ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ «ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ»
( … )
Το
βέβαιον είναι ότι δεν εκαλοπερνούσε και τόσον πολύ η δύστηνος γραία, μέσα εις
εκείνο το φατνωμένον σπήλαιον, το συχναζόμενον από νυκτερίδας και γεμάτον από
βλατούδες και κανθαρίδας και αράχνας. Αλλά και καλύτερα εάν τυχόν επερνούσε,
φρονώ ότι ποτέ δεν θα ήτο ευχαριστημένη. Ήτον από εκείνους τούς ανθρώπους και
μάλιστα απ’ εκείνας τας γυναίκας, αι οποίαι ποτέ δεν ευχαριστούνται.
Εις
τούτο τείνει και τοιούτο περίπου είναι το πρώτον αίσθημα, η πρώτη έννοια του
κακού, το οποίον έσπειρεν ο διάβολος λίαν πρωίμως εις τον κόσμον. Και ιδού
διατί ηρώτα ο γεωργός εκείνος τής Παραβολής: «Κύριε, ουχί καλόν σπέρμα
έσπειρας; πόθεν ούν έχει ζιζάνια;»
Δια
τους άνδρας, τούτο το αίσθημα καλείται, εις τας ημέρας μας, με ξενικόν όνομα,
«μιζέρια»· δια τας γυναίκας, και πρώην και νυν, προσλαμβάνει τραγικωτέρας
διαστάσεις, και ονομάζεται «στριγλιά». Ω! πόσας τω όντι είδα τοιαύτας γυναίκας
εις την ζωήν μου!
Κάν τε
ευτέλειαν και σκαιότητα, κάν τε απαισιότητα και ταλαιπωρίαν, όπως αν το ονομάση
τις, το αίσθημα τούτο εσπάρη εις τα στερνά τής ανθρωπότητος, ευθύς μετά την
πρώτην μερικήν ανασκόπησιν, και τας δευτέρας πανσόφους φροντίδας, δι’ ών
ετελειοποίησεν ο Δημιουργός πάντα όσα εποίησε.
Διότι το πρώτον, επί ενός εκάστου τών έργων του, έρριψεν αλάνθαστον το
βλέμμα, «και είδεν ο Θεός ότι καλόν», είτα τελευταίον, εφ’ όλων ομού τών έργων
του· «και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε, και ήσαν καλά λίαν».
Ευθύς τότε εξήλθε θρασύς ο εχθρός, κ’ ετόλμησε να είπη ότι δεν είναι
καλά, τα έργα τού Θεού.
Και
δεν ακούομεν ακόμη πολλούς, και εις τας οδούς και εις την αγοράν και εις τα
καπηλεία, σοβαρευομένους και σπουδάζοντας, ν’ αποφαίνωνται ότι δεν είναι καλός
ο κόσμος τού Θεού, ή ότι «δεν τον εκατάφερε καλά» ο Δημιουργός τον κόσμον;
Πόθεν αντλούσι τα επιχειρήματα; Πού ευρίσκουσι την ύλην δια τον συλλογισμόν;
Από ποίας κρίσεις, από ποίας προτάσεις συνάγουσι το συμπέρασμα; Τί άλλο είναι η
κρίσις ειμή σύγκρισις; Μεταξύ δύο ή πλειοτέρων παραπλησίων όντων ή πραγμάτων
συγκρίνει τις και κρίνει ποίον διαφέρει. Αλλ’ υπάρχει εδώ όρος συγκρίσεως;
Είδομεν ήδη άλλον κόσμον με τον οποίον να συγκρίνωμεν τον παρόντα;
Ακατάληπτον είναι, αν έκαμεν όλως αφηρημένας εννοίας ο Δημιουργός, ή
πόθεν αύται εγεννήθησαν. Είναι μόνον βέβαιον ότι έπλασεν ένα ορατόν κόσμον,
όπως θα έπλασσε, και ηδύνατο να πλάση και δύναται εις τους αιώνας να πλάττη,
πολλούς άλλους, και ορατούς και αοράτους. Κ’ εβεβαίωσεν Αυτός ότι το έργον του
είναι ωραίον, και πάς λογικός άνθρωπος συνομολογεί. «Ιδού καλά λίαν», αύτη
υπήρξεν η πρώτη μετά την κοσμογονίαν αφηρημένη έννοια, όπως και η πρώτη θετική
ιδέα. ‘Επειτα θρασύνεται ο παραλογισμός και λέγει: «Δεν είναι, όχι, καλός ο
κόσμος».
Αύτη
υπήρξεν η δευτέρα αφηρημένη έννοια και η πρώτη αρνητική ιδέα, και εντεύθεν
εγεννήθη η κακία – ήτις ουδέν άλλο είναι ή άνοια, αν δεν είναι αυτό το
δηλητήριον του Όφεως· και εν κεφαλαίω, είναι ο απηλπισμένος αγών τού
παραλογισμού όπως αποδείξη ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν να
κάμη τον κόσμον να φαίνεται – και να είναι πράγματι εν τη ηθική τάξει – τέρας
ασχημίας!
( … )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου