Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Υπάρχει στ’ αλήθεια η πατερική «Καρδιά»;(Μέρος β, η πατερική θεώρηση)

Δημήτρης Γ. Ιωάννου

 Καιρός να περάσουμε στην ορθόδοξη Θεολογία. Κατά την ορθόδοξη Θεολογία λοιπόν «η ‘‘βαθεία καρδιά’’ είναι ο τόπος όπου ενεργούνται ‘‘αι υψώσεις του Θεού’’», σύμφωνα με τον ορθόδοξο ασκητισμό (Ιερομονάχου Πέτρου, Το μυστήριο του Λόγου στον Γέροντα Σωφρόνιο, ΙΜΤΠροδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2019, σελ. 95). Αυτό θα πει ότι η καρδιά μας είναι ο κρυφός εκείνος τόπος όπου λαμβάνουν χώρα, διενεργούνται μάλλον οι πιο μυστικές κινήσεις, η αγάπη, η συμπάθεια, το έλεος, η ευσπλαχνία, η ταπείνωση, η συγκίνηση, όλα τα ιερά σκιρτήματα και οι πλέον ευλογημένες και χαριτωμένες κινήσεις της ψυχής, οι ιερές αποφάσεις και βουλήσεις. Όταν αγιάζουμε την καρδιά, τότε ανταποκρινόμαστε στη θεία κλήση. «Κύριον, αυτόν αγιάσατε», λέγει η Γραφή. Και αυτό γιατί, όταν αγιάζει κανείς την καρδιά του, αγιάζει τη ρίζα του είναι του, τον βαθύτερο εαυτό του. Υπάρχει ο βαθύς εαυτός!

Με την καρδιά είναι ακριβώς που υποδεχόμαστε τον άλλον, προπαντός τον μεγάλον Άλλον, τον Θεό, που αφοσιωνόμαστε σε ένα πρόσωπο, προπαντός στον Κύριο, που δείχνουμε αποφασιστικότητα και αυταπάρνηση, θάρρος να μείνουμε για πάντα κοντά στον Ύψιστο. Τότε ο Θεός, όπως λέγουν οι Πατέρες, κατοικεί πράγματι μέσα στον άνθρωπο. Ιδιαίτερα πρέπει να χρονίσει η προσευχή (ό.π. σελ. 96), για να γνωρίσει κανείς τον Θεό, εφόσον στην προσευχή ειναι που συναντάται κανείς «καρδιακά», με όλο του το Είναι, με τον Κύριο. Στην σχέση με τον Άλλον φθάνει κανείς να γνωρίσει όλη την κοσμική διάσταση του κακού και με τη θεία χάρη την προσπερνά. Τότε η ζωή του Όντως Θεού γίνεται και δική μας, λέγει ο π. Πέτρος.

Η καρδιά είναι που ανυψώνεται, γιατί αυτή είναι ο χώρος του «πνεύματος», που δεν σημαίνει απλά ψυχικά γεγονότα. Ο Κύριος ενέβαλε μέσα στη ψυχή μας τις πιο ιερές εμφυτεύσεις, τα πιο άγια σκιρτήματα, τις εκλεκτότερες διαθέσεις. Είναι ό,τι ονομάζουμε το ευγενές «ανθρώπινο πνεύμα», που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά έμπνευση του Θεού, βαλμένο μέσα στην καρδιά μας. Και υπάρχει σε όλους του ανθρώπους. Με αυτές τις θείες ανυψώσεις, με αυταπάρνηση και με την αγία ταπείνωση ιστάμεθα ενώπιον του Άλλου – και πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι ολόκληρη η ζωή μας δεν είναι παρά ένα «ίστασθαι» ενώπιον του Άλλου, προπαντός του Θεού. Όπως όταν συναντάμε έναν καλό φίλο από παλιά, που σεβόμεθα πολύ, τότε τον «χαιρετάμε», που θα πει ότι στεκόμαστε μπροστά του με ολόκληρη την ύπαρξή μας, και περιμένουμε μια παρόμοια απάντηση, παρομοίως και στην προσευχή, η καρδιά μας στέκεται ενώπιον του Θεού. Ό,τι δεν κατανοεί η φιλοσοφία σήμερα, είναι ότι ο άνθρωπος είναι εξορισμού ένας διάλογος με τον Άλλον… Και είναι αυτό μια θεία δωρεά σε κάθε ταπεινή καρδιά.

Το υψηλότερο έργο της καρδιάς ειναι η προσευχή. Αυτή εξαγνίζει και αγιάζει τον άνθρωπο, και όλη αυτή η ευλογία αναβλύζει από την καρδιά, που πρώτη δέχεται τη θεία χάρη. Ο άνθρωπος υψώνεται προς το Θεό και ο Θεός συγκαταβαίνει και δίνει τη χάρη Του- είναι μια θεία δωρεά. Η ανύψωση αυτή του ανθρώπου δεν γίνεται παρά διά της μετανοίας (ό.π. σελ. 98), που θα πει ότι συστελλόμενος κανείς, ιστάμενος αληθινά  ενώπιον του Θεού, αναλαμβάνει την ευθύνη του, ότι αχρείος δούλος εστί. Η μετάνοια δεν μπορεί παρά να είναι καρδιακή υπόθεση, γιατί αλλιώς πρόκειται για επιδερμική μεταμέλεια, για ψεύτικη, παροδική, καταναγκαστική ίσως «συγγνώμη», που δεν την εννοεί βαθύτερα κανείς. Όσο πιο πολύ ενεργεί η καρδιά, τόσο η μετάνοια γίνεται και αληθινή- και όλοι καταλαβαίνουμε τι θα πει για κάποιον ότι πραγματικά μετάνιωσε για κάποιο σφάλμα του, όταν έβλαψε τον αδελφό του.

Η βασικότερη κίνηση που ενεργεί και την μετάνοια, αυτό που πάνω από όλα φωλιάζει στην ανθρωπίνη καρδιά, ειναι η αγάπη (ό.π. σελ.98). Αυτός που αγαπά τον Θεό, Τον σκέπτεται, και αυτός που Τον σκέπτεται, προσεύχεται. Παρομοίως, και με τα ανθρώπινα, όταν αγαπάμε κάποιον τον σκεπτόμαστε, και όταν τον σκεπτόμαστε, βρίσκουμε τρόπο για να τον κάνουμε πιο χαρούμενο. Η χαρά μας φαίνεται στην συνδιάλεξη μαζί του. Πρωτίστως, με την προσευχή ειναι που φαίνεται η χαρά μας, που συναντάμε τον Θεό. Αγάπη και προσευχή είναι αλληλένδετα, το ένα τρέφεται από το άλλο.

Αυτός που αγαπά καρδιακά, γνωρίζει την ουσία του άλλου, γνωρίζει το όνομά του. Η θεολογία του ονόματος ειναι λεπτή υπόθεση, και δεν πρέπει εδώ να πούμε πολλά – αρκεί μόνο να θυμίσουμε ότι αισθανόμενοι την ετερότητα του άλλου, την υπόστασή του που ειναι μοναδική, καταλαβαίνουμε ότι αυτό αντανακλάται στη μοναδικότητα του ονόματός του. Δεν πρόκειται απλά για ήχο, αλλά για την αίσθηση ότι μια ανεπανάληπτη πραγματική παρουσία είναι δίπλα μας, και έχει ένα «όνομα», το οποίο αποδίδει ενεργητικώς αυτό που είναι. Ο Κύριος αποκαλύφθηκε ως ο «ο Ων» στην Παλαιά Διαθήκη, ωστόσο στην  Καινή ολοκληρώθηκε η Αποκάλυψη. Ο Υιός μάς γνώρισε τον Πατέρα, μας φανέρωσε τον προσωπικό χαρακτήρα του Θεού, ως της τρισυποστάτου Τριάδος. Ο Κύριος αγάπησε «εις τέλος» τους ανθρώπους, και η καρδιά μας μπορεί να μιμηθεί αυτή την αγάπη όταν εργαζόμαστε τις εντολές. Δεν πρόκειται για ηθικισμό. Η αγάπη δεν ειναι κάποιο τυπικό καθήκον, αλλά η αληθινή ζωή. Οι εντολές ειναι η εργασία της καρδιάς, ο δύσκολος αγώνας της, εκεί που αποκαλύπτεται η ποιότητά της. Αυτός που δεν αγαπά, θα φανεί από το ότι δεν εργάζεται τις εντολές. Όταν κανείς προσεύχεται καρδιακά διά του ονόματος του Ιησού, τότε οι λογισμοί που τον εμποδίζουν έχουν άμεση σχέση με τα πάθη του, με τα σημεία εκείνα που ειναι δοσμένη η καρδιά του. Ο πιστός το καταλαβαίνει και με ταπείνωση διορθώνεται. Η καρδιακή προσευχή του Ιησού, γενικά η προσευχή για μας τους λαϊκούς, αποκαλύπτει και τα πάθη μας- γιατί οι εντολές ειναι το ίστασθαι ενώπιον του Θεού αλλά και του αδελφού, κατά μια αναλογία (ό.π. σελ. 102)

Όσον αφορά την περίφημη «κάθοδο» του νου στην καρδιά, που φαίνεται μια εναπομείνασα μοναχική προκατάληψη, πρέπει να σκεφθούμε ότι στην πραγματικότητα έδρα της βαθείας σκέψης, είναι με μια έννοια η καρδιά. Όταν μια  μητέρα υποδέχεται το παιδί της, που έλειπε χρόνια, τότε ολόκληρος ο ψυχισμός της μεταφέρεται τρόπον τινά στην αγκαλιά της, στον τόπο της καρδίας- και ο νους υποτάσσεται σε αυτήν. Όταν κάποιος είναι εγωιστής, και πάλι από εκεί, την μυστική ανθρώπινη αγκάλη, την καρδιά, αναβλύζει αυτό το αίσθημα, που δεν ειναι απλώς αίσθημα, αλλα ηθικό γεγονός. Γενικότερα τα συναισθήματα, η χαρά, η λύπη κλπ. αναβλύζουν από την καρδιά- μπορούμε να το καταλάβουμε με μια απλή ενδοσκόπηση. Και υπάρχουν στιγμές που μοιάζει θαυμαστά να συνενώνονται νους και καρδιά- θεώμενοι ένα ηλιοβασίλεμα, η νοερή ενατένιση της αρμονίας των χρωμάτων και του κάλλους ενώνονται με το δέος μπροστά σε αυτήν την μεγαλοπρέπεια, που είναι καθαρή καρδιακή υπόθεση.

Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς πώς γίνεται ένα σάρκινο όργανο, η «καρδία», να είναι ο τόπος αυτής της πιο βαθιάς ανθρώπινης προσωπικότητας; Το ερώτημα φαίνεται εύλογο, αλλά υπάρχει μια αναλογία με τον εγκέφαλο: όπως αυτός, αν και σάρκινος, με νευρώνες κλπ., γεννά τις νοητικές λειτουργίες, παρομοίως και η καρδιά, αν και με φυσιολογία που δεν παραπέμπει σε κάτι τέτοιο, είναι η έδρα αυτής της πραγματικότητας που περιγράψαμε. Και παρατηρούμε, ότι πχ όταν μιλάμε με βαθιά λύπη, μοιάζει σαν η σκέψη του εγκεφάλου να κατεβαίνει χαμηλότερα, στον τόπο ακριβώς της καρδιάς, και από κει να εκπορεύονται οι διάφορες σκέψεις. Το βαθύ πνευματικό όργανο του ανθρώπου συμβαίνει να βρίσκεται ακριβώς στη θέση αυτού του σάρκινου ανθρώπου- είναι κάτι παράξενο αλλά αληθινό. Και στην ορθόδοξη ανθρωπολογία είναι αυτό που πρέπει να καθαρθεί από τα πάθη, που φωλιάζουν εκεί. Γι’ αυτό και το Ευαγγέλιο μιλά για τον «θησαυρό της καρδίας».

Στην ορθόδοξη ασκητική παράδοση γίνεται λόγος, όπως είπαμε, για την «κάθοδο» του νου στην καρδιά, που πρώτα όμως πρέπει να καθαρθεί. Όσο πιο πολύ απαλλάσσεται κανείς από τα πάθη, πολλά από τα οποία ειναι «λεπτεπίλεπτα» και «πνευματικά», δυσδιάκριτα, τόσο μαθαίνει να βάζει στην ανώτερη θέση τον Άλλον, εν προκειμένω τον Θεό, και να συστέλλει τον εαυτό του στον τόπο της καρδίας, για να Τον δεξιωθεί. Ο νους συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά- μοιάζει σαν τον οφθαλμό της καρδιάς, με τον οποίο αυτή βλέπει και παρατηρεί τον γύρω κόσμο, ενώ ταυτόχρονα και αυτός μπορεί να κάνει πολλά πραγματα μαζί: να είναι δοσμένος στην προσευχή και ταυτόχρονα να συνομιλεί με κάποιον άλλον. Δεν θα αναλύσουμε περαιτέρω την σχέση ψυχής, καρδίας και νου. Θα θέλαμε μόνο να τονίσουμε ότι η ασκητική ορθόδοξη ανθρωπολογία δεν ειναι στην πραγματικότητα μεταφορική και αλληγορική, αλλα βαθιά ρεαλιστική. Και είναι κρίμα που δεν την γνωρίζει η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη.

Εικόνα: Παναγία Βρεφοκρατούσα. (Περίπου 1250-60.) Σήμερα, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.

Υπάρχει στ' αλήθεια η πατερική «Καρδιά»;(Μέρος β, η πατερική θεώρηση) - Αντίφωνο (antifono.gr)

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΠΟΣΙΩΠΑΤΑΙ Ο ΝΟΥΣ. ΜΙΑ ΜΟΙΡΑΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΑΣ ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗ ΔΙΟΤΙ Ο ΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΕΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ. ΔΙΟΤΙ ΝΟΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΜΕ ΜΙΑ ΓΕΦΥΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΝΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΝΑ ΕΦΕΥΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ,ΜΙΑ ΚΕΝΟΦΑΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: