησις), ἐκ τούτων καταλαμβάνομεν τὸ κοινὴν τῷ ἐξ ἀμφοτέρων συνισταμένῳ συγκρίματι τὴν εἰς τὸ εἶναι πάροδον γίνεσθαι, οὔτε τούτου προτερεύοντος, οὔτ᾿ ἐκείνου ἐφυστερίζοντος.

87. Στᾶσιν δέ ποτε τῆς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ψυχῶν αὐξήσεως, ἀναγκαίως προορᾷ ὁ λόγος, ὡς ἂν μὴ διαπαντὸς ῥέοι ἡ φύσις, ἀεὶ διὰ τῶν ἐπιγινομένων ἐπὶ τὸ πρόσω χεομένη καὶ οὐδέποτε τῆς κινήσεως λήγουσα. Τὴν δὲ αἰτίαν τοῦ δεῖν πάντως στάσιμόν ποτε καὶ τὴν ἡμετέραν γίνεσθαι φύσιν, ταύτην οἰόμεθα, ὅτι πάσης τῆς νοητῆς φύσεως ἐν τῷ ἰδίῳ πληρώματι ἑστώσης, εἰκός ποτε καὶ τὸ ἀνθρώπινον εἰς πέρας ἐλθεῖν, (οὐδὲ γὰρ τοῦτο τῆς νοητῆς ἠλλοτρίωται φύσεως), ὡς μὴ πάντοτε δοκεῖν ἐν τῷ λείποντι καθορᾶσθαι. Ἡ γὰρ ἀεὶ τῶν ἐπιγινομένων προσθήκη, κατηγορία τοῦ ἐλλείποντος ἔχειν τὴν φύσιν γίνεται.
Ἐπειδὰν οὖν εἰς τὸ οἰκεῖον πλήρωμα τὸ ἀνθρώπινον φθάσῃ, στήσεται πάντως ἡ ῥοώδης αὕτη τῆς φύσεως κίνησις, εἰς τὸ ἀναγκαῖον καταντήσασα πέρας, καί τις ἑτέρα κατάστασις τὴν ζωὴν διαδέχεται, τῆς νῦν ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ διεξαγομένης κεχωρισμένη. Μὴ οὔσης γὰρ γενέσεως, κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην οὐδὲ τὸ φθειρόμενον ἔσται. Εἰ γὰρ πρὸ τῆς διαλύσεως σύνθεσις ἄρχεται, σύνθεσιν δέ φαμεν τὴν διὰ γενέσεως πάροδον, ἀκόλουθον πάντως μὴ καθηγουμένης τῆς συνθέσεως, μηδὲ τὴν διάλυσιν ἕπεσθαι. Οὐκοῦν ἑστῶσά τις καὶ ἀδιάλυτος ἡ μετὰ ταῦτα ζωὴ δι᾿ ἀκολουθίας προφαίνεται, οὔτε ὑπὸ γενέσεως, οὔτε ὑπὸ φθορᾶς ἀλλοιουμένη».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου