Συνέχεια από Τρίτη, 16 Φεβρουαρίου 2021
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ
Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ
67. ΓΡΗΓ. «Αλλά μου φαίνεται, είπα, ότι κατά κάποιο τρόπο η συζήτησή μας κύλησε σιγά σιγά προς το δόγμα της αναστάσεως. Και νομίζω ότι από τη διδασκαλία των Γραφών αυτό αποδεικνύεται αληθινό και παραδεκτό, ώστε κανείς να μην αμφιβάλλει. Επειδή, όμως, η ασθένεια της ανθρώπινης διάνοιας αναζητεί περισσότερα, για να πιστέψει, λογικά επιχειρήματα, θα ήταν καλό να μην αφήσουμε ανεξέταστο κι αυτό το θέμα. Ας σκεφθούμε, λοιπόν, τί πρέπει να πούμε γι’ αυτό».
68. ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα είπε: «Οι στοχαστές, όχι της δικής μας φιλοσοφίας, διατύπωσαν ο καθένας διαφορετική θεωρία για κάποιο μέρος του δόγματος της αναστάσεως· οι θεωρίες τους ούτε συμφωνούν ακριβώς με τη δική μας ούτε όμως απομακρύνονται τελείως από μια τέτοια ελπίδα (της αναστάσεως). Διότι ορισμένοι εξευτελίζουν την ανθρώπινη φύση, καθώς παραδέχονται ότι η ίδια ψυχή πότε ανήκει σε άνθρωπο και πότε σε άλογο ζώο· μετασαρκώνεται και κάθε φορά μεταβαίνει από το σώμα του ανθρώπου σ’ αυτό που της αρέσει, είτε (στο σώμα) πτηνού ή θαλάσσιου ζώου ή ζώου της ξηράς· και στο τέλος μετά απ’ αυτά, επανέρχεται στην ανθρώπινη φύση. Άλλοι πάλι επεκτείνουν αυτή την ανόητη πίστη μέχρι και τους θάμνους· θεωρούν ότι και η ζωή των δένδρων είναι κατάλληλη και ταιριαστή γι’ αυτήν (τη μετενσάρκωση).
Άλλοι τέλος νομίζουν ότι αυτό (μετενσάρκωση) γίνεται μόνον από άνθρωπο σε άνθρωπο· έτσι ώστε ο βίος των ανθρώπων να συνεχίζεται πάντοτε από τις ίδιες ψυχές, οι οποίες συνεχώς εισέρχονται τώρα σ’ αυτά τα σώματα και κατόπιν σε άλλα. Εμείς όμως, ξεκινώντας από την πίστη της Εκκλησίας, ισχυριζόμαστε ότι είναι καλό να δεχθούμε από τις αντιλήψεις των μη χριστιανών φιλοσόφων τόσο μόνο, ώστε να δείξουμε ότι συμφωνούν κι αυτοί κατά κάποιο τρόπο με το δόγμα της αναστάσεως. Καθώς, το να λένε αυτοί ότι, μετά τη διάλυση του σώματος, εισέρχεται πάλι η ψυχή σε άλλα σώματα, δεν αντίκειται πολύ από την δική μας ελπιζόμενη ανάσταση. Διότι και η δική μας διδασκαλία λέει ότι το σώμα συνίσταται, και τώρα και μετά απ’ αυτή τη ζωή, από τα στοιχεία του κόσμου.
69. Και συμφωνεί με τους εκτός χριστιανισμού σοφούς. Διότι δεν μπορούν να επινοήσουν άλλο τρόπο συστάσεως της φύσεως του σώματος εκτός από τη συνδρομή των στοιχείων. Η διαφορά μας είναι τόση, όσο λέμε εμείς ότι το ίδιο σώμα συγκροτείται πάλι γύρω από την ψυχή και αποτελείται από τα ίδια στοιχεία. Εκείνοι βέβαια πιστεύουν ότι η ψυχή ξεπέφτει σε κάποια άλλα σώματα, είτε λογικά είτε άλογα είτε χωρίς αισθήσεις. Παραδέχονται ότι τα σώματα συνίστανται από τα στοιχεία του κόσμου, αλλά διαφωνούν στο ότι δεν πιστεύουν ότι τα (αναστημένα) σώματα γίνονται πάλι από τα ίδια στοιχεία που ενώθηκαν με την ψυχή στην επίγεια ζωή. Επομένως, το ότι δεν είναι απίθανο να εισέλθει η ψυχή πάλι στο σώμα, το βεβαιώνει η κοσμική φιλοσοφία. Και τώρα είναι καιρός να διαλύσουμε το ασύστατο της δικής τους πίστεως και να φανερώσουμε την αλήθεια, όσο είναι δυνατόν, με τα επιχειρήματα που προκύπτουν εύλογα από τη συνέχεια της συζητήσεώς μας.
70. Ποιά είναι, λοιπόν, τα επιχειρήματά μας γι’ αυτό; Εκείνοι που τοποθετούν την ψυχή σε διάφορα σώματα, μου φαίνεται ότι συγχέουν τις φυσικές ιδιότητες. Αναμειγνύουν και μπερδεύουν όλα τις ιδιότητες μεταξύ τους, την αλογία, τη λογική, τις αισθήσεις, την έλλειψη αισθήσεων· εφόσον αυτές ανακατεύονται η μία με την άλλη, δεν ταξινομούνται μεταξύ τους σύμφωνα με κάποια φυσική σειρά.
Διότι, δέχονται ότι πρώτα η ψυχή, με την περιβολή του τάδε μορφής σώματος, γίνεται λογική και έχει νου· στη συνέχεια όμως, ζει στις φωλιές των ερπετών ή ζει στην αγέλη αρπακτικών ή γίνεται ζώο αχθοφόρο ή σαρκοβόρο ή θαλάσσιο· ή πέφτει στην κατάσταση αυτών που δεν έχουν αισθήσεις, δηλαδή φυτό με ρίζες ή χωρίς αυτές, ή βλαστός που βγάζει κλαδιά κι απ’ αυτά βγαίνουν άνθη ή αγκάθια ή καρπός καλός ή δηλητηριώδης· όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά ότι όλα ταυτίζονται και ότι όλα τα όντα έχουν μία φύση που βρίσκεται σε κατάσταση συγχύσεως και αδιάκριτης κοινωνίας με τον εαυτό της, αφού καμιά ιδιότητα της δεν ξεχωρίζει το ένα ον από το άλλο.
71. Εκείνος που λέει ότι το ίδιο ον γίνεται και όλα τα άλλα, δηλώνει ότι θέλει όλα να είναι ένα· αφού η εμφανής διαφορά των όντων δεν εμποδίζει σε τίποτε την ανάμιξη εκείνων που δεν αναμειγνύονται. Δείχνει ότι είναι ανάγκη, ακόμη κι αν δει ένα δηλητηριώδες ή σαρκοφάγο ζώο, να το θεωρεί ομόφυλο και συγγενικό με τον εαυτό του. Αυτός που έχει αυτές τις απόψεις ούτε το κώνειο θεωρεί σαν ξένο στη φύση του. Εάν πιστεύει ότι ο άνθρωπος γίνεται και φυτό, ακόμη και τα σταφύλια, που τα καλλιεργεί για τις ανάγκες της ζωής του, θα τα υποψιάζεται! Διότι και αυτός από τα φυτά προέρχεται· φυτά, επίσης, είναι και τα γεννήματα των σιτηρών, με τα οποία τρεφόμαστε.
Πώς, λοιπόν, θα πάρει το δρεπάνι για να θερίσει τα στάχυα; Πώς θα πατήσει τα σταφύλια ή θα ξεριζώσει τ’ αγκάθια από το χωράφι ή θα κόψει τα άνθη ή θα κυνηγήσει πουλιά ή θ’ ανάψει φωτιά με ξύλα, αφού δεν γνωρίζει αν το χέρι του υψώνεται για να σκοτώσει κάποιον συγγενή ή πρόγονο ή ομόφυλό του; Δεν γνωρίζει αν ανάβει φωτιά ή γεμίζει το ποτήρι ή ετοιμάζει φαγητό με το σώμα κάποιου απ’ αυτούς;
Διότι, εφόσον δέχεται ότι, μέσα από το καθένα απ’ αυτά, η ψυχή του ανθρώπου γίνεται φυτό ή ζώο και δεν υπάρχουν σημάδια αναγνώρισης ποιο φυτό ή ζώο κατάγεται από άνθρωπο και ποιό προέρχεται από άλλη αιτία, αναγκαστικά αυτός που δέχεται αυτή τη θεωρία πρέπει σ’ όλα να δείχνει ίδια συμπεριφορά. Υποχρεωτικά, ή θα συμπεριφέρεται με αγένεια προς όλους όσοι είναι άνθρωποι από τη φύση τους, ή, εάν έχει μέσα του φυσική αγάπη για τους ομοφύλους του, θα δείχνει ίδια συμπεριφορά σε κάθε έμψυχο ον, είτε ερπετό είτε άγριο θηρίο.
Αλλά, κι αν εκείνος που δέχεται αυτή τη θεωρία έλθει σε δάσος από δένδρα, θα νομίσει τα δένδρα ως πλήθος από ανθρώπους. Τί είδους ζωή θα είναι αυτή, όταν ή θα τα σέβεται όλα ως ομόφυλα ή θα συμπεριφέρεται σκληρά προς τους ανθρώπους, αφού δεν θα βλέπει διαφορά τους με τα άλλα όντα. Η θεωρία, λοιπόν, αυτή απ’ όσα είπαμε είναι αβάσιμη, καθώς και πολλοί άλλοι λόγοι συνηγορούν για την απόρριψή της.
72. Διότι άκουσα απ αυτούς που ασπάζονται αυτές τις θεωρίες, ότι πλήθος ψυχών, πριν τη σωματική ζωή (επίγεια), ζουν σε κάποια ιδιαίτερη πολιτεία· με την λεπτή και ευκίνητη φύση τους περιφέρονται, πετώντας μαζί με τη κίνηση του σύμπαντος· αλλά, εξαιτίας κάποιας ροπής των ψυχών προς την κακία, χάνουν τις πτέρυγές τους και μπαίνουν μέσα σε σώμα. Στην αρχή, εισέρχονται σε σώματα ανθρώπων· έπειτα όμως, μετά το τέλος της ανθρώπινης ζωής, επειδή μετέχουν στα άλογα πάθη, αποκτηνώνονται, και από κει πέφτουν σ την αναίσθητη φυσική κατάσταση της ζωής. Έτσι, η από τη φύση της λεπτή και ευκίνητη ψυχή πρώτα γίνεται βαρειά και πέφτει προς τα κάτω, επειδή λόγω της κακίας εισέρχεται στα ανθρώπινα σώματα. Έπειτα, όταν χαθεί η λογική της δύναμη, ζει ανάμεσα στα άλογα ζώα. Και από κει, αφού της αφαιρεθεί κι αυτή η χάρη των αισθήσεων, μεταβαίνει στη ζωή των φυτών, που δεν έχουν ούτε αισθήσεις. Τέλος, κι απ’ αυτή την κατάσταση ανεβαίνει πάλι τις ίδιες βαθμίδες της ζωής, και αποκαθίσταται στον τόπο του ουρανού.
73. Αυτή η διδασκαλία, και για εκείνους που έχουν μέτρια κρίση (λογική), αποδεικνύεται ότι δεν έχει μέσα της καμία βάση. Διότι, εάν η ψυχή κατρακυλά εξαιτίας της κακίας από την ουράνια ζωή στη ζωή των φυτών, και απ’ αυτή, μέσω της αρετής, ανεβαίνει πάλι στα ουράνια, τότε ο νους τους βρίσκεται σε αμηχανία, τί να θεωρεί προτιμότερο, τη φυτική ή την ουράνια ζωή!
Διότι γίνεται μια κυκλική πορεία από όμοιες καταστάσεις· και η ψυχή, όπου κι αν είναι, βρίσκεται σε αστάθεια. Εάν, δηλαδή, πέφτει η ψυχή από την ασώματη στη σωματική ζωή, απ’ αυτήν στην αναίσθητη, και από κει πάλι ανεβαίνει στην ασώματη, όλα αυτά τίποτε άλλο δεν σημαίνουν, γι’ αυτούς που τα δέχονται, παρά αδυναμία διακρίσεως των κακών από τα αγαθά, και σύγχυση. Διότι, ούτε η ουράνια ζωή μπορεί να παραμείνει ευτυχισμένη, εφόσον η κακία επηρεάζει όσους ζουν εκεί· ούτε τα δένδρα θα είναι αμέτοχα στην αρετή, επειδή πιστεύουν ότι απ’ αυτήν τη (φυτική) ζωή αρχίζει πάλι η ψυχή να επιστρέφει στο αγαθό, ενώ από κει αρχίζει τη ζωή της κακίας.
74. Εάν, πράγματι, η ψυχή περιφερόμενη στον ουρανό συνδέεται με την κακία, και εξαιτίας της κακίας πάλι, ενώ έχει παρασυρθεί στην υλόφρονα ζωή, ανεβαίνει από κάτω προς την υψηλή ζωή, είναι επόμενο εκείνοι να έχουν αντίθετη πίστη (με μας): η υλική ζωή (γι’ αυτούς) αποτελεί στάδιο καθάρσεως από την κακία, ενώ η ζωή στον ουρανό γίνεται για τις ψυχές πρωταίτια της κακίας. Διότι, (οι ψυχές) από την παρούσα ζωή με την αρετή βγάζουν φτερά και ανεβαίνουν στον ουρανό, ενώ από κει (ουρανό) με την κακία χάνουν τα φτερά τους, προσγειώνονται χαμηλά στη γη και ανακατεύονται με την παχύτητα της υλικής φύσεως.
Και δεν σταματά μέχρις εδώ η αντίφαση αυτών των θεωριών, στην αντιστροφή δηλαδή των δογμάτων προς το αντίθετο. Ακόμη, κι αυτή τους η άποψη δεν μένει σταθερή σε όλα έως το τέλος. Διότι, εάν θεωρούν άτρεπτη την ουράνια φύση, πώς εισχωρεί πάθος στο άτρεπτο; Και εάν είναι εμπαθής η επίγεια φύση, πώς είναι δυνατόν μέσα στο πάθος να κατορθώνεται η απάθεια; Αλλά αυτοί αναμειγνύουν τα άμικτα και ενώνουν τα ακοινώνητα· αποδίδουν στο πάθος το άτρεπτο, και αντίθετα στο τρεπτό την απάθεια. Ούτε μένουν σταθεροί σ’ αυτές τις απόψεις για πάντοτε. Αλλά, απ’ όπου εξόρισαν την ψυχή με την κακία, εκεί πάλι την εγκαθιστούν, από την υλική στην ασφαλή και απείραχτη ζωή· σαν να λησμόνησαν ότι από κει πήγασε η κακία και αναμείχθηκε με την κατώτερη φύση.
75. Τόσο, λοιπόν, η κατάκριση της παρούσης ζωής όσο και ο έπαινος της επουράνιας συγχέονται μεταξύ τους και μπερδεύονται· διότι, σύμφωνα με την άποψή τους, ο κατακριτέος (επίγειος βίος) οδηγεί στο καλό· ενώ αυτός που θεωρείται αφορμή για το καλύτερο, παρέχει στην ψυχή ροπή προς το χειρότερο.
76. Γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί από την αληθινή διδασκαλία της πίστεως κάθε πλανεμένη και αβάσιμη θεωρία γι’ αυτά τα θέματα. Ούτε θα θεωρήσουμε αληθινές τις ιδέες εκείνες που υποστηρίζουν ότι οι ψυχές μεταβαίνουν από τα γυναικεία σώματα στην ανδρική ζωή· και το αντίστροφο, οι ψυχές που έφυγαν από ανδρικά σώματα πηγαίνουν σε γυναίκες, ή μεταβαίνουν από άνδρες σε άνδρες και από γυναίκες σε άλλες γυναίκες.
Πράγματι, η πρώτη θεωρία αποδοκιμάστηκε όχι μόνον ως αβάσιμη και πλανερή –διότι περιέχει μέσα της αντιφάσεις–, αλλά είναι και ασεβής, διότι διδάσκει ότι κανένα ον δεν δημιουργείται, εάν η κακία δεν δώσει την αρχή της φύσεως του καθενός. Εάν, λοιπόν, ούτε οι άνθρωποι ούτε τα φυτά ούτε τα ζώα δεν γεννιούνται, αν δεν εκπέσει από τα πάνω προς αυτά κάποια ψυχή· κι αν η πτώση της ψυχής έχει αιτία την κακία, άρα αυτοί θεωρούν ότι η κακία αποτελεί τη συστατική αρχή των όντων.
77. Και πώς συμβαίνει να γίνονται ταυτόχρονα και τα δύο, δηλαδή και ο άνθρωπος να γεννιέται από το γάμο και η έκπτωση της ψυχής να γίνεται σύγχρονα με το γάμο; Και το ακόμη πιο παράλογο, εάν τα περισσότερα από τα άλογα ζώα συνέρχονται την άνοιξη, άραγε είναι δυνατόν να πει κανείς ότι η άνοιξη συντελεί στο να φυτευθεί η κακία και σ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό; Ώστε, να συμβαίνει ταυτόχρονα και οι ψυχές γεμάτες από κακία να πέφτουν από τον ουρανό και οι κοιλιές των ζώων να κυοφορούν;
Και τί να πει κανείς για το γεωργό που φυτεύει στη γη τα βλαστάρια των φυτών; Πώς γίνεται το χέρι του μαζί με το βλαστάρι να φυτεύει και την ανθρώπινη ψυχή, η οποία έχασε τα φτερά της ακριβώς τη στιγμή που ο άνθρωπος φυτεύει; Ο ίδιος παραλογισμός παρουσιάζεται και στην άλλη θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι ψυχές παρακολουθούν τις συνευρέσεις των συζύγων ή προσέχουν τις γέννες, για να εισέλθουν στα δημιουργούμενα σώματα.
Κι αν ο άνδρας αρνείται το γάμο και η γυναίκα θέλει να ζει ελεύθερα από τους πόνους της γέννας, στις περιπτώσεις αυτές δεν θα κάνει η κακία την ψυχή να εκπέσει (από τον ουρανό); Επομένως, ο γάμος δίνει την άδεια στην ουράνια κακία να δράσει εναντίον των ψυχών ή και χωρίς το γάμο η κακία επηρεάζει την ψυχή; Και ακόμη, η ψυχή δεν θα περιπλανιέται σαν άστεγη και αλήτισσα, αφού ξέπεσε από τα επουράνια, αλλά δεν πέτυχε εδώ κάτω να βρει σώμα που να την υποδεχθεί;
78. Έπειτα, μετά απ’ αυτά, πώς θα ισχυριστούν ότι ο Θεός προνοεί για τα όντα, όταν τη γένεση της ανθρώπινης ζωής την εξαρτούν απ’ αυτή την τυχαία και παράλογη έκπτωση των ψυχών; Διότι είναι υποχρεωτικό να συμφωνεί κάθε αρχή (γένεση) και μ’ αυτά που θ’ ακολουθήσουν. Εάν, λοιπόν, η ζωή κάποιου άρχισε τυχαία, τότε τυχαία θα είναι και ολόκληρη η ζωή του.
Και μάταια αυτοί, εφόσον θεωρούν ότι τα πράγματα του κόσμου δεν δημιουργήθηκαν από το θέλημα του Θεού, λένε ότι τα όντα εξαρτώνται από τη θεία δύναμη· ανάγουν την αρχή των όντων σε κάποια πονηρή συντυχία, σαν να μην αποκτούσε σύσταση η ανθρώπινη ζωή, εάν η κακία δεν έδινε το δικαίωμα στη ζωή. Εάν, λοιπόν, η αρχή της ζωής είναι τέτοια, είναι φανερό ότι και τα μετέπειτα θα εξελιχθούν σύμφωνα με την αρχή της. Δεν είναι δυνατόν να ισχυρίζεται κάποιος ότι το καλό προέρχεται από το κακό ούτε το κακό από το αγαθό, αλλά σύμφωνα με το σπόρο περιμένουμε και τους καρπούς. Επομένως, σ’ όλη τη ζωή κυριαρχεί η αυτόματη και τυχαία κίνηση και καμιά πρόνοια δεν φτάνει μέχρι τα δημιουργήματα.
79. Ολοκληρωτικά άχρηστη θα είναι και η ύπαρξη της λογικής. Η αρετή δεν προσφέρει κανένα κέρδος, και η απομάκρυνση από το κακό δεν έχει καμιά αξία. Διότι όλα οπωσδήποτε θα γίνονται τυχαία και η ζωή σε τίποτε δεν θα διαφέρει από τα ανερμάτιστα πλοία, αφού τυχαία, σαν τα κύματα, θα πηγαίνει κάθε φορά σε διαφορετική συνάντηση άλλοτε καλών κι άλλοτε κακών.
Διότι για εκείνους, που η φύση τους έχει ως αρχή την κακία, δεν μπορεί να προέλθει κέρδος από την αρετή. Εάν η ζωή μας ρυθμίζεται από το Θεό, τότε παραδεχόμαστε ότι η κακία δεν αποτελεί την αρχή της ζωής μας. Εάν όμως μας δημιουργεί η κακία, τότε σίγουρα θα ζήσουμε σύμφωνα μ’ αυτήν. Και απ’ αυτά θ’ αποδειχθούν ανοησίες η μετά την παρούσα ζωή κρίση, η κατ’ αξία ανταπόδοση και όσα άλλα λέγονται και πιστεύονται για να απαλλαχθούμε από την κακία.
Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, που γεννήθηκε από την κακία, να βρεθεί έξω απ’ αυτήν; Πώς θ’ αποκτήσει ο άνθρωπος το ιδίωμα της προαιρέσεως για την ενάρετη ζωή, αφού η φύση του, όπως λένε, έχει την αρχή της στην κακία; Όπως δεν προσπαθεί κανένα ζώο να μιλήσει ανθρώπινα, αλλά χρησιμοποιεί τη δική του φυσική φωνή και καθόλου δεν θεωρεί τη στέρηση του ανθρώπινου λόγου ως έλλειψη, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτοί που θεωρούν την κακία ως αρχή και αιτία της ζωής, δεν μπορούν με τίποτε να επιθυμήσουν την αρετή, διότι είναι έξω από τη φύση τους. Πλην όμως, όσοι έχουν καθαρίσει την ψυχή με τη λογική τους, αυτοί επιθυμούν και αγωνίζονται για την ενάρετη ζωή.
80. Επομένως, απ’ αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα, ότι η κακία δεν είναι πιο μεγάλη από τη ζωή, ούτε η φύση έχει τη δημιουργική της αρχή απ’ αυτήν, αλλά η σοφία του Θεού κυβερνά τη ζωή μας και προνοεί για το καθετί. Όταν η ψυχή δημιουργηθεί, σύμφωνα με τον αρεστό στο Δημιουργό της τρόπο, τότε η ίδια επιλέγει ελεύθερα αυτό που κατά τη γνώμη της είναι ορθό και γίνεται, σύμφωνα με τη δύναμη της προαιρέσεώς της, ό,τι εκείνη θέλει.
Θα καταλάβουμε το θέμα από το παράδειγμα των οφθαλμών· εκεί η όραση προέρχεται από τη φύση, ενώ η τύφλωση από την προαίρεση ή το πάθος. Είναι δυνατόν βέβαια καμιά φορά να συμβεί το παρά φύσιν αντί για το φυσικό, όταν κάποιος με τη θέλησή του κλείσει τα μάτια ή από πάθος χάσει το φως του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ψυχή, η οποία έχει τη σύστασή της από το Θεό· επειδή καμιά κακία δεν αποδίδεται στο Θεό, βρίσκεται (και η ψυχή) έξω απ’ αυτή την αναγκαιότητα. Έχοντας, λοιπόν, δημιουργηθεί έτσι, οδηγείται με τη δική της γνώμη σ’ αυτό που θέλει: ή κλείνει θεληματικά τα μάτια της στο καλό, ή από προσβολή του εχθρού (διαβόλου), που συγκατοικεί στη ζωή μας, παθαίνει ζημιά στα μάτια και ζει στο σκοτάδι της πονηρίας· ή και το αντίθετο πάλι· βλέποντας καθαρά την αλήθεια, απομακρύνεται από τα σκοτεινά πάθη.
Το πρωτότυπο κείμενο
67. ΓΡΗΓ. «Ἀλλ᾿ ἔοικέ πως, εἶπον, ἐξ ἀκολουθίας ἡμῖν τὸ δόγμα τῆς ἀναστάσεως ἐπεισεληλυθέναι τῷ λόγῳ, ὅ μοι δοκεῖ ἰδεῖν ἀληθὲς μὲν καὶ πιστὸν ἐκ τῆς τῶν Γραφῶν διδασκαλίας, ἵνα μὴ ἀμφιβάλλῃ· ἐπειδὴ πῶς ἡ ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, τοῖς χωρητοῖς ἡμῖν λογισμοῖς, μᾶλλον πρὸς τοιαύτην πίστιν ἐπιστηρίζεται, καλῶς ἂν ἔχοι μηδὲ τοῦτο τὸ μέρος παραδραμεῖν ἀθεώρητον. Τί οὖν χρὴ λέγειν, περισκεψώμεθα».
68. ΜΑΚΡ. Καὶ ἡ διδάσκαλος, Οἱ μὲν ἔξω, φησὶ, τῆς καθ᾿ ἡμᾶς φιλοσοφίας ἐν διαφόροις ὑπολήψεσιν, ἄλλος ἄλλως μέρει τινὶ τοῦ κατὰ τὴν ἀνάστασιν ἐφήψαντο δόγματος, οὔτε δι᾿ ἀκριβείας τοῖς ἡμετέροις συνενεχθέντες, οὔτε πάντη τῆς τοιαύτης ἀποσφαλέντες ἐλπίδος. Τινὲς μὲν γὰρ ὑβρίζουσι τῇ κοινότητι τὸ ἀνθρώπινον, τὴν αὐτὴν ἀνὰ μέρος ἀνθρώπου τε καὶ ἀλόγου ψυχὴν διοριζόμενοι γίνεσθαι, μετενδυομένην τὰ σώματα, καὶ πρὸς τὸ ἀρέσκον ἀεὶ μεταβαίνουσαν, ἢ πτηνόν, ἢ ἔνυδρον, ἢ χερσαῖόν τι ζῶον γινομένην μετὰ τὸν ἄνθρωπον, καὶ πάλιν ἀπὸ τούτων πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην ἐπανιέναι φύσιν. Ἕτεροι δὲ μέχρι τῶν θάμνων τὸν τοιοῦτον λῆρον ἐκτείνουσιν, ὡς καὶ τὸν ξυλώδη βίον αὐτῇ κατάλληλόν τε καὶ οἰκεῖον νομίζειν.
Τοῖς δὲ τοῦτο δοκεῖ μόνον τὸ ἐξ ἀνθρώπου ἕτερον ἄνθρωπον ἀεὶ μεταλαμβάνειν, καὶ διὰ τῶν αὐτῶν πάντοτε τὸν ἀνθρώπινον διεξάγεσθαι βίον, νῦν μὲν ἐν τούτοις, πάλιν δὲ ἐν ἑτέροις τῶν αὐτῶν ψυχῶν εἰς τὸ διηνεκὲς γινομένων. Ἡμεῖς δὲ καλῶς ἔχειν φαμὲν, ἐκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων ὁρμώμενοι, τοσοῦτον παραδέξασθαι μόνον τῶν τοιαῦτα πεφιλοσοφηκότων, ὅσον συμφωνοῦντας αὐτοὺς τρόπον τινὰ δεῖξαι τῷ τῆς ἀναστάσεως δόγματι. Τὸ γὰρ λέγειν αὐτοὺς πάλιν τισὶν ἐπεισκρίνεσθαι σώμασιν μετὰ τὴν ἀπὸ τούτου διάλυσιν τὴν ψυχὴν, οὐ λίαν ἀπᾴδει τῆς ἐλπιζομένης ἡμῖν ἀναβιώσεως, ὅτι γὰρ ἡμέτερος λόγος ἐκ τῶν τοῦ κόσμου στοιχείων, νῦν τε καὶ εἰσαῦθις τὸ σῶμα ἡμῶν συνίστασθαι λέγει.
69. Καὶ τοῖς ἔξωθεν τὸ ἶσον δοκεῖ. Οὐ γὰρ ἄλλην τινὰ τοῦ σώματος ἐπινοήσαιεν φύσιν ἔξω τῆς συνδρομῆς τῶν στοιχείων. Διαφέρει δὲ τοσοῦτον, ὅσον παρ᾿ ἡμῶν μὲν τὸ αὐτὸ λέγεσθαι πάλιν περὶ τὴν ψυχὴν συμπήγνυσθαι σῶμα, ἐκ τῶν αὐτῶν στοιχείων συναρμοζόμενον· ἐκείνους δὲ οἴεσθαι πρὸς ἄλλα τινὰ σώματα λογικά τε καὶ ἄλογα καὶ ἀναίσθητα τὴν ψυχὴν καταπίπτειν οἷς τὸ μὲν ἐκ τῶν τοῦ κόσμου μερῶν εἶναι τὴν σύστασιν ὁμολογεῖται, διαφωνεῖ δὲ τὸ μὴ ἐκ τῶν αὐτῶν οἴεσθαι τῶν κατ᾿ ἀρχὰς ἐν τῇ διὰ σαρκὸς ζωῇ τῇ ψυχῇ προσφυέντων. Οὐκοῦν τὸ μὲν μὴ ἔξω τοῦ εἰκότος εἶναι τὸ πάλιν τὴν ψυχὴν ἐν σώματι γενέσθαι, παρὰ τῆς ἔξω φιλοσοφίας μεμαρτυρήσθω· τὸ δὲ ἀσύστατον τοῦ ἐκείνων δόγματος καιρὸς ἂν εἴη διασκορπίσασθαι, καὶ δι᾿ αὐτῆς δὲ τῆς κατὰ τὸ εὔλογον ἀνακυπτούσης ἡμῖν ἀκολουθίας, φανερῶσαι ὡς ἔστι δυνατὸν τὴν ἀλήθειαν.
70. Τίς οὖν ὁ περὶ τούτων λόγος; Οἱ πρὸς διαφόρους φύσεις τὴν ψυχὴν μετοικίζοντες, συσχεῖν μοι δοκοῦσι τὰς τῆς φύσεως ἰδιότητας· καὶ πάντα χρήματα καταμιγνύειν τε καὶ ἀναφύρειν πρὸς ἄλληλα, τὸ ἄλογον, τὸ λογικόν, τὸ αἰσθητικόν, τὸ ἀναίσθητον· εἴπερ ἐν ἀλλήλοις ταῦτα γένοιτο, μηδέ τινι φύσεως εἱρμῷ κατὰ τὸ ἀμετάπτωτον ἀπ᾿ ἀλλήλων διαστοιχιζόμενα.
Τὸ γὰρ τὴν αὐτὴν ψυχὴν λέγειν, νῦν μὲν λογικήν τε καὶ διανοητικὴν, διὰ τῆς τοιᾶσδε τοῦ σώματος περιβολῆς γίνεσθαι· πάλιν δὲ μετὰ τῶν ἑρπετῶν φωλεύειν, ἢ τοῖς ὀρνέοις συναγελάζεσθαι, ἢ ἀχθοφορεῖν, ἢ σαρκοβορεῖν, ἢ ὑποβρύχιον εἶναι, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἀναίσθητον μεταπίπτειν, ῥιζουμένην τε καὶ ἀποδενδρουμένην, καὶ κλάδων ἐκφύσεις ἀναβλαστάνουσαν, καὶ ἐν τούτοις ἢ ἄνθος, ἢ ἀκάνθην, ἢ τρόφιμόν τι φυομένην, ἢ δηλητήριον, οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν, ἢ ταὐτὸν ἡγεῖσθαι τὰ πάντα, καὶ μίαν ἐν τοῖς οὖσιν εἶναι τὴν φύσιν ἐν συγκεχυμένῃ τινὶ καὶ ἀδιακρίτῳ κοινωνίᾳ πεφυρμένην, μηδεμιᾶς ἰδιότητος τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου ἀποκρινούσης.
71. Ὁ γὰρ λέγων τὸ αὐτὸ ἐν παντὶ γίνεσθαι, οὐδὲν ἕτερον, ἢ ἓν εἶναι τὰ πάντα βούλεται, τῆς ἐμφαινομένης διαφορᾶς τοῖς οὖσιν οὐδὲν πρὸς ἐπιμιξίαν τῶν ἀκοινωνήτων ἐμποδιζούσης· ὡς ἀνάγκην εἶναι, κἄν τι τῶν ἰοβόλων, καὶ σαρκοβόρων θεάσηται, ὁμόφυλον νομίζειν ἑαυτῷ καὶ συγγενὲς τὸ φαινόμενον, οὐδὲ τὸ κώνειον ὁ τοιοῦτος ὡς ἀλλότριον τῆς ἰδίας ὄψεται φύσεως· εἴπερ βλέπει καὶ ἐν φυτοῖς τὸ ἀνθρώπινον, ἀλλ᾿ οὐδὲ πρὸς αὐτὸν ἀνυπόπτως ἕξει τὸν βότρυν τὸν ἐπὶ τῇ χρείᾳ τῆς ζωῆς γεωργούμενον. Καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς τῶν φυομένων ἐστίν· φυτὰ δὲ ἡμῖν καὶ τὰ τῶν ἀσταχύων γεννήματα, δι᾿ ὧν τρεφόμεθα.
Πῶς οὖν ἐπάξει τὴν δρεπάνην ἀσταχύων τομῇ; πῶς δὲ ἀποθλίψει τὸν βότρυν, ἢ ἀνορύξει τῆς ἀρούρας τὴν ἄκανθαν, ἢ τὸ ἄνθος δρέψει, ἢ θηρεύσει τοὺς ὄρνιθας, ἢ ἀπὸ ξύλων ἀνακαύσει πυράν, ἄδηλον ὂν εἰ μὴ κατὰ συγγενῶν, ἢ προγόνων, ἢ ὁμοφύλων, ἡ χεὶρ φέρεται, καὶ διὰ τοῦ σώματος αὐτῶν ἢ τὸ πῦρ ἀνάπτεται, ἢ ὁ κρατὴρ κιρνᾶται, ἢ ἡ τροφὴ παρασκευάζεται;
Τὸ γὰρ οἴεσθαι δι᾿ ἑκάστου τούτων τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου γίνεσθαι φυτὸν ἢ ζῶον, σημεῖα δὲ μὴ ἐπικεῖσθαι, ποῖον μὲν τὸ ἐξ ἀνθρώπου φυτὸν ἢ ζῶον, ποῖον δὲ τὸ ἑτέρως γινόμενον, πρὸς πάντα κατὰ τὸ ἶσον ὁ τῇ τοιαύτῃ προειλημμένος ὑπολήψει διατεθήσεται, ὡς κατ᾿ ἀνάγκην, ἢ καὶ κατ᾿ αὐτῶν τῶν ἐν τῇ φύσει ζώντων ἀνθρώπων ἀπηνῶς ἔχειν, ἢ εἴπερ ἐπὶ τῶν ὁμοφύλων πρὸς φιλανθρωπίαν ἐκ φύσεως ῥέποι, ὁμοίως αὐτὸν διακεῖσθαι πρὸς πᾶν ἔμψυχον, κἂν ἐν ἑρπετοῖς, κἂν ἐν θηρίοις τύχοι·
ἀλλὰ κἂν ἐν ὕλῃ δένδρον γίνεται, ὁ τὸ δόγμα τοῦτο παραδεξάμενος, δῆμον ἀνθρώπων τὰ δένδρα οἰήσεται. Τίς οὖν ὁ τοιοῦτος βίος ἢ πρὸς πάντα εὐλαβῶς διὰ τὸ ὁμόφυλον, ἢ καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀπηνῶς διὰ τὴν ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀδιαφορίαν ἔχοντος; Οὐκοῦν ἀπόβλητος ἐκ τῶν εἰρημένων ὁ τοιοῦτος ἂν εἴη λόγος, πολλῶν καὶ ἄλλων τῆς τοιαύτης ἡμᾶς ὑπολήψεως κατὰ τὸ εὔλογον ἀπαγόντων.
72. Ἤκουσα γὰρ τῶν τοιαῦτα δογματιζόντων, ὅτι ἔθνη τινὰ τῶν ψυχῶν ἀποτίθεται ἐν ἰδιαζούσῃ τινὶ πολιτείᾳ πρὸς τὴν ἐν σώματι ζωὴν βιοτεύοντα, ἐν τῷ λεπτῷ τε καὶ εὐκινήτῳ τῆς φύσεως ἑαυτῶν τῇ τοῦ παντὸς συμπεριπολοῦντος δινήσει, ῥοπῇ δέ τινι τῇ πρὸς κακίαν πτεροῤῥοούσας τὰς ψυχὰς ἐν σώματι γίνεσθαι· πρῶτον μὲν ἀνθρώποις, εἶθ᾿ οὕτως διὰ τῆς πρὸς τὰ ἄλογα τῶν παθῶν ὁμιλίας, μετὰ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ἐγχώρησιν ἀποκτηνοῦσθαι, κἀκεῖθεν μέχρι τῆς φυσικῆς ταύτης καὶ ἀναισθήτου καταπίπτειν ζωῆς, ὡς τὸ τῇ φύσει λεπτὸν καὶ εὐκίνητον, ὅπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ, πρῶτον μὲν ἐμβριθές τε καὶ κατωφερὲς γίνεσθαι τοῖς ἀνθρωπίνοις σώμασι διὰ κακίας εἰσοικιζόμενον· εἶτα τῆς λογικῆς δυνάμεως ἀποσβεσθείσης τοῖς ἀλόγοις ἐμβιοτεύειν· ἐκεῖθεν δὲ καὶ τῆς τοιαύτης τῶν αἰσθήσεων χάριτος ἀφαιρεθείσης, τὴν ἀναίσθητον ταύτην ζωὴν τὴν ἐν φυτοῖς μεταλαμβάνειν· ἀπὸ τούτου δὲ πάλιν διὰ τῶν αὐτῶν ἀνιέναι βαθμῶν, καὶ πρὸς οὐράνιον χῶρον ἀποκαθίστασθαι.
73. Τὸ δὲ τοιοῦτον δόγμα τοῖς καὶ μετρίως κρίνειν ἐπεσκεμμένοις αὐτόθεν ἐλέγχεται, μηδεμίαν ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς στάσιν. Εἰ γὰρ ἀπὸ τῆς οὐρανίας ζωῆς διὰ κακίας ἐπὶ τὸν ξυλώδη βίον ἡ ψυχὴ κατασύρεται, ἀπὸ τούτου δὲ πάλιν δι᾿ ἀρετῆς ἐπὶ τὸν οὐράνιον ἀνατρέχει, εὑρίσκεται ὁ λόγος αὐτῶν ἀπορῶν, ὅ τι προτιμότερον οἴεται, εἴτε τὴν ξυλίνην, εἴτε τὴν οὐρανίαν ζωήν.
Κύκλος γάρ τίς ἐστι διὰ τῶν ὁμοίων περιχωρῶν, ἀεὶ τῆς ψυχῆς, ἐν ᾧπερ ἂν ᾖ, ἀστατούσης. Εἰ γὰρ ἐκ τῆς ἀσωμάτου ζωῆς πρὸς τὴν σωματικὴν ἀναπίπτει, καὶ ἐκ ταύτης πρὸς τὴν ἀναίσθητον· ἐκεῖθεν δὲ πάλιν πρὸς τὴν ἀσώματον ἀνατρέχει, οὐδὲν ἕτερον ἢ ἀδιάκριτος κακῶν τε καὶ ἀγαθῶν σύγχυσις παρὰ τοῖς ταῦτα δογματίζουσιν ὑπονοεῖται. Οὔτε γὰρ ἡ οὐρανία διαγωγὴ ἐν τῷ μακαρισμῷ διαμένει, εἴπερ κακία τῶν ἐκεῖ ζώντων καθάπτεται· οὔτε τὰ ξύλα τῆς ἀρετῆς ἀμοιρήσει, εἴπερ ἐντεῦθεν μὲν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν παλινδρομεῖν οἴονται τὴν ψυχὴν, ἐκεῖθεν δὲ τοῦ κατὰ κακίαν ἀνάρχεσθαι.
74. Εἰ γὰρ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ ψυχὴ συμπεριπολοῦσα τῇ κακίᾳ συμπλέκεται, καὶ διὰ ταύτης ἐπὶ τὸν ὑλώδη καθελκυσθεῖσα βίον, ἀνωθεῖται πάλιν ἐντεῦθεν ἐπὶ τὴν ἐν ὕψει διαγωγήν· ἄρα τὸ ἔμπαλιν παρ᾿ ἐκείνων κατασκευάζεται, τὸ τὴν μὲν ὑλικὴν ζωὴν κακίας εἶναι κάθαρσιν, τὴν δὲ ἀπλανῆ περιφορὰν κακῶν ἀρχηγὸν καὶ αἰτίαν ταῖς ψυχαῖς γίνεσθαι, εἴπερ ἐντεῦθεν δι᾿ ἀρετῆς πτεροφυήσασαι μετεωροποροῦσιν, ἐκεῖθεν δὲ διὰ κακίας τῶν πτερῶν ἐκπιπτόντων χαμαιπετεῖς πρόσγειοι γίνονται, τῇ παχύτητι τῆς ὑλικῆς καταμιγνύμεναι φύσεως.
Καὶ οὐ μέχρι τούτων ἵσταται τῶν τοιούτων δογμάτων ἡ ἀτοπία, τῷ ἀντεστράφθαι πρὸς τοὐναντίον τὰς ὑπολήψεις. Ἀλλ᾿ οὐδὲ αὐτὴ παγία διαμένει μέχρι πάντων αὐτοῖς ἡ ὑπόνοια. Εἰ γὰρ ἄτρεπτον τὴν οὐράνιον λέγουσι φύσιν, πῶς χώραν ἔχει ἐν τῷ ἀτρέπτῳ τὸ πάθος; Καὶ εἰ ἐμπαθὴς ἡ κάτω φύσις, πῶς ἐν τῷ παθητῷ κατορθοῦται ἡ ἀπάθεια; Ἀλλὰ φυροῦσι τὰ ἄμικτα, καὶ ἑνοῦσι τὰ ἀκοινώνητα, ἐν πάθει τὸ ἄτρεπτον, καὶ ἐν τῷ τρεπτῷ πάλιν καθορῶντες τὴν ἀπάθειαν. Καὶ οὐδὲ τούτοις εἰσαεὶ διαμένουσιν· ἀλλ᾿ ὅθεν τὴν ψυχὴν διὰ κακίας ἀπῴκησαν, ἐκεῖσε πάλιν αὐτὴν ὡς ἀσφαλῆ καὶ ἀκήρατον ζωὴν ἐκ τῆς ὑλικῆς ἀνοικίζουσιν, ὥσπερ ἐπιλαθόμενοι τὸ ἐκεῖθεν αὐτὴν ἡ κακία βρύσασα τῇ κάτω καταμιχθῆναι φύσει.
75. Ἥ τε οὖν διαβολὴ τοῦ τῇδε βίου, καὶ ὁ τῶν οὐρανίων ἔπαινος ἐν ἀλλήλοις συγχέονται καὶ ἀνωφεροῦνται, τοῦ μὲν διαβεβλημένου κατὰ τὴν ἐκείνων δόξαν πρὸς τὸ καλὸν καθηγουμένου· τοῦ δὲ πρὸς κρείττονος ὑπειλημμένου τὴν ἀφορμὴν ἐνδιδόντος τῇ ψυχῇ τῆς πρὸς τὸ χεῖρον ῥοπῆς.
76. Οὐκοῦν ἐκβλητέα τῶν τῆς ἀληθείας δογμάτων πᾶσα πεπλανημένη τε καὶ ἀστατοῦσα περὶ τῶν τοιούτων ὑπόληψις· μήθ᾿ ὅσοι καταβαίνειν ἐκ γυναικείων σωμάτων πρὸς τὴν ἀνδρώδη ζωὴν τὰς ψυχὰς δοκείη τὸ ἔμπαλιν ἐν γυναιξὶ γίνεσθαι τὰς τῶν ἀνδρικῶν σωμάτων χωρισθείσας ψυχάς, ἢ καὶ πρὸς ἄνδρας ἐξ ἀνδρῶν μεταβαίνειν, καὶ γυναῖκας ἐκ γυναικῶν γίνεσθαι λέγουσιν, ὡς τῆς ἀληθείας ἐστοχασμένους ἀκολουθήσωμεν.
Ὁ μὲν γὰρ πρότερος οὐ μόνον τῷ ἄστατος καὶ ἀπατηλὸς εἶναι ἀπεδοκιμάσθη ὁ λόγος, αὐτὸς ἐν ἑαυτῷ πρὸς τὰς ἐναντίας ὑπολήψεις περιτρεπόμενος, ἀλλ᾿ ὅτι καὶ ἀσεβῶς ἔχει, μηδὲν τῶν ὄντων εἰς γένεσιν ἄγεσθαι δογματίζων, καὶ κακίας τῇ ἑκάστου φύσει τὴν ἀρχὴν ἐνδιδούσης. Εἰ γὰρ οὔτε ἄνθρωποι, οὔτε φυτὰ, οὔτε βοσκήματα, μὴ ψυχῆς ἄνωθεν ἐπὶ ταῦτα ἐμπεσούσης φύονται· ἡ δὲ πτῶσις διὰ κακίας γίνεται, ἄρα κατάρχειν οἴονται τὴν κακίαν τῆς τῶν ὄντων συστάσεως.
77. Καί πως συμβαίνει κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἀμφότερα, καὶ ἄνθρωπον ἐκ γάμου φύεσθαι, καὶ τῆς ψυχῆς τὴν κατάπτωσιν τῇ τοῦ γάμου συμβαίνειν σπουδῇ. Καὶ τὸ ἔτι τούτου παραλογώτερον, εἰ ἔαρι τὰ πολλὰ τῆς ἀλόγου φύσεως συνδυάζεται, ἆρ᾿ οὖν ἔστιν εἰπεῖν ὅτι καὶ τῇ ἄνω περιφορᾷ τὸ ἔαρ ἐμφύεσθαι τὴν κακίαν ποιεῖ, ὥστε συμβαίνει ὁμοῦ τε τοῦ κακοῦ τὰς ψυχὰς πληρουμένας πίπτειν, καὶ τὰς γαστέρας τῶν ἀλόγων κυΐσκεσθαι;
Τί δ᾿ ἂν εἴπῃ τις περὶ τοῦ γεωπόνου τοῦ καταπηγνύοντος τῇ γῇ τὰς τῶν φυτῶν ἀποσπάδας; Πῶς ἡ τούτου χεὶρ συγκατέχωσε τῷ φυτῷ τὴν ἀνθρωπίνην ψυχὴν, συντρεχούσης πτεροῤῥυήσεως τῇ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν φυτείαν ὁρμῇ; Τὸ αὐτὸ τοίνυν ἄτοπον καὶ ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν λόγων, ἐπὶ τὸ οἴεσθαι τὴν ψυχὴν τὰς συνόδους ἐν συζυγίᾳ ζώντων περιεργάσασθαι, ἢ τὰς λοχείας ἐπιτηρεῖν, ἵνα τοῖς φυομένοις σώμασιν ἐπεισκριθῶσιν.
Εἰ δὲ ἀπείποι ὁ ἀνὴρ τὸν γάμον, ἡ δὲ γυνὴ ἑαυτὴν τῆς τῶν ὀδυνῶν ἀνάγκης ἐλευθερώσειεν, ἆρ᾿ οὐ βαρήσει τὴν ψυχὴν ἡ κακία; Οὐκοῦν ὁ γάμος τῇ ἄνω κακίᾳ τὸ κατὰ τῶν ψυχῶν ἐνδώσιμον δίδωσιν, ἢ καὶ δίχα τούτου καθάπτεται τῆς ψυχῆς ἡ πρὸς τὸ ἐναντίον σχέσις; Οὐκοῦν ἄοικος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἀλῆτις ἡ ψυχὴ πεπλανήσεται, τῶν μὲν οὐρανίων ἀποῤῥυεῖσα, σώματος δὲ ἂν οὕτω τύχοι πρὸς ὑποδοχὴν ἀμοιρήσασα;
78. Εἶτα καὶ πῶς διὰ τούτων ἐπιστατεῖν τὸ Θεῖον τῶν ὄντων ὑπονοήσουσι, τῇ τυχαίᾳ ταύτῃ καὶ ἀλόγῳ τῶν ψυχῶν καταπτώσει τὰς ἀρχὰς τῆς ἀνθρωπίνης ἀνατιθέντες ζωῆς; Ἀνάγκη γὰρ πᾶσα τῇ ἀρχῇ καὶ τὰ μετὰ ταύτην συμφώνως ἔχειν. Εἰ γὰρ ἐκ συντυχίας αὐτομάτου τινὸς ὁ βίος ἤρξατο, τυχαία πάντως καὶ ἡ κατ᾿ αὐτόν διέξοδος γίνεται.
Καὶ μάτην τῆς θείας δυνάμεως οἱ τοιοῦτοι τὰ ὄντα ἐξάπτουσιν, οἱ μὴ βουλήματι θείῳ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ φύεσθαι λέγοντες, ἀλλ᾿ εἰς πονηράν τινα συντυχίαν τὰς ἀρχὰς τῶν γινομένων ἀνάγοντες, ὡς οὐκ ἂν συστάσης τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς μὴ τοῦ κακοῦ δόντος τῇ ζωῇ τὸ ἐνδόσιμον. Εἰ οὖν ἡ ἀρχὴ τοῦ βίου τοιαύτη, δηλαδὴ καὶ τὰ ἐφεξῆς κατὰ τὴν ἀρχὴν κινηθήσεται. Οὐ γὰρ ἄν τις ἐκ κακοῦ καλόν, οὐδὲ ἐξ ἀγαθοῦ τὸ ἐναντίον φύεσθαι λέγοι, ἀλλὰ κατὰ τὴν τοῦ σπέρματος φύσιν, καὶ τοὺς καρποὺς ἀναμένομεν. Οὐκοῦν πάσης τῆς ζωῆς ἡ αὐτόματος αὕτη καὶ συντυχικὴ κίνησις ἡγεμονεύει, μηδεμιᾶς προνοίας διά τῶν ὄντων ἡκούσης.
79. Ἄχρηστος δέ παντάπασι καί ἡ τῶν λογισμῶν ἔσται προμήθεια· τῆς δέ ἀρετῆς κέρδος οὐδέν, καί πρός τό κακόν ἀλλοτρίως ἔχειν ἀντ᾿ οὐδενός ἄν εἴη. Πάντα γὰρ πάντως ἐπὶ τῷ φέροντι κείσεται καὶ οὐδὲν ὁ βίος διοίσει τῶν ἀνερματίστων πλοίων, ταῖς αὐτομάτοις συντυχίαις, οἷόν τισι κύμασιν, ἄλλοτε πρὸς ἄλλην καλῶν ἢ φαύλων συντυχίαν μεθορμιζόμενος.
Οὐ γὰρ ἔστι τὸ ἐξ ἀρετῆς ἐγγενέσθαι κέρδος, οἷς ἡ φύσις ἐκ τῶν ἐναντίων τὴν ἀρχὴν ἔχει. Εἰ μὲν γὰρ θεόθεν οἰκονομεῖται ἡμῶν ἡ ζωὴ, τὸ μηδὲ κακίαν κατάρχειν τῆς ζωῆς ἡμῶν συνομολογεῖται. Εἰ δὲ δι᾿ ἐκείνης φυόμεθα, πάντη τε καὶ πάντως κατ᾿ αὐτὴν βιοτεύσομεν. Λῆρος οὖν διὰ τούτων ἀποδειχθήσεται τὰ μετὰ τὸν τῇδε βίον δικαιωτήρια, καὶ ἡ πρὸς ἀξίαν ἀνταπόδοσις, καὶ ὅσα ἄλλα πρὸς ἀναίρεσιν τῆς κακίας λέγεται καὶ πεπίστευται.
Πῶς γὰρ δυνατὸν ἔξω ταύτης εἶναι τὸν ἄνθρωπον τὸν δι᾿ ἐκείνης φύντα; Πῶς δὲ καὶ ὁρμή τις ἐγένετο προαιρετικὴ τῷ ἀνθρώπῳ πρὸς τὸν κατ᾿ ἀρετὴν βίον, οὗ ἡ φύσις ἐκ κακίας, ὡς λέγουσι, τὴν ἀρχὴν ἔχει;
Ὡς γὰρ οὐκ ἐπιχειρεῖ τι τῶν ἀλόγων ἀνθρωπικῶς φθέγξασθαι, τῇ δὲ συντρόφῳ καὶ κατὰ φύσιν κεχρημένα φωνῇ, οὐδεμίαν ἡγεῖται ζημίαν ἀμοιροῦντα τοῦ λόγου, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, καὶ οἷς ἡ κακία νομίζεται εἶναι τῆς ζωῆς ἀρχὴ καὶ αἰτία, οὐκ ἂν εἰς ἐπιθυμίαν ἔλθοιεν τῆς ἀρετῆς, ὡς ἔξω τῆς φύσεως αὐτῶν οὔσης. Ἀλλὰ μὴν πᾶσι τοῖς κεκαθαρμένοις ἐκ λογισμῶν τὴν ψυχὴν διὰ σπουδῆς τε καὶ ἐπιθυμίας ὁ κατ᾿ ἀρετὴν βίος ἐστίν.
80. Ἄρα διὰ τούτου σαφῶς ἀποδείκνυται, τὸ μὴ πρεσβυτέραν εἶναι τῆς ζωῆς τὴν κακίαν, μήτ᾿ ἐκεῖθεν τὰς πρώτας ἀρχὰς ἐσχηκέναι τὴν φύσιν, ἀλλὰ κατάρχειν ἡμῶν τῆς ζωῆς τὴν τὸ πᾶν οἰκονομοῦσαν τοῦ Θεοῦ σοφίαν. Ἐλθοῦσαν δὲ εἰς γένεσιν τὴν ψυχὴν κατὰ τὸν ἀρέσκοντα τρόπον τῷ κτίσαντι, τότε κατ᾿ ἐξουσίαν αὐτὴν αἱρεῖσθαι τὸ κατὰ γνώμην, ἐκ τῆς προαιρετικῆς δυνάμεως ὅ τί περ ἂν ἐθέλει τοῦτο καὶ γινομένην.
Μάθοιμεν δ᾿ ἂν τὸν λόγον ἐκ τοῦ τῶν ὀφθαλμῶν ὑποδείγματος, ᾧ τὸ μὲν ὁρᾷν ἐστιν ἐκ φύσεως τὸ δὲ μὴ ὁρᾷν ἐκ προαιρέσεως ἢ καὶ πάθους. Γένοιτο γὰρ ἄν ποτε καὶ τὸ παρὰ φύσιν ἀντὶ τῆς φύσεως, ἢ ἑκουσίως τινὸς τὸν ὀφθαλμὸν μύοντος, ἢ ἐκ πάθους στερηθέντος τῆς ὄψεως. Οὕτως ἔστιν εἰπεῖν, καὶ τῇ ψυχῇ θεόθεν μὲν εἶναι τὴν σύστασιν, μηδεμιᾶς δὲ νοουμένης περὶ τὸ Θεῖον κακίας, ἔξω τῆς κατ᾿ αὐτὴν ἀνάγκης εἶναι· γενομένην δὲ οὕτως τῇ ἰδίᾳ γνώμῃ πρὸς τὸ δοκοῦν ἄγεσθαι, ἢ ἐκ προαιρέσεως πρὸς τὸ καλὸν ἐπιμύουσαν, ἢ ἐξ ἐπιβουλῆς τοῦ συνοικοῦντος ἡμῶν τῇ ζωῇ πολεμίου τὸν ὀφθαλμὸν βλαπτομένην, καὶ ἐν τῷ τῆς ἀπάτης βιοτεύουσαν σκότει, ἤ καὶ τὸ ἔμπαλιν καθαρῶς πρὸς τὴν ἀλήθειαν βλέπουσαν, πόῤῥω γίνεσθαι τῶν σκοτεινῶν παθημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου