Συνέχεια από Παρασκευή, 15 Ιανουαρίου 2021
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
4. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ
α) Η έννοια και τα όρια τής διάκρισης
Διακρίναμε ήδη, απ’ τη
χριστολογική διάσταση μεταξύ προ- και μεταπασχάλιας ύπαρξης του Ιησού, μιαν αντικειμενικο-θεσμική και μιαν
υποκειμενικο-υπαρκτική δύναμη στην Εκκλησία. Η διάσταση όμως αυτή έχει,
σύμφωνα με όλα τα προαναφερθέντα, και μιαν πνευματολογική
αρχή, της οποίας τη θεολογική ιδιαιτερότητα – απέναντι στις φιλοσοφικές
διακρίσεις υποκειμενικού και αντικειμενικού πνεύματος (Χέγκελ) – πρέπει να
προσεγγίσουμε περαιτέρω. Η διάσταση δεν «ριζώνει» (το δείξαμε ήδη), όπως στον
Ιδεαλισμό, στην αναγκαιότητα του πνεύματος να αντικεμενοποιηθή (ως Μη-Εγώ ή ως
αντικειμενικός εθιμικός κανόνας), ώστε
να αποκτήση την πλήρη και απόλυτη υποκειμενικότητά του, αλλά στη διπλή όψη τού αιωνίου Αγίου Πνεύματος
στον Θεό, που είναι τόσο το εσώτατο «κέντρο» τής υποκειμενικής, αγαπητικής
κίνησης Πατρός και Υιού, όσο και το αποτέλεσμα και ο καρπός τής αντικειμενικής
μαρτυρίας τους.
Ένας μεγάλος προτεστάντης δογματολόγος, ο J.A. Dorner, «παρήγαγε» αυτή τη διάσταση
του Αγίου Πνεύματος, απ’ τη θέση του στην Αγία Τριάδα, στο πεδίο τής Οικονομίας: «Το Άγιο Πνεύμα διαχειρίζεται στην
οικονομική Τριάδα το ίδιο και μόνον αξίωμα, το οποίο διαχειρίζεται και στην
ενυπάρχουσα (immanent),
όπου και αποτελεί εξίσου την αρχή που συντηρεί αλλά και ενώνει τις διαφορές. Η
αποστολή του στον κόσμο είναι ο δοξασμός τού Χριστού, που συνίσταται στο να γίνη ο κόσμος βασίλειο του Θεού με την
Εκκλησία στο κέντρο, και να απεικονίσουν και τα δυό την αδιάσπαστη ενότητα
(unio) του εσωτερικού ή απλώς
υποκειμενικού με το εξωτερικό και αντικειμενικό, του ιδεατού με το ιστορικό ή
τού θεϊκού με το εμφανιζόμενο ανθρώπινο, που
εκπληρώθηκε πρωταρχικά στον Χριστό». Οι δυό ωστόσο όψεις τού Αγίου Πνεύματος, η
ενότητα και η διάκριση, η αγάπη και η μαρτυρία, ταυτίζονται στο εσωτερικό τής
Αγίας Τριάδος απολύτως. Το ίδιο Πνεύμα
είναι ταυτόσημα Πνεύμα τού Πατρός και Πνεύμα τού Υιού έτσι, ώστε να ισχύη εδώ και
η διατύπωση του Mühlen για το Πνεύμα, πως είναι δηλ.
«ένα Πρόσωπο σε δύο Πρόσωπα».
Η
πρώτη απάντηση στο ερώτημα, γιατί αυτή η ταυτότητα διαφοροποιείται στο
«οικονομικό» πεδίο, είναι: λόγω τής κενωτικής ενανθρωπήσεως του Υιού, του
οποίου η ενδο-θεϊκή διαθεσιμότητα προς τον
Πατέρα παίρνει τη μορφή ανθρώπινης υπακοής, προκαλώντας αυτό
που χαρακτηρίσαμε ως «αναστροφή»: το
Πνεύμα προερχόμενο ως εντολή (mandatum) από τον Πατέρα, και
προερχόμενο ως «δεν κάνω το θέλημά μου» από τον Υιό. Ο σκοπός είναι λοιπόν να αναγνωρισθή η διατηρούμενη (και) σ’ αυτήν
την («οικονομική») διάσταση ταυτότητα: η
διπλή «αναστροφή» αποτελεί την «οικονομική» μορφή μιας και μοναδικής αγάπης,
που παίρνει διπλή μορφή, επειδή δεν
μπορούν να ταυτιστούν Θεός και άνθρωπος. Ως προς τη θεότητά του, ο Ιησούς
υπακούει στον Πατέρα με την ίδια πνευματική αγάπη, την οποία τού προσφέρει ο
Πατέρας· ως προς την ανθρωπότητά του
όμως, αυτή η αγάπη παίρνει τη μορφή τής εντολής-υπακοής (mandatum-oboedientia).
Αν λοιπόν η ύπαρξη του Ιησού καθίσταται η
αρχετυπική, γενικώς, μορφή τού δημιουργημένου ανθρώπου, είναι φανερό, ότι
κάθε υπακοή τού πλάσματος απέναντι στον Θεό θα πρέπη να έχη την (να είναι η)
αρχική μορφή τής πνευματικής αγάπης τού Δημιουργήματος, μια μορφή, την οποία ο
Ιησούς ήρθε να αποκαταστήση, υπερβαίνοντας την ανυπακοή τού «Αδάμ» στο
σωτηριώδες έργο Του.
Αυτό πρέπει να το συνυπολογίσουμε τώρα με
την προαναφερθείσα «διάσταση» ανάμεσα στην προπασχάλια-θνητή και την αθάνατη
ύπαρξη (του Ιησού), αναγνωρίζοντας δυό «πράγματα»: Απ’ τη μια, ότι η
διαμορφωμένη απ’ τον Χριστό μορφή υπάρξεως της Εκκλησίας πρέπει να παρουσιάζη,
αντίστοιχα προς τη δική Του και δική μας θνητή και πεπερασμένη ύπαρξη, τη «διάσταση» αντικειμενικής και υποκειμενικής
δομής· και απ’ την άλλη, ότι αυτή η
διπλή δομή θα υπερβαίνη διαρκώς τον εαυτό της, καθ’ όσον ο εκκλησιαστικός
άνθρωπος κατανοεί, ακολουθώντας τον Χριστό, την εντολή τού Πατρός (mandatum Patris)
ως οικονομική μορφή τής πατρικής αγάπης, αναγνωρίζοντας έτσι την υπακοή τού
Δημιουργήματος ως «πρόσκληση» του (αμαρτωλού και «αντιστεκόμενου» ακόμα)
ανθρώπου «εντός» τής αγάπης.
Αν το κατανοήσουμε αυτό, φανερώνεται
ταυτόχρονα, ότι ένας «καθαρός» διαχωρισμός μεταξύ «αντικειμενικού» και
«υποκειμενικού» Αγίου Πνεύματος, που συγκροτεί και αγιάζει την Εκκλησία, δεν
είναι καν δυνατός, ότι μπορούμε όμως να αντιληφθούμε (να «ψηλαφήσουμε») υποκειμενικά, ακολουθώντας με συνέπεια
τον Χριστό, εκεί κατά το μάλλον αυτήν τη «διάσταση», όπου πλησιάζει κατά το
μάλλον, αντικειμενικά να
«(ανα)λυθή»: Όπως ο Χριστός αισθάνεται να τον «βαραίνη» πιο πολύ από ποτέ στο
Όρος τών Ελαιών και στον Σταυρό, φτάνοντας στο τέλος της, η «αποστολή» του,
έτσι μπορεί και εκείνη η καθαρή και αγία Εκκλησία, την οποία ο Αυγουστίνος
συνηθίζει να ονομάζη «περιστερά» (“columba”), να
αισθάνεται εκεί όπου είναι πιο καθαρή η αγάπη της, βαρύτατη τη «μαρτυρία» της, όπως «επιβαρύνθηκε υπερβολικά πάνω απ’
τις δυνάμεις του» και «θεώρησε πως είχε απωλέσει την ζωή του» ο Παύλος, ώστε να
μη μπορή πια να στηριχθή παρά μόνο στον Θεό, «που ανασταίνει τούς νεκρούς» (Β’
Κορ. 1, 8 – 9). Μ’ αυτόν τον τρόπο
μεταβαίνει και η θεσμικώς συντεταγμένη Εκκλησία στην καθαρή «θεία κοινωνία» (communio sanctorum). (( Β’ Κορ. 1, 8 – 11: «Ου γάρ θέλομεν υμάς αγνοείν, αδελφοί, υπέρ τής θλίψεως ημών τής
γενομένης ημίν εν τή Ασία, ότι καθ’
υπερβολήν εβαρήθημεν υπέρ δύναμιν, ώστε εξαπορηθήναι ημάς καί τού ζήν· αλλ’ αυτοί εν εαυτοίς τό
απόκριμα (τον αποχωρισμό) τού θανάτου εσχήκαμεν, ίνα μή πεποιθότες ώμεν εφ’ εαυτοίς, αλλ’ επί τώ
Θεώ τώ εγείροντι τούς νεκρούς·
ός εκ
τηλικούτου θανάτου ερρύσατο ημάς καί ρύεται, εις όν ηλπίκαμεν ότι καί έτι
ρύσεται, συνυπουργούντων καί υμών υπέρ ημών τή δεήσει, ίνα εκ πολλών προσώπων τό εις ημάς χάρισμα διά πολλών ευχαριστηθή
υπέρ ημών»… )) .
Θεολογικά
μπορούμε άρα να μιλήσουμε μόνο για το ότι στην Εκκλησία υπερισχύει η μια ή η
άλλη «όψη» τού Αγίου Πνεύματος: Στην
αντικειμενοποιημένη «όψη» τής Εκκλησίας εκφράζεται η θεϊκή
υποκειμενικότητα, όχι παρεπιμπτώντως, αλλά ως ένας υποκειμενικά μη «εφικτός»,
αγαπητικός κανόνας, που αιωρείται διαρκώς πάνω απ’ τον επίγεια προσανατολισμένο
άνθρωπο (πρβλ. Φιλ. 3, 12 – 14) (( Φιλ.
3, 12 – 16: «…ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη
τετελείωμαι, διώκω δέ ει καί καταλάβω, εφ’ ώ και κατελήφθην υπό τού Χριστού
Ιησού. αδελφοί, εγώ εμαυτόν ούπω λογίζομαι κατειληφέναι· έν δέ, τά μέν οπίσω
επιλανθανόμενος τοίς δέ έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω επί τό βραβείον τής άνω κλήσεως τού Θεού εν Χριστώ Ιησού. όσοι ούν τέλειοι,
τούτο φρονώμεν· καί εί τι ετέρως φρονείτε,
καί τούτο ο Θεός υμίν αποκαλύψει. πλήν εις ό εφθάσαμεν, τώ αυτώ στοιχείν
κανόνι, τό αυτό φρονείν»… )) . Στην υποκειμενικοποιημένη
όμως «όψη» τής Εκκλησίας μπορεί ο ίδιος αυτός, «επίγειος» άνθρωπος να αισθανθή
βέβαια κοντά στον Θεό, χωρίς να «ησυχάζουν» ωστόσο ποτέ οι αγαπητικές του
εμπειρίες, καθώς η αντικειμενικότητα της απόλυτης αγάπης (ενσαρκωμένη στη γραφή, το μυστήριο, την παράδοση και το αξίωμα) τον
ξεπερνά συνεχώς. Ο κάθε «φλογερός» πιστός γνωρίζει, ότι δεν μπορεί να
«υποδεχθή, ούτε και να απαντήση επαρκώς» σ’ αυτό που του δωρίζεται στο μυστήριο
της Θείας Κοινωνίας, και το γνωρίζει τόσο καλύτερα, όσο περισσότερο πλησιάζει
σε μια τέτοια «υποδοχή» και «απάντηση».
Το ότι το αξίωμα, η παράδοση, το μυστήριο,
η γραφή και το κήρυγμα είναι πλήρη πνεύματος και οδοί αγάπης, ότι «ολόκληρο το
νομικό στοιχείο υπηρετεί το πνευματικό» (J. Mouroux, Expérience chrétienne), ότι η μεταβίβαση του αξιώματος δεν μεταφέρει απλώς δικαιώματα και
υποχρεώσεις, αλλά παρέχει μαζί μ’ αυτά και το χάρισμα του Πνεύματος (βλ. H. Mühlen), ότι η καινοδιαθηκική Γραφή
δεν είναι γράμμα που σκοτώνει, αλλά πλήρης Πνεύματος (Β’ Κορ. 3, 6), ότι η παράδοση
είναι κάθε τι άλλο από μια μεταφορά νεκρών τύπων, ούτε μόνο μια δημιουργία από
ζωντανές πηγές, αλλά είναι η ίδια μια πηγή: όλα αυτά θα έπρεπε να τα εμπιστεύεται ένας χριστιανός. Θα έπρεπε μάλιστα να αναδεικνύεται, ως
βαθειά διαφορετικό απ’ το κοσμικό, ως χαρισματικό και μυστηριακό το
εκκλησιαστικό δίκαιο.
Δεν υπάρχει πια
καμμιά επίσημη λατρεία στην Καινή Διαθήκη, που να μην είναι ταυτόχρονα
διαμορφωμένη προσωπικά και να μην εισάγη στην προσωπική «θεία κοινωνία»
(communio
sanctorum), κι αν μπορούμε να
διακρίνουμε μεταξύ «καθαγιασμένου» (του κάθε προσώπου) και «καθιερωμένου» αγιασμού
(προς υπηρεσίαν τών άλλων), υπεισέρχονται τόσο πολύ οι δυό μορφές αγιασμού η
μια μέσα στην άλλη, ώστε κάθε προσωπικός αγιασμός να σκοπεύη στην υπηρεσία τής
βασιλείας τού Θεού, και κάθε «αξιωματικός» αγιασμός να μην αποβλέπη μόνο σ’
αυτήν τη βασιλεία, αλλά να απαιτή, όπως είδαμε, μιαν «υπαρξιακή» αντιστοιχία. H απλή «δραστηριότητα» (opus operatum)
χωρίς «πράξη» (opus
operantis) μένει μια έννοια
οριακή (και αναγκαία να αποδειχθή, λόγω τής αμαρτίας), ταυτόχρονα όμως κάτι που
δεν πρέπει να υφίσταται, μια «ατοπία» απ’ την πλευρά τού σωτηριώδους σχεδίου
τού Θεού. Υπάρχει – αντιδονατιστικά – προς όφελος εκείνων, οι οποίοι δέχονται
μέσω αυτής τη χάρη· για τον απροετοίμαστο (όμως)
αμαρτωλό, που είτε θα τη «διανείμη» (θα τη διασκορπίση) είτε θα την υποδεχθή,
μένει ανωφελής.
( συνεχίζεται με το
επόμενο υπο-κεφάλαιο: «Η διπλή ενότητα της Εκκλησίας»)
ΑΥΤΗ Η ΑΝΩΜΑΛΙΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ, Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ, ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΚΛΥΣΕΙ ΗΔΗ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. ΟΛΑ ΔΙΠΛΑ, ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΥΣ. ΔΙΠΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΔΙΠΛΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΔΙΠΛΟΣ ΠΑΤΗΡ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΤΙ ΝΑ ΕΝΩΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ;. ΑΥΤΗ Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΟΜΟΡΡΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΒΑΛΤΩΣΕΙ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ. Ο ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ.ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΣ ΑΛΛΑ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΟ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΘΑ ΠΕΣΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ.
ΤΑΥΤΟΤΗΣ ΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΚΑΙ ΑΝ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου